Χορός για 14 φωνές* κι ένα κύμα

photo: scalidi
Είναι το πού θα σε ξεβράσει η θάλασσα. Πού θα σε ρίξει κατάκοπο άνθρωπο να αποθέσεις το σπασμένο σου κουπί, με την ψημένη αρμύρα στο κορμί να γίνεται νερό γλυκό, να ξεδιψάς. Να ξεδιψάνε κι άλλοι.
Βγήκες κι εσύ σε μιαν ακτή, ούτε που πρόλαβες να το ζητήσεις. Κι από μακριά τους είδες. Τους αγνάντεψες. Είχες τη μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό, τη σήκωσες κι άρχισες να τους τραβάς. Από το παρελθόν να βγουν, ένας ένας, και να σου γνέφουν κατά πού να πας. Ποιον να πιστέψεις. Ποιος να σε πάρει από το χέρι και να περάσεις λίγη ερημιά παρακάτω. Η ακτή ξερή.
Η ακτή ίσως να ξέρει.
Με άμμο, βράχια και σε μια μεριά ολοστρόγγυλα βότσαλα γυαλιστερά, βρεγμένα. Προχώρησες, κρατώντας στο χέρι ένα κοχύλι που σου ’δωσε για φυλαχτό η θάλασσα τούτη –να τη θυμάσαι όταν θα σε χτυπάνε άλλα κύματα. Κι ανοίχτηκε μπροστά σου ένας δρόμος. Σαν από ευκάλυπτους. Σκιερός και γνώριμος. Τα δέντρα ήτανε Εκείνοι. Έτσι σου φάνηκαν. Εκείνοι. Πανύψηλοι. Αγέρωχοι. Και στο βάθος όλο και κάποιος κυρτωμένος από την προοπτική.
Κι όπως δειλά –και με άγνοια κι έγνοια- πήγες κατά το μέρος τους, ένας ένας σου ψιθύριζε τα δικά του. Αφουγκραζόσουν. Λίγο πριν αποχαιρετήσεις τον καθέναν τους, τράβαγες μια φωτογραφία. Την έδειχνες διαβατήριο στον επόμενο, μαζί με το κοχύλι, κι εκείνος δέχονταν για λίγο –για όσο ήθελε, άντεχε και μπορούσε- να σε συντροφέψει.
Σου μίλαγαν μέσα από κείνο το στρουφιχτό όστρακο και στο τέλος για να σε ξεπροβοδίσουν προτού να φύγεις για το δικό σου ωκεανό, έδωσε ο ένας στον άλλον το σύνθημα, πιάστηκαν σ’ έναν κύκλο –εσύ στη μέση να τους λες αντίο και να μην σ’ ακούνε- άφησαν με μιας τα χέρια και λες και τους τσίμπησε την ίδια στιγμή η ίδια ταραντούλα, χόρεψε ο καθένας από μόνος του μια ταραντέλα, στο έργο του, δηλητηριασμένος από το ίδιο πάθος: τη λογοτεχνία.
Κι έμεινε να κοιτάζει μέσα από ένα γυαλί τους άλλους ο Καρούζος και σημείωνε κλεφτά δυο στίχους να σου χαρίσει εκεί από την άκρη του, όταν κοπείς να βάλεις στην πληγή να γιάνει.
Ο εκ δυτικής Βιζύης ηγεμών της θλίψης, ο Γεώργιος, μ’ εκείνα τα παλιομοδίτικα ρούχα του μονωμένος, του περίγελού του η αφορμή, σ’ έντυνε μ’ ένα μονόλογό του, να φύγεις μ’ αυτόν για πανωφόρι στ’ άγρια κύματα και να θυμάσαι να ζητάς την περιφρόνηση –είναι μεγάλη τύχη.
Έκρυψε μες στην παλάμη σου ένα περίστροφο ο Καρυωτάκης για ώρα ανάγκης: την ειρωνεία του. Ξορκίζοντάς σε πρώτα να το στρέφεις σε σένα και μετά, άμα σου βαστάει, στους άλλους. Όχι απαραίτητα υπό σκιάν πλατάνου.
Η Μαρία σου ζήτησε να της υποσχεθείς ότι εσένα τα τραγούδια σου θα ‘ναι μόνο για Κείνον και σ’ άφησε να φύγεις αφού πρώτα σε ρώτησε: Εκείνος ζει; Ζει, της είπες και την άφησες να βασιλεύει μόνη γοργόνα στην ακτή.
Σε ρώτησε επίμονα με τη βαθιά του φωνή ο Σεφέρης άμα την αναγνωρίζεις τούτη τη θαλασσογραμμή και το νερό σου το γλυφό και το ταξίδι του Οδυσσέα, γιατί είναι και τα δικά του. Κρακ έτριξε δίπλα σου το κουπί.
Ο Darling Ντάρελ σε κοίταζε, όσο μιλούσατε με το φίλο του το Γιώργο, κι έκλεινε ραντεβού αντάμωσης από το μέλλον, στην Αλεξάνδρεια του Αλεξανδρινού.
Ένα δαχτυλίδι σου έβαλε στο χέρι από τα δικά του ο Ουάιλντ, στράβωσε λοξά τα πλούσια χείλη του και σου ’πε κάτι ανάλαφρο, να χεις να σε κρατάει στο δρόμο.
Ο Τενεσί σου έδειξε ψηλά το φεγγάρι που θ’ ανέτειλε σε λίγο και σου ‘πε να πας πρώτα εκεί για να ξέρεις πώς είναι εκείνος που δεν γυρνάει.
Αμίλητος, ο Έρνεστ, σου έδωσε κάτι σύνεργα ψαρέματος, θα σου χρειαστούν και χάιδεψε το γένι του για χαιρετισμό. Ανεπαίσθητα κι οριστικά.
Σε κέρασε ένα ποτήρι σαμπάνια ο Φιτζέραλντ κι άκουσες διαμάντια να στραφταλίζει όλη η λυπημένη τζαζ του κόσμου.
Ο Αλεξανδρινός χάρηκε με το φευγιό σου και σου ευχήθηκε «καλή Ιθάκη». Είδες να θαμπώνουν τα στρογγυλά του γυαλιά και να κυλά λαμπερό ένα δάκρυ για τις Ιθάκες όλων.
Γύρισε έξαφνα και σου είπε ο Φιοντόρ ότι θα κουβαλάς στις αποσκευές σου τις λέξεις όχι μόνο του θύματος, αλλά και του θύτη. Τέρμα. Κι έβγαλε και σε κέρασε έναν άσσο από το μανίκι.
«Στο επανιδείν» σου ευχήθηκε ο Τσέχωφ που στάθηκε διακριτικά στο πλάι και σου άπλωσε το χέρι του.
Και τελευταίος, αινιγματικά σε κοίταξε, για να ρωτήσεις τον εαυτόν σου, άμα το λέει η ψυχή σου να προχωρήσεις, εκείνος που γεννηθήκατε την ίδια μέρα, καταλάβατε ο ένας το χούι του άλλου και αναγνωριστήκατε μ’ ένα μειδίαμα.
Μέχρι να ρίξεις μια ματιά στην άγνωστη θάλασσα εμπρός, γύρισες να τους χαιρετήσεις, κι ήσουνα πια μόνη στην ακτή. Μόνο τα χνάρια τους στην άμμο. Έβαλες το κοχύλι στ’ αυτί και πήρες δρόμο. Στη μηχανή σου μέσα όλα τα ενσταντανέ. Από μνήμης. Κι ο χορός τους για 14 φωνές, δικές σου σειρήνες που σε καλούν να μην δεθείς στο κατάρτι, αλλά να σκύψεις πάνω από τις λέξεις τους, ν’ ακούσεις το χτύπο της καρδιάς τους: ΒΟΟΚ, ΒΟΟΚ… ΒΟΟΚ, ΒΟΟΚ… ΒΟΟΚ, ΒΟΟΚ. Μαζί με τον δικό σου. Απ’ αριστερά ξεκινώντας την αράδα.
* Οι 14 φωνές με σειρά εμφάνισης: Νίκος Καρούζος, Γεώργιος Βιζυηνός, Κ. Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Γιώργος Σεφέρης, Λόρενς Ντάρελ, Όσκαρ Ουάιλντ, Τενεσί Ουίλλιαμς, Έρνεστ Χέμινγουέι, Φράνσις Φορντ Φιτζέραλντ, Κ.Π. Καβάφης, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Άντoν Τσέχωφ, Γιώργος Χειμωνάς

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του ΕΚΕΒΙ στις 24 Αυγούστου 2010)