Η άπατρις λογοτεχνία της ύπαρξης
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...κανένας παράδεισος, μόνο αυτή η μονομανία του αστυνομικού μυθιστορήματος... μόνο το ταξίδι αξίζει την παράκαμψη, τη μετατόπιση, γράφοντας το έγκλημα δραπετεύεις απ’ αυτό, όχι πριν, ποτέ δίχως αυτό, μόνο στον ξεριζωμό, τη διάσχιση των φαινομένων, το λύσιμο των δεσμών, την αιώρηση...» Μια ακροβασία, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας. Με χέρια ανοιχτά να δείχνουν από τη μεριά του σύγχρονου αδιεξόδου του δυτικού ανθρώπου μέχρι τη δυστυχία του αναδυόμενου κόσμου της βίας και της εγκατάλειψης. Και με τα μάτια όχι μόνο της ψυχής, αλλά πάνω απ’ όλα της λογικής, να ατενίζει ο αναγνώστης το παρελθόν, μέσα από το δράμα της ίδιας του της ύπαρξης, προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο μετεωρισμός της αμφιβολίας και της διερώτησης, κι ας μην πρόκειται για δοκίμιο. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που προκαλεί όχι μόνο το θυμικό του αναγνώστη, αλλά πάνω απ’ όλα διεγείρει τη σκέψη του, όχι τόσο για το έγκλημα και τη λύση του, αλλά την ίδια την αιτία που κρύβεται στην ιδιοσυστασία του.
Είναι ένα βιβλίο συναρπαστικό που σε περνά μέσα από βυζαντινούς διαδρόμους για να βγεις στο φως και το σκοτάδι του παγκοσμιοποιημένου σήμερα. Η Τζούλια Κρίστεβα, αυτή η πολυσχιδής προσωπικότητα της σύγχρονης διανόησης, έγραψε ένα μυθιστόρημα-μανιφέστο για τα συμβαίνοντα -κοινωνικά, εθνικά, διεθνικά, παγκόσμια τέλος πάντων- στον πλανήτη της δεύτερης χιλιετίας που ήδη διασχίζουμε. Το «Φονικό στο Βυζάντιο», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, διαθέτει τον ιστό ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, τον πυρήνα μιας ψυχαναλυτικής πραγματείας, τα πραγματολογικά στοιχεία ενός ιστορικού μυθιστορήματος και τη θαρρετή φωνή ενός διαγγέλματος. Η συγγραφέας του δίνει βήμα στις ίδιες της διαφορετικές της ιδιότητες να σχολιάσουν με μια ειρωνεία τόσο αποτελεσματική και καίρια -χωρίς να ξεχνάει στιγμή τη γοητεία της μυθιστορηματικής της γραφής- τη δυτική κοινωνία των μεταναστών, του θεάματος, του κέρδους, κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» της τρομοκρατίας, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Η Κρίστεβα μιλά για τα πάντα χρησιμοποιώντας τα πάντα. Οι ήρωές της, απάτριδες του κόσμου μας, ψάχνουν το νόημα της ύπαρξής τους, φτάνουν στα ίδια της τα όρια και κάποιοι απ’ αυτούς τα ξεπερνούν με θεαματικό τρόπο. Όλα αυτά ενταγμένα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της οποίας τα ερείσματα είναι τόσο ρευστά και αθέατα όσο η ίδια η καταγωγή του κεντρικού πρωταγωνιστή του βιβλίου, του Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς, ενός ιστορικού των μεταναστεύσεων. «...Οι πεταλούδες δεν έχουν ούτε σώμα ούτε πρόσωπο, μόνο μια κοίλη βέργα που πάνω της γαντζώνονται μεμβράνες ψυχής, φτερούγες διαστήματος, ιστία τοπίου...Αυτοί οι ακροβάτες κατοικούν στο φως και στα χρώματα, στον κοσμικό παλμό του οποίου μοιάζουν να είναι προσωρινό και φευγαλέο κρύσταλλο...Ο ιστορικός είναι μια πεταλούδα που κυνηγάει πεταλούδες, που αναζητά καινούρια θηράματα, χώρους πλουμιστούς, νεκρές εποχές, μαγνητικά ενδιάμεσα, τέλειες πλάνες και πεισματικούς πλάνητες που ραγολογούν το τρέμουλο του Χρόνου...»
Μια χρονική ρωγμή διανοίγεται από τη συγγραφέα, προκειμένου να κυλήσει η τωρινή πραγματικότητα μέσα από το αυλάκι της Ιστορίας, όχι απαραίτητα για να βρεθεί λυτρωτική και καθαρτήρια διέξοδος γι’ αυτή, αλλά κυρίως για να τεθούν τα προβλήματά της σε όλο τους το εύρος και τη δυναμική. Είναι ένα μυθιστόρημα που θέτει και πάλι τον Άνθρωπο στο ζωτικό του κέντρο. Όλες οι γνώσεις και οι αναρωτήσεις της Κρίστεβα επιστρατεύονται για να δοθεί στον Άνθρωπο η σημασία που του πρέπει σε έναν κόσμο που έχει καταστεί ανθρωποφαγικός.
Η υπόθεση του βιβλίου πολύπλοκη και δαιδαλώδης, όπως η διαπλοκή των ζητημάτων μεταξύ τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν χαλαρώνει στιγμή παρά τις όποιες θεματικές παρεκβάσεις. Η πλοκή ξετυλίγεται ακόμη και την ώρα που ο αναγνώστης περνά από τα καταγγελτικά -εν είδει απεγνωσμένου μανιφέστου- μονοπάτια του λόγου της Κρίστεβα για τα δεινά της εποχής μας. Από το φανταστικό τόπο, Σάντα Μπάρμπαρα, εξαφανίζεται ο καθηγητής ιστορικός Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς, στα ίχνη του οποίου ρίχνεται ένας αστυνομικός συγγενής του -ο Νόρθροπ Ρίλσκυ- και μια γαλλίδα δημοσιογράφος, η Στεφανί Ντελακούρ, η φωνή της οποίας ενίοτε νιώθει ο αναγνώστης να ταυτίζεται με αυτή της συγγραφέως του μυθιστορήματος.
Θρησκευτικές σέκτες και μαφίες, γίνονται το σκοτεινό φόντο της υποβλητικής ατμόσφαιρας που ζητά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να υπάρξει και να προσλάβει ακόμη και διαστάσεις θρίλερ. Συχνά σε πρώτο πλάνο περνά η διαπλοκή του παρόντος με το ιστορικό παρελθόν του Βυζαντίου, απ’ όπου αναδύεται με μαεστρία η μορφή της Άννας της Κομνηνής, της οποίας το έργο η «Αλεξιάδα» γίνεται το πρόσφορο έδαφος περιπλάνησης του καθηγητή Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς. Η ταυτότητα που αναζητείται. Η πατρίδα που λείπει. Η αλήθεια που γίνεται το θήραμα στην εποχή του θεάματος. Ο σπαραγμός του ανθρώπου χωρίς ερείσματα. Το οδυνηρό ταξίδι προς την ψηλάφηση των καταβολών του. «...Δεν κλαίω σε καμιά γλώσσα, χωρίς λέξεις, με τη θύμηση του βλέμματός της, του αρώματός της, της μοναξιάς της κι αυτή η σιωπή, η σιωπή της, το λίκνο μου, ο τόπος μου...»
«...κανένας παράδεισος, μόνο αυτή η μονομανία του αστυνομικού μυθιστορήματος... μόνο το ταξίδι αξίζει την παράκαμψη, τη μετατόπιση, γράφοντας το έγκλημα δραπετεύεις απ’ αυτό, όχι πριν, ποτέ δίχως αυτό, μόνο στον ξεριζωμό, τη διάσχιση των φαινομένων, το λύσιμο των δεσμών, την αιώρηση...» Μια ακροβασία, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας. Με χέρια ανοιχτά να δείχνουν από τη μεριά του σύγχρονου αδιεξόδου του δυτικού ανθρώπου μέχρι τη δυστυχία του αναδυόμενου κόσμου της βίας και της εγκατάλειψης. Και με τα μάτια όχι μόνο της ψυχής, αλλά πάνω απ’ όλα της λογικής, να ατενίζει ο αναγνώστης το παρελθόν, μέσα από το δράμα της ίδιας του της ύπαρξης, προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο μετεωρισμός της αμφιβολίας και της διερώτησης, κι ας μην πρόκειται για δοκίμιο. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που προκαλεί όχι μόνο το θυμικό του αναγνώστη, αλλά πάνω απ’ όλα διεγείρει τη σκέψη του, όχι τόσο για το έγκλημα και τη λύση του, αλλά την ίδια την αιτία που κρύβεται στην ιδιοσυστασία του.
Είναι ένα βιβλίο συναρπαστικό που σε περνά μέσα από βυζαντινούς διαδρόμους για να βγεις στο φως και το σκοτάδι του παγκοσμιοποιημένου σήμερα. Η Τζούλια Κρίστεβα, αυτή η πολυσχιδής προσωπικότητα της σύγχρονης διανόησης, έγραψε ένα μυθιστόρημα-μανιφέστο για τα συμβαίνοντα -κοινωνικά, εθνικά, διεθνικά, παγκόσμια τέλος πάντων- στον πλανήτη της δεύτερης χιλιετίας που ήδη διασχίζουμε. Το «Φονικό στο Βυζάντιο», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, διαθέτει τον ιστό ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, τον πυρήνα μιας ψυχαναλυτικής πραγματείας, τα πραγματολογικά στοιχεία ενός ιστορικού μυθιστορήματος και τη θαρρετή φωνή ενός διαγγέλματος. Η συγγραφέας του δίνει βήμα στις ίδιες της διαφορετικές της ιδιότητες να σχολιάσουν με μια ειρωνεία τόσο αποτελεσματική και καίρια -χωρίς να ξεχνάει στιγμή τη γοητεία της μυθιστορηματικής της γραφής- τη δυτική κοινωνία των μεταναστών, του θεάματος, του κέρδους, κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» της τρομοκρατίας, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Η Κρίστεβα μιλά για τα πάντα χρησιμοποιώντας τα πάντα. Οι ήρωές της, απάτριδες του κόσμου μας, ψάχνουν το νόημα της ύπαρξής τους, φτάνουν στα ίδια της τα όρια και κάποιοι απ’ αυτούς τα ξεπερνούν με θεαματικό τρόπο. Όλα αυτά ενταγμένα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της οποίας τα ερείσματα είναι τόσο ρευστά και αθέατα όσο η ίδια η καταγωγή του κεντρικού πρωταγωνιστή του βιβλίου, του Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς, ενός ιστορικού των μεταναστεύσεων. «...Οι πεταλούδες δεν έχουν ούτε σώμα ούτε πρόσωπο, μόνο μια κοίλη βέργα που πάνω της γαντζώνονται μεμβράνες ψυχής, φτερούγες διαστήματος, ιστία τοπίου...Αυτοί οι ακροβάτες κατοικούν στο φως και στα χρώματα, στον κοσμικό παλμό του οποίου μοιάζουν να είναι προσωρινό και φευγαλέο κρύσταλλο...Ο ιστορικός είναι μια πεταλούδα που κυνηγάει πεταλούδες, που αναζητά καινούρια θηράματα, χώρους πλουμιστούς, νεκρές εποχές, μαγνητικά ενδιάμεσα, τέλειες πλάνες και πεισματικούς πλάνητες που ραγολογούν το τρέμουλο του Χρόνου...»
Μια χρονική ρωγμή διανοίγεται από τη συγγραφέα, προκειμένου να κυλήσει η τωρινή πραγματικότητα μέσα από το αυλάκι της Ιστορίας, όχι απαραίτητα για να βρεθεί λυτρωτική και καθαρτήρια διέξοδος γι’ αυτή, αλλά κυρίως για να τεθούν τα προβλήματά της σε όλο τους το εύρος και τη δυναμική. Είναι ένα μυθιστόρημα που θέτει και πάλι τον Άνθρωπο στο ζωτικό του κέντρο. Όλες οι γνώσεις και οι αναρωτήσεις της Κρίστεβα επιστρατεύονται για να δοθεί στον Άνθρωπο η σημασία που του πρέπει σε έναν κόσμο που έχει καταστεί ανθρωποφαγικός.
Η υπόθεση του βιβλίου πολύπλοκη και δαιδαλώδης, όπως η διαπλοκή των ζητημάτων μεταξύ τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν χαλαρώνει στιγμή παρά τις όποιες θεματικές παρεκβάσεις. Η πλοκή ξετυλίγεται ακόμη και την ώρα που ο αναγνώστης περνά από τα καταγγελτικά -εν είδει απεγνωσμένου μανιφέστου- μονοπάτια του λόγου της Κρίστεβα για τα δεινά της εποχής μας. Από το φανταστικό τόπο, Σάντα Μπάρμπαρα, εξαφανίζεται ο καθηγητής ιστορικός Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς, στα ίχνη του οποίου ρίχνεται ένας αστυνομικός συγγενής του -ο Νόρθροπ Ρίλσκυ- και μια γαλλίδα δημοσιογράφος, η Στεφανί Ντελακούρ, η φωνή της οποίας ενίοτε νιώθει ο αναγνώστης να ταυτίζεται με αυτή της συγγραφέως του μυθιστορήματος.
Θρησκευτικές σέκτες και μαφίες, γίνονται το σκοτεινό φόντο της υποβλητικής ατμόσφαιρας που ζητά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να υπάρξει και να προσλάβει ακόμη και διαστάσεις θρίλερ. Συχνά σε πρώτο πλάνο περνά η διαπλοκή του παρόντος με το ιστορικό παρελθόν του Βυζαντίου, απ’ όπου αναδύεται με μαεστρία η μορφή της Άννας της Κομνηνής, της οποίας το έργο η «Αλεξιάδα» γίνεται το πρόσφορο έδαφος περιπλάνησης του καθηγητή Σεμπάστιαν Κρεστ-Τζόουνς. Η ταυτότητα που αναζητείται. Η πατρίδα που λείπει. Η αλήθεια που γίνεται το θήραμα στην εποχή του θεάματος. Ο σπαραγμός του ανθρώπου χωρίς ερείσματα. Το οδυνηρό ταξίδι προς την ψηλάφηση των καταβολών του. «...Δεν κλαίω σε καμιά γλώσσα, χωρίς λέξεις, με τη θύμηση του βλέμματός της, του αρώματός της, της μοναξιάς της κι αυτή η σιωπή, η σιωπή της, το λίκνο μου, ο τόπος μου...»