Η ουτοπία των κλασικών

(Το κείμενο έχει δημοσιυτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

Έχοντας συνδέσει το όνομα του Βολταίρου, όχι όπως ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος με τη φωτεινή έκλαμψη της ανθρώπινης σκέψης το 18ο αιώνα, αλλά με την τραυματική και αποτυχημένη προσπάθεια «παπαγαλίας» των κεφαλαίων περί Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού του βιβλίου της ιστορίας της Γ΄ Λυκείου, λόγω Πανελληνίων, είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα βρίσκονταν ποτέ πάλι στο δρόμο μου όλοι αυτοί οι τύραννοι της εφηβείας μου, που είχαν καταλάβει πια στο μυαλό μου θέση χειρότερη κι απ’ αυτή των Ιεροεξεταστών. Πλανιόμουνα πλάνην οικτράν, βέβαια.
Η «Φιλολογική Βραδυνή» φρόντισε για το αντίθετο κι εγώ κατάντησα μια επίορκος των εφηβικών μου δεσμεύσεων. Αφού για καμιά βδομάδα απέφευγα, όπως ο διάβολος το λιβάνι, το βιβλίο, αφού στο μεσοδιάστημα «ξεσκόνισα» κάτι απολαυστικά σύγχρονα μυθιστορήματα, αφού δεν έβγαλα καμία άκρη από τις παρουσιάσεις του εν λόγω βιβλίου από άλλους, επιτέλους καταδέχτηκα να ασχοληθώ. Αναθάρρησα, όταν στο προλογικό σημείωμα του μεταφραστή, Παντελή Κοντογιάννη, πληροφορήθηκα τη δική του τραυματική-νεανική περιπέτεια με τον «Καντίντ» του Βολταίρου. Ύστερα, με συνεπήρε το ομώνυμο μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, για να καταλήξω ότι ο Βολταίρος σ’ αυτό το κείμενο μιλά, όπως ένας όχι και τόσο ονειροπαρμένος νέος του σήμερα, απλώς αλλάζουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις. Η σημειολογία παραμένει η ίδια, αναλλοίωτη στο πέρας τριών και πλέον αιώνων. Ότι θα διάβαζα Βολταίρο στις αρχές του 21ου αιώνα και θα με μάγευε η αφήγησή του και θα το θεωρούσα απολαυστικό ανάγνωσμα, ποιος να μου το ‘λεγε! Ένας ακόμη λόγος για να διαβάζουμε τους κλασικούς: διατηρούν τη φρεσκάδα των ειλικρινών προθέσεων, τώρα που η απομάκρυνση από την εποχή τους έχει αποκαθάρει τα κείμενα από προσωπικές μικρότητες, αδυναμίες κι ελλείψεις των δημιουργών τους και τα έχει αναβαπτίσει με μια γενναιοδωρία που δεν επιφυλάσσει για όλους ο χρόνος.
Δεν ξέρω αν υπάρχει «μπούσουλας» κάθε φορά για να περιπλανηθεί κανείς στα κλασικά κείμενα, δεν ξέρω κατά πόσο όλες αυτές οι διαφωτιστικές λεπτομέρειες που αναφέρονται στα εκάστοτε επίμετρα διαμορφώνουν την οπτική του αναγνώστη, εκείνο το οποίο είμαι σε θέση να βεβαιώσω, είναι ότι ακόμη και αρνητικά προκατειλημμένος να ‘σαι, αν το κείμενο έχει γραφτεί για να σε τραβήξει στις ατραπούς του, θα το κάνει αυτοβούλως κι ας αντιστέκεσαι. Είναι αυτή ακριβώς η ισχύς της αξίας του και αποδεικνύεται περίτρανα κάθε φορά που κερδίζει κι από έναν σύγχρονο αναγνώστη. Σχεδόν ο Βολταίρος αποκαλύπτει την ίδια του τη συνταγή -της αποθέωσης του έργου του και από τους επερχόμενους- στις γραμμές του «Καντίντ»: «...Πρέπει κανείς να είναι πρωτότυπος αλλά όχι εκκεντρικός και εξεζητημένος, να γράφει συχνά εξαίσια και πάντα με φυσικότητα, να γνωρίζει και να εκφράζει την ανθρώπινη ψυχή, να είναι μεγάλος ποιητής χωρίς να αναγκάζει τους ήρωές του να ακούγονται σαν ποιητές, να γνωρίζει τέλεια τη γλώσσα, να τη μιλάει αγνά και καθαρά, με αδιάκοπη αρμονία, κι η μορφή των κειμένων να μη λειτουργεί ποτέ εις βάρος του περιεχομένου τους...».
Η διαχρονικότητα του βιβλίου έγκειται στην απρόσμενη -για μας- επικαιρότητα της θεματολογίας του. Ταυτόχρονα, σκιαγραφεί τον ιστό μιας κοινωνικής πραγματικότητας που μάλλον δεν μπορεί να μας ξενίσει, αλλά διατηρεί τέτοια εκπληκτικά στοιχεία οικειότητας με τα καθ’ ημάς που απογοητεύει τον αναγνώστη για το πόσο αλλάζουν όλα και παραμένουν τελικά τα ίδια. «Πιστεύω πως στον τόπο μας όλα πάνε στραβά. Κανείς δεν ξέρει την αξία του και την αποστολή του. Κανείς δεν ξέρει τι κάνει, ούτε τι πρέπει να κάνει. Εκτός από την ώρα του δείπνου, όπου όλοι είναι χαρούμενοι και δείχνουν ενωμένοι, όλες οι άλλες ώρες κυλάνε με συνεχείς καβγάδες και υπό καθεστώς φρικτής αντιπαλότητας: ιανσενιστές εναντίον ιησουιτών, πολιτικοί εναντίον κληρικών, άνθρωποι των γραμμάτων εναντίον ανθρώπων των γραμμάτων, αυλικοί εναντίον αυλικών, πλούσιοι εναντίον των φτωχών, γυναίκες εναντίον ανδρών, συγγενείς εναντίον συγγενών. Είναι ένας αιώνιος πόλεμος».
Ένας αγνός, αθώος άνθρωπος, ο Καντίντ, θα ριχτεί με πάθος σε μια προσωπική οδύσσεια από τη στιγμή που θα νιώσει τον έρωτα και θα εκπέσει του προσωπικού του παραδείσου. Στη συνέχεια, όσες μάχες δίνει είναι για να πετύχει την επαναφορά στον παράδεισο. Η ακατάπαυστη, αγωνιώδης προσπάθειά του -κυριολεκτικά ένας πόλεμος με του θεούς και τους δαίμονες των ανθρώπων- να βρει και να ξανακερδίσει την αγαπημένη του, την Κυνεγόνδη, είναι και ο δρόμος προς την ωριμότητα, τη δική του, του κόσμου του, της ίδιας της κοσμοθεωρίας που υποστήριξαν τα φωτισμένα μυαλά της κριτικής θεώρησης του κόσμου κατά τον 18ο αιώνα. Το αδιάκοπο ξετύλιγμα μια πλοκής καταιγιστικής που θυμίζει την ατμόσφαιρα των παραμυθιών δεν εμποδίζει σε τίποτα το Βολταίρο να ξεδιπλώνει τις φιλοσοφικές του ανησυχίες κι αναζητήσεις.
Ο αφελής Καντίντ γίνεται ένα από τα γρανάζια της πολεμικής μηχανής και συντρίβεται μονίμως. Η κινητήριος δύναμή του είναι η αισιοδοξία του που πηγάζει από την ελπίδα να βρει την αγαπημένη του Κυνεγόνδη και να βυθιστεί στην ανεξάντλητη ευδαιμονία της ουτοπίας του. Αφού περάσει όλα εκείνα τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια που υπαγορεύει η ενήλικη ζωή, ο ήρωας του Βολταίρου θα φτάσει στη ανεύρεση του αγαπημένου του προσώπου με τις απώλειες που επιφυλάσσει η ζωή και οι μυθιστορηματικές δυστυχίες της. Σ’ αυτό το σημείο πια ο παράδεισος χρειάζεται μεταλλαγή για να τον αντέξει ο πολύπαθος Καντίντ και οι σύντροφοί του. Ο συνεχής πόλεμος με το έξω -τις κοινωνικές δομές, την εξουσία, τον πλούτο- έχει ρημάξει τον παράδεισο. Για να τον ξαναχτίσει απαιτείται δουλειά κι επιστροφή στο ιδιωτικό, στο αυστηρώς προσωπικό, στην «καλλιέργεια του κήπου του».