«Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο»
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή, όπως εύλογα διαφαίνεται, Μάρτη μήνα, παλιότερα, πριν από μια διετία. Το υποσχέθηκα στο Librofilo και τον Αθήναιο, που αγαπάει την επιστολογραφία)
«Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρτεις,
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου...»
Κ. Γ. Καρυωτάκης
Διακόσια δέκα χρόνια πριν. Ακριβώς, Μάρτη μήνα. Η ημερομηνία είναι γενέθλια : 16 Μαρτίου 1794. Σ’ ένα κελί φυλακής σκιερό και μουχλιασμένο, γεννιέται η απόλυτη ειλικρίνεια σε έναν άνδρα που πολεμούσε την ψυχή του. Μόνο που αυτή είναι η τελευταία και καθοριστική μάχη. Και βγαίνει νικητής τουλάχιστον στο λογισμό και τη συγκίνηση του αναγνώστη που βρίσκεται απέναντι και μέσα στις γραμμές του βιβλίου του Ζερόμ Γκαρσέν «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο» (Εκδόσεις Πόλις).
Έξω από τα στραγγαλιστικά κάγκελα της φυλακής, φωτιά και σίδερο. Η Επανάσταση που θα άλλαζε την ιστορία της ανθρωπότητας και η άλλη όψη της η Τρομοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση. «...η Επανάστασή μου σέρνει ξοπίσω της τα τελευταία κάρα των καταδικασμένων, τα εξιλαστήρια θύματα. Σε ένα από αυτά θα καθίσω κι εγώ, σε μια θέση που θα είναι ακόμα ζεστή...» Στα καλοκαμωμένα, λεπτεπίλεπτα και φροντισμένα -ελέω κραυγάζουσας ευγενικής καταγωγής- δάχτυλα του Μαρί-Ζαν Ερώ ντε Σεσέλ αποτίθεται η αλήθεια απογυμνωμένη από τα τερτίπια του μυαλού και της καρδιάς. Πένα, χαρτί και μελάνι στα χέρια του, τα όπλα του για τον αποχωρισμό. Κι αρχίζουν να στάζουν το δικό του αίμα, το αίμα της ζωής του, της ψυχής του, οι λέξεις, μέσα από την εκστατικά παραληρηματική γραφή του Γκαρσέν. Η ιδιότυπη de profundis εξομολόγηση του ήρωα αναδεικνύεται σε μια συνθήκη που θα ήθελαν οι γυναίκες να ανακαλύψουν ή να επιβεβαιώσουν για την ανδρική φύση, έστω για μια φορά στη ζωή τους, είναι όχι απλώς αρκετή, αλλά ιδανική, ενώ ορισμένοι άνδρες μάλλον επιβάλλεται να κατορθώσουν να πραγματοποιήσουν, έστω απέναντι στο πρόσωπο της γυναίκας που καθρεφτίζεται αυτόφωτος κι αυτοφυής ο εαυτός τους.
Ένας λυγμός, σχεδόν βουβός, που ξεφεύγει μέσα από την ερωτική επιστολή του συλληφθέντα Επαναστάτη, γίνεται φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της καταφανέστερης αδικίας, αποκαλύπτει τις διαστάσεις της βίας και γίνεται ο πιο δυνατός τρόπος έκφρασης ενός έρωτα καταδικασμένου να έχει υπάρξει κραταιός και να μην έχει καμία προοπτική, κανέναν ορίζοντα πια, παρά να μένει μόνο σκόνη από αποξηραμένους κρόκους στα ολόλευκα χέρια της γυναίκας-αποδέκτη αυτής της ολοκληρωτικής αγάπης. «... Δεν με πειράζει η ξαφνική στέρηση της ελευθερίας μου. Με πειράζει η βεβαιότητα ότι δεν θα την επανακτήσω ποτέ...», ομολογεί τη στιγμή που το σώμα του έμεινε «ανενεργό» και για πρώτη φορά ήταν σε θέση να καταλάβει πόσα του οφείλει το ίδιο του το πνεύμα, ο καθ’ όλα προορισμένος από τα χαρίσματα της φύσης του να είναι ένας μοναχικός ερωτευμένος, σαν μελαγχολικός δόγης αλλοτινών εποχών, αλλά κατέληξε ένας κυνικός αριβίστας.
Ο άνθρωπος ο οποίος «είχε τη διεγερτική εντύπωση πως ήταν ένας πρίγκιπας της Δημοκρατίας» και που βροντοφωνάζει μέσα από τα καλλιγραφικά γράμματα της επιστολής του ότι δεν ανήκει πουθενά και είναι περήφανος γι’ αυτό, υπέκυψε στην προτροπή : «...για να επικρατήσουμε των κυνικών, οφείλουμε να τους ξεπεράσουμε σε κυνισμό». Διαπιστώνει εκ των υστέρων ότι «οι θετικές επιστήμες νίκησαν το ρομαντικό μυαλό μου. Μαράθηκα».
Την προσωπική του ήττα, εκείνη δηλαδή που απορρέει πρώτα από όλα από την ίδια του τη φιλοδοξία και την κενότητα των κοινωνικών του επιδιώξεων, μπορεί να την αναγνωρίσει όταν «...Η γνώση του επερχόμενου θανάτου οξύνει την ευαισθησία, φωτίζει τα τοπία με ένα απόλυτο φως, κάνει σχεδόν αβάσταχτα τα αρώματα της γης, του δάσους, των λουλουδιών, δίνοντας το βάρος της αιωνιότητας σε κάθε λεπτό που περνά, και στο σώμα που ακόμα δονείται, μια ελαφρότητα υπεράνθρωπη...». Το επώδυνο φως από τις αχτίδες της αθωότητας λάμπει ξανά στο μυαλό του Ερώ ντε Σεσέλ, όταν αναγκάζεται να απευθυνθεί προς την αγαπημένη του αφοπλιστικά, όπως αρμόζει στη γενναιότητα της ανδρικής φύσης, εκείνη που η γυναικεία φύση όχι μόνο αποζητά αλλά και επιδιώκει, όχι για να νιώσει νικήτρια επί του αντιπάλου, αλλά για να νιώσει τον απέναντι άνδρα ισάξιο συμμέτοχο στην πορεία αναζήτησης της αλήθειας και της ελευθερίας : «...Είμαι τριάντα τεσσάρων ετών και μόνος. Πολύ μόνος, κυρία μου. Πίσω από τον τοίχο που με χωρίζει από τους συντρόφους μου σ’ αυτήν την φυλακή, και που με προστατεύει απ’ αυτούς...».
Τα τρωτά της «ένδοξης» Ιστορίας, το παρασκήνιο της Επανάστασης, οι βιαιότητες και οι αδικίες των αγωνιστών γίνονται το ζοφερό κι αποπνικτικό τοπίο, για να ανθίσει ένας έρωτας και να πλυθεί μέσα στα γάργαρα και ξάστερα νερά του συναισθήματος η ταραγμένη και πολύπαθη ψυχή του Ερώ ντε Σεσέλ. «...Μέσα στα μάτια σας μίσησα λιγότερο τον εαυτό μου. Χάρη στην ανάμνησή σας, τον περιφρονώ λιγότερο...». Ενόψει του καταληκτικού τέλους, ο άνδρας στον οποίο η μητέρα του έλεγε καλύτερα να τον βλέπει να κρατά σπαθί παρά πένα, παραδέχεται την απιστία του ακόμη και προς τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε και ομολογεί τη συμπεριφορά Ποντίου Πιλάτου που επέδειξε στις συνθήκες τρομοκρατίας της αιματοβαμμένης Επανάστασης.
Το μυθιστόρημα αυτό του Ζερόμ Γκαρσέν αποτελεί ένα αποτύπωμα ιδανικού ρομαντισμού, σε έναν κόσμο που δείχνει να μην ανέχεται ποτέ σε καμία εποχή τους επαναστάτες, και τους ειλικρινείς, αυτούς τους ρομαντικούς τρελούς που κάνουν την πραγματικότητα να είναι «αυτό το όμορφο πράγμα, που κινείται, δυνατό, βίαιο, διάχυτο, που ο νους αδυνατεί να το συλλάβει».
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Jerome Garcin, από τους πιο σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας στη Γαλλία σήμερα, γεννήθηκε το 1956. Είναι αρχισυντάκτης των πολιτιστικών σελίδων του Nouvel Observateur και παραγωγός του «Le masque et la plume», της πιο γνωστής ραδιοφωνικής εκπομπής που είναι αφιερωμένη στο βιβλίο και η οποία μεταδίδεται από τον κρατικό σταθμό France Inter. Το «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο», πρώτο του μυθιστόρημα, τιμήθηκε το 2001 με το βραβείο Maurice Genevoix. Έχει δημοσιεύσει επίσης δοκίμια.
«Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρτεις,
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου...»
Κ. Γ. Καρυωτάκης
Διακόσια δέκα χρόνια πριν. Ακριβώς, Μάρτη μήνα. Η ημερομηνία είναι γενέθλια : 16 Μαρτίου 1794. Σ’ ένα κελί φυλακής σκιερό και μουχλιασμένο, γεννιέται η απόλυτη ειλικρίνεια σε έναν άνδρα που πολεμούσε την ψυχή του. Μόνο που αυτή είναι η τελευταία και καθοριστική μάχη. Και βγαίνει νικητής τουλάχιστον στο λογισμό και τη συγκίνηση του αναγνώστη που βρίσκεται απέναντι και μέσα στις γραμμές του βιβλίου του Ζερόμ Γκαρσέν «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο» (Εκδόσεις Πόλις).
Έξω από τα στραγγαλιστικά κάγκελα της φυλακής, φωτιά και σίδερο. Η Επανάσταση που θα άλλαζε την ιστορία της ανθρωπότητας και η άλλη όψη της η Τρομοκρατία. Η Γαλλική Επανάσταση. «...η Επανάστασή μου σέρνει ξοπίσω της τα τελευταία κάρα των καταδικασμένων, τα εξιλαστήρια θύματα. Σε ένα από αυτά θα καθίσω κι εγώ, σε μια θέση που θα είναι ακόμα ζεστή...» Στα καλοκαμωμένα, λεπτεπίλεπτα και φροντισμένα -ελέω κραυγάζουσας ευγενικής καταγωγής- δάχτυλα του Μαρί-Ζαν Ερώ ντε Σεσέλ αποτίθεται η αλήθεια απογυμνωμένη από τα τερτίπια του μυαλού και της καρδιάς. Πένα, χαρτί και μελάνι στα χέρια του, τα όπλα του για τον αποχωρισμό. Κι αρχίζουν να στάζουν το δικό του αίμα, το αίμα της ζωής του, της ψυχής του, οι λέξεις, μέσα από την εκστατικά παραληρηματική γραφή του Γκαρσέν. Η ιδιότυπη de profundis εξομολόγηση του ήρωα αναδεικνύεται σε μια συνθήκη που θα ήθελαν οι γυναίκες να ανακαλύψουν ή να επιβεβαιώσουν για την ανδρική φύση, έστω για μια φορά στη ζωή τους, είναι όχι απλώς αρκετή, αλλά ιδανική, ενώ ορισμένοι άνδρες μάλλον επιβάλλεται να κατορθώσουν να πραγματοποιήσουν, έστω απέναντι στο πρόσωπο της γυναίκας που καθρεφτίζεται αυτόφωτος κι αυτοφυής ο εαυτός τους.
Ένας λυγμός, σχεδόν βουβός, που ξεφεύγει μέσα από την ερωτική επιστολή του συλληφθέντα Επαναστάτη, γίνεται φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της καταφανέστερης αδικίας, αποκαλύπτει τις διαστάσεις της βίας και γίνεται ο πιο δυνατός τρόπος έκφρασης ενός έρωτα καταδικασμένου να έχει υπάρξει κραταιός και να μην έχει καμία προοπτική, κανέναν ορίζοντα πια, παρά να μένει μόνο σκόνη από αποξηραμένους κρόκους στα ολόλευκα χέρια της γυναίκας-αποδέκτη αυτής της ολοκληρωτικής αγάπης. «... Δεν με πειράζει η ξαφνική στέρηση της ελευθερίας μου. Με πειράζει η βεβαιότητα ότι δεν θα την επανακτήσω ποτέ...», ομολογεί τη στιγμή που το σώμα του έμεινε «ανενεργό» και για πρώτη φορά ήταν σε θέση να καταλάβει πόσα του οφείλει το ίδιο του το πνεύμα, ο καθ’ όλα προορισμένος από τα χαρίσματα της φύσης του να είναι ένας μοναχικός ερωτευμένος, σαν μελαγχολικός δόγης αλλοτινών εποχών, αλλά κατέληξε ένας κυνικός αριβίστας.
Ο άνθρωπος ο οποίος «είχε τη διεγερτική εντύπωση πως ήταν ένας πρίγκιπας της Δημοκρατίας» και που βροντοφωνάζει μέσα από τα καλλιγραφικά γράμματα της επιστολής του ότι δεν ανήκει πουθενά και είναι περήφανος γι’ αυτό, υπέκυψε στην προτροπή : «...για να επικρατήσουμε των κυνικών, οφείλουμε να τους ξεπεράσουμε σε κυνισμό». Διαπιστώνει εκ των υστέρων ότι «οι θετικές επιστήμες νίκησαν το ρομαντικό μυαλό μου. Μαράθηκα».
Την προσωπική του ήττα, εκείνη δηλαδή που απορρέει πρώτα από όλα από την ίδια του τη φιλοδοξία και την κενότητα των κοινωνικών του επιδιώξεων, μπορεί να την αναγνωρίσει όταν «...Η γνώση του επερχόμενου θανάτου οξύνει την ευαισθησία, φωτίζει τα τοπία με ένα απόλυτο φως, κάνει σχεδόν αβάσταχτα τα αρώματα της γης, του δάσους, των λουλουδιών, δίνοντας το βάρος της αιωνιότητας σε κάθε λεπτό που περνά, και στο σώμα που ακόμα δονείται, μια ελαφρότητα υπεράνθρωπη...». Το επώδυνο φως από τις αχτίδες της αθωότητας λάμπει ξανά στο μυαλό του Ερώ ντε Σεσέλ, όταν αναγκάζεται να απευθυνθεί προς την αγαπημένη του αφοπλιστικά, όπως αρμόζει στη γενναιότητα της ανδρικής φύσης, εκείνη που η γυναικεία φύση όχι μόνο αποζητά αλλά και επιδιώκει, όχι για να νιώσει νικήτρια επί του αντιπάλου, αλλά για να νιώσει τον απέναντι άνδρα ισάξιο συμμέτοχο στην πορεία αναζήτησης της αλήθειας και της ελευθερίας : «...Είμαι τριάντα τεσσάρων ετών και μόνος. Πολύ μόνος, κυρία μου. Πίσω από τον τοίχο που με χωρίζει από τους συντρόφους μου σ’ αυτήν την φυλακή, και που με προστατεύει απ’ αυτούς...».
Τα τρωτά της «ένδοξης» Ιστορίας, το παρασκήνιο της Επανάστασης, οι βιαιότητες και οι αδικίες των αγωνιστών γίνονται το ζοφερό κι αποπνικτικό τοπίο, για να ανθίσει ένας έρωτας και να πλυθεί μέσα στα γάργαρα και ξάστερα νερά του συναισθήματος η ταραγμένη και πολύπαθη ψυχή του Ερώ ντε Σεσέλ. «...Μέσα στα μάτια σας μίσησα λιγότερο τον εαυτό μου. Χάρη στην ανάμνησή σας, τον περιφρονώ λιγότερο...». Ενόψει του καταληκτικού τέλους, ο άνδρας στον οποίο η μητέρα του έλεγε καλύτερα να τον βλέπει να κρατά σπαθί παρά πένα, παραδέχεται την απιστία του ακόμη και προς τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε και ομολογεί τη συμπεριφορά Ποντίου Πιλάτου που επέδειξε στις συνθήκες τρομοκρατίας της αιματοβαμμένης Επανάστασης.
Το μυθιστόρημα αυτό του Ζερόμ Γκαρσέν αποτελεί ένα αποτύπωμα ιδανικού ρομαντισμού, σε έναν κόσμο που δείχνει να μην ανέχεται ποτέ σε καμία εποχή τους επαναστάτες, και τους ειλικρινείς, αυτούς τους ρομαντικούς τρελούς που κάνουν την πραγματικότητα να είναι «αυτό το όμορφο πράγμα, που κινείται, δυνατό, βίαιο, διάχυτο, που ο νους αδυνατεί να το συλλάβει».
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Jerome Garcin, από τους πιο σημαντικούς κριτικούς λογοτεχνίας στη Γαλλία σήμερα, γεννήθηκε το 1956. Είναι αρχισυντάκτης των πολιτιστικών σελίδων του Nouvel Observateur και παραγωγός του «Le masque et la plume», της πιο γνωστής ραδιοφωνικής εκπομπής που είναι αφιερωμένη στο βιβλίο και η οποία μεταδίδεται από τον κρατικό σταθμό France Inter. Το «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο», πρώτο του μυθιστόρημα, τιμήθηκε το 2001 με το βραβείο Maurice Genevoix. Έχει δημοσιεύσει επίσης δοκίμια.