Στα βήματα ενός λογοτεχνικού μπλουζ
(Η συνέντεξη είχε δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
«Να μιλάς για το θάνατο δεν σημαίνει να πεις το θάνατο», γράφει κάπου ο Φιλίπ Μπεσόν. Έτσι και το να μιλάς για την αλήθεια ή την τέχνη δεν σημαίνει να πεις την αλήθεια ή την τέχνη. Άλλωστε ένα μυθιστόρημα ενδείκνυται απόλυτα για κάτι τέτοιο. Αρκεί αυτός ο μικρός θεός που γίνεται κάθε φορά ο δημιουργός, όσο γράφει ένα βιβλίο, να αναπλάσει έτσι την πραγματικότητα, μέσα από την οδό της φαντασίας, ώστε να συναντήσει και τους δρόμους του αναγνώστη.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Θανάσης Χειμωνάς ,«Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, έριξε πολύ και βαθύ μπλε χρώμα, λες βγαλμένο από πίνακα του Σαγκάλ και στην ονειρική του πνιγηρή ατμόσφαιρα έκλεισε τους ήρωές του να διηγηθούν την ιστορία τους για την τέχνη και την αλήθεια της, την αλήθεια και την τέχνη της, μέσα από τις εντάσεις που μπορεί να φτιάξει τόσο αποτελεσματικά μόνο η βιωμένη πραγματικότητα. Στον ασφυκτικό κλοιό ενός σχεδόν ψυχολογικού θρίλερ, ο Δημήτρης -διόλου ευχαριστημένος από τη ζωή του- αναγκάζεται να αναζητήσει το σκηνοθέτη αδερφό του, Αντώνη που εξαφανίζεται. Οι ρυθμοί γρήγοροι, η γλώσσα άμεση και απλή, το ύφος μοντέρνο, αλλά η κατάληξη πολύ κλασική: έχεις την εντύπωση ότι άκουσες ένα μπλουζ. Μπορεί να μην θυμάσαι τα λόγια του, αλλά η μελαγχολική του διάθεση αποτυπώθηκε πλήρως. Ο πόνος, η θλίψη, η απώλεια, η μνήμη. Κλείνεις το βιβλίο με ένα μούδιασμα στο στομάχι. Η μυθιστορηματική πραγματικότητα έχει γίνει και δική σου, ενώ την αλήθεια της τη νιώθεις απλώς.
Συνάντησα το Θανάση Χειμωνά ένα ολόφωτο καλοκαιριάτικο μεσημέρι με ζέστη που μέσα σε λίγη ώρα είχε δώσει τη θέση του σε φθινοπωρινό μπουρίνι. Κουβαλούσα μαζί μου τρεις εικόνες: μια μέρα που παραλίγο να μην πάω στη δουλειά για να τελειώσω το προηγούμενο μυθιστόρημά του «Ανεξιχνίαστη ψυχή» διαβάζοντας τις περιπέτειες της ηρωίδας του Μαρίας, μια συγκεχυμένη διήγηση για τον πατέρα του και την αίσθηση της πλήρους απορρόφησης στην ανάγνωση της «ΜΠΛΕ ΩΡΑΣ». Έφυγα με μία ιδιαίτερα παρήγορη σιγουριά από την κουβέντα μαζί του: ότι τα βιβλία είναι οι δημιουργοί τους και το αντίστροφο.
Διαβάζοντας κριτικές για σας, τονίζουν την κοινωνική διάσταση των πραγμάτων που περιγράφετε κάθε φορά. Εγώ νομίζω ότι τουλάχιστον τα δύο τελευταία βιβλία μοιάζουν με ενσταντανέ από ψυχικά τοπία. Θα σας χαρακτήριζα «φωτογράφο» ψυχικών τοπίων. Εσείς τι επιδιώκετε περισσότερο την κοινωνική ανάλυση ή το ψυχογράφημα του σύγχρονου κόσμου;
Η αλήθεια είναι ότι, όταν γράφω γενικά, δεν επιδιώκω τίποτα. Δηλαδή καθαρά είναι κάτι που θέλω να το κάνω και το κάνω. Υπάρχουν κάποια θέματα με τα οποία ασχολούμαι, για παράδειγμα στα «Σπασμένα ελληνικά» -το δεύτερό μου βιβλίο- που η ηρωίδα είναι Αλβανίδα, κάπου αφορά το ρατσισμό, αλλά ακόμα και κει δεν κάθισα να γράψω ένα βιβλίο κόντρα στο ρατσισμό. Απλώς ήταν ένα θέμα που με ενέπνευσε και το έγραψα. Δεν έχω κάποιο στόχο. Υπάρχουν κάποιες αναλύσεις της κοινωνίας, απλώς επειδή αποτελώ μέρος της και είναι λογικό αυτό το πράγμα να βγαίνει στο χαρτί. Αλλά δεν σκοπεύω να αναλύσω ούτε κάποιον άνθρωπο ούτε το πώς σκέφτονται κάποιοι άνθρωποι. Είναι κάτι που βγαίνει φυσιολογικά.
Να ξεκινήσουμε από τον τίτλο του μυθιστορήματος «Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ» και να παίξουμε λίγο με τις λέξεις: θα λέγατε ότι είναι ένα λογοτεχνικό blues με την έννοια ότι έχει μέσα του κρυμμένο πόνο και θλίψη;
Δεν έχει σχέση ούτε με την Εθνική ούτε με τη Νέα Δημοκρατία (γέλια). Κάθε λογοτεχνικό βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει πόνο και θλίψη. Εγώ προσωπικά δεν θα διάβαζα ποτέ ένα βιβλίο που θα ήταν όλοι χαρούμενοι και θα πήγαιναν όλα πολύ καλά. Αυτό που λέω πάντα είναι ότι για να γίνει κάποιος συγγραφέας, σημαίνει ότι κάτι δεν πρέπει να πήγε καλά κάποια στιγμή στη ζωή του και αναγκάστηκε να εκτονωθεί κι άρχισε να γράφει. Κάποιος που όλα του πάνε καλά δεν θα κάτσει να γράψει. Θα κάνει άλλα πράγματα που δίνουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Τι δεν πήγε καλά, λοιπόν, με σας;
Αυτά είναι προσωπικά θέματα. Σε όλους κάποια στιγμή τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλουμε, σε άλλους λιγότερο σε άλλους περισσότερο. Από κει και πέρα κάθε οργανισμός αντιδρά ανάλογα. Εμένα αντέδρασε, γράφοντας.
Είναι σαν να υπνωτίζετε τον αναγνώστη σας, να τον αιχμαλωτίζετε σε ατμόσφαιρες φορτισμένες –συχνά θρίλερ. Κατά τη γνώμη μου υπηρετείτε μια σύγχρονη ιδιότυπη μεταφυσική, που απορρέει από στεγνό και στυγνό κάποτε ρεαλισμό. Γιατί επιλέγετε αυτόν τον τρόπο;
Δεν είναι κάτι που το επιλέγω. Είναι καθαρά θέμα στυλ. Πιστεύω ότι έτσι μου βγαίνει. Εκφράζομαι καλύτερα μέσα από το ρεαλισμό. Η αλήθεια είναι ότι την ατμόσφαιρα τη δημιουργώ υποσυνείδητα με κάποια τεχνική που έχω, την οποία δεν την έχω εξετάσει. Απλώς διαβάζοντας μετά τα κείμενά μου, βλέπω ότι βγαίνει. Προσπαθώ να δώσω μια εικόνα μια κατάσταση, όχι περιγράφοντάς τη πολύ έντονα, αλλά με κάποιες λέξεις ή με κάποιες λεπτομέρειες πολύ ασήμαντες οι οποίες όμως θα βάλουν τον αναγνώστη στο πνεύμα αυτού που ζω. Αλλά ακόμα κι αυτή η τεχνική, που είναι φανερή, πιστεύω, μου το ‘χουν πει κι άλλοι και το βλέπω κι εγώ, δεν είναι κάτι που το σκέφτηκα. Όταν ξεκινάω να γράφω, δεν έχω καμία τεχνική στο μυαλό μου. Είναι καθαρά θέμα προσωπικής έκφρασης, είναι κάτι που βγαίνει μόνο του.
Ο ήρωάς σας ο Δημήτρης κινείται με γνώμονα τη φαντασία του –ένστικτο και συνεχώς «δικαιώνεται» ακόμη και δυσάρεστα. Πόσο εμπιστεύεστε τη φαντασία; Είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την αλήθεια, τουλάχιστον για την αλήθεια ενός συγγραφέα;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο η φαντασία, αλλά είναι και γεγονότα που τον οδηγούν να κάνει κάποιες εικασίες, αλλά στηρίζεται σε κάποιες ενδείξεις. Κάπου, όμως, ο ίδιος θέλει να αφεθεί. Ουσιαστικά, η εξαφάνιση αυτή του αδερφού τού δίνει μια αφορμή να ξεφύγει. Βρίσκει ένα νόημα για τη ζωή του με την ιστορία με τον αδερφό του.
Από την άλλη πλευρά, ο Αντώνης, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης και διανοούμενος εμφανίζεται ως «προστατευόμενο είδος» από την οικογένειά του, κάποιος που χρήζει ειδικής μεταχείρισης. Είναι εύθραυστες οι ισορροπίες της καθημερινότητας για έναν άνθρωπο που αφοσιώνεται στην τέχνη του;
Πιστεύω πως ναι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για έναν άνθρωπο που αφοσιώνεται τόσο πολύ. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος που απορροφιέται από την τέχνη. Ζει σε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που ζουν οι υπόλοιποι και γι’ αυτό έρχονται οι συγκρούσεις με τους άλλους, εκτός από τον αδερφό του, ο οποίος τον καταλαβαίνει απόλυτα και ακόμα και στις δύσκολες στιγμές κάπου τον θαυμάζει. Γενικά νομίζω ότι οι σχέσεις είναι πολύ εύθραυστες, για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως είναι ο Αντώνης, όπως ήταν ενδεχομένως άλλοι άνθρωποι στο παρελθόν ή τώρα που ζουν ανάμεσά μας, είναι κάτι το λογικό να γίνει.
Ο Δημήτρης είναι η γείωση του Αντώνη, το αντιστάθμισμα στην καλλιτεχνική φύση και κάποιος που φαίνεται να γλιτώνει απ’ αυτή.
Δεν είναι πάντως ένα alter ego, όπως μου έχουν πει άλλοι.
Κατασπαράζει, λοιπόν, η Τέχνη; Είναι σαρκοβόρα και πρέπει κανείς να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας;
Ποτέ δεν πρέπει. Δεν πρέπει, αλλά ναι. Ο Αντώνης κατά κάποιον τρόπο το επιδιώκει, κάπου θέλει πραγματικά να αφεθεί σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε Τέχνη. Θέλει να κάνει κάτι πολύ μεγάλο το οποίο όμως δεν μπορεί να το κάνει ποτέ 100%. Όσο πλησιάζει, αυτό μεγαλώνει ακόμα περισσότερο και δεν μπορεί να το καταφέρει ποτέ. Οπότε είναι σαν το μύθο του Σίσυφου, που έσπρωχνε το βράχο κι αυτός ξανακατέβαινε. Αλλά δεν πρέπει να κρατάμε επιφυλάξεις, γιατί έτσι αναπτύχθηκε η τέχνη, ο πολιτισμός σε τελική ανάλυση.
Μιλήστε μου για τις λογοτεχνικές σας επιρροές.
Δεν νομίζω ότι έχω συγκεκριμένες. Γράφω βασισμένος σε δικά μου βιώματα, αυτά με έχουν εμπνεύσει, αυτά με έχουν κινήσει στο να γράψω. Υπήρξαν μυθιστορήματα που μ’ άρεσαν πολύ, όπως «Η αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ, την οποία την είχα διαβάσει, όταν ήμουν φοιτητής στη Γαλλία και κάπου άλλαξε και η εικόνα που έβλεπα τη λογοτεχνία, αλλά δεν θα ‘λεγα ότι έχω επιρροή από το Φλομπέρ. Αν υπάρχουν επιρροές, είναι περισσότερο από τον κινηματογράφο. Αυτό μου το λένε πολλοί, ότι ο τρόπος που γράφω είναι αρκετά κινηματογραφικός, ο τρόπος που δίνω τους διαλόγους.
Πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς μια ταυτότητα –αναγνωρίσιμη και από το αναγνωστικό κοινό- μέσα στην εκδοτική υπερπαραγωγή;
Περίπου 7.000 τίτλοι κάθε χρόνο είναι ένα τεράστιο νούμερο για μια χώρα που δεν διαβάζει. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν, όπως διαβάζουν οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο. Το θέμα είναι ότι τα βιβλία κάπου αντιμετωπίζονται σαν ποπ επιτυχία, με την έννοια ότι ακούγονται ένα-δυο μήνες, πάνε στο ράφι και εξαφανίζονται. Το οποίο, βέβαια, δεν είναι λογικό, γιατί την ποπ επιτυχία θα την ακούσεις, θα την ακούσεις, στο τέλος θα τη βαρεθείς. Το βιβλίο θα το διαβάσεις ή δεν θα το διαβάσεις. Από την άλλη, με τόσα βιβλία που βγαίνουν, θα έπρεπε να υπάρχουν βιβλιοπωλεία σαν το ΟΑΚΑ, σαν το Μέγαρο Μουσικής για να χωράνε. Και ξέρεις ότι ένα βιβλίο σου έχει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να ακουστεί, αν περάσει αυτό το χρονικό διάστημα, τότε θα μείνει απαρατήρητο.
Συνήθως αναζητώ με εμμονή, χωρίς να σημαίνει ότι βρίσκω κιόλας, τη βαθύτερη –αν γίνεται και την προσωπική- πρόθεση ενός συγγραφέα σε ένα έργο του. Αυτή τη φορά με το δικό σας μου δόθηκε έτοιμη από τον Τύπο, αλλά παραδόξως δεν με αφορούσε. Το περίεργο είναι ότι ανέσυρε από τη μνήμη μου μια θολή διήγηση, σαν ντοκιμαντέρ της ΕΤ1, για τον πατέρα σας. Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτό; Ποια ήταν η δική σας πρόθεση γι’ αυτό το βιβλίο;
Καταρχήν θεωρώ ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να δίνει κατευθύνσεις. Π.χ. αν έβγαινα τώρα και έλεγα ότι αυτός ο ήρωας είναι ο πατέρας μου, η άλλη είναι η ξαδέρφη μου ή δεν ξέρω τι, κάπου καταστρέφω το δικαίωμα του αναγνώστη να βρει κάτι δικό του. Αυτή είναι η λογοτεχνία, η τέχνη. Κάθε άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει κάτι δικό του, διαβάζοντας ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ακούγοντας ένα τραγούδι. Δεν θέλω να βάζω σε δρόμους τους αναγνώστες μου. Γενικά στα κείμενά μου υπάρχουν κάποια πράγματα που έχω ζήσει, όπως και άλλα τα οποία είναι τελείως fiction.
Είναι θεραπευτικό να αναπλάθει κανείς την πραγματικότητα μέσα από τη λογοτεχνία;
Ναι, είναι. Βοηθάει πολύ και θα φέρω ένα παράδειγμα, όχι τόσο σημαντικό. Κάποτε είχα μια ερωτική ιστορία στη Γαλλία, δεν πήγε καλά. Η κοπέλα η συγκεκριμένη προτίμησε κάποιον άλλον. Μετά από λίγο καιρό εγώ έγραψα ένα διήγημα, όπου η ηρωίδα η οποία αντιστοιχούσε στην κοπέλα αυτή, σκότωνε το συγκεκριμένο άνθρωπο. Δηλαδή πραγματικά ήταν πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, ότι πήρα μια εκδίκηση κατά κάποιον τρόπο μέσα από τα γραπτά μου. Είναι μια καλή εκτόνωση.
Έχω την αίσθηση, όπως στο βιβλίο του Φιλίπ Μπεσόν («Ο αδερφός του», Εκδόσεις Καστανιώτης) ότι στην αρχή ο Δημήτρης υπάρχει γιατί υπάρχει ο Αντώνης –που είναι σπουδαίος- και μετά το αντίστροφο: ότι υπάρχει ο Αντώνης γιατί ο Δημήτρης υπάρχει και μπορεί να τον κρατήσει ζωντανό. Ήταν «Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ» μια προσπάθεια να κρατήσετε ζωντανή τη μνήμη;
Όχι ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα ρίσκο για μένα το συγκεκριμένο βιβλίο, γιατί εγώ δεν έχω αδέρφια, οπότε δεν ξέρω πως είναι να αγαπάς τον αδερφό σου. Είναι ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει στην οικογένειά μου, δεν είναι ένας παππούς που πέθανε. Δεν ξέρω κατά πόσο το πέτυχα. Γενικά όλα τα βιβλία κατά κάποιον τρόπο κρατάνε ένα κομμάτι της μνήμης, συντηρούν κάτι στο μυαλό. Σε τελική ανάλυση πιστεύω ότι ο λογοτέχνης είναι κατά κάποιον τρόπο ιστορικός. Με την έννοια ότι ένας άνθρωπος του 2100 που θα θελήσει να δεις πώς ήταν η ζωή το 2000, θα έχει καλύτερη εικόνα διαβάζοντας τη λογοτεχνία της εποχής παρά διαβάζοντας ιστορία. Τα γραπτά μένουν.
«Να μιλάς για το θάνατο δεν σημαίνει να πεις το θάνατο», γράφει κάπου ο Φιλίπ Μπεσόν. Έτσι και το να μιλάς για την αλήθεια ή την τέχνη δεν σημαίνει να πεις την αλήθεια ή την τέχνη. Άλλωστε ένα μυθιστόρημα ενδείκνυται απόλυτα για κάτι τέτοιο. Αρκεί αυτός ο μικρός θεός που γίνεται κάθε φορά ο δημιουργός, όσο γράφει ένα βιβλίο, να αναπλάσει έτσι την πραγματικότητα, μέσα από την οδό της φαντασίας, ώστε να συναντήσει και τους δρόμους του αναγνώστη.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Θανάσης Χειμωνάς ,«Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, έριξε πολύ και βαθύ μπλε χρώμα, λες βγαλμένο από πίνακα του Σαγκάλ και στην ονειρική του πνιγηρή ατμόσφαιρα έκλεισε τους ήρωές του να διηγηθούν την ιστορία τους για την τέχνη και την αλήθεια της, την αλήθεια και την τέχνη της, μέσα από τις εντάσεις που μπορεί να φτιάξει τόσο αποτελεσματικά μόνο η βιωμένη πραγματικότητα. Στον ασφυκτικό κλοιό ενός σχεδόν ψυχολογικού θρίλερ, ο Δημήτρης -διόλου ευχαριστημένος από τη ζωή του- αναγκάζεται να αναζητήσει το σκηνοθέτη αδερφό του, Αντώνη που εξαφανίζεται. Οι ρυθμοί γρήγοροι, η γλώσσα άμεση και απλή, το ύφος μοντέρνο, αλλά η κατάληξη πολύ κλασική: έχεις την εντύπωση ότι άκουσες ένα μπλουζ. Μπορεί να μην θυμάσαι τα λόγια του, αλλά η μελαγχολική του διάθεση αποτυπώθηκε πλήρως. Ο πόνος, η θλίψη, η απώλεια, η μνήμη. Κλείνεις το βιβλίο με ένα μούδιασμα στο στομάχι. Η μυθιστορηματική πραγματικότητα έχει γίνει και δική σου, ενώ την αλήθεια της τη νιώθεις απλώς.
Συνάντησα το Θανάση Χειμωνά ένα ολόφωτο καλοκαιριάτικο μεσημέρι με ζέστη που μέσα σε λίγη ώρα είχε δώσει τη θέση του σε φθινοπωρινό μπουρίνι. Κουβαλούσα μαζί μου τρεις εικόνες: μια μέρα που παραλίγο να μην πάω στη δουλειά για να τελειώσω το προηγούμενο μυθιστόρημά του «Ανεξιχνίαστη ψυχή» διαβάζοντας τις περιπέτειες της ηρωίδας του Μαρίας, μια συγκεχυμένη διήγηση για τον πατέρα του και την αίσθηση της πλήρους απορρόφησης στην ανάγνωση της «ΜΠΛΕ ΩΡΑΣ». Έφυγα με μία ιδιαίτερα παρήγορη σιγουριά από την κουβέντα μαζί του: ότι τα βιβλία είναι οι δημιουργοί τους και το αντίστροφο.
Διαβάζοντας κριτικές για σας, τονίζουν την κοινωνική διάσταση των πραγμάτων που περιγράφετε κάθε φορά. Εγώ νομίζω ότι τουλάχιστον τα δύο τελευταία βιβλία μοιάζουν με ενσταντανέ από ψυχικά τοπία. Θα σας χαρακτήριζα «φωτογράφο» ψυχικών τοπίων. Εσείς τι επιδιώκετε περισσότερο την κοινωνική ανάλυση ή το ψυχογράφημα του σύγχρονου κόσμου;
Η αλήθεια είναι ότι, όταν γράφω γενικά, δεν επιδιώκω τίποτα. Δηλαδή καθαρά είναι κάτι που θέλω να το κάνω και το κάνω. Υπάρχουν κάποια θέματα με τα οποία ασχολούμαι, για παράδειγμα στα «Σπασμένα ελληνικά» -το δεύτερό μου βιβλίο- που η ηρωίδα είναι Αλβανίδα, κάπου αφορά το ρατσισμό, αλλά ακόμα και κει δεν κάθισα να γράψω ένα βιβλίο κόντρα στο ρατσισμό. Απλώς ήταν ένα θέμα που με ενέπνευσε και το έγραψα. Δεν έχω κάποιο στόχο. Υπάρχουν κάποιες αναλύσεις της κοινωνίας, απλώς επειδή αποτελώ μέρος της και είναι λογικό αυτό το πράγμα να βγαίνει στο χαρτί. Αλλά δεν σκοπεύω να αναλύσω ούτε κάποιον άνθρωπο ούτε το πώς σκέφτονται κάποιοι άνθρωποι. Είναι κάτι που βγαίνει φυσιολογικά.
Να ξεκινήσουμε από τον τίτλο του μυθιστορήματος «Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ» και να παίξουμε λίγο με τις λέξεις: θα λέγατε ότι είναι ένα λογοτεχνικό blues με την έννοια ότι έχει μέσα του κρυμμένο πόνο και θλίψη;
Δεν έχει σχέση ούτε με την Εθνική ούτε με τη Νέα Δημοκρατία (γέλια). Κάθε λογοτεχνικό βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει πόνο και θλίψη. Εγώ προσωπικά δεν θα διάβαζα ποτέ ένα βιβλίο που θα ήταν όλοι χαρούμενοι και θα πήγαιναν όλα πολύ καλά. Αυτό που λέω πάντα είναι ότι για να γίνει κάποιος συγγραφέας, σημαίνει ότι κάτι δεν πρέπει να πήγε καλά κάποια στιγμή στη ζωή του και αναγκάστηκε να εκτονωθεί κι άρχισε να γράφει. Κάποιος που όλα του πάνε καλά δεν θα κάτσει να γράψει. Θα κάνει άλλα πράγματα που δίνουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Τι δεν πήγε καλά, λοιπόν, με σας;
Αυτά είναι προσωπικά θέματα. Σε όλους κάποια στιγμή τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλουμε, σε άλλους λιγότερο σε άλλους περισσότερο. Από κει και πέρα κάθε οργανισμός αντιδρά ανάλογα. Εμένα αντέδρασε, γράφοντας.
Είναι σαν να υπνωτίζετε τον αναγνώστη σας, να τον αιχμαλωτίζετε σε ατμόσφαιρες φορτισμένες –συχνά θρίλερ. Κατά τη γνώμη μου υπηρετείτε μια σύγχρονη ιδιότυπη μεταφυσική, που απορρέει από στεγνό και στυγνό κάποτε ρεαλισμό. Γιατί επιλέγετε αυτόν τον τρόπο;
Δεν είναι κάτι που το επιλέγω. Είναι καθαρά θέμα στυλ. Πιστεύω ότι έτσι μου βγαίνει. Εκφράζομαι καλύτερα μέσα από το ρεαλισμό. Η αλήθεια είναι ότι την ατμόσφαιρα τη δημιουργώ υποσυνείδητα με κάποια τεχνική που έχω, την οποία δεν την έχω εξετάσει. Απλώς διαβάζοντας μετά τα κείμενά μου, βλέπω ότι βγαίνει. Προσπαθώ να δώσω μια εικόνα μια κατάσταση, όχι περιγράφοντάς τη πολύ έντονα, αλλά με κάποιες λέξεις ή με κάποιες λεπτομέρειες πολύ ασήμαντες οι οποίες όμως θα βάλουν τον αναγνώστη στο πνεύμα αυτού που ζω. Αλλά ακόμα κι αυτή η τεχνική, που είναι φανερή, πιστεύω, μου το ‘χουν πει κι άλλοι και το βλέπω κι εγώ, δεν είναι κάτι που το σκέφτηκα. Όταν ξεκινάω να γράφω, δεν έχω καμία τεχνική στο μυαλό μου. Είναι καθαρά θέμα προσωπικής έκφρασης, είναι κάτι που βγαίνει μόνο του.
Ο ήρωάς σας ο Δημήτρης κινείται με γνώμονα τη φαντασία του –ένστικτο και συνεχώς «δικαιώνεται» ακόμη και δυσάρεστα. Πόσο εμπιστεύεστε τη φαντασία; Είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την αλήθεια, τουλάχιστον για την αλήθεια ενός συγγραφέα;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο η φαντασία, αλλά είναι και γεγονότα που τον οδηγούν να κάνει κάποιες εικασίες, αλλά στηρίζεται σε κάποιες ενδείξεις. Κάπου, όμως, ο ίδιος θέλει να αφεθεί. Ουσιαστικά, η εξαφάνιση αυτή του αδερφού τού δίνει μια αφορμή να ξεφύγει. Βρίσκει ένα νόημα για τη ζωή του με την ιστορία με τον αδερφό του.
Από την άλλη πλευρά, ο Αντώνης, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης και διανοούμενος εμφανίζεται ως «προστατευόμενο είδος» από την οικογένειά του, κάποιος που χρήζει ειδικής μεταχείρισης. Είναι εύθραυστες οι ισορροπίες της καθημερινότητας για έναν άνθρωπο που αφοσιώνεται στην τέχνη του;
Πιστεύω πως ναι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για έναν άνθρωπο που αφοσιώνεται τόσο πολύ. Ο Αντώνης είναι ένας άνθρωπος που απορροφιέται από την τέχνη. Ζει σε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που ζουν οι υπόλοιποι και γι’ αυτό έρχονται οι συγκρούσεις με τους άλλους, εκτός από τον αδερφό του, ο οποίος τον καταλαβαίνει απόλυτα και ακόμα και στις δύσκολες στιγμές κάπου τον θαυμάζει. Γενικά νομίζω ότι οι σχέσεις είναι πολύ εύθραυστες, για τους συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως είναι ο Αντώνης, όπως ήταν ενδεχομένως άλλοι άνθρωποι στο παρελθόν ή τώρα που ζουν ανάμεσά μας, είναι κάτι το λογικό να γίνει.
Ο Δημήτρης είναι η γείωση του Αντώνη, το αντιστάθμισμα στην καλλιτεχνική φύση και κάποιος που φαίνεται να γλιτώνει απ’ αυτή.
Δεν είναι πάντως ένα alter ego, όπως μου έχουν πει άλλοι.
Κατασπαράζει, λοιπόν, η Τέχνη; Είναι σαρκοβόρα και πρέπει κανείς να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας;
Ποτέ δεν πρέπει. Δεν πρέπει, αλλά ναι. Ο Αντώνης κατά κάποιον τρόπο το επιδιώκει, κάπου θέλει πραγματικά να αφεθεί σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε Τέχνη. Θέλει να κάνει κάτι πολύ μεγάλο το οποίο όμως δεν μπορεί να το κάνει ποτέ 100%. Όσο πλησιάζει, αυτό μεγαλώνει ακόμα περισσότερο και δεν μπορεί να το καταφέρει ποτέ. Οπότε είναι σαν το μύθο του Σίσυφου, που έσπρωχνε το βράχο κι αυτός ξανακατέβαινε. Αλλά δεν πρέπει να κρατάμε επιφυλάξεις, γιατί έτσι αναπτύχθηκε η τέχνη, ο πολιτισμός σε τελική ανάλυση.
Μιλήστε μου για τις λογοτεχνικές σας επιρροές.
Δεν νομίζω ότι έχω συγκεκριμένες. Γράφω βασισμένος σε δικά μου βιώματα, αυτά με έχουν εμπνεύσει, αυτά με έχουν κινήσει στο να γράψω. Υπήρξαν μυθιστορήματα που μ’ άρεσαν πολύ, όπως «Η αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ, την οποία την είχα διαβάσει, όταν ήμουν φοιτητής στη Γαλλία και κάπου άλλαξε και η εικόνα που έβλεπα τη λογοτεχνία, αλλά δεν θα ‘λεγα ότι έχω επιρροή από το Φλομπέρ. Αν υπάρχουν επιρροές, είναι περισσότερο από τον κινηματογράφο. Αυτό μου το λένε πολλοί, ότι ο τρόπος που γράφω είναι αρκετά κινηματογραφικός, ο τρόπος που δίνω τους διαλόγους.
Πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς μια ταυτότητα –αναγνωρίσιμη και από το αναγνωστικό κοινό- μέσα στην εκδοτική υπερπαραγωγή;
Περίπου 7.000 τίτλοι κάθε χρόνο είναι ένα τεράστιο νούμερο για μια χώρα που δεν διαβάζει. Οι Έλληνες δεν διαβάζουν, όπως διαβάζουν οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Άγγλοι. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο. Το θέμα είναι ότι τα βιβλία κάπου αντιμετωπίζονται σαν ποπ επιτυχία, με την έννοια ότι ακούγονται ένα-δυο μήνες, πάνε στο ράφι και εξαφανίζονται. Το οποίο, βέβαια, δεν είναι λογικό, γιατί την ποπ επιτυχία θα την ακούσεις, θα την ακούσεις, στο τέλος θα τη βαρεθείς. Το βιβλίο θα το διαβάσεις ή δεν θα το διαβάσεις. Από την άλλη, με τόσα βιβλία που βγαίνουν, θα έπρεπε να υπάρχουν βιβλιοπωλεία σαν το ΟΑΚΑ, σαν το Μέγαρο Μουσικής για να χωράνε. Και ξέρεις ότι ένα βιβλίο σου έχει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για να ακουστεί, αν περάσει αυτό το χρονικό διάστημα, τότε θα μείνει απαρατήρητο.
Συνήθως αναζητώ με εμμονή, χωρίς να σημαίνει ότι βρίσκω κιόλας, τη βαθύτερη –αν γίνεται και την προσωπική- πρόθεση ενός συγγραφέα σε ένα έργο του. Αυτή τη φορά με το δικό σας μου δόθηκε έτοιμη από τον Τύπο, αλλά παραδόξως δεν με αφορούσε. Το περίεργο είναι ότι ανέσυρε από τη μνήμη μου μια θολή διήγηση, σαν ντοκιμαντέρ της ΕΤ1, για τον πατέρα σας. Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτό; Ποια ήταν η δική σας πρόθεση γι’ αυτό το βιβλίο;
Καταρχήν θεωρώ ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να δίνει κατευθύνσεις. Π.χ. αν έβγαινα τώρα και έλεγα ότι αυτός ο ήρωας είναι ο πατέρας μου, η άλλη είναι η ξαδέρφη μου ή δεν ξέρω τι, κάπου καταστρέφω το δικαίωμα του αναγνώστη να βρει κάτι δικό του. Αυτή είναι η λογοτεχνία, η τέχνη. Κάθε άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει κάτι δικό του, διαβάζοντας ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ακούγοντας ένα τραγούδι. Δεν θέλω να βάζω σε δρόμους τους αναγνώστες μου. Γενικά στα κείμενά μου υπάρχουν κάποια πράγματα που έχω ζήσει, όπως και άλλα τα οποία είναι τελείως fiction.
Είναι θεραπευτικό να αναπλάθει κανείς την πραγματικότητα μέσα από τη λογοτεχνία;
Ναι, είναι. Βοηθάει πολύ και θα φέρω ένα παράδειγμα, όχι τόσο σημαντικό. Κάποτε είχα μια ερωτική ιστορία στη Γαλλία, δεν πήγε καλά. Η κοπέλα η συγκεκριμένη προτίμησε κάποιον άλλον. Μετά από λίγο καιρό εγώ έγραψα ένα διήγημα, όπου η ηρωίδα η οποία αντιστοιχούσε στην κοπέλα αυτή, σκότωνε το συγκεκριμένο άνθρωπο. Δηλαδή πραγματικά ήταν πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, ότι πήρα μια εκδίκηση κατά κάποιον τρόπο μέσα από τα γραπτά μου. Είναι μια καλή εκτόνωση.
Έχω την αίσθηση, όπως στο βιβλίο του Φιλίπ Μπεσόν («Ο αδερφός του», Εκδόσεις Καστανιώτης) ότι στην αρχή ο Δημήτρης υπάρχει γιατί υπάρχει ο Αντώνης –που είναι σπουδαίος- και μετά το αντίστροφο: ότι υπάρχει ο Αντώνης γιατί ο Δημήτρης υπάρχει και μπορεί να τον κρατήσει ζωντανό. Ήταν «Η ΜΠΛΕ ΩΡΑ» μια προσπάθεια να κρατήσετε ζωντανή τη μνήμη;
Όχι ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα ρίσκο για μένα το συγκεκριμένο βιβλίο, γιατί εγώ δεν έχω αδέρφια, οπότε δεν ξέρω πως είναι να αγαπάς τον αδερφό σου. Είναι ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει στην οικογένειά μου, δεν είναι ένας παππούς που πέθανε. Δεν ξέρω κατά πόσο το πέτυχα. Γενικά όλα τα βιβλία κατά κάποιον τρόπο κρατάνε ένα κομμάτι της μνήμης, συντηρούν κάτι στο μυαλό. Σε τελική ανάλυση πιστεύω ότι ο λογοτέχνης είναι κατά κάποιον τρόπο ιστορικός. Με την έννοια ότι ένας άνθρωπος του 2100 που θα θελήσει να δεις πώς ήταν η ζωή το 2000, θα έχει καλύτερη εικόνα διαβάζοντας τη λογοτεχνία της εποχής παρά διαβάζοντας ιστορία. Τα γραπτά μένουν.