Η ανατομία του ερωτισμού

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 9/9/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)

Η καθημερινότητα ενός ζευγαριού που περνάει τη γραμμή της μεσήλικης ζωής του, οδηγούμενο προς τον ορίζοντα της δύσης της. Ιδωμένη μέσα από τα μάτια του ανδρός που αναπολεί όλη την παρελθούσα ερωτική του δραστηριότητα, κάνοντας στάσεις στα «χωριά» της ύπαρξής του, τις γυναίκες που αγάπησε ή όχι, αλλά στα σίγουρα κοιμήθηκε μαζί τους.
Απολαυστικά και με την ευφυή αποστασιοποίηση που επιβάλλει το ταλέντο ενός τόσο πετυχημένου μυθιστοριογράφου, ο Τζον Απντάικ δίνει τις πτυχές του ερωτισμού μέσα από την προσωπική διαδρομή του ήρωά του στην αμερικανική πραγματικότητα ξεκινώντας από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και φτάνοντας στο σήμερα, επιτυγχάνοντας για άλλη μια φορά την εκτόξευση στην άχρονη σφαίρα του κλασικού. Το βιβλίο του «Χωριά» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ -την ελληνική εκδοχή του Μαρκήσιου ντε Σαντ, όπως είχαν υποσχεθεί τα πρώτα έργα του νεαρού λογοτέχνη- αφηγείται την ιστορία ενός αμερικανού επαρχιώτη από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το «θαύμα» των νέων τεχνολογιών στα προ-νηπιακά τους βήματα και έφτασε ο ίδιος μέχρι τις παρυφές του Μανχάταν. «...Ο Όουεν, μεγαλωμένος σ’ ένα χωριό ειδυλλιακό γαληνεμένο από τις κακουχίες, σε ένα έθνος που αποκήρυσσε απτόητο τους τεχνητούς παράδεισους του φασισμού και του κομμουνισμού, έχει μια ανάμεικτη γκαρνταρόμπα κοινωνικο-οικονομικών συμπεριφορών: ψηφίζει Δημοκρατικούς, επειδή οι γονείς κι οι παππούδες του ψήφιζαν τον Ρούζβελτ, αλλά συγχρόνως έχει τόσο χαμηλές προσδοκίες από την κυβέρνηση, ώστε κάθε υπηρεσία, κάθε σημάδι κρατικής ευνομίας αποτελεί γι’ αυτόν μια ευχάριστη έκπληξη...»
Ο ήρωας ακολουθεί την πορεία υλοποίησης του Αμερικανικού Ονείρου, αλλά με μια ιδιαιτερότητα που του προσδίδει ο δημιουργός του: οι σταθμοί του είναι οι γυναίκες της ζωής του, αν και μπορεί να πρόκειται για τόσο σύντομους σταθμούς όσο κάνει μόνο να ανοίξει η πόρτα του μετρό μπροστά σου ή πολύχρονοι, όσο διαρκεί η αιωνιότητα δύο γάμων και η απόκτηση παιδιών. Οι δομές της αμερικανικής κοινωνίας ανατέμνονται εναργώς από το συγγραφέα, μέσα από την εξιστόρηση των ερωτικών περιπετειών του Όουεν, με όσες γαργαλιστικές ή απλώς ρεαλιστικές λεπτομέρειες μπορεί να τους αποδώσει. «...’’Ο δείκτης ανοικοδόμησης’’, λέει τελικά, μετά από κάποιο δισταγμό, ’’είναι από τους βασικούς δείκτες οικονομικής ευρωστίας, κι επιπλέον δεν είναι λίγο αντιδημοκρατικό, μη σου πω αντιπατριωτικό -σύμφωνα με τον Μπους Νο 2- να φωνάζεις το γιο του γείτονα;’’
’’Το γιο του γείτονα;’’
’’Μη με γαμείς, καλύτερα γάμα το γιο του γείτονα’’...»
Κάποιοι βρίσκουν τον Απντάικ φλύαρο, εγώ νομίζω ότι πλέκει γύρω από τον αναγνώστη του ένα δίχτυ γοητευτικό για να αιχμαλωτίσει την προσοχή του, αργά, ελκυστικά, διεισδυτικά και βέβαια αποτελεσματικά. Διαβάζοντας τα βιβλία του, αισθάνεται κανείς ότι είναι βραδύκαυστα. Έρχεται μια στιγμή που ζεις και λες «αυτό θα μπορούσε να το είχε γράψει ο Απντάικ» ή «αυτή είναι σκηνή που θα περιέγραφε κάλλιστα ο Απντάικ». Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των ζευγαριών είναι απαράμιλλη η πρωτοτυπία των περιγραφών του, χωρίς να αποποιείται ή να ξεχνά ούτε στιγμή της εσωτερικότητα των ηρώων του ή την υποδόρια μεταφυσική χροιά που δίνει στα κείμενά του και την υπόγεια ειρωνεία φυσικά. «...Οι ανθρώπινοι συνδυασμοί και τα στοργικά βλέμματα οφείλουν την ύπαρξή τους σε τέτοιες τακτικές επιφάνειες. Είναι τρέλα το να ζεις. Και τα χωριά υπάρχουν για να καταπραϋνουν αυτή ακριβώς την τρέλα -να την κρύβουν από τα παιδιά, να την εμφιαλώνουν για κατ’ ιδίαν χρήση, να γαληνεύουν τις προσταγές της σε συνήθειες, να μας προστατεύουν από το γύρω σκοτάδι κι από το μέσα σκοτάδι.»
Ο εμβριθής και πολυδιάστατος τρόπος που βλέπει τη γυναίκα και τη γυναικεία ψυχή, σχεδόν τον καθιστά κάθε φορά σύμμαχό της, αν και στην επιφάνεια υιοθετεί ακριβώς το αντίθετο. Αυτή η ανικανότητα που ακολουθεί τους ήρωές του, να κατανοήσουν βαθιά το γυναικείο φύλο, γίνεται το μεγαλύτερο όπλο και πιο σίγουρο όπλο του για να φτάσει ο ίδιος στην ουσία των πραγμάτων και των ανθρώπων. «...Ο Όουεν ένιωθε σαν μεταφραστής που έπρεπε να είναι παρών ώστε η Αλίσα να επικοινωνεί με τον εαυτό της...»
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι ένας macho Αμερικανός, αλλά ένας άνδρας που θα θύμιζε περισσότερο δυτικο-ευρωπαίο που αναρωτιέται για τη ζωή του, θαυμάζει τις γυναίκες, αλλά και τις φοβάται μαζί, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά τους και μαζί το ίδιο το μυστήριο της ζωής. Δεν είναι σε θέση ποτέ να προβλέψει τις αντιδράσεις τους ούτε και να σταθεί απέναντί τους χωρίς την απαιτούμενη αμηχανία. Δειλά στην αρχή και μετά με ζήλο αρχίζει να ανακαλύπτει τον κόσμο των γυναικών, αρχής γενομένης από τη μητρική φιγούρα που τον ακολουθεί μέχρι τέλους. Οι αισθήσεις του μαθαίνουν να εξασκούνται στην εξερεύνηση του γυναικείου κορμιού, ενώ ταυτόχρονα διερευνούν και τις πλευρές του γυναικείου μυαλού και ψυχισμού. Αλλά δεν τις προσβάλει ολοφάνερα, όπως ο Φίλιπ Ροθ, για να φανεί νικητής μπροστά τους στη μάχη με το άλλο φύλο. Αλλά τις παρατηρεί μέχρι τελικής πτώσεως, ιδίως όταν εκείνες δεν το ξέρουν. Είναι η ματιά του λογοτέχνη που σε κάνει να κοιτάξεις και τον εαυτό σου από άλλη οπτική γωνία. Κι αυτό είναι το κέρδος διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Απντάικ. «...Οι άντρες χάνουν το χρώμα του προσώπου τους, γίνονται γκρι, σαν πέτρα, καθώς τα μάτια βυθίζονται στις κόγχες* οι γυναίκες, που ακόμα και στα τελευταία στάδια της ζωής μπορούν να επαφίενται στις σαρκώδεις αποχρώσεις του μακιγιάζ, επιδεικνύουν ένα απαστράπτον βλέμμα πάνω από μαραμένα αλλά ροδοκόκκινα μάγουλα. Κάποιες τις κολακεύει ο θάνατος, τονίζοντας το ανέκαθεν βλοσυρό και γενναίο ύφος τους...»
Αν και το βιβλίο υποτίθεται ότι είναι «ένα χρονικό προσωπικής πορνογραφίας», όπως αναφέρει και το οπισθόφυλλό του, δεν σοκάρει, δεν ενοχλεί, χάρη στην απαλότητα της γραφής του Απντάικ, στη σύνθετη σκέψη του, στη λογοτεχνική δομή που επιλέγει να διαρθρώσει τη ροή του λόγου του. «Το σεξ είναι ένα προγραμματισμένο ντελίριο που νικάει το θάνατο με την ίδια τη θανατερή του φύση* είναι το μαύρο διάστημα ανάμεσα στα αστέρια που γλυκαίνουν την ύπαρξή μας, φωλιασμένα σε φλέβες και σχισμές. Τα μέλη μας που η παραδοσιακή κοσμιότητα αποκαλεί επαίσχυντα, δοξάζονται.»