Η ερωτική σχέση ανάγνωσης-γραφής
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
Να βρίσκεσαι μόνος -αρχέγονη κατάσταση, ποτέ επιλογή- και να αναζητάς απεγνωσμένα (είτε με την ιδιότητα καταρχάς του αναγνώστη είτε δευτερευόντως με αυτή του συγγραφέα) ένα ζευγάρι μάτια για να καθρεφτιστείς στο άδειο αυτό δωμάτιο της ύπαρξης. Μήπως και δεις τον εαυτό σου στη λάμψη του βλέμματος του Άλλου και βγεις από το σκοτάδι. Μήπως και η φωνή του Άλλου γίνει αιτία ή και μόνον η αφορμή να περάσεις από την ανάγνωση -την τόσο προσωπική και μοναχική- στη γραφή, της οποίας η μοναχικότητα διασπάται και διαλύεται και καταργείται, όταν ο στόχος της είναι να προσεγγίσει τον Άλλον κάθε φορά.
Μ’ αυτή την ψευδαίσθηση ο Μωρίς Μπλανσό (Maurice Blanchot) στήνει ένα ολόκληρο αφήγημα, ξεδιπλώνοντας με μοναδικό τρόπο την ερωτική σχέση μεταξύ ανάγνωσης και γραφής. Στο τέλος, βέβαια, ξέρεις -είτε από την πλευρά του αναγνώστη είτε απ’ αυτή του συγγραφέα- ότι έχεις καταλήξει και πάλι μόνος, απλώς έχεις δώσει στον εαυτό σου την ψυχοφθόρα πολυτέλεια να πλανηθεί και να περιπλανηθεί στις ατραπούς της σκέψης σου για να ανταμώσεις τον Άλλον.
Στο τέλος της ημέρας, στη διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αυτή η ιδιότυπη αλλά απείρως σαγηνευτική αφήγηση του γάλλου διανοητή και μυθιστοριογράφου, βρίσκεσαι και πάλι μόνος στο άδειο δωμάτιο. Δεν ξέρεις καν πια αν το άδειο δωμάτιο υπήρξε, υπάρχει ή το επινόησες και ανακαλύπτεις με τον πλέον τραυματικό και σίγουρο δρόμο της πραγματικότητας ότι αυτό που έψαχνες ήταν ο ίδιος σου ο εαυτός και ίσως το νόημα της ύπαρξής σου, που -κακά τα ψέματα- κανένα βιβλίο, καμία ανάγνωση και καμία γραφή δεν είναι σε θέση να σου αποκαλύψει.
Ένα Εγώ ή έναν Άλλον -σύντροφο τον ονομάζει ο Μπλανσό-, στρεβλωμένο από τα κάτοπτρα της ανάγνωσης και της γραφής μπορείς να συναντήσεις σ’ αυτό το βιβλίο, γιατί ο συγγραφέας του θεωρούσε τη λογοτεχνία ως την κρισιμότερη ανθρώπινη δραστηριότητα και όπως ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο: «Η ζωή του είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην λογοτεχνία και στην σιωπή που της είναι συναφής».
Πρόκειται για το εξαιρετικό βιβλίο, «Εκείνος που δεν με συντρόφευε», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σμίλη, σε μια χειμαρρώδη, καταιγιστική και εμπνευσμένη -όσον αφορά την επιλογή της γλωσσικής και νοηματικής απόδοσης στα ελληνικά- μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Στο ίδιο μήκος κύματος, απόλυτα συνυφασμένο με την ατμόσφαιρα του γαλλικού κειμένου και το επίμετρο του μεταφραστή, μια πραγματικά γοητευτική, θα έλεγα και απαραίτητη-σχεδόν σαν συνέχεια της σκέψης του Μπλανσό- παρέμβαση με τον τίτλο «Εγώ, η ανάγνωση». Δίνει, μάλιστα, στον αναγνώστη αν θελήσει να την διαβάσει πρώτη και έναν «μπούσουλα» για να αντιμετωπίσει τη δαιδαλώδη γραφή του Μπλανσό.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στην αυθαίρετη αντιγραφή -ας με συγχωρήσει ο δημιουργός, αλλά αυτά απομονώνω ως αναγνώστρια- αποσπασμάτων από τον τόσο ωραίο γραπτό ειρμό του Δημήτρη Δημητριάδη που συμπληρώνει άρρηκτα τη δική του θεώρηση των πραγμάτων με αυτή του συγγραφέα του βιβλίου, αλλά και με αυτή του κάθε αναγνώστη: «Τώρα που η ανάγνωση έχει τελειώσει, η ανάγνωση μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της... η ανάγνωση που δεν ήμουν πριν να βρεθώ εμπρός σου, διότι μόνον εμπρός σου γίνομαι η ανάγνωση που είμαι, εμπρός σε εσένα, γραφή, γίνομαι αυτό που γίνομαι επειδή εσύ είσαι αυτό που έχω εμπρός μου...Εγώ, η ανάγνωση, που διαπλάστηκα από εσένα και που είμαι το μόνο πράγμα σε όλον τον κόσμο που μπορεί να βρεθεί στην θέση σου και είναι σε θέση να σε συντροφεύσει...Εγώ, η ανάγνωση, βρήκα σε εσένα, γραφή, τον σύντροφό μου, αυτόν που με κάνει να είμαι ανάγνωση που είμαι και βρίσκω σε εσένα αυτό που δεν βρίσκω πουθενά αλλού, όχι μόνον επειδή με κυοφόρησες και με γέννησες εσύ, δεν αρκεί, όπως γνωρίζεις, αυτό, αλλά, κυρίως επειδή με διέπλασες με τα υλικά που είσαι πλασμένη κι εσύ. Έτσι, εσύ κι εγώ συντροφεύουμε η μία την άλλη, δεν συνοδοιπορούμε ακριβώς, εσύ πάντα προηγείσαι, εγώ πάντα έπομαι...Μόνον εγώ, η ανάγνωση, μπορώ να σε συντροφεύω, και πάντα θα το κάνω... επειδή είσαι γραφή... δεν χαρίζεσαι εκ των προτέρων...δεν διευκολύνεις...επειδή προσεγγίζεσαι δύσκολα, κατακτάσαι δύσκολα, κατανοείσαι δύσκολα...επειδή δεν έχεις προσβάσεις, δεν δίνεις εξηγήσεις, δεν επιτρέπεις τυποποιήσεις, συμβάσεις, επειδή, γραφή, είσαι σκληρή με την γραφή, κι αυτό διαμορφώνει την έλξη σου, την ανεξάντλητη σαγήνη σου, αυτό σε κάνει όμορφη και ποθητή...επειδή δεν υπολογίζεις κανέναν και τίποτε...και αυτό που είσαι σε κάνει απροσπέλαστη, δύσβατη, απαιτητική. Γι’ αυτό είσαι μόνη και θα παραμείνεις μόνη, ασυντρόφευτη...»
Ως αποδέκτης της παραπάνω γραφής -αναγνώστρια- αποφάσισα να αντιμετωπίσω την ιδιόμορφη αυτή ιστορία του Μπλανσό -που σε κάνει να φτάσεις νοητικά και νοητά μέχρι τα μύχια της ύπαρξης- σαν να διαβάζω για μια ερωτική σχέση. Το κείμενο του γάλλου δημιουργού προσφέρθηκε κι έτσι κατάφερα σχηματικά, όπως επιλέγει και ο ίδιος ο αφηγητής, να καταλάβω, να νιώσω αυτό που είναι η ανάγνωση και αυτό που είναι η γραφή, σαν να αποτελούν ένα αμοιβαίο μεταξύ τους αντικείμενο του πόθου.
Ένα διαρκές κάλεσμα κι ένας συνεχής αποχαιρετισμός αδιάρρηκτα συνυφασμένα σ’ αυτό που μπορεί να αποκαλείται ΕΡΩΤΑΣ, δηλαδή αναρώτηση, για να παίξουμε και με τις λέξεις. Όλο το κείμενο του Μπλανσό είναι έτσι δομημένο σαν να περιγράφει ένα ερωτικό, υπαρξιακό και ψυχολογικό θρίλερ μεταξύ δύο ανθρώπων σε έναν κοινό χώρο: Αυτός και Αυτός που δεν τον συντροφεύει. Στο τέλος μπορεί και να αποδειχθεί ότι είναι ο αναγνώστης ή ο συγγραφέας μόνος με τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε αυτό δεν είναι ο έρωτας; Όπως έλεγε και σε μια συνέντευξή της στη «ΓΥΝΑΙΚΑ» η Κική Δημουλά, «Τον έρωτα εγώ τον θεωρώ μονομερή. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν έρωτα με αμοιβαιότητα, είναι αδύνατον. Δηλαδή, κάποιος προηγείται σε υπερβολή. Κάποια στιγμή, αυτός που δίνει περισσότερα, για χψ λόγους, παύει να δίνει τόσα πολλά. Ο άλλος το διαισθάνεται το βλέπει αυτό και τότε γίνεται εκείνος πλειοδότης. Λοιπόν οι άνθρωποι παίζουν, ένα παιχνίδι επικρατήσεως είναι ο έρωτας. Ένα παιχνίδι προορισμένο να τελειώνει.»
Σ’ αυτό το τέλος θα σταθώ που μοιάζει με το τέλος του βιβλίου, το τέλος της ύπαρξης, το τέλος του έρωτα, το τέλος εν γένει στη ζωή μας, ακόμη κι αν αυτό περιλαμβάνει την ανάγνωση και τη γραφή, χρησιμοποιώντας τη ματιά του Μπλανσό, «...Εάν όμως το γράφειν με έχει κάνει μια σκιά για να με καταστήσει άξιον του σκότους, οφείλω επίσης να σκεφτώ ότι αυτός ο ελιγμός επέτυχε περισσότερα από όσα θα έπρεπε, διότι η επιφυλακτικότητα και η διακριτικότητα εξωθήθηκαν, μέσα στην προοπτική αυτήν, από εμένα τόσο μακριά ώστε όχι μόνον εγώ δεν έκανα τίποτα για να διαταράξω αυτές τις στιγμές, αλλά ούτε κι αυτές με διατάραξαν, έτσι ώστε η ανάμνηση που διατηρώ από αυτές με κάνει να περιπλανιέμαι τραγικά μέσα στο κενό
...Ίσως το καθετί που πεθαίνει, ακόμη και η ημέρα, προσεγγίζει τον άνθρωπο, ζητάει από τον άνθρωπο το μυστικό του θνήσκειν. Όλα αυτά δεν θα διαρκέσουν πλέον πάρα πολύ. Ήδη, αισθάνομαι με έναν τρόπο μακρινό ότι δεν έχω πια το δικαίωμα να καλώ τον σύντροφό μου -αλλά και πάλι θα με άκουγε; πού είναι τώρα; ίσως εδώ πολύ κοντά;...όλα είχαν ήδη εξαφανιστεί, εξαφανιστεί μαζί με την ημέρα.»
Να βρίσκεσαι μόνος -αρχέγονη κατάσταση, ποτέ επιλογή- και να αναζητάς απεγνωσμένα (είτε με την ιδιότητα καταρχάς του αναγνώστη είτε δευτερευόντως με αυτή του συγγραφέα) ένα ζευγάρι μάτια για να καθρεφτιστείς στο άδειο αυτό δωμάτιο της ύπαρξης. Μήπως και δεις τον εαυτό σου στη λάμψη του βλέμματος του Άλλου και βγεις από το σκοτάδι. Μήπως και η φωνή του Άλλου γίνει αιτία ή και μόνον η αφορμή να περάσεις από την ανάγνωση -την τόσο προσωπική και μοναχική- στη γραφή, της οποίας η μοναχικότητα διασπάται και διαλύεται και καταργείται, όταν ο στόχος της είναι να προσεγγίσει τον Άλλον κάθε φορά.
Μ’ αυτή την ψευδαίσθηση ο Μωρίς Μπλανσό (Maurice Blanchot) στήνει ένα ολόκληρο αφήγημα, ξεδιπλώνοντας με μοναδικό τρόπο την ερωτική σχέση μεταξύ ανάγνωσης και γραφής. Στο τέλος, βέβαια, ξέρεις -είτε από την πλευρά του αναγνώστη είτε απ’ αυτή του συγγραφέα- ότι έχεις καταλήξει και πάλι μόνος, απλώς έχεις δώσει στον εαυτό σου την ψυχοφθόρα πολυτέλεια να πλανηθεί και να περιπλανηθεί στις ατραπούς της σκέψης σου για να ανταμώσεις τον Άλλον.
Στο τέλος της ημέρας, στη διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα αυτή η ιδιότυπη αλλά απείρως σαγηνευτική αφήγηση του γάλλου διανοητή και μυθιστοριογράφου, βρίσκεσαι και πάλι μόνος στο άδειο δωμάτιο. Δεν ξέρεις καν πια αν το άδειο δωμάτιο υπήρξε, υπάρχει ή το επινόησες και ανακαλύπτεις με τον πλέον τραυματικό και σίγουρο δρόμο της πραγματικότητας ότι αυτό που έψαχνες ήταν ο ίδιος σου ο εαυτός και ίσως το νόημα της ύπαρξής σου, που -κακά τα ψέματα- κανένα βιβλίο, καμία ανάγνωση και καμία γραφή δεν είναι σε θέση να σου αποκαλύψει.
Ένα Εγώ ή έναν Άλλον -σύντροφο τον ονομάζει ο Μπλανσό-, στρεβλωμένο από τα κάτοπτρα της ανάγνωσης και της γραφής μπορείς να συναντήσεις σ’ αυτό το βιβλίο, γιατί ο συγγραφέας του θεωρούσε τη λογοτεχνία ως την κρισιμότερη ανθρώπινη δραστηριότητα και όπως ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο: «Η ζωή του είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην λογοτεχνία και στην σιωπή που της είναι συναφής».
Πρόκειται για το εξαιρετικό βιβλίο, «Εκείνος που δεν με συντρόφευε», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σμίλη, σε μια χειμαρρώδη, καταιγιστική και εμπνευσμένη -όσον αφορά την επιλογή της γλωσσικής και νοηματικής απόδοσης στα ελληνικά- μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Στο ίδιο μήκος κύματος, απόλυτα συνυφασμένο με την ατμόσφαιρα του γαλλικού κειμένου και το επίμετρο του μεταφραστή, μια πραγματικά γοητευτική, θα έλεγα και απαραίτητη-σχεδόν σαν συνέχεια της σκέψης του Μπλανσό- παρέμβαση με τον τίτλο «Εγώ, η ανάγνωση». Δίνει, μάλιστα, στον αναγνώστη αν θελήσει να την διαβάσει πρώτη και έναν «μπούσουλα» για να αντιμετωπίσει τη δαιδαλώδη γραφή του Μπλανσό.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στην αυθαίρετη αντιγραφή -ας με συγχωρήσει ο δημιουργός, αλλά αυτά απομονώνω ως αναγνώστρια- αποσπασμάτων από τον τόσο ωραίο γραπτό ειρμό του Δημήτρη Δημητριάδη που συμπληρώνει άρρηκτα τη δική του θεώρηση των πραγμάτων με αυτή του συγγραφέα του βιβλίου, αλλά και με αυτή του κάθε αναγνώστη: «Τώρα που η ανάγνωση έχει τελειώσει, η ανάγνωση μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της... η ανάγνωση που δεν ήμουν πριν να βρεθώ εμπρός σου, διότι μόνον εμπρός σου γίνομαι η ανάγνωση που είμαι, εμπρός σε εσένα, γραφή, γίνομαι αυτό που γίνομαι επειδή εσύ είσαι αυτό που έχω εμπρός μου...Εγώ, η ανάγνωση, που διαπλάστηκα από εσένα και που είμαι το μόνο πράγμα σε όλον τον κόσμο που μπορεί να βρεθεί στην θέση σου και είναι σε θέση να σε συντροφεύσει...Εγώ, η ανάγνωση, βρήκα σε εσένα, γραφή, τον σύντροφό μου, αυτόν που με κάνει να είμαι ανάγνωση που είμαι και βρίσκω σε εσένα αυτό που δεν βρίσκω πουθενά αλλού, όχι μόνον επειδή με κυοφόρησες και με γέννησες εσύ, δεν αρκεί, όπως γνωρίζεις, αυτό, αλλά, κυρίως επειδή με διέπλασες με τα υλικά που είσαι πλασμένη κι εσύ. Έτσι, εσύ κι εγώ συντροφεύουμε η μία την άλλη, δεν συνοδοιπορούμε ακριβώς, εσύ πάντα προηγείσαι, εγώ πάντα έπομαι...Μόνον εγώ, η ανάγνωση, μπορώ να σε συντροφεύω, και πάντα θα το κάνω... επειδή είσαι γραφή... δεν χαρίζεσαι εκ των προτέρων...δεν διευκολύνεις...επειδή προσεγγίζεσαι δύσκολα, κατακτάσαι δύσκολα, κατανοείσαι δύσκολα...επειδή δεν έχεις προσβάσεις, δεν δίνεις εξηγήσεις, δεν επιτρέπεις τυποποιήσεις, συμβάσεις, επειδή, γραφή, είσαι σκληρή με την γραφή, κι αυτό διαμορφώνει την έλξη σου, την ανεξάντλητη σαγήνη σου, αυτό σε κάνει όμορφη και ποθητή...επειδή δεν υπολογίζεις κανέναν και τίποτε...και αυτό που είσαι σε κάνει απροσπέλαστη, δύσβατη, απαιτητική. Γι’ αυτό είσαι μόνη και θα παραμείνεις μόνη, ασυντρόφευτη...»
Ως αποδέκτης της παραπάνω γραφής -αναγνώστρια- αποφάσισα να αντιμετωπίσω την ιδιόμορφη αυτή ιστορία του Μπλανσό -που σε κάνει να φτάσεις νοητικά και νοητά μέχρι τα μύχια της ύπαρξης- σαν να διαβάζω για μια ερωτική σχέση. Το κείμενο του γάλλου δημιουργού προσφέρθηκε κι έτσι κατάφερα σχηματικά, όπως επιλέγει και ο ίδιος ο αφηγητής, να καταλάβω, να νιώσω αυτό που είναι η ανάγνωση και αυτό που είναι η γραφή, σαν να αποτελούν ένα αμοιβαίο μεταξύ τους αντικείμενο του πόθου.
Ένα διαρκές κάλεσμα κι ένας συνεχής αποχαιρετισμός αδιάρρηκτα συνυφασμένα σ’ αυτό που μπορεί να αποκαλείται ΕΡΩΤΑΣ, δηλαδή αναρώτηση, για να παίξουμε και με τις λέξεις. Όλο το κείμενο του Μπλανσό είναι έτσι δομημένο σαν να περιγράφει ένα ερωτικό, υπαρξιακό και ψυχολογικό θρίλερ μεταξύ δύο ανθρώπων σε έναν κοινό χώρο: Αυτός και Αυτός που δεν τον συντροφεύει. Στο τέλος μπορεί και να αποδειχθεί ότι είναι ο αναγνώστης ή ο συγγραφέας μόνος με τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε αυτό δεν είναι ο έρωτας; Όπως έλεγε και σε μια συνέντευξή της στη «ΓΥΝΑΙΚΑ» η Κική Δημουλά, «Τον έρωτα εγώ τον θεωρώ μονομερή. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν έρωτα με αμοιβαιότητα, είναι αδύνατον. Δηλαδή, κάποιος προηγείται σε υπερβολή. Κάποια στιγμή, αυτός που δίνει περισσότερα, για χψ λόγους, παύει να δίνει τόσα πολλά. Ο άλλος το διαισθάνεται το βλέπει αυτό και τότε γίνεται εκείνος πλειοδότης. Λοιπόν οι άνθρωποι παίζουν, ένα παιχνίδι επικρατήσεως είναι ο έρωτας. Ένα παιχνίδι προορισμένο να τελειώνει.»
Σ’ αυτό το τέλος θα σταθώ που μοιάζει με το τέλος του βιβλίου, το τέλος της ύπαρξης, το τέλος του έρωτα, το τέλος εν γένει στη ζωή μας, ακόμη κι αν αυτό περιλαμβάνει την ανάγνωση και τη γραφή, χρησιμοποιώντας τη ματιά του Μπλανσό, «...Εάν όμως το γράφειν με έχει κάνει μια σκιά για να με καταστήσει άξιον του σκότους, οφείλω επίσης να σκεφτώ ότι αυτός ο ελιγμός επέτυχε περισσότερα από όσα θα έπρεπε, διότι η επιφυλακτικότητα και η διακριτικότητα εξωθήθηκαν, μέσα στην προοπτική αυτήν, από εμένα τόσο μακριά ώστε όχι μόνον εγώ δεν έκανα τίποτα για να διαταράξω αυτές τις στιγμές, αλλά ούτε κι αυτές με διατάραξαν, έτσι ώστε η ανάμνηση που διατηρώ από αυτές με κάνει να περιπλανιέμαι τραγικά μέσα στο κενό
...Ίσως το καθετί που πεθαίνει, ακόμη και η ημέρα, προσεγγίζει τον άνθρωπο, ζητάει από τον άνθρωπο το μυστικό του θνήσκειν. Όλα αυτά δεν θα διαρκέσουν πλέον πάρα πολύ. Ήδη, αισθάνομαι με έναν τρόπο μακρινό ότι δεν έχω πια το δικαίωμα να καλώ τον σύντροφό μου -αλλά και πάλι θα με άκουγε; πού είναι τώρα; ίσως εδώ πολύ κοντά;...όλα είχαν ήδη εξαφανιστεί, εξαφανιστεί μαζί με την ημέρα.»