Η μείζων ειρωνεία του ρομαντισμού – Κ. Καρυωτάκης
photo: scalidi |
Εκείνη η τελευταία του πράξη τον καταδίκασε να κουβαλά τον τίτλο του
βασιλιά της απαισιοδοξίας. Τον καταδίκασε σ’ ένα κλισέ μελαγχολίας,
ακόμη και γι’ αυτούς που δεν τον διάβασαν και δεν θα τον διαβάσουν ποτέ.
Μα εκείνος έγραφε από την αρχή λέξεις-σφαίρες, ακύρωνε μάταιες ελπίδες
με φράσεις λεπίδες. Θάρρος ήταν αυτό, όχι παραίτηση.
Θάρρος να φέρει στην ποιητική του φαρέτρα την ειρωνεία και το
σαρκασμό, στρέφοντάς τα πρώτα στο πρόσωπο του ποιητή. Το ίδιο περίστροφο
θα γύρναγε μια μέρα εναντίον του. Δικό του θέμα. Τον ανήγαγε σε μύθο.
Πρέβεζα, κάργες, ιδανικοί αυτόχειρες. Θα ήταν μεγάλος και χωρίς τούτο το
ντεκόρ. Χωρίς τη θεαματική έξοδο. Μακάρι να το ‘ξερε από τότε. Αλλά και
πάλι θα το ‘χε κάνει.
Ένας τελεσίδικος οπτιμισμός που βγαίνει από τα έγκατα της
ματαιότητας, από το μη περαιτέρω, γλυκαίνει τα ποιήματά του. Αυτή είναι η
υπέρτατη ειρωνεία του. Μ’ αυτή ξεγέλασε τους πάντες. Γι’ αυτό θα πάταγε
τη σκανδάλη έτσι κι αλλιώς. Γι’ αυτό παίζει το παιχνίδι με τα κλισέ,
ώστε να γίνει προσιτός σ’ όποιον θα τον δει πέρα από την παγίδα της
γραφικότητας που του ‘χει στήσει. “Ωχρά σπειροχαίτη”, “Υποθήκαι”,
“Σταδιοδρομία”, “Μίσθια δουλειά”, “Ανδρείκελα”, “Είμαστε
κάτι…(ξεχαρβαλωμένες κιθάρες)”.
Κάποιοι ακόμα τον λένε ελάσσονα, γιατί τόλμησε να γράψει μόνο για τη
ζωή και το θάνατο. Το πιο δίκοπο μαχαίρι. Και το ‘κανε μ’ αγάπη. Άλλο
δίκοπο μαχαίρι. Προτίμησε την εμβληματική ελάσσονα φιγούρα της μείζονος
αισθαντικότητας του Μεσοπολέμου -ειρωνικά κι αυτό- από το μείζονα
ελεγειακό ξεπεσμό του έπους.
Γι’ αυτό ζει και βασιλεύει ακόμα. Να θυμηθώ να το πω στη Μαρία που ρωτά για κείνον, αν και της είχε απαντήσει πρώτος δια παντός:
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τόν ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια τού Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.”
(Το ποίημα από τα “Άπαντα Κ. Καρυωτάκη-Μ. Πολυδούρη”, εκδόσεις Πάπυρος, 1995)
(Δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου 2010 στο ιστολόγιο του ΕΚΕΒΙ)