Η τυχοδιωκτική τόλμη της αφέλειας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...Ήταν η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου. Η εποχή που δεν είχαμε λεφτά, δυνατότητες επιλογής, ευκαιρίες. Θα περνούσαν άλλα δεκαοχτώ χρόνια μέχρι να καταλάβω πως αυτά που είχαμε τότε ήταν ό,τι χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στη Γη. Ο ένας τον άλλον και καρδιές που ξεχείλιζαν από αγάπη.»
Είναι Τσέχα, αλλά έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα στα Αγγλικά. Έζησε τον Κομμουνισμό στη χώρα της και την πτώση του. Έγινε μάρτυρας της Βελούδινης Επανάστασης, αλλά ζει πια στην Αυστραλία. Παρακολουθεί τη ζωή από την άλλη πλευρά του κόσμου, τώρα που εκείνα τα τείχη πέρασαν στο παρελθόν και ορθώνονται νέα, εκείνα της δυτικής υπερκατανάλωσης, της αποξένωσης, της μελαγχολίας και της δυστυχίας της καλοπέρασης.
Έκανε ένα μποέμικο πέρασμα από το Παρίσι, έπλυνε πιάτα στο Μπρούκλιν, δούλεψε παράνομα ως σερβιτόρα στο Μανχάταν, δίδαξε Αγγλικά στην Πράγα και πούλησε κρασιά στην Αυστραλία. Όλα αυτά πρόλαβε να τα χωρέσει μόλις στα 31 χρόνια της ζωής της η Dominika Dery. Πολυσχιδής προσωπικότητα -χορεύτρια, ηθοποιός, δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο SBS στο Σίδνεϊ- αισθάνεται πάντα ποιήτρια, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που ακολουθεί, κι ας μην έχει βγάλει δεκάρα από τα ποιήματά της, διαθέτει όλα εκείνα τα εχέγγυα εμπειριών που μπορούν να τροφοδοτήσουν τη φαντασία ενός συγγραφέα.
Στο πρώτο της βιβλίο, «δώδεκα μικρά κέικ», που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Ηλέκτρα σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου, δίνει μια πλήρη τοιχογραφία, μέσα από τα μάτια ενός τετράχρονου παιδιού, της κατάστασης στην Τσεχία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80. Οι λογοτεχνικές της καταβολές ριζώνουν στα μαγικά τσέχικα παραμύθια -που της πρωτοδιάβασαν οι γονείς της-, στον Ντοστογιέφσκι, τον Γκυ ντε Μωπασάν, τον Γκόγκολ, τον Αλμπέρ Καμύ, το Μαρκ Τουέιν, το Χέρμαν Έσσε, το Φόκνερ, την Τζέιν Όστιν, ακόμη και στο δικό μας Νίκο Καζαντζάκη. Στη σκηνή, ως ηθοποιός είχε τη δυνατότητα να μιλήσει με τις λέξεις του Σαίξπηρ, να γελάσει με τον Τσέχοφ, να κλάψει με τον Ευριπίδη και να αγωνιστεί με τον Γκαίτε. Η ποιητική της φύση την έσπρωξε να αφουγκραστεί τον Όμηρο, το Δάντη και τον αγαπημένο της Ρίλκε, όπως μας είπε η ίδια, και τόσες άλλες υπέροχες ψυχές που άφησαν τους στίχους τους να ξεπηδήσουν από μέσα τους με πάθος.
Είναι μια πολίτης του κόσμου που αν και ταξίδεψε στα πέρατα της Γης δεν κατόρθωσε να βρει εκείνη την ευτυχία που επεφύλασσε για κείνη η παιδική της ηλικία. Έτσι, στράφηκε και πάλι στο «χαμένο παράδεισο» των μικρών της χρόνων και με απόλυτα αυτοβιογραφική διάθεση, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της, με στόχο να κερδίσει το χαμόγελο των αναγνωστών της και να τους γυρίσει πίσω στη δική τους παιδική μακαριότητα. «...Ήταν η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου. Η εποχή που δεν είχαμε λεφτά, δυνατότητες επιλογής, ευκαιρίες. Θα περνούσαν άλλα δεκαοχτώ χρόνια μέχρι να καταλάβω πως αυτά που είχαμε τότε ήταν ό,τι χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στη Γη. Ο ένας τον άλλον και καρδιές που ξεχείλιζαν από αγάπη.»
Συνεχίζει να αναζητά τον εαυτό της, επιχειρεί να τον επαναπροσδιορίσει μέσα στο νέο σκηνικό, στις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες, κάνοντας μια βουτιά στο παρελθόν με τυχοδιωκτική τόλμη. Είναι αυτή η ευχέρεια που της δίνει η παιδική αφέλεια, η ματιά της τετράχρονης μυθιστορηματικής της ηρωίδας να αντικρίσει τον κόσμο στις διαστάσεις που επιβάλλει η καθαρή ψυχή ενός μικρού κοριτσιού. Διυλίζει τα πάντα μέσα από ένα πολύ ισχυρό φίλτρο, αυτό της αγάπης και φτιάχνει η Dominika Dery μια γλυκιά ιστορία για να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας της περίπου 25 χρόνια πίσω, με μια εξαγνιστική ελαφράδα και καθόλου ελαφρότητα. «...Το μαιευτήριο ήταν υπερπλήρες, γιατί η Πράγα έβριθε από γυναίκες σαν τη μητέρα μου που είχαν αποφασίσει ότι ο μοναδικός δρόμος για την ευτυχία στο σταλινικό καθεστώς περνούσε μέσα από τις οικογένειές τους. Ήταν η διαμαρτυρία τους και συνάμα μια αποδοχή...»
Διαβάζοντας το βιβλίο, σε κάποια σημεία, κατόρθωσε η μικρή ηρωίδα της να με απορροφήσει και να με κάνει ζωντανό μάρτυρα του δικού της τσέχικου παραμυθιού. Αν βλέπεις ένα τετράχρονο κοριτσάκι να συμμετέχει ενεργά στο χτίσιμο του σπιτιού του, σίγουρα συγκινείσαι. Αν βλέπεις τη μικρούλα αυτή -κοντούλα και παχουλή- πρωταγωνίστρια στο δικό της σύμπαν να αγωνίζεται να γίνει μπαλαρίνα, σκας ένα χαμόγελο που σε γυρνά σε δικές σου παιδικές μνήμες. Αν βλέπεις αυτή την αγνή ψυχούλα να έρχεται αντιμέτωπη με το θάνατο, αποχαιρετώντας μία μία τις γηραιές γειτόνισσές της που φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή, δεν έχεις παρά να νιώσεις συμπάθεια και τρυφερότητα γι’ αυτό το πλάσμα. Ωστόσο, νομίζω ότι η δημιουργός αυτής της ιστορίας, μπορούσε να δώσει την ουσία των πραγμάτων μέσα από μια πιο πυκνή σε νοήματα γραφή και φυσικά μέσα από μια ιστορία με λιγότερη έκταση. Υπάρχει, βέβαια, και το ελαφρυντικό για κείνη ότι τόλμησε το εγχείρημα να γράψει όχι στη μητρική της γλώσσα, αλλά στα Αγγλικά, προκειμένου να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό.
Η εμπειρία της συνέντευξης μαζί της -διαδικτυακά μεν, πολύ ζωντανά δε- έμοιαζε με εκείνη του βιβλίου της, ήταν γλυκιά και τρυφερή, ανθρώπινη και άκρως επικοινωνιακή. Με εξέπληξε ευχάριστα όταν μου είπε ότι έχει δει την «Πολίτικη Κουζίνα» και ότι έχει διαβάσει Καζαντζάκη, αλλά πιο πολύ με ευχαρίστησε το γεγονός ότι αποδείχθηκε άνθρωπος- ανοιχτό βιβλίο. Κάτι που με έφερε στη θέση της αναπόφευκτης σύγκρισης με δικούς μας «βραβευμένους» και «υπερπουλημένους» (με την έννοια του best seller» συγγραφείς που θαυμάζεις μεν τα βιβλία τους, αλλά δεν σ’ αφήνουν να πεις το ίδιο και γι’ αυτούς. «Κλειστά βιβλία» που σε αντιμετωπίζουν με μια επαρχιώτικη καχυποψία, στερώντας από τους ίδιους την ευχαρίστηση μιας αμφίδρομης επικοινωνίας.
(Θα ακολουθήσει η συνέντευξη)
«...Ήταν η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου. Η εποχή που δεν είχαμε λεφτά, δυνατότητες επιλογής, ευκαιρίες. Θα περνούσαν άλλα δεκαοχτώ χρόνια μέχρι να καταλάβω πως αυτά που είχαμε τότε ήταν ό,τι χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στη Γη. Ο ένας τον άλλον και καρδιές που ξεχείλιζαν από αγάπη.»
Είναι Τσέχα, αλλά έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα στα Αγγλικά. Έζησε τον Κομμουνισμό στη χώρα της και την πτώση του. Έγινε μάρτυρας της Βελούδινης Επανάστασης, αλλά ζει πια στην Αυστραλία. Παρακολουθεί τη ζωή από την άλλη πλευρά του κόσμου, τώρα που εκείνα τα τείχη πέρασαν στο παρελθόν και ορθώνονται νέα, εκείνα της δυτικής υπερκατανάλωσης, της αποξένωσης, της μελαγχολίας και της δυστυχίας της καλοπέρασης.
Έκανε ένα μποέμικο πέρασμα από το Παρίσι, έπλυνε πιάτα στο Μπρούκλιν, δούλεψε παράνομα ως σερβιτόρα στο Μανχάταν, δίδαξε Αγγλικά στην Πράγα και πούλησε κρασιά στην Αυστραλία. Όλα αυτά πρόλαβε να τα χωρέσει μόλις στα 31 χρόνια της ζωής της η Dominika Dery. Πολυσχιδής προσωπικότητα -χορεύτρια, ηθοποιός, δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο SBS στο Σίδνεϊ- αισθάνεται πάντα ποιήτρια, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που ακολουθεί, κι ας μην έχει βγάλει δεκάρα από τα ποιήματά της, διαθέτει όλα εκείνα τα εχέγγυα εμπειριών που μπορούν να τροφοδοτήσουν τη φαντασία ενός συγγραφέα.
Στο πρώτο της βιβλίο, «δώδεκα μικρά κέικ», που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Ηλέκτρα σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου, δίνει μια πλήρη τοιχογραφία, μέσα από τα μάτια ενός τετράχρονου παιδιού, της κατάστασης στην Τσεχία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80. Οι λογοτεχνικές της καταβολές ριζώνουν στα μαγικά τσέχικα παραμύθια -που της πρωτοδιάβασαν οι γονείς της-, στον Ντοστογιέφσκι, τον Γκυ ντε Μωπασάν, τον Γκόγκολ, τον Αλμπέρ Καμύ, το Μαρκ Τουέιν, το Χέρμαν Έσσε, το Φόκνερ, την Τζέιν Όστιν, ακόμη και στο δικό μας Νίκο Καζαντζάκη. Στη σκηνή, ως ηθοποιός είχε τη δυνατότητα να μιλήσει με τις λέξεις του Σαίξπηρ, να γελάσει με τον Τσέχοφ, να κλάψει με τον Ευριπίδη και να αγωνιστεί με τον Γκαίτε. Η ποιητική της φύση την έσπρωξε να αφουγκραστεί τον Όμηρο, το Δάντη και τον αγαπημένο της Ρίλκε, όπως μας είπε η ίδια, και τόσες άλλες υπέροχες ψυχές που άφησαν τους στίχους τους να ξεπηδήσουν από μέσα τους με πάθος.
Είναι μια πολίτης του κόσμου που αν και ταξίδεψε στα πέρατα της Γης δεν κατόρθωσε να βρει εκείνη την ευτυχία που επεφύλασσε για κείνη η παιδική της ηλικία. Έτσι, στράφηκε και πάλι στο «χαμένο παράδεισο» των μικρών της χρόνων και με απόλυτα αυτοβιογραφική διάθεση, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της, με στόχο να κερδίσει το χαμόγελο των αναγνωστών της και να τους γυρίσει πίσω στη δική τους παιδική μακαριότητα. «...Ήταν η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου. Η εποχή που δεν είχαμε λεφτά, δυνατότητες επιλογής, ευκαιρίες. Θα περνούσαν άλλα δεκαοχτώ χρόνια μέχρι να καταλάβω πως αυτά που είχαμε τότε ήταν ό,τι χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στη Γη. Ο ένας τον άλλον και καρδιές που ξεχείλιζαν από αγάπη.»
Συνεχίζει να αναζητά τον εαυτό της, επιχειρεί να τον επαναπροσδιορίσει μέσα στο νέο σκηνικό, στις τρέχουσες παγκόσμιες συνθήκες, κάνοντας μια βουτιά στο παρελθόν με τυχοδιωκτική τόλμη. Είναι αυτή η ευχέρεια που της δίνει η παιδική αφέλεια, η ματιά της τετράχρονης μυθιστορηματικής της ηρωίδας να αντικρίσει τον κόσμο στις διαστάσεις που επιβάλλει η καθαρή ψυχή ενός μικρού κοριτσιού. Διυλίζει τα πάντα μέσα από ένα πολύ ισχυρό φίλτρο, αυτό της αγάπης και φτιάχνει η Dominika Dery μια γλυκιά ιστορία για να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας της περίπου 25 χρόνια πίσω, με μια εξαγνιστική ελαφράδα και καθόλου ελαφρότητα. «...Το μαιευτήριο ήταν υπερπλήρες, γιατί η Πράγα έβριθε από γυναίκες σαν τη μητέρα μου που είχαν αποφασίσει ότι ο μοναδικός δρόμος για την ευτυχία στο σταλινικό καθεστώς περνούσε μέσα από τις οικογένειές τους. Ήταν η διαμαρτυρία τους και συνάμα μια αποδοχή...»
Διαβάζοντας το βιβλίο, σε κάποια σημεία, κατόρθωσε η μικρή ηρωίδα της να με απορροφήσει και να με κάνει ζωντανό μάρτυρα του δικού της τσέχικου παραμυθιού. Αν βλέπεις ένα τετράχρονο κοριτσάκι να συμμετέχει ενεργά στο χτίσιμο του σπιτιού του, σίγουρα συγκινείσαι. Αν βλέπεις τη μικρούλα αυτή -κοντούλα και παχουλή- πρωταγωνίστρια στο δικό της σύμπαν να αγωνίζεται να γίνει μπαλαρίνα, σκας ένα χαμόγελο που σε γυρνά σε δικές σου παιδικές μνήμες. Αν βλέπεις αυτή την αγνή ψυχούλα να έρχεται αντιμέτωπη με το θάνατο, αποχαιρετώντας μία μία τις γηραιές γειτόνισσές της που φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή, δεν έχεις παρά να νιώσεις συμπάθεια και τρυφερότητα γι’ αυτό το πλάσμα. Ωστόσο, νομίζω ότι η δημιουργός αυτής της ιστορίας, μπορούσε να δώσει την ουσία των πραγμάτων μέσα από μια πιο πυκνή σε νοήματα γραφή και φυσικά μέσα από μια ιστορία με λιγότερη έκταση. Υπάρχει, βέβαια, και το ελαφρυντικό για κείνη ότι τόλμησε το εγχείρημα να γράψει όχι στη μητρική της γλώσσα, αλλά στα Αγγλικά, προκειμένου να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό.
Η εμπειρία της συνέντευξης μαζί της -διαδικτυακά μεν, πολύ ζωντανά δε- έμοιαζε με εκείνη του βιβλίου της, ήταν γλυκιά και τρυφερή, ανθρώπινη και άκρως επικοινωνιακή. Με εξέπληξε ευχάριστα όταν μου είπε ότι έχει δει την «Πολίτικη Κουζίνα» και ότι έχει διαβάσει Καζαντζάκη, αλλά πιο πολύ με ευχαρίστησε το γεγονός ότι αποδείχθηκε άνθρωπος- ανοιχτό βιβλίο. Κάτι που με έφερε στη θέση της αναπόφευκτης σύγκρισης με δικούς μας «βραβευμένους» και «υπερπουλημένους» (με την έννοια του best seller» συγγραφείς που θαυμάζεις μεν τα βιβλία τους, αλλά δεν σ’ αφήνουν να πεις το ίδιο και γι’ αυτούς. «Κλειστά βιβλία» που σε αντιμετωπίζουν με μια επαρχιώτικη καχυποψία, στερώντας από τους ίδιους την ευχαρίστηση μιας αμφίδρομης επικοινωνίας.
(Θα ακολουθήσει η συνέντευξη)