Κάλεσμα λογοτεχνικής ακροβασίας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)
«... ’’Δεν ήξερα ότι η λογοτεχνία είχε ξεκάνει τόσο πολλούς’’, ψιθύρισε σκεφτικά, απορώντας ποιες στο καλό μπορούσαν να είναι όλες αυτές οι άγνωστες μεγαλοφυϊες.
Η τάση για φυγή. Φυγή, ένα κακός όρος, καταδικασμένος απ’ όλες τις ηθικές, τις πολιτικές και ψυχολογικές φιλοσοφίες, αλλά που τελικά τη θεωρούσα ως τη μοναδική λύση, με την προϋπόθεση ότι θα ‘χα κάπου να δραπετεύσω. Ακόμα και τα όνειρά μας μολύνονται από την καθημερινότητα...»
Μια απόδραση από τα τετριμμένα λογοτεχνικά ήθη αποτελεί η σειρά διηγημάτων «Ο Σκύλος του Θεού» του Νάνου Βαλαωρίτη που επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για κείνους που αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους κοσμοπολίτικους δρόμους των μοντερνιστικών επιλογών του. Μέσα από τις εναλλαγές της γραφής του, την ιδιαίτερη οπτική του, ο συγγραφέας είναι σαν να καλεί τον αναγνώστη να γίνει μάρτυρας -γιατί όχι και να συμμετέχει κιόλας, αν μπορεί και θέλει- σε μια ακροβασία με λέξεις και εικόνες.
Δεν είναι πάντα εύκολο για τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τους λογοτεχνικούς ρυθμούς και τους συνειρμούς του Νάνου Βαλαωρίτη. Εξαρτάται τόσο πολύ από τις αναγνωστικές του εμπειρίες, καθώς και από το τι ζητά από ένα βιβλίο. Αν ψάχνει στιγμές έντασης και πάθους, θα τις βρει, μόνο αν ξεπεράσει τις δυσκολίες να βρει κώδικα επικοινωνίας με τη σκέψη του συγγραφέα ή αν αποφασίσει πεισματικά να ανακαλύψει στοιχεία που τον αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο χωρίς τη συνδρομή του δημιουργού των διηγημάτων.
Αυτό που κατορθώνει σίγουρα ο Νάνος Βαλαωρίτης πάνω απ’ όλα, είναι η αγωνία που προκαλεί στον αναγνώστη για κάτι που λέγεται, γράφεται και δεν μπορεί ο ίδιος με ευκολία, σαφήνεια ή έστω με προσωπική βεβαιότητα, να κατανοήσει. Ωστόσο, λες και ο συγγραφέας εξυφαίνει έναν αόρατο ιστό, με την τεχνική του, γύρω από τον αναγνώστη και τον παρασύρει σε ατραπούς άγνωστες, επιτρέποντας στον «εγκλωβισμένο» μόνο να βλέπει μέσα από κάτι χαραμάδες γνώριμου προσωπικού φωτός.
«...Όρμησα στην πόρτα, κι ένας άντρας, με συνηθισμένο μάλλον παρουσιαστικό, με σπινθηροβόλο βλέμμα, κρατούσε έναν καθρέφτη, και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ζούσα το στάδιο του καθρέφτη (στη λακάνια ορολογία: η είσοδος στη συμβολική συναίσθηση της ξεχωριστής μου ύπαρξης στα μάτια των άλλων, που μόλις την είχαν πάρει είδηση) -με άλλα λόγια, το καθετί αντανακλούσε, και μέσα από κείνα τ’ αναρίθμητα καθρεφτίσματα, επαναλαμβανόμενα χιλιάδες φορές, ήταν κι η δική μου εικόνα -όπως εμφανιζόταν μέσα από τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, προσηλωμένα στη μικρή οθόνη. Γινόμουν κομμάτι του συλλογικού ασυνείδητου του πλανήτη, αλλά δεν με πείραζε, παρέμενα ο εαυτός μου ακόμα κι όταν οι άλλοι ποθούσαν όλο και περισσότερο να με καταναλώσουν και να πιουν από την πηγή το καθαρό νερό που είχα ανακαλύψει μόλις πέντε λεπτά νωρίτερα...»
Ιδιαίτερα γοητευτικός είναι ο διάλογος που παρουσιάζεται στις σελίδες 180-182 στο διήγημα «ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ», ενώ όλη η ατμόσφαιρα των κειμένων του μοιάζει να τυλίγεται από πέπλα πότε αληθοφάνειας, πότε πραγματικότητας, πότε ονείρου που υπακούουν στην ίδια αμφιβολία: «... Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, η φανταστική περιπέτεια μπορεί να είναι τόσο βαρετή, εφιαλτική και γεμάτη αγωνία όσο και οποιαδήποτε πραγματική εμπειρία. Αλλά τότε τι είναι το αληθινά πραγματικό; Μήπως είναι ένα είδος που λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα; Ακόμα και ο θαυμάσιος τρόπος ύπαρξης μπορεί να γίνει καταπιεστικός, άσχετα αν κάποτε ήταν κάτι καινούριο...»
«Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΡΙΕΣΤΗΜΕΝΟΥ ΗΛΙΘΙΟΥ»
(απόσπασμα)
«... Αλλά δεν είμαι στ’ αλήθεια εγώ που τα γράφω αυτά μα ο νους μου -δυνατός, ωραίος, επιθετικός, απόλυτος, καταπιεστικός, σπρώχνει συντρίβοντας συναισθήματα, εικόνες, ατμόσφαιρες, διαθέσεις, ασπρόμαυρα τοπία, χωρίς εξαίρεση. Αγνοεί τη θάλασσα, τα μάτια σας, τη ματιά σας(...) Η ζωή μου, ναι, η ζωή μου...Τι γίνεται με τη ζωή μου; Τίποτα. Τίποτα δεν μαθαίνεται από τη ζωή μου. Εγώ, αποκλεισμένος απ’ όλα ως συνήθως -η ζωή μου μέσα από τα συμφραζόμενα. Το τραγούδι τελειώνει. Πού να πηγαίνει; Είμαι εκείνη. Δεν το ξέρεις; Η φωνή της αδυνατίζει. Ακούγεται τραγική στην κασέτα. Τίποτα δεν καταγράφηκε. Το φως διαρρέει από το γαλαξία. Του προσδίδει αξιοπιστία. Δεν είναι μόνο το σώμα που υπάρχει εκεί αλλά και το φως. Το αξέχαστο φως, το έξοχο φως. Όλη μου η ζωή φαίνεται διαφορετική στο φως. Τολμώ να το κάνω.
Αμήχανος, δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω πού να πάω. Πού να κοιτάξω. Ακούω εκείνη την κουβέντα να επαναλαμβάνεται σιωπηλά. Η φωνή της ξεθωριάζει. Ακούγεται τραγική στην κασέτα. Τόσο κεφάτη. Με άγνοια για τους αστάθμητους παράγοντες. Βρίσκομαι σε αμηχανία. Και το φως... τόσο λαμπερό. Δεν μπορώ να κοιτάξω. Δεν μπορώ ν’ αντέξω εκείνη τη ματιά. Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε. Ο άνεμος. Πρέπει να μάθω ν’ αγαπάω. Ποιος είσαι; Ποιος ήμουν; Τα πάντα προσχεδιασμένα.»
«... ’’Δεν ήξερα ότι η λογοτεχνία είχε ξεκάνει τόσο πολλούς’’, ψιθύρισε σκεφτικά, απορώντας ποιες στο καλό μπορούσαν να είναι όλες αυτές οι άγνωστες μεγαλοφυϊες.
Η τάση για φυγή. Φυγή, ένα κακός όρος, καταδικασμένος απ’ όλες τις ηθικές, τις πολιτικές και ψυχολογικές φιλοσοφίες, αλλά που τελικά τη θεωρούσα ως τη μοναδική λύση, με την προϋπόθεση ότι θα ‘χα κάπου να δραπετεύσω. Ακόμα και τα όνειρά μας μολύνονται από την καθημερινότητα...»
Μια απόδραση από τα τετριμμένα λογοτεχνικά ήθη αποτελεί η σειρά διηγημάτων «Ο Σκύλος του Θεού» του Νάνου Βαλαωρίτη που επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για κείνους που αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους κοσμοπολίτικους δρόμους των μοντερνιστικών επιλογών του. Μέσα από τις εναλλαγές της γραφής του, την ιδιαίτερη οπτική του, ο συγγραφέας είναι σαν να καλεί τον αναγνώστη να γίνει μάρτυρας -γιατί όχι και να συμμετέχει κιόλας, αν μπορεί και θέλει- σε μια ακροβασία με λέξεις και εικόνες.
Δεν είναι πάντα εύκολο για τον αναγνώστη να παρακολουθήσει τους λογοτεχνικούς ρυθμούς και τους συνειρμούς του Νάνου Βαλαωρίτη. Εξαρτάται τόσο πολύ από τις αναγνωστικές του εμπειρίες, καθώς και από το τι ζητά από ένα βιβλίο. Αν ψάχνει στιγμές έντασης και πάθους, θα τις βρει, μόνο αν ξεπεράσει τις δυσκολίες να βρει κώδικα επικοινωνίας με τη σκέψη του συγγραφέα ή αν αποφασίσει πεισματικά να ανακαλύψει στοιχεία που τον αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο χωρίς τη συνδρομή του δημιουργού των διηγημάτων.
Αυτό που κατορθώνει σίγουρα ο Νάνος Βαλαωρίτης πάνω απ’ όλα, είναι η αγωνία που προκαλεί στον αναγνώστη για κάτι που λέγεται, γράφεται και δεν μπορεί ο ίδιος με ευκολία, σαφήνεια ή έστω με προσωπική βεβαιότητα, να κατανοήσει. Ωστόσο, λες και ο συγγραφέας εξυφαίνει έναν αόρατο ιστό, με την τεχνική του, γύρω από τον αναγνώστη και τον παρασύρει σε ατραπούς άγνωστες, επιτρέποντας στον «εγκλωβισμένο» μόνο να βλέπει μέσα από κάτι χαραμάδες γνώριμου προσωπικού φωτός.
«...Όρμησα στην πόρτα, κι ένας άντρας, με συνηθισμένο μάλλον παρουσιαστικό, με σπινθηροβόλο βλέμμα, κρατούσε έναν καθρέφτη, και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ζούσα το στάδιο του καθρέφτη (στη λακάνια ορολογία: η είσοδος στη συμβολική συναίσθηση της ξεχωριστής μου ύπαρξης στα μάτια των άλλων, που μόλις την είχαν πάρει είδηση) -με άλλα λόγια, το καθετί αντανακλούσε, και μέσα από κείνα τ’ αναρίθμητα καθρεφτίσματα, επαναλαμβανόμενα χιλιάδες φορές, ήταν κι η δική μου εικόνα -όπως εμφανιζόταν μέσα από τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων, προσηλωμένα στη μικρή οθόνη. Γινόμουν κομμάτι του συλλογικού ασυνείδητου του πλανήτη, αλλά δεν με πείραζε, παρέμενα ο εαυτός μου ακόμα κι όταν οι άλλοι ποθούσαν όλο και περισσότερο να με καταναλώσουν και να πιουν από την πηγή το καθαρό νερό που είχα ανακαλύψει μόλις πέντε λεπτά νωρίτερα...»
Ιδιαίτερα γοητευτικός είναι ο διάλογος που παρουσιάζεται στις σελίδες 180-182 στο διήγημα «ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ», ενώ όλη η ατμόσφαιρα των κειμένων του μοιάζει να τυλίγεται από πέπλα πότε αληθοφάνειας, πότε πραγματικότητας, πότε ονείρου που υπακούουν στην ίδια αμφιβολία: «... Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, η φανταστική περιπέτεια μπορεί να είναι τόσο βαρετή, εφιαλτική και γεμάτη αγωνία όσο και οποιαδήποτε πραγματική εμπειρία. Αλλά τότε τι είναι το αληθινά πραγματικό; Μήπως είναι ένα είδος που λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα; Ακόμα και ο θαυμάσιος τρόπος ύπαρξης μπορεί να γίνει καταπιεστικός, άσχετα αν κάποτε ήταν κάτι καινούριο...»
«Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΡΙΕΣΤΗΜΕΝΟΥ ΗΛΙΘΙΟΥ»
(απόσπασμα)
«... Αλλά δεν είμαι στ’ αλήθεια εγώ που τα γράφω αυτά μα ο νους μου -δυνατός, ωραίος, επιθετικός, απόλυτος, καταπιεστικός, σπρώχνει συντρίβοντας συναισθήματα, εικόνες, ατμόσφαιρες, διαθέσεις, ασπρόμαυρα τοπία, χωρίς εξαίρεση. Αγνοεί τη θάλασσα, τα μάτια σας, τη ματιά σας(...) Η ζωή μου, ναι, η ζωή μου...Τι γίνεται με τη ζωή μου; Τίποτα. Τίποτα δεν μαθαίνεται από τη ζωή μου. Εγώ, αποκλεισμένος απ’ όλα ως συνήθως -η ζωή μου μέσα από τα συμφραζόμενα. Το τραγούδι τελειώνει. Πού να πηγαίνει; Είμαι εκείνη. Δεν το ξέρεις; Η φωνή της αδυνατίζει. Ακούγεται τραγική στην κασέτα. Τίποτα δεν καταγράφηκε. Το φως διαρρέει από το γαλαξία. Του προσδίδει αξιοπιστία. Δεν είναι μόνο το σώμα που υπάρχει εκεί αλλά και το φως. Το αξέχαστο φως, το έξοχο φως. Όλη μου η ζωή φαίνεται διαφορετική στο φως. Τολμώ να το κάνω.
Αμήχανος, δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω πού να πάω. Πού να κοιτάξω. Ακούω εκείνη την κουβέντα να επαναλαμβάνεται σιωπηλά. Η φωνή της ξεθωριάζει. Ακούγεται τραγική στην κασέτα. Τόσο κεφάτη. Με άγνοια για τους αστάθμητους παράγοντες. Βρίσκομαι σε αμηχανία. Και το φως... τόσο λαμπερό. Δεν μπορώ να κοιτάξω. Δεν μπορώ ν’ αντέξω εκείνη τη ματιά. Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε. Ο άνεμος. Πρέπει να μάθω ν’ αγαπάω. Ποιος είσαι; Ποιος ήμουν; Τα πάντα προσχεδιασμένα.»