Η φωτιά χωρίς καπνό του αίματος - Έρνεστ Χέμινγουέι
photo: scalidi |
Bυθίζεσαι στις σελίδες του, γιατί ενώ γράφει τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς πολλά πολλά, σε τραβάει μέσα στην ουσία των πραγμάτων, στο μεδούλι του, στο βάρος της ψυχής των ανθρώπων. Το αντίθετο με τον Όσκαρ Ουάιλντ που σε ξεψάχνιζε με αναλύσεις για να σ’ αφήσει στο τέλος αλαφρό και όμορφο, ο Χέμινγουέι ελαφρά και ήσυχα και όμορφα κι ανεπαίσθητα, διόλου ειρηνικά, σε πήγαινε στην πηγή του κακού, να ατενίσεις το βάραθρο της αβύσσου μόνος σου. Καθαρά πράγματα. Επαγγελματική δουλειά. Εκτέλεση χωρίς ίχνη. Η φωτιά να σε κατακάψει, αλλά καπνό δεν θα δεις πουθενά. Δεν το καταδεχόταν. Μην το καταδεχτείς κι εσύ. Κάτι σαν αποχαιρετισμός στα όπλα.
“…”Φάτε το, Γκαλάνος. Κι ονειρευτείτε πως έχετε σκοτώσει έναν άνθρωπο”. Ήξερε πως είχε νικηθεί τελικά. Ξαναγύρισε στην πρύμνη, βρήκε τη σπασμένη λαγουδέρα και την έβαλε στο τιμόνι. Ταίριαξε αρκετά καλά για να μπορεί να κυβερνήσει. Έσιαξε το τσουβάλι γύρω στους ώμους του κι έφερε τη βάρκα στην κανονική της πορεία. Αρμένιζε ήσυχα τώρα, χωρίς σκέψεις και χωρίς συναισθήματα…”.*
*Έρνεστ Χέμινγουέι, “Ο γέρος και η θάλασσα”, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, απόδοση Φώντας Κονδύλης
(Δημοσιεύτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2010 στο ιστολόγιο του ΕΚΕΒΙ)