Οι ανοιχτές πληγές του φυλετικού μίσους

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15/7/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)

Η παράξενη διαθήκη ενός ιαπωνικής καταγωγής έμπορου γίνεται η αφορμή, η εγγονή του να ανατρέξει στο παρελθόν και να γίνει μάρτυρας της αποκάλυψης της δολοφονίας τεσσάρων εφήβων στο ψυγείο του καταστήματός του. Μια ανθρωποθυσία στο βωμό του ρατσισμού.



Είμαστε μια κοινωνία που, από το 1989 κι ύστερα, απέκτησε μια ποικιλότητα στη δομή και τη μορφή της τόσο γρήγορα και σχεδόν υπόγεια -αν σκεφτούμε τους λαθρομετανάστες που καταφθάνουν από θάλασσα και στεριά- που ακόμη δεν έχει «χωνέψει» τις αλλαγές της. Οι πληθυσμοί που ήρθαν και έρχονται από την Ανατολική Ευρώπη, την ασιατική ήπειρο και την Αφρική προσπαθούν να επιβιώσουν, διεκδικούν τη θέση τους στο νεοελληνικό κοινωνικό ψηφιδωτό και διαμορφώνουν ένα νέο χάρτη.
Το κοινώς λεγόμενο ότι οι Έλληνες δεν ήταν ρατσιστές μέχρι τώρα, γιατί δεν τους είχε χρειαστεί να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο ή ότι ξέρουν από προσφυγιά και είναι φιλόξενοι, δίνει τη θέση του συχνά σε κάτι τραγελαφικά εθνικιστικά και σοβινιστικά ξεσπάσματα. Πότε επ’ ευκαιρία εθνικών εορτασμών και κάτι άνευ προηγουμένου επεισοδίων για το ποιος θα κρατά τη σημαία στις παρελάσεις, πότε κάποιος αλλοεθνής πιάνει το σταυρό των Θεοφανίων και ακούει τα σχολιανά του, πότε η Εσμεράλδα από την Αλβανία «αναγκάζεται» να αλλάξει το όνομά της σε Αλεξάνδρα για να μην ξεχωρίζει και πολύ από τους αυτόχθονες. Η προφανής αλήθεια είναι ότι οι Φιλιππινέζες καθαρίζουν τα σπίτια των προαστίων μας, οι αλβανικής καταγωγής κυρίες συγυρίζουν τους ηλικιωμένους μας, οι Ινδοί δουλεύουν σε παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες, οι συμπαθέστατοι μαυρούληδες ασκούν την τέχνη του παραεμπορίου στους δρόμους της χώρας, οι Κινέζοι αποκτούν επιχειρηματική δραστηριότητα, κοπέλες από την Ανατολική Ευρώπη -και συχνά θύματα του trafficking- κοσμούν τη νυχτερινή ή ερωτική ζωή των νεοελλήνων, οι Πολωνοί βάφουν τα σπίτια μας, οι Βορειοηπειρώτες καλλιεργούν τα χωράφια μας και ξανακατοικούν την έρημη επαρχία μας.
Σ’ αυτό το μωσαϊκό -με την παρανομία και την ευνομία να εναλλάσσονται κάποτε με ένα δυσδιάκριτο ρυθμό- ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον περιλάλητο Άλλο. Τα συμπτώματα εκδήλωσης ρατσισμού δεν λείπουν. Αναμετρώμαστε ανά πάσα στιγμή με το πόσο «ανοιχτή» κοινωνία είμαστε. Και πραγματικά ανοιχτή κοινωνία είναι εκείνη που δέχεται τη διαφορετικότητα, αλλά την προστατεύει με το πέπλο της ισότητας και της ισονομίας. Βρισκόμαστε σε ένα μεταιχμιακό χρονικό σημείο που δεν θα μας έβλαπταν αναγνώσματα που καταδεικνύουν χαίνουσες πληγές του φυλετικού μίσους. Θα μας χρειαστεί. Ας διαβάσουμε για να ανοίξουμε το μυαλό μας και ν’ απλώσουμε το χέρι μας στον Άλλο, οποιοδήποτε άλλο.
Ένα βιβλίο που αποκαλύπτει τις τραγικές διαστάσεις του ρατσισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αυτό της Nina Revoyr που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηλέκτρα σε μετάφραση του Γιάννη Δοδόπουλου. «Η διαθήκη» είναι ένα μυθιστόρημα που γυρνά τον αναγνώστη στη διάρκεια των ταραχών στο Γουότς το 1965 και με μια ιστορία που κρύβει ένα αστυνομικό μυστήριο -χωρίς στη δομή της πλοκής του να έχει να κάνει με αστυνομική λογοτεχνία- φέρνει στην επιφάνεια τα καλά κρυμμένα, κάποτε, και δύσβατα μονοπάτια του φυλετικού μίσους. Η παράξενη διαθήκη ενός ιαπωνικής καταγωγής έμπορου γίνεται η αφορμή, η εγγονή του να ανατρέξει στο παρελθόν και να γίνει μάρτυρας της αποκάλυψης της δολοφονίας τεσσάρων εφήβων στο ψυγείο του καταστήματός του. Μια ανθρωποθυσία στο βωμό του ρατσισμού.
Αν και το βιβλίο περισσότερο εκτενές απ’ ό,τι χρειαζόταν -μπορούσε η δημιουργός του να απαλείψει ένα μεγάλο μέρος σύγχρονων και ανούσιων τεκταινομένων και να εμφανίσει ένα πυκνό σε νοήματα κείμενο- διασώζεται στα Ελληνικά από τη μετάφραση, που κρατά ένα λογοτεχνικό τέμπο και συντηρεί τον αναγνωστικό ρυθμό. Βοηθάει σε αυτό και η συνεχής εναλλαγή του μυθιστορηματικού χρόνου που διαδραματίζονται τα περιγραφόμενα γεγονότα. Η Nina Revoyr ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής των μεταναστών από την Ιαπωνία στην αμερικανική κοινωνία του περασμένου αιώνα. Τα στρατόπεδα εγκλεισμού του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι υποβαθμισμένες περιοχές του Λος Άντζελες, τα διαμερίσματα και τα στέκια ομοφυλοφίλων στις παρυφές του Χόλιγουντ γίνονται το φόντο να ξετυλιχτεί η ιστορία της. Μια γυναίκα η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της οικογένειάς της, ενώ αναζητά διέξοδο από την παρηκμασμένη λεσβιακή της σχέση. Ψάχνει τον εαυτό της και βρίσκει ένα ζευγάρι μάτια να καθρεφτιστεί η απόγνωσή της στη μοναξιά του Τζέιμς Λένιερ, ενός ανθρώπου που είχε υπάρξει ένας από απόσταση μάρτυρας της θλιβερής ιστορίας που είχε λάβει χώρα το 1965. Η τρυφερότητα και η βαθιά φιλική σχέση κατανόησης που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους, γίνεται ένα από τα κλειδιά να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας του παρελθόντος.