«...no love, no glory...»

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

«...Πραγματικά σπουδαία είναι μόνο τα άτομα που κατάφεραν να κάνουν ένα τις γνώσεις τους και τη στάση τους στη ζωή. Περιθωριακοί άνθρωποι σαν κι εμένα, που είναι μόνο μορφωμένοι, δεν είναι τίποτε άλλο από μοντέρνοι ζητιάνοι που κανείς δεν τους λέει πού πρέπει να κρυφτούν...»


Υπάρχει διεφθαρμένη ευαισθησία; Αναρωτιέται ο ήρωας του Βίλχελμ Γκενατσίνο στο ιδιόμορφο μυθιστόρημα -μάλλον με αφήγημα μοιάζει περισσότερο- που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Μια ομπρέλα για τη μέρα» και σε μετάφραση από τη Βίκυ Βολιώτη. Στην ουσία ο συγγραφέας του υπερασπίζεται σε όλο του το δημιούργημα αυτή την ιδιότυπη «διεφθαρμένη ευαισθησία». Είναι ο εσωτερικός μονόλογος, με μικρές διαλογικές ανάσες, ενός ανθρώπου που ζει σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον και συντρίβεται τόσο από την αίσθηση της ανυπαρξίας μέσα και γύρω του.
Η συνεχής αυτή σύγκρουση επιτυγχάνεται από τη διαρκή ματαίωση των πάντων για τον ίδιο τον ήρωα, όσο ο κόσμος γύρω κυλά ή καλύτερα μένει ακίνητος, έτσι όπως τον παρουσιάζει. Είναι μια ατμόσφαιρα που αναβλύζει πόνο και θλίψη, αν και η ειρωνεία του λογοτέχνη αλαφραίνει την κατάσταση πού και πού, με στόχο να την βαρύνει πολύ περισσότερο παρακάτω. Συναισθήματα που απορρέουν από την αδυναμία του κεντρικού ήρωα -έγκλειστου στον εαυτό του- να συμφιλιώσει το μέσα του με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που λείπει από το σκηνικό είναι η αγάπη και η δόξα («...no love, no glory...» που λέει και το μελαγχολικό τραγουδάκι). Κι ας διατείνεται ο αφηγητής και πρωταγωνιστής ότι «η δυστυχία είναι βαρετή». Ο συγγραφέας κατορθώνει να την κάνει να μοιάζει εξαιρετικά δημιουργική, αποδίδοντας αυτό το κλίμα του καιρού μας, της μοναξιάς, της αποξένωσης. Είναι οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητάς μας που τρέχουν και εξοστρακίζουν με βαναυσότητα το φαινομενικά ασήμαντο από τη ζωή μας και ενθρονίζουν στις προτεραιότητές μας ό,τι μοιάζει γυαλιστερό και σπουδαίο. «...Θέλω μόνο για λίγο να εκφράσω το ανάθεμα της καθημερινότητάς μου και μετά να συνεχίζω της ζωή μου. Όχι, δεν είναι το ανάθεμα, είναι το παράλογο της μέρας που θέλω να ξεφορτωθώ...».
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου συναντιέται με άλλες ανθρώπινες φιγούρες, στην πλειοψηφία τους γυναικείες, λες και μόνο για να εξυπηρετήσει τη λειτουργία αυτής της αντιπαλότητας με τον έξω -ακατανόητα παγερά αδιάφορο- κόσμο. Υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν έχει δώσει έγκριση στον εαυτό του να ζει -βλέπει, είναι η αλήθεια, ως υπόκλιση στη ζωή μόνο μια επιτυχημένη ερωτική πράξη σε δεδομένη χρονική στιγμή- όπως θεωρεί και ότι βρίσκεται μόνιμα σε μια συνεχή εκτροπή. Η τάση του να δραπετεύει, να φεύγει από παντού, δεν τον βοηθάει και ιδιαίτερα, αφού σε κάθε γωνία της καθημερινής του διαδρομής καραδοκούν πρόσωπα που τον απασχολούν με το δικό τους δράμα, τις δικές τους εμμονές, τους δικούς τους προφανώς εσωτερικούς μονολόγους που παραμένουν άγνωστοι για μας. Ο πρωταγωνιστής κατατρύχεται από μια ευφυή μισανθρωπία που ενίοτε δεν απέχει πολύ και από την ίδια την τρέλα. Οι ισορροπίες είναι ιδιαίτερα εύθραυστες. Οι άλλοι είναι εκεί, λες και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να διατυπώσει τις δικές του θεωρίες, μέσα από την ενοχλητική παρουσία τους. Και έχει πολλές θεωρίες. «...Όλοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τον τρόπο να νιώσουν ότι είναι κομμάτι του κόσμου...»
Κατορθώνοντας να εμφανίζει τον εαυτό του ως παρατηρητή των πραγμάτων γύρω του και ταυτόχρονα δρώντα-απόντα οργανισμό σε αυτό το σύστημα των ανθρωπίνων σχέσεων, μιλά αποφθεγματικά -στον εαυτό του και στον αναγνώστη- με έναν αέρα Όσκαρ Ουάιλντ. Κι ας μην έχει καμία χλιδή, καμία αίγλη η πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ούτε προσπαθεί άλλωστε να της προσδώσει κάποια τέτοια ανάλογη ιδιότητα. Απευθύνεται σε ανθρώπους και μιλάει άλλωστε για ανθρώπους που «η ζωή τους δεν εξελίχθηκε σε τίποτε άλλο εκτός από μια παρατεταμένη βροχερή μέρα και το σώμα τους σε τίποτε άλλο από μια ομπρέλα για τη μέρα».
Ωστόσο, δεν σταματάει να περιγράφει εξονυχιστικά, πολλές φορές με λυρικές εξάρσεις ή καλύτερα ποιητικές, πρόσωπα και πράγματα. Όλα περιβεβλημένα με την πάχνη της μελαγχολίας και της υπαρξιακής αγωνίας. Μοιάζει με μανιφέστο διαμαρτυρίας αυτό το κείμενο. Φωνάζει με πάθος ο συγγραφέας την απάθεια του έξω κόσμου για το τι γίνεται αληθινά μέσα στην ψυχή ενός ανθρώπου. Τόσο που αυτός ο άνθρωπος αναρωτιέται αν είναι τρελός ή αν σκοπεύει να γίνει κάτι τέτοιο. «...Γιατί κλωσάει το μυαλό σου τέτοια κλούβια αυγά, που κανείς δεν θέλει ν’ αγοράσει;» Η φαντασία του ήρωα, η σκέψη του, αυτά δηλαδή που μοιάζουν να είναι περιττά και άχρηστα στον έξω κόσμο και ακριβώς τα στοιχεία που τον διακρίνουν από τους άλλους, αναδεικνύονται σε επικίνδυνα χαρακτηριστικά: «...Τέχνη αναμνήσεων για υπαλλήλους! Δεν θα τους χρησιμέψει σε τίποτα. Αντίθετα, θα ρωτήσουν τρεις φορές πώς γράφεται η μνημοσύνη, γιατί δεν έχουν ξανακούσει ποτέ αυτή τη λέξη. Θα σε κοροϊδέψουν. Τέχνη μνήμης! Τι είναι αυτό; Η ονειροπόλησή μου δραπετεύει και με χλευάζει την ώρα της απόδρασης!...»
Η μνήμη, η ονειροπόληση, οι εσωτερικές σκέψεις αντιμετωπίζονται από τον ίδιο το φορέα τους σαν ποινικό αδίκημα. Το ίδιο και η αγάπη που εκλείπει παρά τις θεωρίες γι’ αυτήν που είναι παρούσες, εννοείται, αφού φροντίζει γι’ αυτό ο έτοιμος ανά πάσα στιγμή πρωταγωνιστής να βυθιστεί στην παράνοια: «...Αγαπάμε μόνο όταν δεν θέλουμε πια να δραπετεύουμε από τον άλλον, παρόλο που διαισθανόμαστε ότι αυτός ο άλλος θα έχει απαράδεκτες απαιτήσεις...Αγαπάμε όταν συνειδητοποιούμε ότι η αγάπη που ζούμε τώρα κάνει να μοιάζουν ανούσια όλα όσα πιστεύαμε πριν για την αγάπη...»

Ο συγγραφέας

Ο Βίλχελμ Γκενατσίνο γεννήθηκε το 1943 στο Μανχάιμ και σήμερα ζει στη Χαϊδελβέργη. Το 1998 βραβεύτηκε με το μεγάλο βραβείο της Βαυαρικής Ακαδημίας Τεχνών και το 2004 με το σπουδαιότερο γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο, το Γκέοργκ Μπύχνερ.