Μαρτυρία από την άβυσσο της φρίκης

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)


«Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στών άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στής Μοίρας τα δυό τυφλά χέρια,
Χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια…»

Κ. Γ. Καρυωτάκης



Τι πληγές να κατορθώσει να γιατρέψει ένας σκωτσέζος γιατρός στην Ουγκάντα του ’70 ; Ποια βαθιά τραύματα μπορεί να υποθάλψει καταρχάς και να καταγράψει ύστερα, και μόνον η παρουσία του σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς; Η σιωπηλή έκφραση του φόβου σημαίνει και αποδοχή του φόβητρου; Εκτός από το κοφτερό νυστέρι και τους επιδέσμους του τι άλλο μπορεί να προσφέρει ένας αλλότριος επιστήμονας σ’ έναν καταδυναστευόμενο λαό; Αυτά τα ερωτήματα έρχεται να ορθώσει απροσπέλαστα και αδιερεύνητα στο βιβλίο του «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ», ο Giles Foden, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
Το λινό ανοιχτόχρωμο πουκάμισο που απορροφά τον ιδρώτα του νεαρού γιατρού, είναι κι ο μανδύας της αφέλειας και της αθωότητας που θα γίνει νοσηρή, επικίνδυνη και μετά ένα «πουκάμισο» σαν ερπετού που θα πρέπει να αφήσει εκεί στο χώμα της Αφρικής, για να μπορέσει κάποτε εκείνος να γυρίσει πάλι στη ζωή της Δύσης; Και πώς γυρνά; Χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχές; Εκμαυλισμένος από την ισχύ του τρελού δικτάτορα ή παρακινημένος από τη φρικτή μοίρα του καταδικασμένου λαού, παραμένει σε ένα μέρος επικίνδυνο ο ίδιος; Για να γίνει μάρτυρας του κακού και να το διαδώσει ή για να βοηθήσει με τις όποιες δυνάμεις ενός «μουζούνγκου» (ενός λευκού δηλαδή) στιγμιαία, μεμονωμένα και περιορισμένα να απαλυνθούν οι σωματικές πληγές μερικών –δυστυχώς, χαμένων από χέρι τελικά- ανθρώπων; Προδοσία της ανθρωπιάς ή υπακοή στο υπέρτατο δέος του Τρόμου;
Ο δόκτωρ Νίκολας Γκάριγκαν καταφθάνει στην χώρα των πολύπαθων κατοίκων της Μαύρης Ηπείρου την ημέρα που ένα ακόμα στρατιωτικό πραξικόπημα συντελείται. Η εξουσία περνά στα χέρια ενός παρανοϊκού δυνάστη του Ίντι Αμίν, πραγματικό πρόσωπο που ευθύνεται για τον κατασφαγιασμό πάνω από 300.000 ανθρώπων τα χρόνια, που και ο συγγραφέας πέρασε την παιδική του ηλικία στην αφρικανική γη. Από τη στιγμή ήδη της άφιξής του ο νέος γιατρός θα γίνει θεατής της πιο απίθανης πραγματικότητας. Αρχικά ο συγγραφέας μέσω του κεντρικού του ήρωα εμφανίζει σε όλες του τις διαστάσεις τον εξωτισμό και τη γραφικότητα του τόπου, με έναν τρόπο που θα μπορούσε μόνο να χαρακτηριστεί από ένα ιδιόμορφο δυτικοευρωπαϊκό φλέγμα.
Οι περιγραφές τόσο πλούσιες, χωρίς να γίνονται κουραστικές, δημιουργούν την ολοκληρωμένη εικόνα του τόπου και των διαδραματιζομένων, άλλοτε μαγευτικών και ειδυλλιακών και άλλοτε εφιαλτικών. Ακόμη και οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται ενδελεχώς, εκτός από ένα χάσμα που υπάρχει και αφορά το βασικό ήρωα, το γιατρό Γκάριγκαν. Προφανώς εσκεμμένη επιλογή από τον Giles Foden, αφού δίνει πλήρως με αυτό το τέχνασμα (;) το κενό που συναντά η λογική, αλλά και η λογοτεχνική αλήθεια, προκειμένου να περιγράψει σε όλη της την έκταση τη φρίκη αλλά και να εξηγήσει τα αίτιά της. Αδύναμος ο ανθρώπινος νους να συλλάβει τη δυναμική της αποτρόπαιης πραγματικότητας. Από ένα σημείο κι ύστερα ο αναγνώστης παρακολουθεί την πλοκή με κομμένη την ανάσα, καθώς ο συγγραφέας κατορθώνει να τον κάνει συμμέτοχο στο φόβο του Γκάριγκαν. Φοβάσαι να αναπνεύσεις μην ακούσει, νιώσει ή μυριστεί όπως τα αγρίμια, τον τρόμο σου ο παρανοϊκός δυνάστης.
Η παθητικότητα που επιδεικνύει ο γιατρός μπροστά στις βαναυσότητες που βλέπει να εκτυλίσσονται γύρω του, η άρνησή του να δολοφονήσει τον Ίντι Αμίν και η αρχική αφέλεια που αντιμετωπίζει τις άγριες συνθήκες, μεγεθύνουν στα μάτια του αναγνώστη την απέχθεια για κάτι εξαρχής ειδεχθές, το πρόσωπο ενός δικτάτορα. Όσο παρουσιάζει ο Foden ανθρώπινες πλευρές -μέσα από το βλέμμα και την προσωπική μαρτυρία του Γκάριγκαν- του Ίντι Αμίν τόσο μεγαλύτερη τραγικότητα προσδίδει στη μοίρα του καταδυναστευόμενο λαού, των χιλιάδων σφαγιασμένων ανθρώπων. Ο Foden φέρνει έναν απλό καθημερινό πολίτη της επαναπαυμένης μακαρίως στην κοινωνική της πραγματικότητα ευρωπαϊκής Δύσης, όπως είναι ο σκωτσέζος νεαρός γιατρός, με τα προσωπικά του αδιέξοδα και τα υπαρξιακά διλήμματα -πραγματική πολυτέλεια για τους αυτόχθονες της αφρικανικής ηπείρου- να έρχεται αντιμέτωπος με τη βία στην απόλυτη μορφή της. Σε κάποιο σημείο του δίνεται η επίσης πολυτέλεια να νιώσει ακόμη κι ένα είδος ερωτισμού απέναντι στον υποκινητή της ίδιας του της φρίκης. Είναι ο μαγνητισμός από την κίνηση της κόμπρας πριν δηλητηριάσει το θήραμά της.
Η περιγραφή της κλιμακούμενης πορείας προς την επίγνωση και τη γνώση του τρόμου, της πραγματικότητας που υπερβαίνει κάθε λογοτεχνικό εγχείρημα, είναι το επίτευγμα του Foden. Πώς χάνει την αθωότητά του -ή καλύτερα την άγνοιά του- κανείς με τον πλέον φοβερό τρόπο. Η προδοσία έρχεται πρώτα απ’ όλα από το εξωτερικό περιβάλλον για τον Γκάριγκαν -η ματαίωση του ίδιου του αναγκαίου έρωτα προς μια γυναίκα το πιστοποιεί και σχηματικά αυτό- ενώ στο τέλος αναρωτιέται κανείς για τον προδότη και τον προδομένο. Δεν παίρνει απάντηση ο αναγνώστης, είναι εκεί να δώσει τη δική του λύση και εξήγηση, με τον ίδιο τρόπο που τον «αναγκάζει» ο συγγραφέας να νιώσει το φόβο, να αποποιηθεί την άγνοια, να καταδικάσει ενόχους, να αντιδράσει στην αδικία, να έχει συμμετοχή σε έναν κόσμο που παραμένει ξεχασμένος ακόμα.

Η «ταυτότητα» του συγγραφέα

Ο Giles Foden (Τζάιλς Φόντεν) γεννήθηκε το 1967. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα The Guardian. Ο Foden πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αφρική και εκεί τοποθετεί την πλοκή των βιβλίων του, χωρίς να αποκλίνει από την ιστορική πραγματικότητα. Ο «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ» (1998) τιμήθηκε με το βραβείο Whitbread πρώτου μυθιστορήματος, καθώς και με τα βραβεία Somerset Maugham Award, Betty Trask Award και Winifred Holtby Memorial Prize. Άλλα βιβλία του : Ladysmith (1999), Zanzibar (2002), Battle of Lake Tanganyika (2004).