Η αγωνιώδης κραυγή της μνήμης

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)


«...Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του
Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που
τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας
μαυρομαντιλούσας...

...Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν...»

Γ. Σεφέρης (Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ)


Ανθρώπινες φιγούρες βγαλμένες από την ελληνική επαρχία στα μέσα του 20ου αιώνα: ένας κόσμος που τα απομεινάρια του φυλλορροούν. Φυσικά τοπία ικανά να αφυπνίσουν και να οικοδομήσουν την πιο ισχυρή οικολογική συνείδηση η οποία μπορεί να εδράζεται στη γνωριμία με την ομορφιά του περιβάλλοντος, έτσι όπως τη σμιλεύουν οι λέξεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Μια γλώσσα που μιλιέται από τους μυθιστορηματικούς ήρωες και ξέρεις ότι υπήρξε, αλλά φθίνει, επικίνδυνα. Μια κοινωνία ατόμων που κατασπαράζεται από τα αρχέγονα πάθη και τις ίδιες τις δυνάμεις αυτοσυντήρησής της.
Η ατμόσφαιρα στον βιβλίο «Η Κραυγή του Ήταυρου» του Βαγγέλη Κούτα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, φέρνει στο μυαλό τις αναθυμιάσεις από τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα, μόνο που στο σύγχρονο μυθιστόρημα οι μάχες που μαίνονται είναι υπόγειες, προσωπικές, βυθισμένες στα έγκατα του μυαλού και της ψυχής των ηρώων. Οι χαρακτήρες κουβαλούν στους ώμους τους τα βάρη της μοίρας, θυμίζοντας στις αδρές τους γραμμές, «παπαδιαμαντικές» μορφές, ενώ το πεπρωμένο κινείται με μια ιδιομορφία, αυτή της ατομικής επιλογής. Μέσα στους τελματώδεις καλαμιώνες χτυπούν με ζέση καρδιές που δεν τολμούν να ξεπεράσουν τις λιμνάζουσες αδυναμίες τους. Η όποια λύτρωση σημαίνει φυγή από το ασφυκτικό περιβάλλον ενός χωριού που δυναστεύει τους ίδιους τους κατοίκους του, με νοοτροπίες ενός κλειστού κοινωνικού συνόλου, που πληγώνουν. Η όποια φυγή σημαίνει συνέπειες ακόμη βαρύτερες για κείνους που μένουν πίσω και οι οποίοι πληρώνουν τελικά το τίμημα της «ελευθερίας» εκείνων που τόλμησαν να αποδεσμευθούν από ό,τι τους ενοχλεί και τους καταπιέζει.
Το τέμπο στην εξέλιξη της ιστορίας κρατά η απόκοσμη κραυγή του Ήταυρου, ενός ερωδιού που σκορπά τη μυστηριώδη του σκιά στην υποβλητική ατμόσφαιρα των πνιγηρών βάλτων που εγκλωβίζουν ζωές, θρέφουν και καταπίνουν μυστικά, ξεβράζουν «κουφάρια» στα ακρότατα της λήθης. Η αναγνωστική απόλαυση σ’ αυτό το μυθιστόρημα καταρχάς ξεπηδά από την αγωνιώδη κραυγή «της γης και του ύδατος της υπάρξεως», δηλαδή της μνήμης.
Ο συγγραφέας κατορθώνει με αριστοτεχνικό τρόπο να αναπαραστήσει τη ζωή -την καθημερινή, αλλά και την ενδόμυχη των ηρώων του- σε μια εποχή που ήταν λίγο πριν από τη δική μας. Αναπόφευκτα ο αναγνώστης αναζητά τα νήματα εκείνα που τον συνδέουν με το κοντινό παρελθόν, πλην αδιερεύνητο για τον ίδιο. Η δυνατή πλοκή, η γρήγορη εξέλιξη της ιστορίας δεν δρα εις βάρος των πραγματολογικών εκείνων στοιχείων που συνιστούν το σκηνικό αλλά και τον ιστό που δομείται πάνω του μια παράλληλη τραγωδία, στα πρότυπα της αρχαίας. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η πιστή αναπαραγωγή του λόγου που χρησιμοποιούνταν σε μια εποχή τόσο κοντινή για το σύγχρονο Έλληνα, αλλά και τόσο μακρινή για τις διαστάσεις της τρέχουσας πραγματικότητάς του.
Διαβάζοντας την «Κραυγή του Ήταυρου», αν έχει κανείς ζήσει έστω για λίγο κάπου στην ελληνική επαρχία, κατορθώνει με τρόπο μαγικό να ανασύρει μνήμες από μορφές οικείες του πιο πρόσφατου παρελθόντος. Ο ρέων λόγος του συγγραφέα, η ζωντανή του γλώσσα δεν χάνεται στους δαιδάλους κανενός αμετροεπούς λυρισμού, ίσα-ίσα λειτουργεί για τον αναγνώστη σαν ένα είδος «μπούσουλα» για να περιπλανηθεί η φαντασία του δημιουργικά. Είναι σαν να βοηθά τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντι από τις γραμμές του βιβλίου του, να ακολουθήσει δρόμους κρυφούς και μονοπάτια δύσβατα -στη σκέψη του, τα συναισθήματά του, την ενστικτώδη φύση του-, χωρίς όμως να τον κάνει φορέα δυσαρέσκειας για τους σκοτεινούς μαιάνδρους στους οποίους κρυφοπατά.
Λες και ο συγγραφέας απλώνει ένα προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας για τον αναγνώστη του, με τρυφερότητα και όχι με διάθεση να τον εγκλωβίσει στη δική του πεπατημένη της σκέψης. Και μετά τον προτρέπει να βουτήξει στα μύχια της ιστορίας, με μία και μοναδική εγγύηση : ότι δεν θα βγει με τραύματα, αλλά ίσως και να αρχίσει να πιστεύει και πάλι στα θαύματα, εκείνα που μπορεί να κρύβονται πίσω από το πέπλο της ρεαλιστικής πραγματικότητας και τα λέμε Παραμύθι, είτε γιατί είναι τόσο ευφρόσυνα είτε γιατί είναι τόσο επώδυνα που δεν μπορούμε να τα δεχτούμε γι’ αλήθεια.
Οι μυθιστορηματικές φιγούρες, καμωμένες από κείνα τα υλικά της αλήθειας -τόσο που ο ίδιος ο συγγραφέας τονίζει στην αρχή του βιβλίου ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα του βιβλίου είναι συμπτωματική- εξυπηρετούν όχι μόνο την πλοκή, αλλά αποτελούν και βασικές σημειολογικές αναφορές για την ίδια τη βαθύτερη ερμηνεία και ανάλυσή της, όπου αυτό αισθάνεται ο κάθε αναγνώστης ότι τον ενδιαφέρει να συμβεί. Οι χαρακτήρες «κρίνονται» εκ του αποτελέσματος της αμείλικτης πραγματικότητας που φτιάχνεται μόνο από πράξεις καταλυτικές, αν και ο συγγραφέας δεν διστάζει να «βάλει» τον αναγνώστη στους πιο απόμερους διαδρόμους του νου των ηρώων του : «...Όταν έφτασε στο δωμάτιό του, είχε κατασταλάξει. Ο δισταγμός και η αναποφασιστικότητα των τελευταίων ημερών χάθηκαν. Δεν μπορούσε να φύγει και να τους αφήσει στα χέρια του. Έπρεπε να γλιτώσει την Αγνή απ’ τα δόντια του και τον Δωρόθεο απ’ το βάσανό του...Έβγαλε το μαχαίρι απ’ τη ζώνη και το πήγαινε απ’ το ένα χέρι στο άλλο, σαν να ζύγιαζε το βάρος του. Το κοίταζε για λίγο με δαγκωμένο το πανώχειλό του και πήρε την γκρίζα πέτρα για να το τροχίσει τελευταία φορά. ‘’Αύριο βράδυ, αύριο βράδυ θα τελειώσουν όλα’’, σκέφτηκε και έφτυσε την πέτρα. Ήταν άδειος από συναισθήματα. Όλα μέσα του ήταν ένα σκοτάδι...»