Βουτιά στο ατελέσφορο
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή. Το θυμήθηκα λόγω του τίτλου του, με όλα αυτά τα προβλήματα του μπλογκ που δεν σας αφήνουν να σχολιάσετε απρόσκοπτα)
Μύχιες αισθήσεις και αισθήματα, σκέψεις παραγκωνισμένες σε μια σκιά του νου, που σχεδόν αδυνατείς να περιγράψεις. Οσμίζεσαι μόνο χάρη στα ένστικτα. Σχέδια με το δάχτυλο μέσα στο σκοτάδι, με την πρόθεση να το κάνεις να σαλέψει. Οπές με βότσαλα στο νερό, με την προσδοκία να τρυπήσεις την απεραντοσύνη του. Χωρίς άλλο αποτέλεσμα. Χωρίς δηλαδή να θες να διαλύσεις το σκοτάδι, χωρίς να περιμένεις να περπατήσεις πάνω στο νερό, χωρίς να ελπίζεις ότι τα αισθήματα θα εκφραστούν και οι αισθήσεις θα προκύψουν.
Ανομβρία στον ορίζοντα. Στο τέρμα του, συγκεκριμένα. Δεν χορεύει κανείς το χορό της βροχής, δεν είναι κανείς διατεθειμένος να προκαλέσει τα θαύματα ούτε καν να τα υποψιαστεί. Ως θαύματα στα διηγήματα της Έρση Σωτηροπούλου στη συλλογή που κυκλοφορεί από τον Κέδρο με τίτλο «Αχτίδα στο σκοτάδι», παρουσιάζονται κάτι φευγαλέες στιγμές σαν να ξέφυγαν από ποίημα ή εφιάλτη που ο άνθρωπος ατενίζει τα όριά του, τα νοητικά, τα συναισθηματικά, τα ψυχικά. Εκεί κρύβεται το θαύμα για τη συγγραφέα, στο ανείπωτο που διατρέχει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, «...Όπως όταν ξυπνάς στη μέση ενός ονείρου, όπου όλα ήταν τέλεια, όλες οι δυνατότητες ακόμα ανοιχτές μπροστά σου, και νιώθεις το σώμα σου τόσο νέο, και ξύπνιο και δυνατό, και μένεις ακίνητος για να κρατήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα σου αυτή τη στιγμή. Η υπέροχη αίσθηση διαρκεί δευτερόλεπτα και αρχίζει και ξεφτίζει και γλιστράς ξανά στον σαθρό κόσμο...».
Αυτή η συνεχής ανύψωση και πτώση από έναν προσωπικό παράδεισο ή ένα μαρτύριο ατομικό είναι που σε φέρνει σε αμηχανία ως αναγνώστη στις ιστορίες της Σωτηροπούλου. Η κοινή συνισταμένη όλων των διηγημάτων είναι αυτή η φευγαλέα αίσθηση που δημιουργούν. Μπορεί να γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και για ξεχωριστούς λόγους, έχουν όμως έναν άξονα που κινούνται γύρω του. Είναι η εντύπωση που μπορεί να αιχμαλωτίσει κανείς σε ένα βλεφάρισμα του ματιού, σε μια υποψία χαμόγελου ή δακρύσματος. Είναι- δεν είναι; Πρόκειται για μια ακροβασία σε ένα άγνωστο μεταίχμιο που υπάρχει σε όλα τα πράγματα: από το πιο υψηλό και βαρύγδουπο νόημα μέχρι την πιο καθημερινή και μηχανική πράξη. Αυτά, λοιπόν, η συγγραφέας τα ενώνει με τη ρευστότητα του λόγου της και κάνει τα δοχεία τους να συγκοινωνούν χωρίς διακρίσεις, κάπως σαν να αποκαθιστά ένα φυσικό νόμο που έχει ξεχαστεί ή παραμεληθεί. Το πετυχαίνει αυτό με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο. Χωρίς να επιβάλλει κανενός είδους κορύφωση στα τεκταινόμενα, με αποτέλεσμα να προσδίδει στις ιστορίες της μια ακόμα πιο έντονη μελαγχολία. Είναι σαν βαρύ πέπλο που πέφτει πάνω σου και σε πνίγει. Δεν σ’ αφήνει ν’ αναπνεύσεις, γιατί ταυτόχρονα απαιτεί την προσοχή σου να φτάνει στο μάξιμουμ των επιδόσεών της, μήπως και ανακαλύψεις εκείνη την αμυδρά εικόνα της έκλαμψης που περιμένεις από μια σύντομη ιστορία, ένα διήγημα.
Η αλήθεια είναι ότι από το εξώφυλλο ήδη του βιβλίου της ένιωσα μια κάποια αποστροφή, παρά τη γοητεία της αισθητικής του, ίσως γιατί δεν θέλω κάποτε να πιστεύω στις αχτίδες που ξεπροβάλλουν μέσα στο σκοτάδι. Πριν διαβάσω τις ιστορίες της νόμιζα ότι θα ευαγγελίζονταν ελπίδες, που δεν καταδέχομαι κατά καιρούς από εγωισμό να νιώσω την ευεργεσία τους. Με ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια ανακάλυψα ότι τα διηγήματά της με βύθιζαν σε μια αποσπασματικότητα και μια απογοήτευση που έχει να κάνει με το ατελέσφορο των πραγμάτων, των αισθημάτων. Την ήθελα, όπως αποδείχθηκε, ως αναγνώστης την ελπίδα -απλώς την προτιμούσα δύσκολα κερδισμένη-, αλλά η συγγραφέας δεν είχε τα ίδια γούστα και την ίδια άποψη με μένα. Παρόλα αυτά συνέχιζα να διαβάζω τις ιστορίες, λες και με είχε μαγνητίσει. Με είχε πιάσει ένα πείσμα να ανακαλύψω τι ήθελε επιτέλους να μου πει, γιατί γράφει έτσι. Αν δεν θέλει τη συναισθηματική μου ανταπόκριση, τη συγκίνησή μου, τη συμμετοχή μου, τι θέλει τότε; Τι ζητάει; Γιατί τέτοια και τόση ενορχήστρωση των λέξεων; Γιατί τόση επιμέλεια; Γιατί τέτοια προσεκτική φροντίδα να μην εισβάλει από πουθενά η αχτίδα της ελπίδας; Στην αρχή μου φάνηκε ότι επρόκειτο για μια ναρκισσιστική διάθεση της γράφουσας, μετά ένιωσα ότι το ατελέσφορο, η μοναξιά, ο θάνατος είναι από μόνα τους τόσο ακραία που η δημιουργός απλώς προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες. Δίνει την ακρότητα με τον πλέον μινιμαλιστικό και εκνευριστικό τρόπο για έναν αναγνώστη δύστροπο σαν εμένα, διατηρώντας συνεχώς τον απόλυτο έλεγχο αυτού που φτιάχνει, της ατμόσφαιρας, του ύφους, της υποτυπώδους πλοκής. Αυτό είναι που μ’ ενοχλεί περισσότερο, λοιπόν, αισθάνομαι ως αναγνώστης ότι θέλει να με κρατήσει σε απόσταση, να μου επιβάλλει από πού θα δω την ιστορία να εξελίσσεται, σχεδόν να μου υπαγορεύσει τη θέση μου. Και δεν μ’ αρέσει αυτό, γιατί νιώθω ότι θέλει να με αφήσει απέξω από την ιστορία, κάτι που μου μοιάζει ελιτίστικο και δεν πιστεύω άλλωστε ότι η Τέχνη είναι για τους μυημένους κάθε φορά.
«...Γυρίζω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνω. Περιμένω με τα μάτια ανοιχτά. Η αχτίδα κάνει γκελ και πέφτει στο πάτωμα. Πνέει τα λοίσθια τώρα. Κόκκοι σκόνης τη διαπερνούν και γίνεται αόρατη. Όπου να ‘ναι θα νυχτώσει...». Μετεωρίζομαι ακόμη σε κείνη τη θολή αίσθηση που μου άφησαν οι ιστορίες. Σαν να περιπλανήθηκα μια νύχτα σε όνειρα και δεν είμαι σε θέση να περιγράψω τίποτα απ’ αυτά. Μπορεί αυτός τελικά να ήταν ο στόχος της συγγραφέως, δεν ξέρω αν συναντήθηκα πουθενά μαζί της. Μπορεί σε κάποια σημεία να έπιασα λαθραία μια κίνηση σχεδόν ανεπαίσθητη από τους ήρωές της που δεν τους θυμάμαι είναι η αλήθεια, έχω μόνο ένα περίγραμμα της μορφής τους, μακρινό κι επουσιώδες. Δεν ξέρω αν το θαύμα αυτών των ιστοριών ήταν να δω ότι υπάρχουν και δημιουργοί που αποστασιοποιούνται από τους «θαυματοποιούς». Πάντως έκανα μια γερή βουτιά στη λίμνη του ατελέσφορου. Όταν αναδυθώ θα ξέρω αν βρήκα και κάτι από τα πολύτιμα που υπόσχεται η λογοτεχνία ως απόλαυση.
Μύχιες αισθήσεις και αισθήματα, σκέψεις παραγκωνισμένες σε μια σκιά του νου, που σχεδόν αδυνατείς να περιγράψεις. Οσμίζεσαι μόνο χάρη στα ένστικτα. Σχέδια με το δάχτυλο μέσα στο σκοτάδι, με την πρόθεση να το κάνεις να σαλέψει. Οπές με βότσαλα στο νερό, με την προσδοκία να τρυπήσεις την απεραντοσύνη του. Χωρίς άλλο αποτέλεσμα. Χωρίς δηλαδή να θες να διαλύσεις το σκοτάδι, χωρίς να περιμένεις να περπατήσεις πάνω στο νερό, χωρίς να ελπίζεις ότι τα αισθήματα θα εκφραστούν και οι αισθήσεις θα προκύψουν.
Ανομβρία στον ορίζοντα. Στο τέρμα του, συγκεκριμένα. Δεν χορεύει κανείς το χορό της βροχής, δεν είναι κανείς διατεθειμένος να προκαλέσει τα θαύματα ούτε καν να τα υποψιαστεί. Ως θαύματα στα διηγήματα της Έρση Σωτηροπούλου στη συλλογή που κυκλοφορεί από τον Κέδρο με τίτλο «Αχτίδα στο σκοτάδι», παρουσιάζονται κάτι φευγαλέες στιγμές σαν να ξέφυγαν από ποίημα ή εφιάλτη που ο άνθρωπος ατενίζει τα όριά του, τα νοητικά, τα συναισθηματικά, τα ψυχικά. Εκεί κρύβεται το θαύμα για τη συγγραφέα, στο ανείπωτο που διατρέχει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, «...Όπως όταν ξυπνάς στη μέση ενός ονείρου, όπου όλα ήταν τέλεια, όλες οι δυνατότητες ακόμα ανοιχτές μπροστά σου, και νιώθεις το σώμα σου τόσο νέο, και ξύπνιο και δυνατό, και μένεις ακίνητος για να κρατήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα σου αυτή τη στιγμή. Η υπέροχη αίσθηση διαρκεί δευτερόλεπτα και αρχίζει και ξεφτίζει και γλιστράς ξανά στον σαθρό κόσμο...».
Αυτή η συνεχής ανύψωση και πτώση από έναν προσωπικό παράδεισο ή ένα μαρτύριο ατομικό είναι που σε φέρνει σε αμηχανία ως αναγνώστη στις ιστορίες της Σωτηροπούλου. Η κοινή συνισταμένη όλων των διηγημάτων είναι αυτή η φευγαλέα αίσθηση που δημιουργούν. Μπορεί να γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και για ξεχωριστούς λόγους, έχουν όμως έναν άξονα που κινούνται γύρω του. Είναι η εντύπωση που μπορεί να αιχμαλωτίσει κανείς σε ένα βλεφάρισμα του ματιού, σε μια υποψία χαμόγελου ή δακρύσματος. Είναι- δεν είναι; Πρόκειται για μια ακροβασία σε ένα άγνωστο μεταίχμιο που υπάρχει σε όλα τα πράγματα: από το πιο υψηλό και βαρύγδουπο νόημα μέχρι την πιο καθημερινή και μηχανική πράξη. Αυτά, λοιπόν, η συγγραφέας τα ενώνει με τη ρευστότητα του λόγου της και κάνει τα δοχεία τους να συγκοινωνούν χωρίς διακρίσεις, κάπως σαν να αποκαθιστά ένα φυσικό νόμο που έχει ξεχαστεί ή παραμεληθεί. Το πετυχαίνει αυτό με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο. Χωρίς να επιβάλλει κανενός είδους κορύφωση στα τεκταινόμενα, με αποτέλεσμα να προσδίδει στις ιστορίες της μια ακόμα πιο έντονη μελαγχολία. Είναι σαν βαρύ πέπλο που πέφτει πάνω σου και σε πνίγει. Δεν σ’ αφήνει ν’ αναπνεύσεις, γιατί ταυτόχρονα απαιτεί την προσοχή σου να φτάνει στο μάξιμουμ των επιδόσεών της, μήπως και ανακαλύψεις εκείνη την αμυδρά εικόνα της έκλαμψης που περιμένεις από μια σύντομη ιστορία, ένα διήγημα.
Η αλήθεια είναι ότι από το εξώφυλλο ήδη του βιβλίου της ένιωσα μια κάποια αποστροφή, παρά τη γοητεία της αισθητικής του, ίσως γιατί δεν θέλω κάποτε να πιστεύω στις αχτίδες που ξεπροβάλλουν μέσα στο σκοτάδι. Πριν διαβάσω τις ιστορίες της νόμιζα ότι θα ευαγγελίζονταν ελπίδες, που δεν καταδέχομαι κατά καιρούς από εγωισμό να νιώσω την ευεργεσία τους. Με ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια ανακάλυψα ότι τα διηγήματά της με βύθιζαν σε μια αποσπασματικότητα και μια απογοήτευση που έχει να κάνει με το ατελέσφορο των πραγμάτων, των αισθημάτων. Την ήθελα, όπως αποδείχθηκε, ως αναγνώστης την ελπίδα -απλώς την προτιμούσα δύσκολα κερδισμένη-, αλλά η συγγραφέας δεν είχε τα ίδια γούστα και την ίδια άποψη με μένα. Παρόλα αυτά συνέχιζα να διαβάζω τις ιστορίες, λες και με είχε μαγνητίσει. Με είχε πιάσει ένα πείσμα να ανακαλύψω τι ήθελε επιτέλους να μου πει, γιατί γράφει έτσι. Αν δεν θέλει τη συναισθηματική μου ανταπόκριση, τη συγκίνησή μου, τη συμμετοχή μου, τι θέλει τότε; Τι ζητάει; Γιατί τέτοια και τόση ενορχήστρωση των λέξεων; Γιατί τόση επιμέλεια; Γιατί τέτοια προσεκτική φροντίδα να μην εισβάλει από πουθενά η αχτίδα της ελπίδας; Στην αρχή μου φάνηκε ότι επρόκειτο για μια ναρκισσιστική διάθεση της γράφουσας, μετά ένιωσα ότι το ατελέσφορο, η μοναξιά, ο θάνατος είναι από μόνα τους τόσο ακραία που η δημιουργός απλώς προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες. Δίνει την ακρότητα με τον πλέον μινιμαλιστικό και εκνευριστικό τρόπο για έναν αναγνώστη δύστροπο σαν εμένα, διατηρώντας συνεχώς τον απόλυτο έλεγχο αυτού που φτιάχνει, της ατμόσφαιρας, του ύφους, της υποτυπώδους πλοκής. Αυτό είναι που μ’ ενοχλεί περισσότερο, λοιπόν, αισθάνομαι ως αναγνώστης ότι θέλει να με κρατήσει σε απόσταση, να μου επιβάλλει από πού θα δω την ιστορία να εξελίσσεται, σχεδόν να μου υπαγορεύσει τη θέση μου. Και δεν μ’ αρέσει αυτό, γιατί νιώθω ότι θέλει να με αφήσει απέξω από την ιστορία, κάτι που μου μοιάζει ελιτίστικο και δεν πιστεύω άλλωστε ότι η Τέχνη είναι για τους μυημένους κάθε φορά.
«...Γυρίζω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνω. Περιμένω με τα μάτια ανοιχτά. Η αχτίδα κάνει γκελ και πέφτει στο πάτωμα. Πνέει τα λοίσθια τώρα. Κόκκοι σκόνης τη διαπερνούν και γίνεται αόρατη. Όπου να ‘ναι θα νυχτώσει...». Μετεωρίζομαι ακόμη σε κείνη τη θολή αίσθηση που μου άφησαν οι ιστορίες. Σαν να περιπλανήθηκα μια νύχτα σε όνειρα και δεν είμαι σε θέση να περιγράψω τίποτα απ’ αυτά. Μπορεί αυτός τελικά να ήταν ο στόχος της συγγραφέως, δεν ξέρω αν συναντήθηκα πουθενά μαζί της. Μπορεί σε κάποια σημεία να έπιασα λαθραία μια κίνηση σχεδόν ανεπαίσθητη από τους ήρωές της που δεν τους θυμάμαι είναι η αλήθεια, έχω μόνο ένα περίγραμμα της μορφής τους, μακρινό κι επουσιώδες. Δεν ξέρω αν το θαύμα αυτών των ιστοριών ήταν να δω ότι υπάρχουν και δημιουργοί που αποστασιοποιούνται από τους «θαυματοποιούς». Πάντως έκανα μια γερή βουτιά στη λίμνη του ατελέσφορου. Όταν αναδυθώ θα ξέρω αν βρήκα και κάτι από τα πολύτιμα που υπόσχεται η λογοτεχνία ως απόλαυση.