Μνημόσυνο μιας εποχής

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

«...Η ζωή στον δυτικό κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη, θυμίζει όλο και πιο πολύ ένα απέραντο καλογυαλισμένο παρκέ σαλονιού, όπου επιτρέπεται να πατήσεις μόνο αφού έχεις βγάλει τα παπούτσια σου, μην τυχόν και το γδάρεις...Τι άλλη επιλογή έχει κανείς εκτός από το ιδιωτικό κουκούλι του, τη δουλίτσα και το σπιτάκι του;...»



Ζήλευα ανέκαθεν τις ανδρικές φιλίες. Φαίνονται πάντα στα μάτια μου πολύ καθαρές, πολύ τίμιες, πολύ σαφείς. Πολύ διαφορετικές από αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ γυναικών και κρύβουν ένα σωρό ψυχικά μπερδέματα και συμπλέγματα, μια μάζα τσαλακωμένους ανταγωνισμούς, εγωισμούς και προδοσίες. Είχα πάντα την αίσθηση ότι οι άνδρες είναι πιο μόνοι από τις γυναίκες ή αισθάνονται έτσι -γιατί μου μοιάζουν πιο δύσκολοι στο να «ανοιχτούν» στους άλλους πραγματικά-, γι’ αυτό και θεωρώ τη φιλία τους όχι απλώς ιερή, αλλά και πυλώνα ένδειξης της ίδιας της προσωπικής τους ισορροπίας.
Όταν διάβασα το τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, με τίτλο «Φίλοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, μου δόθηκε ένα επιχείρημα ακόμα σ’ αυτό που ήδη πίστευα. Το ότι, δηλαδή, είναι ένα είδος ηρωισμού η φιλία πια στις μέρες μας, εκείνη η ειλικρινής φιλία, απαλλαγμένη από μικρότητες, μικροπρέπειες και μικρούς καθημερινούς θανάτους. Το επιβεβαίωσα στο έπακρο αυτό, ακούγοντας την τελευταία καλύτερη ενήλικη φιλία μου να τελειώνει και επισήμως -αμέσως μετά την ανάγνωση του εν λόγω βιβλίου- μέσα από τα τηλεφωνικά σύρματα.
Μνημόσυνο στη φιλία, μου θύμισε το κείμενο του Ραπτόπουλου. Μνημόσυνο σε μια εποχή που ευνοούσε τη φιλία. Μνημόσυνο σε ανθρώπους που δεν μπορούν και δεν θέλουν να ζήσουν χωρίς τη φιλία. Μνημόσυνο σε μια ζωή που περνά και αποκτά ταυτότητα, την όποια ταυτότητα, από το πόσο κανείς κατορθώνει να είναι φίλος, να έχεις φίλους, να στέκεται ως φίλος. Αυθαίρετα ταύτισα στο βιβλίο του Ραπτόπουλου τη φιλία, τη διάθεση κανείς να υπάρχει μαζί με τους άλλους και μέσα από τους άλλους, με την εποχή που απλώς έχει παρέλθει. Είτε πρόκειται για τα τέλη της δεκαετίας του ’60 είτε πρόκειται για το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μου φάνηκε ένας απολογισμός του παρελθόντος -απώτερου και εγγύτατου- αυτό το ανάγνωσμα, όχι ιδιαίτερα αισιόδοξος, αλλά γνώριμος. Τα ήξερα αυτά που περιέγραφε, τα είχα δει, τα είχα οσμιστεί, τα είχα παρακολουθήσει να συμβαίνουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, τα είχα διαβάσει τα πιο παλιά. «...Και ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι μεγαλύτερη πληρότητα νιώθεις όσο πιο πολύ ζεις στο παρόν, δραπετεύουμε από αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε και καταφεύγουμε συνεχώς στη παρηγοριά ενός ανύπαρκτου παρελθόντος και ενός εξίσου ανύπαρκτου μέλλοντος...»
Η εξιστόρηση από το συγγραφέα της βαθιάς φιλικής σχέσης των τριών παιδιών που ανδρώθηκαν την εποχή της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, αν και ξεκινά με διάθεση να μιλήσει μόνο για τους ανθρώπους, καταλήγει στο τέλος του βιβλίου να μιλά για την εποχή τους. Για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Αυτή που βλέπουμε στις οθόνες μας, που διαβάζουμε στις εφημερίδες και στα περιοδικά, αυτή που ζούμε εκεί έξω στο δρόμο. Με τις ελλείψεις και τα πλεονάσματά της. «...Χωρίς τον Ηλία, χωρίς την εφαρμοσμένη, ζωντανή εκδοχή της καλοσύνης και της ανεκτικότητάς του, κινδυνεύουμε να κατρακυλήσουμε ανά πάσα στιγμή στην κακία και τη βαρβαρότητα και να μείνουμε εκεί...»
Ο συγγραφέας υπάρχει ως αφηγητής σε όλο το κείμενο, κάτι που του επιτρέπει να αποστασιοποιείται, όπου θέλει και να μιλά απευθείας στον αναγνώστη του, να αποκαλύπτει τις προθέσεις του και να αδιαφορεί για λογοτεχνικές φόρμες και μορφές. «...Ιδού λοιπόν γιατί υποπτεύομαι ότι γράφω εδώ τον τελευταίο καιρό. Συμπλέκοντας τις ατομικές μας στιγμές με τις συλλογικές, αγωνίζομαι να τις καρφιτσώσω σαν πεταλούδες στη συλλογή μου, να τις παγώσω και να τις διατηρήσω αναλλοίωτες. Να τους αποδώσω ποιότητα, κι έτσι να τις μεταβάλω, αν είναι δυνατόν, από εφήμερες σε αιώνιες.» Αυτό που μοιάζει παράδοξο, είναι ότι τις περιβόητες «ιστορικές στιγμές» που περιγράφει ο συγγραφέας, εγώ τις αξιολόγησα στο βιβλίο ως αναγνώστρια όχι με βάση τον ιστορικό τους απόηχο, αλλά με βάση τη διαπλοκή των προσωπικών στοιχείων του αφηγητή. Έδωσε ποιότητα στο ιστορικό και δημόσιο ο δημιουργός μέσα από το ατομικό και όχι το αντίστροφο και αναμενόμενο.
Αν και με ξένισε η τροπή του βιβλίου από ένα σημείο κι ύστερα, καθώς μετατράπηκε σε κριτική του Ραπτόπουλου, προφανώς για όλα αυτά που τον πνίγουν και τον ενοχλούν, κατά βάθος χάρηκα. Γιατί βρέθηκα να διαβάζω ένα βιβλίο που ήθελε κάτι να μου πει ο συγγραφέας και μου το ‘πε, ο κόσμος να χαλάσει ή καλύτερα ακόμη κι αν χάλασε η λογοτεχνική συνταγή. (Αν, ξαναλέω). Όλο και πιο συχνά διαβάζω βιβλία που δεν κατανοώ, γιατί γράφτηκαν, τι ήθελαν να μου πουν, σε ποιον απευθύνονται, παρόλο που ακολουθούν κατά γράμμα τις λογοτεχνικές φόρμες. Το βιβλίο του Ραπτόπουλου είναι χαλαρό -με όλες τις έννοιες-, ήσυχο, αναδύει μια ισορροπία, μια γαλήνη, μια άνεση και μια αυτάρκεια, μάλλον του ίδιου του δημιουργού, σου αφήνει κενό χώρο ως αναγνώστης να σκεφτείς και να αναπνεύσεις («...Η ζωή ως γνωστόν απεχθάνεται το κενόν...»), ακόμη κι αν στο τέλος δεν αισθάνεσαι ότι διάβασες κανένα αριστούργημα. Σου λέει απλά πράγματα, κοινώς παραδεχτά, μετρημένα. Κι έχει χαθεί τόσο το μέτρο μέσα και γύρω μας.
Είναι ένα βιβλίο που προσπαθεί να ανιχνεύσει τη νεοελληνική κατάντια της αφιλίας -μέσα από την περιγραφή μιας ζηλευτής φιλίας- σε όλα τα επίπεδα. Είναι ένα βιβλίο που ψάχνει το φιλότιμο που χάθηκε. Την μπέσα, την εντιμότητα εκείνη που αναδύουν οι ανδρικές φιλίες, όταν το κάνουν και πάνω απ’ όλα ψάχνει την αγάπη σε όλες τις μορφές της που φωλιάζει πια μόνο σε κάτι γωνιές ιδιωτικότητας πολύ καλά προφυλαγμένες. Ιδίως όταν η ιστορικές στιγμές δεν επιφυλάσσουν πια καμιά περιπέτεια, καμιά αλήστου μνήμης εμπειρία, αλλά γλιστρούν από πάνω μας χωρίς να αφήνουν εκδορές, κάπως σαν αδιάκριτο γκρίζο Ζέπελιν που δεν ξέρουμε τι βλέπει από μας και τι καταγράφει. «...Η ζωή είναι δρόμοι που πάνε παντού...»