Ενσταντανέ Ψυχής και Ιστορίας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
Μια νουβέλα. Χωρισμένη στα δυο. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Η μάνα και ο γιος. Η φωνή τους φιλτραρισμένη μέσα από τη μνήμη, γίνεται η ίδια η μνήμη. «Το θήραμα» (Εκδόσεις Κέδρος) δίνει τις συστάσεις ο τίτλος του βιβλίου, για να αναζητάς στις 115 σελίδες του τον κυνηγό. Είναι εκείνα τα ατελείωτα «αν» και τα «αν δεν» που προκύπτουν από την Ιστορία έτσι όπως γράφεται από τις άλλες, τις προσωπικές -τάχα μου μικρότερες και ασήμαντες- ιστορίες. Είναι η πολιτική και η οικονομία που γίνεται συνθήκη ζωής πάνω στο πετσί ενός ανθρώπινου κορμιού.
Η σκιά του κυνηγού καραδοκεί. Μέχρι τέλους στο βιβλίο, εκεί στη σημείωση που ο συγγραφέας, Νίκος Δαββέτας, ξεκαθαρίζει ότι «οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα γνωστά είναι εντελώς συμπτωματική». Κάποιος νιώθει θήραμα ακόμα μπροστά στη σαρωτική ισχύ της ζωής. Τα χείλη που ξεφεύγει η αφήγηση της Ιστορίας και των ιστοριών, αρχίζουν να αντιστοιχούν σε χαρακτηριστικά προσώπων που γίνονται επικίνδυνα οικεία. Κάτι διηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων, κάτι εσωτερικές φωνές της μνήμης και του DNA, δεν μπορούν να αφήσουν τον αναγνώστη ασυγκίνητο.
Η μάνα στην αρχή λέει πώς τα ‘ζησε όλα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, μέχρι το φθινόπωρο του 1981. Θα μπορούσαν αυτά να ειπωθούν ένα χειμερινό απόγευμα σε ένα αστικό σαλονάκι, σε μια μάζωξη γυναικών, πάνω από κάμποσα φλιτζανάκια και πιατάκια του καφέ με «συνένοχες» στις εξομολογήσεις τις ηρωίδες του Ταχτσή από το «Τρίτο Στεφάνι». Χειμαρρώδης ο λόγος. Ξεπηδά από το στόμα μιας γυναίκας που μας λέει πολλά για κείνη ο ίδιος ο τρόπος που μιλά. Ο Δαββέτας παρουσιάζει αυτή την εγκλωβισμένη φιγούρα στις συμπληγάδες των γεγονότων που δεν μπορεί να ελέγξει η ίδια στη ζωή της, κατορθώνοντας να παρασύρει τον αναγνώστη στα ίδια τα πάθη της. Ούτε στιγμή δεν αμφισβητείς ότι έτσι έπρεπε να ειπωθούν όλα. Πειστικός ο συγγραφέας άρα επιτυχής η προσπάθεια.
Τα χνάρια της Ιστορίας που αχνοφαίνονται ή καθορίζουν απόλυτα τη ζωή της αφηγήτριας ούτε στιγμή δεν σε αποσπούν από το δράμα της. Η πολιτική και οικονομική Ιστορία του τόπου υφέρπει σε κάθε κουβέντα της γυναίκας, αλλά δεν καταδυναστεύεται με πληροφορίες ο αναγνώστης. Η Ιστορία υπήρξε, γιατί μια γυναίκα την έζησε μέσα από την ιστορία της. Δεν θα γραφούν ποτέ τα παραληρήματά της στα επίσημα ιστορικά κιτάπια, αλλά τι αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξαν; «...Τότε να σ’ έβλεπα, κυρά μου, τότε που είχαμε απέναντι θηρία...», αναφωνεί το ίδιο το «θήραμα» της υπόθεσης. Ο συγγραφέας στο σημείωμά του αναφέρει ότι τα περισσότερα γεγονότα είναι πραγματικά κι εκεί ακριβώς έγκειται και η δυσκολία η δική του: να αποδείξει στον αναγνώστη, με τη γλώσσα και τη γραφή του και ότι είναι πραγματικά. Να τα νιώσει κι ο αναγνώστης.
Και τα νιώθει. Έρχεται η επισφράγιση της ιστορίας από το δεύτερο πρόσωπο για να γίνει αυτό.«...Αιχμάλωτη όλων μας φυλακισμένη στις μικρές καθημερινές ανάγκες που δεν έχουν τίποτα το ηρωικό, τίποτα που να σε γεμίζει, που δεν κρύβουν ούτε μια ελάχιστη πράξη αγάπης, ικανής όταν επιστρέφεις σπίτι και πέφτεις στο κρεβάτι να σου εξασφαλίσει ένα όνειρο ανταπόδοσης...» Η συγκινητική εξομολόγηση της μητέρας θα ήταν λειψή, σχεδόν χωρίς «χρησιμότητα» αναγνωστική, αν δεν ήταν ο γιος να επισφραγίσει την Αφήγηση με την Κληρονομιά -δίνοντας ακόμα και αντίθετες πτυχές της- φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με τη δική του αλήθεια και κάτι πινελιές χαρμολύπης. «Ανοησίες!», θα μπορούσε να πει ο συγγραφέας, για τις κριτικές προσεγγίσεις του βιβλίου, όσο κάτι (σαν ή απλώς επαγγελματίες) αναγνώστες -υπνωτισμένοι από μια διαστροφική και διόλου διακριτική περιέργεια- χειρουργούν πάνω σε ένα ζωντανό σώμα, όπως είναι ένα βιβλίο με τετελεσμένα περιστατικά και ψάχνουν ψύλλους στ’ άχυρα, όταν η πραγματικότητα τα έχει υπερβεί όλα.
Η φαντασία αποσύρεται τότε και δίνει τη θέση της σε μια πικρή ενδοσκόπηση, καθώς εκεί ωθεί τον αναγνώστη η αφήγηση του γιου. Είναι το «άθροισμα των απωλειών» που τον σπρώχνει να το κάνει. Καλοκαίρι του 1989 -οι συμβολικές ημερομηνίες αφήνουν όλο εκείνο το στίγμα για την πληγωμένη Αριστερά- και ο γιος έρχεται αντιμέτωπος με το τέλος της ιστορίας, όσο η Ιστορία γύρω του τρέχει με άλλες ταχύτητες, εκείνων των πολιτικών τριβών. Σε γεμίζει με υπόκωφα συναισθήματα και σκέψεις η αφήγηση του γιου. Είναι σαν την υπόνοια ενός ολόλαμπρου ήλιου, πίσω από σύννεφα που δεν αραιώνουν για να τον αφήσουν να λάμψει. «...Το παρελθόν δεν μπορείς να το αλλάξεις, δεν μπορείς να το διορθώσεις, το δέχεσαι έτσι όπως είναι. Μια μυρωδιά που ακολουθείς και με κλειστά τα μάτια. Το μέλλον, όμως, το μέλλον είναι η παγίδα, απαιτεί πρόβλεψη, οργάνωση, συμμετοχή. Να σκέφτεσαι διαρκώς τις ημέρες που έρχονται και να τρομάζεις για το πόσο ανέτοιμος είσαι να τις ζήσεις με κάποιον άλλον κι ακόμη πόσο δειλός, για να αναστρέψεις την εικοσιτετράωρη ροή τους...».
Μια νουβέλα. Χωρισμένη στα δυο. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Η μάνα και ο γιος. Η φωνή τους φιλτραρισμένη μέσα από τη μνήμη, γίνεται η ίδια η μνήμη. «Το θήραμα» (Εκδόσεις Κέδρος) δίνει τις συστάσεις ο τίτλος του βιβλίου, για να αναζητάς στις 115 σελίδες του τον κυνηγό. Είναι εκείνα τα ατελείωτα «αν» και τα «αν δεν» που προκύπτουν από την Ιστορία έτσι όπως γράφεται από τις άλλες, τις προσωπικές -τάχα μου μικρότερες και ασήμαντες- ιστορίες. Είναι η πολιτική και η οικονομία που γίνεται συνθήκη ζωής πάνω στο πετσί ενός ανθρώπινου κορμιού.
Η σκιά του κυνηγού καραδοκεί. Μέχρι τέλους στο βιβλίο, εκεί στη σημείωση που ο συγγραφέας, Νίκος Δαββέτας, ξεκαθαρίζει ότι «οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα γνωστά είναι εντελώς συμπτωματική». Κάποιος νιώθει θήραμα ακόμα μπροστά στη σαρωτική ισχύ της ζωής. Τα χείλη που ξεφεύγει η αφήγηση της Ιστορίας και των ιστοριών, αρχίζουν να αντιστοιχούν σε χαρακτηριστικά προσώπων που γίνονται επικίνδυνα οικεία. Κάτι διηγήσεις παππούδων και γιαγιάδων, κάτι εσωτερικές φωνές της μνήμης και του DNA, δεν μπορούν να αφήσουν τον αναγνώστη ασυγκίνητο.
Η μάνα στην αρχή λέει πώς τα ‘ζησε όλα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, μέχρι το φθινόπωρο του 1981. Θα μπορούσαν αυτά να ειπωθούν ένα χειμερινό απόγευμα σε ένα αστικό σαλονάκι, σε μια μάζωξη γυναικών, πάνω από κάμποσα φλιτζανάκια και πιατάκια του καφέ με «συνένοχες» στις εξομολογήσεις τις ηρωίδες του Ταχτσή από το «Τρίτο Στεφάνι». Χειμαρρώδης ο λόγος. Ξεπηδά από το στόμα μιας γυναίκας που μας λέει πολλά για κείνη ο ίδιος ο τρόπος που μιλά. Ο Δαββέτας παρουσιάζει αυτή την εγκλωβισμένη φιγούρα στις συμπληγάδες των γεγονότων που δεν μπορεί να ελέγξει η ίδια στη ζωή της, κατορθώνοντας να παρασύρει τον αναγνώστη στα ίδια τα πάθη της. Ούτε στιγμή δεν αμφισβητείς ότι έτσι έπρεπε να ειπωθούν όλα. Πειστικός ο συγγραφέας άρα επιτυχής η προσπάθεια.
Τα χνάρια της Ιστορίας που αχνοφαίνονται ή καθορίζουν απόλυτα τη ζωή της αφηγήτριας ούτε στιγμή δεν σε αποσπούν από το δράμα της. Η πολιτική και οικονομική Ιστορία του τόπου υφέρπει σε κάθε κουβέντα της γυναίκας, αλλά δεν καταδυναστεύεται με πληροφορίες ο αναγνώστης. Η Ιστορία υπήρξε, γιατί μια γυναίκα την έζησε μέσα από την ιστορία της. Δεν θα γραφούν ποτέ τα παραληρήματά της στα επίσημα ιστορικά κιτάπια, αλλά τι αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξαν; «...Τότε να σ’ έβλεπα, κυρά μου, τότε που είχαμε απέναντι θηρία...», αναφωνεί το ίδιο το «θήραμα» της υπόθεσης. Ο συγγραφέας στο σημείωμά του αναφέρει ότι τα περισσότερα γεγονότα είναι πραγματικά κι εκεί ακριβώς έγκειται και η δυσκολία η δική του: να αποδείξει στον αναγνώστη, με τη γλώσσα και τη γραφή του και ότι είναι πραγματικά. Να τα νιώσει κι ο αναγνώστης.
Και τα νιώθει. Έρχεται η επισφράγιση της ιστορίας από το δεύτερο πρόσωπο για να γίνει αυτό.«...Αιχμάλωτη όλων μας φυλακισμένη στις μικρές καθημερινές ανάγκες που δεν έχουν τίποτα το ηρωικό, τίποτα που να σε γεμίζει, που δεν κρύβουν ούτε μια ελάχιστη πράξη αγάπης, ικανής όταν επιστρέφεις σπίτι και πέφτεις στο κρεβάτι να σου εξασφαλίσει ένα όνειρο ανταπόδοσης...» Η συγκινητική εξομολόγηση της μητέρας θα ήταν λειψή, σχεδόν χωρίς «χρησιμότητα» αναγνωστική, αν δεν ήταν ο γιος να επισφραγίσει την Αφήγηση με την Κληρονομιά -δίνοντας ακόμα και αντίθετες πτυχές της- φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με τη δική του αλήθεια και κάτι πινελιές χαρμολύπης. «Ανοησίες!», θα μπορούσε να πει ο συγγραφέας, για τις κριτικές προσεγγίσεις του βιβλίου, όσο κάτι (σαν ή απλώς επαγγελματίες) αναγνώστες -υπνωτισμένοι από μια διαστροφική και διόλου διακριτική περιέργεια- χειρουργούν πάνω σε ένα ζωντανό σώμα, όπως είναι ένα βιβλίο με τετελεσμένα περιστατικά και ψάχνουν ψύλλους στ’ άχυρα, όταν η πραγματικότητα τα έχει υπερβεί όλα.
Η φαντασία αποσύρεται τότε και δίνει τη θέση της σε μια πικρή ενδοσκόπηση, καθώς εκεί ωθεί τον αναγνώστη η αφήγηση του γιου. Είναι το «άθροισμα των απωλειών» που τον σπρώχνει να το κάνει. Καλοκαίρι του 1989 -οι συμβολικές ημερομηνίες αφήνουν όλο εκείνο το στίγμα για την πληγωμένη Αριστερά- και ο γιος έρχεται αντιμέτωπος με το τέλος της ιστορίας, όσο η Ιστορία γύρω του τρέχει με άλλες ταχύτητες, εκείνων των πολιτικών τριβών. Σε γεμίζει με υπόκωφα συναισθήματα και σκέψεις η αφήγηση του γιου. Είναι σαν την υπόνοια ενός ολόλαμπρου ήλιου, πίσω από σύννεφα που δεν αραιώνουν για να τον αφήσουν να λάμψει. «...Το παρελθόν δεν μπορείς να το αλλάξεις, δεν μπορείς να το διορθώσεις, το δέχεσαι έτσι όπως είναι. Μια μυρωδιά που ακολουθείς και με κλειστά τα μάτια. Το μέλλον, όμως, το μέλλον είναι η παγίδα, απαιτεί πρόβλεψη, οργάνωση, συμμετοχή. Να σκέφτεσαι διαρκώς τις ημέρες που έρχονται και να τρομάζεις για το πόσο ανέτοιμος είσαι να τις ζήσεις με κάποιον άλλον κι ακόμη πόσο δειλός, για να αναστρέψεις την εικοσιτετράωρη ροή τους...».