Το κόκκινο χρώμα της Ελπίδας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...η καθυστέρηση δημιουργεί συναισθήματα, αλλάζει την ψυχολογία. Τα συναισθήματα και η ψυχολογία, αν είναι αρνητικά, καθώς καταλαβαίνετε, μπορεί να φέρουνε αναστολές, ακόμα και ματαιώσεις. Κι εγώ που είμαι περίεργος για την πορεία, για τη συνέχεια της Ιστορίας, πρέπει να τη διευκολύνω να ξετυλιχτεί!...»
Τη μεγάλη κόκκινη Ιστορία που σημάδεψε την ανθρωπότητα, ανοίγει στις σελίδες του βιβλίου του «Η ακτή του Ραζλίφ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, ο Νίκος Αντωνάκος, ξεδιπλώνοντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη του πολλές μικρές κόκκινες ιστορίες. Κόκκινες, γιατί διακρίνονται από το πάθος που εκλύουν οι ίδιες, που ανασύρουν από την ψυχή του αναγνώστη. Κόκκινες, γιατί χύνεται αίμα. Κόκκινες, γιατί ο συγγραφέας κατορθώνει να εξασφαλίσει το ζητούμενο στην Τέχνη, που σύμφωνα με τον ίδιο «το ζητούμενο στην τέχνη είναι οι εκρήξεις. Οι εσωτερικές εκρήξεις των ηρώων. Αυτά τα σφιξίματα του στομαχιού. Οι εκκρίσεις του σάλιου. Το ανέβασμα του ζάχαρου. Η θερμοκρασία του αίματος».
Με τη ζεστασιά της ψυχής του προσεγγίζει ο Νίκος Αντωνάκος όχι μόνο τους ήρωές του αλλά και το ίδιο το ζήτημα του κομμουνισμού και της κατάρρευσής του. Πέρα από την προσωπική του οπτική και ερμηνεία για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις του προηγούμενου αιώνα, που είναι εξαρχής ξεκάθαρη και δεν επιχειρεί να προσεταιριστεί υπογείως τον αναγνώστη, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ένταση των συναισθημάτων που εναλλάσσεται με την αιχμηρή, χειρουργική παρέμβαση της λογικής κάθε φορά, με τέτοιον τρόπο, όμως, που δεν μπορείς να διακρίνεις αν η σκέψη κινεί το αίσθημα ή το αντίστροφο. Όπως λέει και ο ίδιος «Άλλο πράγμα να διαβάζεις Ντοστογιέφσκι στην Αθήνα και άλλο στη Μόσχα. Εκεί στα πλακόστρωτα στενάκια της παλιάς πόλης και χωρίς να το θέλεις ζωντανεύει ο Ρασκόλνικοφ και σε παίρνει μαζί του στα βαθιά ταξίδια του συγγραφέα στις ανθρώπινες ψυχές...»
Αυτή η ντοστογιεφσκική διάθεση για βουτιές στα τρίσβαθα της ύπαρξης εξυπηρετεί ακριβώς το τελικό αποτέλεσμα του βιβλίου να ανάβει τη μεγάλη και τόσο βασανιστική Ελπίδα ότι σίγουρα ο κόσμος εντός μας -αν όχι γύρω μας- μπορεί ν’ αλλάξει, αν συνεπαρθεί ο νους κι η ψυχή μας από μια ιδέα, ακόμη κι αν αυτό είναι, απλώς, η αγάπη προς το διπλανό Άνθρωπο ή ο έρωτας για κάτι. Η Τέχνη εμφανίζεται ως μια καίρια έκφραση μεν του ατόμου, αλλά και κινητήριος δύναμη της κοινωνίας, των διεργασιών της. «...Οι καλλιτέχνες με τους ψιθύρους δημιουργούνε. Και πρέπει να αντιλαμβάνονται -και αντιλαμβάνονται- κάθε μικρό ρήγμα που δημιουργείται στις σκούρες πλευρές του μυαλού μας...»
Η μορφή του Μαγιακόφσκι με το «αναστατωμένο χαμόγελο», οι υπόλοιποι ήρωες-παράλληλα πρόσωπα, εμπλέκονται σ’ έναν μυθιστορηματικό ιστό με τέτοια πειστικότητα από το Νίκο Αντωνάκο που αναρωτιέται κανείς για την πραγματικότητα, για τη μεγάλη αυτή κόκκινη Ιστορία και τους άπειρους κόκκους που την απαρτίζουν. Ανάμεσα στις σελίδες του μυθιστορήματος έρχεται η κόκκινη γραμμή της ερευνητικής θεώρησης του κόσμου για να υπογραμμίσει την τραγικότητα της ίδιας της αυταπόδεικτης αλήθειας που δεν βρίσκει όμως δικαίωση:«...Γιατί δεν είπε κανένας, γιατί δεν έπεισε κανένας τη δασκάλα απ’ την Πολωνία, που τη βρήκα μέσα στις λάσπες και τα αίματα, ότι ελευθερία είναι να κάνεις έρωτα με όποιον επιλέγεις, όμως χωρίς να πληρώνεσαι. Γιατί δεν είπε κανένας στον αρχιτέκτονα απ’ τη Λιψία, γιατί δεν τον έπεισε ότι η αξιοπρέπεια κοστίζει περισσότερο από τα δέκα δολάρια που μου ζήτησε για αποζημίωση στο τρακάρισμα που έκανα στο αυτοκίνητό του. Γιατί ο σοσιαλισμός δεν ασχολήθηκε με αυτές τις μικρές, τις τεράστιες λεπτομέρειες;...»
Το ψηφιδωτό προσώπων, ιστοριών που αναφέρονται και περιγράφονται από τον κεντρικό αφηγητή έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει και τον ίδιο στους κόλπους του και το υλικό του να γίνεται ρευστό και καυτό σαν τη λάβα της Ιστορίας που κύλησε στη Ρωσία, την Ελλάδα, τη Χιλή, την Ιταλία, την Τουρκία, τον περασμένο αιώνα. Μπορεί σε ορισμένα σημεία ο συγγραφέας να παρασύρεται σε συμπερασματολογίες που δεν βοηθούν ούτε την ιστορία που εκτυλίσσει ούτε τις διαστάσεις της, αλλά η συγκίνηση που αναβλύζει από κεφάλαια του βιβλίου, όπως «Το δεύτερο βιολί» αποζημιώνει τον αναγνώστη. Φαίνεται να συμμερίζεται πλήρως ό,τι ακριβώς αναφέρει για τον πόνο του καλλιτέχνη, «...Όμως, όλοι γνωρίζουμε, και ο ζωγράφος ήξερε, πως για να φτάσεις στην έκσταση, πρέπει να χώνεις βαθιά στην ψυχή σου υλικά πρώτης ποιότητας, να μην έχεις αναστολές στον πόνο και στη χαρά. Να μην τρομοκρατείσαι από το άγνωστο. Αυτό έκανε ο Μπρέγκελ. Τόλμησε το τυχαίο. Υπάκουσε στη λογική που λέει πως όταν δε φοβάσαι τα χρώματα και τις αποχρώσεις, στο τέλος της διαδρομής, πάνω στο καναβάτσο σε περιμένει η ολοκλήρωση. Η έκσταση.»
Ο συγγραφέας
Ο Νίκος Αντωνάκος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1942. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τ’ αστέρια δεν φάνηκαν» και το μυθιστόρημα «Δεξιότερα της δεξιάς», το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία. Έγραψε πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο, για ντοκιμαντέρ και για την τηλεόραση. Συνεργάστηκε ως πολιτικός συντάκτης σε εφημερίδες του Λονδίνου. Υπήρξε ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στη Μ. Βρετανία και συνεχίζει ως αρθρογράφος στην ίδια εφημερίδα. Κείμενά του, κριτικές, διηγήματα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Έγραψε και σκηνοθέτησε την τηλεοπτική εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός», καθώς και τη θεατροποιημένη τριλογία «Η ζωή, ο Έρωτας και ο Θάνατος». Σκηνοθέτησε δύο ταινίες μεγάλου μήκους, «Το Ράλλυ του Θανάτου» και «Δεξιότερα της δεξιάς».
«...η καθυστέρηση δημιουργεί συναισθήματα, αλλάζει την ψυχολογία. Τα συναισθήματα και η ψυχολογία, αν είναι αρνητικά, καθώς καταλαβαίνετε, μπορεί να φέρουνε αναστολές, ακόμα και ματαιώσεις. Κι εγώ που είμαι περίεργος για την πορεία, για τη συνέχεια της Ιστορίας, πρέπει να τη διευκολύνω να ξετυλιχτεί!...»
Τη μεγάλη κόκκινη Ιστορία που σημάδεψε την ανθρωπότητα, ανοίγει στις σελίδες του βιβλίου του «Η ακτή του Ραζλίφ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, ο Νίκος Αντωνάκος, ξεδιπλώνοντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη του πολλές μικρές κόκκινες ιστορίες. Κόκκινες, γιατί διακρίνονται από το πάθος που εκλύουν οι ίδιες, που ανασύρουν από την ψυχή του αναγνώστη. Κόκκινες, γιατί χύνεται αίμα. Κόκκινες, γιατί ο συγγραφέας κατορθώνει να εξασφαλίσει το ζητούμενο στην Τέχνη, που σύμφωνα με τον ίδιο «το ζητούμενο στην τέχνη είναι οι εκρήξεις. Οι εσωτερικές εκρήξεις των ηρώων. Αυτά τα σφιξίματα του στομαχιού. Οι εκκρίσεις του σάλιου. Το ανέβασμα του ζάχαρου. Η θερμοκρασία του αίματος».
Με τη ζεστασιά της ψυχής του προσεγγίζει ο Νίκος Αντωνάκος όχι μόνο τους ήρωές του αλλά και το ίδιο το ζήτημα του κομμουνισμού και της κατάρρευσής του. Πέρα από την προσωπική του οπτική και ερμηνεία για τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις του προηγούμενου αιώνα, που είναι εξαρχής ξεκάθαρη και δεν επιχειρεί να προσεταιριστεί υπογείως τον αναγνώστη, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ένταση των συναισθημάτων που εναλλάσσεται με την αιχμηρή, χειρουργική παρέμβαση της λογικής κάθε φορά, με τέτοιον τρόπο, όμως, που δεν μπορείς να διακρίνεις αν η σκέψη κινεί το αίσθημα ή το αντίστροφο. Όπως λέει και ο ίδιος «Άλλο πράγμα να διαβάζεις Ντοστογιέφσκι στην Αθήνα και άλλο στη Μόσχα. Εκεί στα πλακόστρωτα στενάκια της παλιάς πόλης και χωρίς να το θέλεις ζωντανεύει ο Ρασκόλνικοφ και σε παίρνει μαζί του στα βαθιά ταξίδια του συγγραφέα στις ανθρώπινες ψυχές...»
Αυτή η ντοστογιεφσκική διάθεση για βουτιές στα τρίσβαθα της ύπαρξης εξυπηρετεί ακριβώς το τελικό αποτέλεσμα του βιβλίου να ανάβει τη μεγάλη και τόσο βασανιστική Ελπίδα ότι σίγουρα ο κόσμος εντός μας -αν όχι γύρω μας- μπορεί ν’ αλλάξει, αν συνεπαρθεί ο νους κι η ψυχή μας από μια ιδέα, ακόμη κι αν αυτό είναι, απλώς, η αγάπη προς το διπλανό Άνθρωπο ή ο έρωτας για κάτι. Η Τέχνη εμφανίζεται ως μια καίρια έκφραση μεν του ατόμου, αλλά και κινητήριος δύναμη της κοινωνίας, των διεργασιών της. «...Οι καλλιτέχνες με τους ψιθύρους δημιουργούνε. Και πρέπει να αντιλαμβάνονται -και αντιλαμβάνονται- κάθε μικρό ρήγμα που δημιουργείται στις σκούρες πλευρές του μυαλού μας...»
Η μορφή του Μαγιακόφσκι με το «αναστατωμένο χαμόγελο», οι υπόλοιποι ήρωες-παράλληλα πρόσωπα, εμπλέκονται σ’ έναν μυθιστορηματικό ιστό με τέτοια πειστικότητα από το Νίκο Αντωνάκο που αναρωτιέται κανείς για την πραγματικότητα, για τη μεγάλη αυτή κόκκινη Ιστορία και τους άπειρους κόκκους που την απαρτίζουν. Ανάμεσα στις σελίδες του μυθιστορήματος έρχεται η κόκκινη γραμμή της ερευνητικής θεώρησης του κόσμου για να υπογραμμίσει την τραγικότητα της ίδιας της αυταπόδεικτης αλήθειας που δεν βρίσκει όμως δικαίωση:«...Γιατί δεν είπε κανένας, γιατί δεν έπεισε κανένας τη δασκάλα απ’ την Πολωνία, που τη βρήκα μέσα στις λάσπες και τα αίματα, ότι ελευθερία είναι να κάνεις έρωτα με όποιον επιλέγεις, όμως χωρίς να πληρώνεσαι. Γιατί δεν είπε κανένας στον αρχιτέκτονα απ’ τη Λιψία, γιατί δεν τον έπεισε ότι η αξιοπρέπεια κοστίζει περισσότερο από τα δέκα δολάρια που μου ζήτησε για αποζημίωση στο τρακάρισμα που έκανα στο αυτοκίνητό του. Γιατί ο σοσιαλισμός δεν ασχολήθηκε με αυτές τις μικρές, τις τεράστιες λεπτομέρειες;...»
Το ψηφιδωτό προσώπων, ιστοριών που αναφέρονται και περιγράφονται από τον κεντρικό αφηγητή έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει και τον ίδιο στους κόλπους του και το υλικό του να γίνεται ρευστό και καυτό σαν τη λάβα της Ιστορίας που κύλησε στη Ρωσία, την Ελλάδα, τη Χιλή, την Ιταλία, την Τουρκία, τον περασμένο αιώνα. Μπορεί σε ορισμένα σημεία ο συγγραφέας να παρασύρεται σε συμπερασματολογίες που δεν βοηθούν ούτε την ιστορία που εκτυλίσσει ούτε τις διαστάσεις της, αλλά η συγκίνηση που αναβλύζει από κεφάλαια του βιβλίου, όπως «Το δεύτερο βιολί» αποζημιώνει τον αναγνώστη. Φαίνεται να συμμερίζεται πλήρως ό,τι ακριβώς αναφέρει για τον πόνο του καλλιτέχνη, «...Όμως, όλοι γνωρίζουμε, και ο ζωγράφος ήξερε, πως για να φτάσεις στην έκσταση, πρέπει να χώνεις βαθιά στην ψυχή σου υλικά πρώτης ποιότητας, να μην έχεις αναστολές στον πόνο και στη χαρά. Να μην τρομοκρατείσαι από το άγνωστο. Αυτό έκανε ο Μπρέγκελ. Τόλμησε το τυχαίο. Υπάκουσε στη λογική που λέει πως όταν δε φοβάσαι τα χρώματα και τις αποχρώσεις, στο τέλος της διαδρομής, πάνω στο καναβάτσο σε περιμένει η ολοκλήρωση. Η έκσταση.»
Ο συγγραφέας
Ο Νίκος Αντωνάκος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1942. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τ’ αστέρια δεν φάνηκαν» και το μυθιστόρημα «Δεξιότερα της δεξιάς», το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία. Έγραψε πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο, για ντοκιμαντέρ και για την τηλεόραση. Συνεργάστηκε ως πολιτικός συντάκτης σε εφημερίδες του Λονδίνου. Υπήρξε ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στη Μ. Βρετανία και συνεχίζει ως αρθρογράφος στην ίδια εφημερίδα. Κείμενά του, κριτικές, διηγήματα δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Έγραψε και σκηνοθέτησε την τηλεοπτική εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός», καθώς και τη θεατροποιημένη τριλογία «Η ζωή, ο Έρωτας και ο Θάνατος». Σκηνοθέτησε δύο ταινίες μεγάλου μήκους, «Το Ράλλυ του Θανάτου» και «Δεξιότερα της δεξιάς».