Η φωτιά χωρίς καπνό του αίματος - Έρνεστ Χέμινγουέι

photo: scalidi
Σ’ ενα μικρό δωμάτιο, κάπου στον κόσμο, να χτυπάει τα πλήκτρα του, της γραφομηχανής τότε, όπου ηχούσε η βουή κι η αντάρα του πολέμου. Βουτηγμένος στη φωτιά του κυνηγιού, του ψαρέματος, των ταυρομαχιών. Να μυρίζει το χυμένο, το καμένο αίμα. Να στραφταλίζει στον πρώτο ήλιο της μέρας το κόκαλο του κήτους που έφτασε στην ακτή πια φαγωμένο. Έτσι δεν έφτασε κι αυτός στο τέλος του; Ρουφηγμένος από τον εαυτόν του, τη δημοσιογραφία, τη λογοτεχνία, τη μαρτυρία και το μαρτύριο του να πει τα πράγματα. Κι όταν δεν είχε άλλο να πει, μπαμ. Κουφάρι στην ακτή.
Bυθίζεσαι στις σελίδες του, γιατί ενώ γράφει τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς πολλά πολλά, σε τραβάει μέσα στην ουσία των πραγμάτων, στο μεδούλι του, στο βάρος της ψυχής των ανθρώπων. Το αντίθετο με τον Όσκαρ Ουάιλντ που σε ξεψάχνιζε με αναλύσεις για να σ’ αφήσει στο τέλος αλαφρό και όμορφο, ο Χέμινγουέι ελαφρά και ήσυχα και όμορφα κι ανεπαίσθητα, διόλου ειρηνικά, σε πήγαινε στην πηγή του κακού, να ατενίσεις το βάραθρο της αβύσσου μόνος σου. Καθαρά πράγματα. Επαγγελματική δουλειά. Εκτέλεση χωρίς ίχνη. Η φωτιά να σε κατακάψει, αλλά καπνό δεν θα δεις πουθενά. Δεν το καταδεχόταν. Μην το καταδεχτείς κι εσύ. Κάτι σαν αποχαιρετισμός στα όπλα.
“…”Φάτε το, Γκαλάνος. Κι ονειρευτείτε πως έχετε σκοτώσει έναν άνθρωπο”. Ήξερε πως είχε νικηθεί τελικά. Ξαναγύρισε στην πρύμνη, βρήκε τη σπασμένη λαγουδέρα και την έβαλε στο τιμόνι. Ταίριαξε αρκετά καλά για να μπορεί να κυβερνήσει. Έσιαξε το τσουβάλι γύρω στους ώμους του κι έφερε τη βάρκα στην κανονική της πορεία. Αρμένιζε ήσυχα τώρα, χωρίς σκέψεις και χωρίς συναισθήματα…”.*

*Έρνεστ Χέμινγουέι, “Ο γέρος και η θάλασσα”, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, απόδοση Φώντας Κονδύλης


(Δημοσιεύτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2010 στο ιστολόγιο του ΕΚΕΒΙ)