Η παιδική ματιά που αντικρούει τα πολιτικά ψεύδη
(Η συνέντευξη με την Dominika Dery δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 8/4/2006)
Γιατί ένας τόσο νέος άνθρωπος, όπως εσείς, αποφασίζει να γράψει για την παιδική του ηλικία; Ποιο ήταν το κίνητρό σας;
Το κίνητρό μου να γράψω το «δώδεκα μικρά κέικ» πηγάζει από έναν αριθμό από λόγους. Πρώτον, ήλπιζα να αναβιώσω τις ευτυχισμένες παιδικές μου αναμνήσεις. Ήθελα να καταλάβω από πού προέρχονταν αυτή η ευτυχία και γιατί δεν μπορώ να τη βρω στο σύγχρονο κόσμο, που υποτίθεται ότι είναι ελεύθερος και (σύμφωνα με τη μαζική διαφήμιση) μακαρίως κεφάτος. Μέχρι τα είκοσί μου, πήγα παντού, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, αυτή την οποία έβλεπα στην τηλεόραση μετά τη Βελούδινη Επανάσταση. Οπουδήποτε κι αν πήγα, βρήκα μαγαζιά γεμάτα από απίστευτα προϊόντα πακεταρισμένα σε πολύχρωμες συσκευασίες, είδα μερικά πανέμορφα σπίτια χτισμένα σε υπέροχες τοποθεσίες, είδα απαστράπτοντα αυτοκίνητα και σικ εστιατόρια. Επανειλημμένως βεβαιωνόμουν ότι υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για κάποια σαν εμένα να κατακτήσει αυτόν τον τρόπο ζωής. Ωστόσο, ακόμη δεν έχω βρει πουθενά καμιά ευτυχία σε όλα αυτά. Έχω συναντήσει χαμογελαστούς ευγενείς ανθρώπους που υποκρίνονται ότι είναι ευτυχείς και αριστερούς διανοούμενους που επικρίνουν τη Δυτική κοινωνία χωρίς να φοβούνται αν θα διωχθούν από τη CIA. Έζησα τον ενθουσιασμό και την έκσταση και ικανοποίησα την περιέργειά μου, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, αλλά δεν έχω υπάρξει πραγματικά ευτυχισμένη πάλι.
Τελικά, αποφάσισα να ερευνήσω τι ήταν αυτό που έκανε τη ζωή μου τόσο καλή, όταν ήμουν μικρή. Ξεκίνησα να γράφω το «δώδεκα μικρά κέικ», εμπνεόμενη από τα απομνημονεύματα μιας άλλης ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας του Marcel Pagnol που τιτλοφορούνται «The Glory of My Father and My Mother’s Castle». Και η σοφία που κέρδισα από τη συγγραφή του βιβλίου μου ήταν εντυπωσιακά απλή. Ανακάλυψα ότι απλώς με το να έχω εμπιστοσύνη σε μένα (και το μικρό μου θεό) και λατρεμένους γονείς, υπήρξα προστατευμένη από τη θλίψη και την απογοήτευση που ήρθε αργότερα, όταν είχα χάσει πια την πίστη μου στην καλοσύνη και στον εαυτό μου.
Αυτό είναι το μήνυμα που ήλπιζα να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου. Μετά από δώδεκα χρόνια ζωής στη Δύση, έφτασα να κατανοήσω ότι η αντίληψη των Δυτικών για τη ζωή στον Κομμουνισμό είναι τόσο στρεβλή όσο αυτή η αντίληψη που έχουν οι Ανατολικοί για τη ζωή στη Δύση. Χρησιμοποιώντας την προσωπική μου ιστορία, προσπάθησα να καταδείξω ότι τα πράγματα ποτέ δεν είναι όπως λέγονται και ότι η πολιτική μοιάζει με τη μαγεία, καθώς χρησιμοποιεί μαγικές λέξεις για να μεταμορφώσει ένα πράγμα σε κάτι άλλο. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένα παράδειγμα της καλής χρήσης αυτής της μαγικής προπαγάνδας τόσο από τους Ρώσους όσο και από τους Αμερικανούς. Η Βελούδινη Επανάσταση δεν άνοιξε τις πύλες της κολάσεως στον παράδεισο. Μόνο οι διαφημίσεις των Μάλμπορο αντικατέστησαν τις κομμουνιστικές αφίσες και οι νέοι πολιτικοί με κοστούμια Hugo Boss άρχισαν να κερδίζουν τη ζωή τους χρησιμοποιώντας ένα trendy λεξιλόγιο. Το Κόμμα (Party) είχε πεθάνει, ωστόσο ο καθένας συνέχισε να κάνει πάρτι (party), ακούγοντας δυνατή μουσική, χρησιμοποιώντας σλόγκαν και φορώντας στολές όπως πριν. Μας δόθηκε ελευθερία, αλλά είναι πραγματική ελευθερία; Ή είναι το ίδιο απαραίτητο να ελέγχεις τους ανθρώπους με το να τους κρατάς πίσω από το φράχτη; Εντέλει, αυτή την εποχή, δεν υπάρχει πουθενά μέρος σε αυτόν τον πλανήτη να ξεφύγεις.
Η αρχική ιδέα και οι προθέσεις σας για το βιβλίο, θεωρείτε ότι επιτεύχθηκαν;
Το ελπίζω, παρόλο που ακόμη έχω να συμπληρώσω τη συνέχεια από το «δώδεκα μικρά κέικ», το οποίο μας πηγαίνει στη Βελούδινη Επανάσταση και στα χρόνια που ακολούθησαν μετά απ’ αυτή. Γράφοντάς το, ήθελα να μεταφέρω την εμπειρία στους αναγνώστες μου της πτώσης του Σιδηρούν Παραπετάσματος μέσα από τα μάτια κάποιου που τα έζησε από την «άλλη» πλευρά. Ελπίζω να σκιαγραφώ μια έντιμη και συναισθηματική εικόνα των αναμνήσεών μου, καθώς πιστεύω ότι μέσα από τα αισθήματά τους είναι που μπορούν οι άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτισμούς να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Είναι σχεδόν αδύνατο να συλλογιστείς την αλήθεια, αλλά είναι εύκολο να τη νιώσεις. Όπως βλέπω από τις αντιδράσεις των αναγνωστών μου μέχρι τώρα, είναι σαν, με τη συγγραφή του «δώδεκα μικρά κέικ», να έχω αντικρούσει έναν αριθμό από θεμελιώδη ψεύδη, χρησιμοποιώντας τα μάτια και τη φωνή ενός αθώου παιδιού (μοιάζει με εκείνο από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) που βλέπει το «βασιλιά γυμνό» και δεν φοβάται να το πει.
Υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτό το βιβλίο. Ποιος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε η φαντασία σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Αισθάνεστε ότι ήταν ένα «rewriting» του παρελθόντος;
Το «δώδεκα μικρά κέικ» είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο με τη μορφή ενός μυθιστορήματος. Η κάθε ιστορία στο βιβλίο έχει συμβεί. Είναι μόνο η αφήγησή τους από μένα που τις κάνει να μοιάζουν σουρεάλ. Ωστόσο, υπάρχουν πολλού τρόποι να πεις μια ιστορία και κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί ποτέ να είναι αντικειμενικά πραγματικός. Ακόμη και η πιο ρεαλιστική φωτογραφία είναι μια απλή ψευδαίσθηση, ένα κομμάτι χαρτί καλυμμένο από κουκίδες. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, ήταν να μοιραστώ τις συναισθηματικές μου αναμνήσεις, περνώντας τις προσωπικές μου εμπειρίες μέσα από μεταφορές σχετικές με την κοινή εμπειρία. Ιχνογραφώντας το μεμονωμένο σχέδιο της ζωής μου, βρήκα την κοινή σοφία, γιατί τα σχήματα της ζωής του καθενός είναι τα ίδια στη βασική τους φόρμα. Όλοι κάποτε είμαστε παιδιά και όλοι συνειδητοποιούμε κάποτε ότι θα πεθάνουμε. Όλοι ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά, είμαστε μπερδεμένοι με τη σεξουαλικότητά μας και είχαμε όνειρα τα οποία ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα, ασχέτως σε ποια πλευρά του πολιτικού ή θρησκευτικού φράκτη βρισκόμαστε. Τα υλικά μιας καλής ιστορίας είναι πάντα τα ίδια, μόνο οι τρόποι που αυτά αναμειγνύονται αλλάζουν. Αυτό μου θυμίζει την ελληνική ταινία που πραγματικά αγαπώ, «Πολίτικη κουζίνα» («The Touch of Spice», όπως μου την ανέφερε με το διεθνή της τίτλο, στη συνέντευξη η συγγραφέας). Το να λες ιστορίες μοιάζει πραγματικά με τη μαγειρική. Ποιος ήταν ο ρόλος, λοιπόν, της φαντασίας στο βιβλίο; Μάλλον, προσθέτοντας τα μπαχαρικά στο μίγμα, αναδεύοντάς το με αγάπη και χρησιμοποιώντας το σωστό χρόνο και θερμοκρασία για να το ψήσω στο φούρνο.
Πώς είναι η εμπειρία για ένα συγγραφέα να βλέπει τον κόσμο γύρω του με τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού;
Μεγαλώνοντας, σταδιακά έβρισκα τον κόσμο ένα χωρίς νόημα μέρος να ζει κανείς. Ανοίγοντας την τηλεόραση, παρά την τεχνητή ευτυχία που επεδείκνυε, εγώ παρακολουθούσα τη Φύση και τη Ζωή να εξοστρακίζονται από τις ζωές μας. Θα έπινα τη φρεσκάδα της άνοιξης ενός βουνού από ένα πλαστικό μπουκάλι, θα μύριζα τον ωκεανό στο αποσμητικό μου και θα σκεφτόμουν για τα γελοία επιστημονικής φαντασίας μυθιστορήματα που έχασα ως έφηβη. Ποτέ δεν πίστεψα ότι το θαύμα της ζωής θα μπορούσε να συμπιεστεί σε κάψουλες και θα πωλούνταν σε ένα εμπορικό κέντρο. Η απογοήτευσή μου ήταν τεράστια. Αλλά μετά ανακάλυψα από την αρχή τη μικρή Dominika και την αγάπη της για τους ανθρώπους και την πίστη της για την καλοσύνη της Φύσης. Βλέποντας μέσα από τα μάτια της, ένιωσα ένα ζεστό αίσθημα μέσα στην καρδιά μου και πάλι, όπως παλιά. Και αυτό έγινε όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχε σημασία το τι βλέπω, αλλά ο τρόπος που επιλέγω να δω κάτι. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το να αντικρίζεις τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι ροζ γυαλιά. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να βλέπεις τα πράγματα γι’ αυτό που είναι, αλλά επίσης ξέρω ότι αυτό είναι αδύνατο, γιατί τα πράγματα αλλά ζουν συνεχώς. Η ζωή είναι μια αλλαγή. Και αυτό είναι που έφτασα να θαυμάσω στη μικρή Dominika: ήταν η προθυμία της να το αγκαλιάσει αυτό.
Νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι μέσα από την αφέλεια της ηρωίδας σας, της Dominika, μαθαίνουμε πολλά για τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Τσεχία 25 χρόνια περίπου πριν. Πώς είναι η κατάσταση σήμερα;
Για να συγκρίνω την κατάσταση της χώρας μου τότε και τώρα, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά. Ζώντας στον Κομμουνισμό το ’70 και το ’80 ήταν σαν να είσαι ένα κοτόπουλο μέσα στο κοτέτσι. Περιστοιχιζόμασταν από ένα φράκτη, ελεγχόμασταν και ρυθμιζόμασταν από τους κτηματίες μας. Τα φτερά μας ήταν πιασμένα και οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζαμε τη ζωή έξω, αλλά ονειρευόμασταν έναν καλύτερο κόσμο από την άλλη πλευρά του εγκλεισμού μας. Οι κτηματίες έλεγαν ότι μπορούν να μας προστατεύσουν από την αγριότητα, τις νυφίτσες και τις γάτες. Μας έδιναν φαγητό σε αντάλλαγμα με τα αυγά και περιστασιακά έτρωγαν κανέναν από μας για δείπνο. Όσο δεν ήσουν εσύ που έτρωγαν, μπορούσες να ζεις μια σχετικά άνετη βαρετή ζωή γεμάτη ονειροπόληση, ψάχνοντας για σκουλήκια, αλλήθωρα στρέφοντας τα μάτια στον ήλιο και κάνοντας κουβεντούλα τεμπέλικα με τα άλλα κοτόπουλα. Μετά τη Βελούδινη Επανάσταση ο φράκτης έπεσε. Πολλά από τα κοτόπουλα πίστεψαν ότι οι κτηματίες έριξαν κάτω το φράκτη ακριβώς λόγω του θυμωμένου τους κακαρίσματος. Έτρεξαν, λοιπόν, έξω στην άγρια φύση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι υπήρχε κι άλλος φράκτης έξω από το φράκτη μας. Πριν περάσει πολύς καιρός, πολλοί απ’ αυτούς έπαψαν να συλλαμβάνονται και άρχισαν να δουλεύουν για μια γιγαντιαία πτηνοτροφική φάρμα όπου ζουν στο δικό τους ξεχωριστό κλιματιζόμενο κλουβί, γεννούν αυγά και περιμένουν το θάνατό τους, παρακολουθώντας στην τηλεόραση National Geographic.
Πώς θα περιέγραφε η μικρή σας ηρωίδα, η Dominika, το σύγχρονο κόσμο;
Βλέποντας τη μικρή Dominika να μεγαλώνει σε ένα μαγικό κόσμο παραμυθιών, θα απογοητευόταν να διαπιστώνει ότι η μαγεία έχει γίνει πραγματικότητα στο σημερινό κόσμο και δεν είναι πια διασκεδαστικό. Κίνησε ένα remote control και η εικόνα εμφανίζεται στην κρυστάλλινη μπάλα. Πίεσε ένα κουμπί σε ένα μικρό κουτί και μπορείς να μιλήσεις με ένα φίλο που ζει στην άλλη πλευρά του κόσμου. Η μαγεία κανονίζει τις ζωές μας και εμείς έχουμε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους και αντί γι’ αυτό καταναλώνουν παθητικά την εύπεπτη κουλτούρα της διασκέδασης. Τα όνειρα έχουν γίνει ένα προϊόν που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο αξιών. Λέξεις φθείρονται και σύμβολα παραβιάζονται. Όπως στη μαγεία, όλα σήμερα έχουν να κάνουν με την τελειότητα στην επιφάνεια. Η ουσία έχει χάσει την αξία της, γιατί στη μαγεία δεν υπάρχει ουσία. Έχει μείνει μόνο ένα τόσο δα κομματάκι στις ζωές μας που είναι φυσικό και αυθόρμητο. Αμήχανοι, αναζητούμε το σασπένς σε προβολές άλλων. Οι ήρωές μας πληρώνονται για να ζήσουν τις ζωές μας. Δεν έχουμε χρόνο να ζήσουμε. Έτσι όπως βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες, ξοδεύουμε τις μέρες μας διαρκώς επεξεργαζόμενοι άσχετα δεδομένα. Τα παιδιά μας δεν ξέρουν πώς να παίξουν πια. Οι παππούδες μας πεθαίνουν μακριά σε οίκους ευγηρίας όπου κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ακούσει τις ιστορίες τους. Κοιτάμε αλλά δεν βλέπουμε. Ακούμε αλλά δεν αφουγκραζόμαστε. Όλοι λένε αγάπη, αλλά δεν αγαπούν. Αντί για έρωτα, κάνουμε σεξ. Και το ρολόι χτυπά αενάως και εμείς συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ένα καλύτερο μέλλον μέχρι να τελειώσουμε πεθαίνοντας από καρκίνους και καρδιακά επεισόδια. Αλλά βλέποντας αυτό, τι θα έλεγε η μικρή Dominika στη μεγάλη Dominika; «Άνοιξε τα μάτια σου. Ο κόσμος είναι όμορφος και υπάρχουν τόσα πολλά να ζήσεις. Άκουσε τον εαυτό του. Κλάψε αν είσαι θλιμμένη και γέλα αν είσαι χαρούμενη. Η ζωή είναι τόσο απλή. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις ότι πραγματικά σου αρέσει».
Παρουσιάζετε την παιδική σας ηλικία σαν έναν προσωπικό παράδεισο. Είναι ένας χαμένος παράδεισος;
Ο χαμένος παράδεισος της παιδικής μου ηλικίας είναι μια κατάσταση του μυαλού. Γεννήθηκα καλόβολη με τον ήλιο να λάμπει πάνω από τα ύδατα της ψυχής μου. Αυτή η καλότυχη προδιάθεση και το γεγονός ότι είχα λατρεμένους γονείς με έκαναν ικανή να είμαι χαρούμενη, παρά τις δύσκολες συνθήκες που ζούσα. Είναι το λιγότερο παράλογο να ισχυριστώ ότι έχασα την ενδότερη ευτυχία μου μετά την πτώση του Κομμουνισμού. Αλλά έχοντας γράψει το «δώδεκα μικρά κέικ», πιστεύω ότι μπορώ να βρω τον παράδεισό μου ξανά. Τελικά κατάλαβα ότι δεν είναι ο ήλιος που σταμάτησε να λάμπει μέσα μου, αλλά εγώ είμαι που είχα αποστρέψει το πρόσωπό μου απ’ αυτόν.
Με ποιον τρόπο νιώσατε να σας αλλάζει ως άνθρωπο η συγγραφή του «δώδεκα μικρά κέικ»;
Άλλαξα αρκετά στη διάρκεια των χρόνων που μου πήρε να γράψω τα απομνημονεύματά μου. Το βρήκα εξαιρετικά δύσκολο να γράψω στα Αγγλικά και έσφιγγα τα δόντια μου μέχρι το τέλος. Αλλά έχοντας να γράψω σε μια δεύτερη γλώσσα από τη μητρική μου, έπρεπε να κρατώ τη γραφή μου πάρα πολύ απλή και να επικεντρώνω στο σχεδιασμό και το σκιτσάρισμα της ιστορίας μου, αντί να την ζωγραφίζω με χρώματα. Κοιτάζοντας τις γραμμές αντί τις φωτοσκιάσεις, αυτή ήταν μια νέα προσέγγιση στο γράψιμό μου και ήταν επωφελές για τον τρόπο που σκεφτόμουν. Έμαθα να εκφράζω τα συναισθήματά μου μέσα από τις σκέψεις μου αντί να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από τα συναισθήματα. Επίσης, χρησιμοποιώντας τη φωνή της μικρής Dominika, έπρεπε να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια της, κάτι που αποδείχθηκε πολύ ωφέλιμη εμπειρία. Αποφάσισα να υιοθετήσω τη μικρή Dominika στην καρδιά μου και να την αφήσω να με οδηγεί στη ζωή μου από εδώ και στο εξής.
Τι θα θέλατε να αποκομίσουν οι αναγνώστες σας από αυτό το βιβλίο;
Θα ήθελα να φέρω ένα χαμόγελο στα χείλη τους και να τους κάνω να θυμηθούν τον εαυτό τους, όταν ήταν παιδιά.
Η ιστορία που αφηγείστε, είναι μια γλυκιά ιστορία. Δεν φοβηθήκατε ότι ίσως οι κριτικοί θα χαρακτήριζαν (ή και θα κατηγορούσαν) τη γραφή σας απλώς και μόνον ως «γυναικεία λογοτεχνία»;
Όταν γράφω δεν σκέφτομαι καθόλου τους κριτικούς. Σκέφτομαι τους αναγνώστες που είναι πρόθυμοι να διεισδύσουν στις προτάσεις μου κάτω από την επιφάνεια. Δεν φοβάμαι την κριτική. Παλεύω μαζί της σε όλη μου τη ζωή. Είναι εύκολο να κρίνει, αλλά η αληθινή κριτική δεν ριζώνει στην αρνητικότητα. Είναι ένα δώρο και ένα εργαλείο σχεδιασμένο να μας βελτιώνει. Όμως, αν κάποιος αναφέρονταν στο βιβλίο μου μόνο ως «γυναικεία λογοτεχνία», δεν θα έχανα και τον ύπνο μου για την άποψή του. Θα το έκρινα ως ένα αλαζονικό σχόλιο μισογυνισμού. Τι σημαίνει «μόνο γυναικεία λογοτεχνία»; Είμαι γυναίκα και γράφω λογοτεχνία. Γιατί η λογοτεχνία μου θα έπρεπε να μετράει λιγότερο από άλλο λογοτεχνία; Αυτό για το οποίο γράφω είναι καθολικό και αν προσελκύει περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες, συμβαίνει αυτό γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες και σοφές από τους άνδρες. Είναι τρομερή υποκρισία να χρησιμοποιείται η λέξη «γυναικεία» για να υποβιβάσει κάποιον είτε ως καλλιτέχνη είτε ως διανοούμενο. Και στο τέλος τέλος, δεν υποτίθεται ότι ζούμε σε έναν ελεύθερο κόσμο; Αυτό μόνο δείχνει ότι τόσο η «Γυναικεία Χειραφέτηση» όσο και ο «Κομμουνισμός» είναι μια λανθασμένη ιδέα που δεν έχει καμία σχέση με την ισότητα. Οι γυναίκες μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να αναγνωριστούν από την επικρατούσα ανδρική κοινωνία μόνο αν δρουν και σκέφτονται σαν άνδρες. Για μένα αυτό είναι διάκριση. Το να είσαι ίσος σημαίνει ότι τα μέλη και από τα δύο φύλα σέβονται και εκτιμούν ο ένας τον άλλο γι’ αυτό που είναι. Όχι γι’ αυτό που υποκρίνονται ότι είναι. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, αν υπάρχουν κάποιοι που αποκαλούν μια γλυκιά ιστορία «απλώς γυναικεία λογοτεχνία» ακριβώς επειδή είναι γλυκιά, τότε πραγματικά τους λυπάμαι. Πρέπει να είναι αληθινά πικρόχολοι.
Γιατί ένας τόσο νέος άνθρωπος, όπως εσείς, αποφασίζει να γράψει για την παιδική του ηλικία; Ποιο ήταν το κίνητρό σας;
Το κίνητρό μου να γράψω το «δώδεκα μικρά κέικ» πηγάζει από έναν αριθμό από λόγους. Πρώτον, ήλπιζα να αναβιώσω τις ευτυχισμένες παιδικές μου αναμνήσεις. Ήθελα να καταλάβω από πού προέρχονταν αυτή η ευτυχία και γιατί δεν μπορώ να τη βρω στο σύγχρονο κόσμο, που υποτίθεται ότι είναι ελεύθερος και (σύμφωνα με τη μαζική διαφήμιση) μακαρίως κεφάτος. Μέχρι τα είκοσί μου, πήγα παντού, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, αυτή την οποία έβλεπα στην τηλεόραση μετά τη Βελούδινη Επανάσταση. Οπουδήποτε κι αν πήγα, βρήκα μαγαζιά γεμάτα από απίστευτα προϊόντα πακεταρισμένα σε πολύχρωμες συσκευασίες, είδα μερικά πανέμορφα σπίτια χτισμένα σε υπέροχες τοποθεσίες, είδα απαστράπτοντα αυτοκίνητα και σικ εστιατόρια. Επανειλημμένως βεβαιωνόμουν ότι υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για κάποια σαν εμένα να κατακτήσει αυτόν τον τρόπο ζωής. Ωστόσο, ακόμη δεν έχω βρει πουθενά καμιά ευτυχία σε όλα αυτά. Έχω συναντήσει χαμογελαστούς ευγενείς ανθρώπους που υποκρίνονται ότι είναι ευτυχείς και αριστερούς διανοούμενους που επικρίνουν τη Δυτική κοινωνία χωρίς να φοβούνται αν θα διωχθούν από τη CIA. Έζησα τον ενθουσιασμό και την έκσταση και ικανοποίησα την περιέργειά μου, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο, αλλά δεν έχω υπάρξει πραγματικά ευτυχισμένη πάλι.
Τελικά, αποφάσισα να ερευνήσω τι ήταν αυτό που έκανε τη ζωή μου τόσο καλή, όταν ήμουν μικρή. Ξεκίνησα να γράφω το «δώδεκα μικρά κέικ», εμπνεόμενη από τα απομνημονεύματα μιας άλλης ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας του Marcel Pagnol που τιτλοφορούνται «The Glory of My Father and My Mother’s Castle». Και η σοφία που κέρδισα από τη συγγραφή του βιβλίου μου ήταν εντυπωσιακά απλή. Ανακάλυψα ότι απλώς με το να έχω εμπιστοσύνη σε μένα (και το μικρό μου θεό) και λατρεμένους γονείς, υπήρξα προστατευμένη από τη θλίψη και την απογοήτευση που ήρθε αργότερα, όταν είχα χάσει πια την πίστη μου στην καλοσύνη και στον εαυτό μου.
Αυτό είναι το μήνυμα που ήλπιζα να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου. Μετά από δώδεκα χρόνια ζωής στη Δύση, έφτασα να κατανοήσω ότι η αντίληψη των Δυτικών για τη ζωή στον Κομμουνισμό είναι τόσο στρεβλή όσο αυτή η αντίληψη που έχουν οι Ανατολικοί για τη ζωή στη Δύση. Χρησιμοποιώντας την προσωπική μου ιστορία, προσπάθησα να καταδείξω ότι τα πράγματα ποτέ δεν είναι όπως λέγονται και ότι η πολιτική μοιάζει με τη μαγεία, καθώς χρησιμοποιεί μαγικές λέξεις για να μεταμορφώσει ένα πράγμα σε κάτι άλλο. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένα παράδειγμα της καλής χρήσης αυτής της μαγικής προπαγάνδας τόσο από τους Ρώσους όσο και από τους Αμερικανούς. Η Βελούδινη Επανάσταση δεν άνοιξε τις πύλες της κολάσεως στον παράδεισο. Μόνο οι διαφημίσεις των Μάλμπορο αντικατέστησαν τις κομμουνιστικές αφίσες και οι νέοι πολιτικοί με κοστούμια Hugo Boss άρχισαν να κερδίζουν τη ζωή τους χρησιμοποιώντας ένα trendy λεξιλόγιο. Το Κόμμα (Party) είχε πεθάνει, ωστόσο ο καθένας συνέχισε να κάνει πάρτι (party), ακούγοντας δυνατή μουσική, χρησιμοποιώντας σλόγκαν και φορώντας στολές όπως πριν. Μας δόθηκε ελευθερία, αλλά είναι πραγματική ελευθερία; Ή είναι το ίδιο απαραίτητο να ελέγχεις τους ανθρώπους με το να τους κρατάς πίσω από το φράχτη; Εντέλει, αυτή την εποχή, δεν υπάρχει πουθενά μέρος σε αυτόν τον πλανήτη να ξεφύγεις.
Η αρχική ιδέα και οι προθέσεις σας για το βιβλίο, θεωρείτε ότι επιτεύχθηκαν;
Το ελπίζω, παρόλο που ακόμη έχω να συμπληρώσω τη συνέχεια από το «δώδεκα μικρά κέικ», το οποίο μας πηγαίνει στη Βελούδινη Επανάσταση και στα χρόνια που ακολούθησαν μετά απ’ αυτή. Γράφοντάς το, ήθελα να μεταφέρω την εμπειρία στους αναγνώστες μου της πτώσης του Σιδηρούν Παραπετάσματος μέσα από τα μάτια κάποιου που τα έζησε από την «άλλη» πλευρά. Ελπίζω να σκιαγραφώ μια έντιμη και συναισθηματική εικόνα των αναμνήσεών μου, καθώς πιστεύω ότι μέσα από τα αισθήματά τους είναι που μπορούν οι άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτισμούς να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Είναι σχεδόν αδύνατο να συλλογιστείς την αλήθεια, αλλά είναι εύκολο να τη νιώσεις. Όπως βλέπω από τις αντιδράσεις των αναγνωστών μου μέχρι τώρα, είναι σαν, με τη συγγραφή του «δώδεκα μικρά κέικ», να έχω αντικρούσει έναν αριθμό από θεμελιώδη ψεύδη, χρησιμοποιώντας τα μάτια και τη φωνή ενός αθώου παιδιού (μοιάζει με εκείνο από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) που βλέπει το «βασιλιά γυμνό» και δεν φοβάται να το πει.
Υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτό το βιβλίο. Ποιος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε η φαντασία σ’ αυτό το μυθιστόρημα; Αισθάνεστε ότι ήταν ένα «rewriting» του παρελθόντος;
Το «δώδεκα μικρά κέικ» είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο με τη μορφή ενός μυθιστορήματος. Η κάθε ιστορία στο βιβλίο έχει συμβεί. Είναι μόνο η αφήγησή τους από μένα που τις κάνει να μοιάζουν σουρεάλ. Ωστόσο, υπάρχουν πολλού τρόποι να πεις μια ιστορία και κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί ποτέ να είναι αντικειμενικά πραγματικός. Ακόμη και η πιο ρεαλιστική φωτογραφία είναι μια απλή ψευδαίσθηση, ένα κομμάτι χαρτί καλυμμένο από κουκίδες. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, ήταν να μοιραστώ τις συναισθηματικές μου αναμνήσεις, περνώντας τις προσωπικές μου εμπειρίες μέσα από μεταφορές σχετικές με την κοινή εμπειρία. Ιχνογραφώντας το μεμονωμένο σχέδιο της ζωής μου, βρήκα την κοινή σοφία, γιατί τα σχήματα της ζωής του καθενός είναι τα ίδια στη βασική τους φόρμα. Όλοι κάποτε είμαστε παιδιά και όλοι συνειδητοποιούμε κάποτε ότι θα πεθάνουμε. Όλοι ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά, είμαστε μπερδεμένοι με τη σεξουαλικότητά μας και είχαμε όνειρα τα οποία ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα, ασχέτως σε ποια πλευρά του πολιτικού ή θρησκευτικού φράκτη βρισκόμαστε. Τα υλικά μιας καλής ιστορίας είναι πάντα τα ίδια, μόνο οι τρόποι που αυτά αναμειγνύονται αλλάζουν. Αυτό μου θυμίζει την ελληνική ταινία που πραγματικά αγαπώ, «Πολίτικη κουζίνα» («The Touch of Spice», όπως μου την ανέφερε με το διεθνή της τίτλο, στη συνέντευξη η συγγραφέας). Το να λες ιστορίες μοιάζει πραγματικά με τη μαγειρική. Ποιος ήταν ο ρόλος, λοιπόν, της φαντασίας στο βιβλίο; Μάλλον, προσθέτοντας τα μπαχαρικά στο μίγμα, αναδεύοντάς το με αγάπη και χρησιμοποιώντας το σωστό χρόνο και θερμοκρασία για να το ψήσω στο φούρνο.
Πώς είναι η εμπειρία για ένα συγγραφέα να βλέπει τον κόσμο γύρω του με τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού;
Μεγαλώνοντας, σταδιακά έβρισκα τον κόσμο ένα χωρίς νόημα μέρος να ζει κανείς. Ανοίγοντας την τηλεόραση, παρά την τεχνητή ευτυχία που επεδείκνυε, εγώ παρακολουθούσα τη Φύση και τη Ζωή να εξοστρακίζονται από τις ζωές μας. Θα έπινα τη φρεσκάδα της άνοιξης ενός βουνού από ένα πλαστικό μπουκάλι, θα μύριζα τον ωκεανό στο αποσμητικό μου και θα σκεφτόμουν για τα γελοία επιστημονικής φαντασίας μυθιστορήματα που έχασα ως έφηβη. Ποτέ δεν πίστεψα ότι το θαύμα της ζωής θα μπορούσε να συμπιεστεί σε κάψουλες και θα πωλούνταν σε ένα εμπορικό κέντρο. Η απογοήτευσή μου ήταν τεράστια. Αλλά μετά ανακάλυψα από την αρχή τη μικρή Dominika και την αγάπη της για τους ανθρώπους και την πίστη της για την καλοσύνη της Φύσης. Βλέποντας μέσα από τα μάτια της, ένιωσα ένα ζεστό αίσθημα μέσα στην καρδιά μου και πάλι, όπως παλιά. Και αυτό έγινε όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχε σημασία το τι βλέπω, αλλά ο τρόπος που επιλέγω να δω κάτι. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το να αντικρίζεις τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι ροζ γυαλιά. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να βλέπεις τα πράγματα γι’ αυτό που είναι, αλλά επίσης ξέρω ότι αυτό είναι αδύνατο, γιατί τα πράγματα αλλά ζουν συνεχώς. Η ζωή είναι μια αλλαγή. Και αυτό είναι που έφτασα να θαυμάσω στη μικρή Dominika: ήταν η προθυμία της να το αγκαλιάσει αυτό.
Νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι μέσα από την αφέλεια της ηρωίδας σας, της Dominika, μαθαίνουμε πολλά για τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Τσεχία 25 χρόνια περίπου πριν. Πώς είναι η κατάσταση σήμερα;
Για να συγκρίνω την κατάσταση της χώρας μου τότε και τώρα, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά. Ζώντας στον Κομμουνισμό το ’70 και το ’80 ήταν σαν να είσαι ένα κοτόπουλο μέσα στο κοτέτσι. Περιστοιχιζόμασταν από ένα φράκτη, ελεγχόμασταν και ρυθμιζόμασταν από τους κτηματίες μας. Τα φτερά μας ήταν πιασμένα και οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζαμε τη ζωή έξω, αλλά ονειρευόμασταν έναν καλύτερο κόσμο από την άλλη πλευρά του εγκλεισμού μας. Οι κτηματίες έλεγαν ότι μπορούν να μας προστατεύσουν από την αγριότητα, τις νυφίτσες και τις γάτες. Μας έδιναν φαγητό σε αντάλλαγμα με τα αυγά και περιστασιακά έτρωγαν κανέναν από μας για δείπνο. Όσο δεν ήσουν εσύ που έτρωγαν, μπορούσες να ζεις μια σχετικά άνετη βαρετή ζωή γεμάτη ονειροπόληση, ψάχνοντας για σκουλήκια, αλλήθωρα στρέφοντας τα μάτια στον ήλιο και κάνοντας κουβεντούλα τεμπέλικα με τα άλλα κοτόπουλα. Μετά τη Βελούδινη Επανάσταση ο φράκτης έπεσε. Πολλά από τα κοτόπουλα πίστεψαν ότι οι κτηματίες έριξαν κάτω το φράκτη ακριβώς λόγω του θυμωμένου τους κακαρίσματος. Έτρεξαν, λοιπόν, έξω στην άγρια φύση, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι υπήρχε κι άλλος φράκτης έξω από το φράκτη μας. Πριν περάσει πολύς καιρός, πολλοί απ’ αυτούς έπαψαν να συλλαμβάνονται και άρχισαν να δουλεύουν για μια γιγαντιαία πτηνοτροφική φάρμα όπου ζουν στο δικό τους ξεχωριστό κλιματιζόμενο κλουβί, γεννούν αυγά και περιμένουν το θάνατό τους, παρακολουθώντας στην τηλεόραση National Geographic.
Πώς θα περιέγραφε η μικρή σας ηρωίδα, η Dominika, το σύγχρονο κόσμο;
Βλέποντας τη μικρή Dominika να μεγαλώνει σε ένα μαγικό κόσμο παραμυθιών, θα απογοητευόταν να διαπιστώνει ότι η μαγεία έχει γίνει πραγματικότητα στο σημερινό κόσμο και δεν είναι πια διασκεδαστικό. Κίνησε ένα remote control και η εικόνα εμφανίζεται στην κρυστάλλινη μπάλα. Πίεσε ένα κουμπί σε ένα μικρό κουτί και μπορείς να μιλήσεις με ένα φίλο που ζει στην άλλη πλευρά του κόσμου. Η μαγεία κανονίζει τις ζωές μας και εμείς έχουμε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους και αντί γι’ αυτό καταναλώνουν παθητικά την εύπεπτη κουλτούρα της διασκέδασης. Τα όνειρα έχουν γίνει ένα προϊόν που διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο αξιών. Λέξεις φθείρονται και σύμβολα παραβιάζονται. Όπως στη μαγεία, όλα σήμερα έχουν να κάνουν με την τελειότητα στην επιφάνεια. Η ουσία έχει χάσει την αξία της, γιατί στη μαγεία δεν υπάρχει ουσία. Έχει μείνει μόνο ένα τόσο δα κομματάκι στις ζωές μας που είναι φυσικό και αυθόρμητο. Αμήχανοι, αναζητούμε το σασπένς σε προβολές άλλων. Οι ήρωές μας πληρώνονται για να ζήσουν τις ζωές μας. Δεν έχουμε χρόνο να ζήσουμε. Έτσι όπως βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες, ξοδεύουμε τις μέρες μας διαρκώς επεξεργαζόμενοι άσχετα δεδομένα. Τα παιδιά μας δεν ξέρουν πώς να παίξουν πια. Οι παππούδες μας πεθαίνουν μακριά σε οίκους ευγηρίας όπου κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ακούσει τις ιστορίες τους. Κοιτάμε αλλά δεν βλέπουμε. Ακούμε αλλά δεν αφουγκραζόμαστε. Όλοι λένε αγάπη, αλλά δεν αγαπούν. Αντί για έρωτα, κάνουμε σεξ. Και το ρολόι χτυπά αενάως και εμείς συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ένα καλύτερο μέλλον μέχρι να τελειώσουμε πεθαίνοντας από καρκίνους και καρδιακά επεισόδια. Αλλά βλέποντας αυτό, τι θα έλεγε η μικρή Dominika στη μεγάλη Dominika; «Άνοιξε τα μάτια σου. Ο κόσμος είναι όμορφος και υπάρχουν τόσα πολλά να ζήσεις. Άκουσε τον εαυτό του. Κλάψε αν είσαι θλιμμένη και γέλα αν είσαι χαρούμενη. Η ζωή είναι τόσο απλή. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις ότι πραγματικά σου αρέσει».
Παρουσιάζετε την παιδική σας ηλικία σαν έναν προσωπικό παράδεισο. Είναι ένας χαμένος παράδεισος;
Ο χαμένος παράδεισος της παιδικής μου ηλικίας είναι μια κατάσταση του μυαλού. Γεννήθηκα καλόβολη με τον ήλιο να λάμπει πάνω από τα ύδατα της ψυχής μου. Αυτή η καλότυχη προδιάθεση και το γεγονός ότι είχα λατρεμένους γονείς με έκαναν ικανή να είμαι χαρούμενη, παρά τις δύσκολες συνθήκες που ζούσα. Είναι το λιγότερο παράλογο να ισχυριστώ ότι έχασα την ενδότερη ευτυχία μου μετά την πτώση του Κομμουνισμού. Αλλά έχοντας γράψει το «δώδεκα μικρά κέικ», πιστεύω ότι μπορώ να βρω τον παράδεισό μου ξανά. Τελικά κατάλαβα ότι δεν είναι ο ήλιος που σταμάτησε να λάμπει μέσα μου, αλλά εγώ είμαι που είχα αποστρέψει το πρόσωπό μου απ’ αυτόν.
Με ποιον τρόπο νιώσατε να σας αλλάζει ως άνθρωπο η συγγραφή του «δώδεκα μικρά κέικ»;
Άλλαξα αρκετά στη διάρκεια των χρόνων που μου πήρε να γράψω τα απομνημονεύματά μου. Το βρήκα εξαιρετικά δύσκολο να γράψω στα Αγγλικά και έσφιγγα τα δόντια μου μέχρι το τέλος. Αλλά έχοντας να γράψω σε μια δεύτερη γλώσσα από τη μητρική μου, έπρεπε να κρατώ τη γραφή μου πάρα πολύ απλή και να επικεντρώνω στο σχεδιασμό και το σκιτσάρισμα της ιστορίας μου, αντί να την ζωγραφίζω με χρώματα. Κοιτάζοντας τις γραμμές αντί τις φωτοσκιάσεις, αυτή ήταν μια νέα προσέγγιση στο γράψιμό μου και ήταν επωφελές για τον τρόπο που σκεφτόμουν. Έμαθα να εκφράζω τα συναισθήματά μου μέσα από τις σκέψεις μου αντί να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από τα συναισθήματα. Επίσης, χρησιμοποιώντας τη φωνή της μικρής Dominika, έπρεπε να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια της, κάτι που αποδείχθηκε πολύ ωφέλιμη εμπειρία. Αποφάσισα να υιοθετήσω τη μικρή Dominika στην καρδιά μου και να την αφήσω να με οδηγεί στη ζωή μου από εδώ και στο εξής.
Τι θα θέλατε να αποκομίσουν οι αναγνώστες σας από αυτό το βιβλίο;
Θα ήθελα να φέρω ένα χαμόγελο στα χείλη τους και να τους κάνω να θυμηθούν τον εαυτό τους, όταν ήταν παιδιά.
Η ιστορία που αφηγείστε, είναι μια γλυκιά ιστορία. Δεν φοβηθήκατε ότι ίσως οι κριτικοί θα χαρακτήριζαν (ή και θα κατηγορούσαν) τη γραφή σας απλώς και μόνον ως «γυναικεία λογοτεχνία»;
Όταν γράφω δεν σκέφτομαι καθόλου τους κριτικούς. Σκέφτομαι τους αναγνώστες που είναι πρόθυμοι να διεισδύσουν στις προτάσεις μου κάτω από την επιφάνεια. Δεν φοβάμαι την κριτική. Παλεύω μαζί της σε όλη μου τη ζωή. Είναι εύκολο να κρίνει, αλλά η αληθινή κριτική δεν ριζώνει στην αρνητικότητα. Είναι ένα δώρο και ένα εργαλείο σχεδιασμένο να μας βελτιώνει. Όμως, αν κάποιος αναφέρονταν στο βιβλίο μου μόνο ως «γυναικεία λογοτεχνία», δεν θα έχανα και τον ύπνο μου για την άποψή του. Θα το έκρινα ως ένα αλαζονικό σχόλιο μισογυνισμού. Τι σημαίνει «μόνο γυναικεία λογοτεχνία»; Είμαι γυναίκα και γράφω λογοτεχνία. Γιατί η λογοτεχνία μου θα έπρεπε να μετράει λιγότερο από άλλο λογοτεχνία; Αυτό για το οποίο γράφω είναι καθολικό και αν προσελκύει περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες, συμβαίνει αυτό γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες και σοφές από τους άνδρες. Είναι τρομερή υποκρισία να χρησιμοποιείται η λέξη «γυναικεία» για να υποβιβάσει κάποιον είτε ως καλλιτέχνη είτε ως διανοούμενο. Και στο τέλος τέλος, δεν υποτίθεται ότι ζούμε σε έναν ελεύθερο κόσμο; Αυτό μόνο δείχνει ότι τόσο η «Γυναικεία Χειραφέτηση» όσο και ο «Κομμουνισμός» είναι μια λανθασμένη ιδέα που δεν έχει καμία σχέση με την ισότητα. Οι γυναίκες μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να αναγνωριστούν από την επικρατούσα ανδρική κοινωνία μόνο αν δρουν και σκέφτονται σαν άνδρες. Για μένα αυτό είναι διάκριση. Το να είσαι ίσος σημαίνει ότι τα μέλη και από τα δύο φύλα σέβονται και εκτιμούν ο ένας τον άλλο γι’ αυτό που είναι. Όχι γι’ αυτό που υποκρίνονται ότι είναι. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, αν υπάρχουν κάποιοι που αποκαλούν μια γλυκιά ιστορία «απλώς γυναικεία λογοτεχνία» ακριβώς επειδή είναι γλυκιά, τότε πραγματικά τους λυπάμαι. Πρέπει να είναι αληθινά πικρόχολοι.