Εκλεκτικές συγγραφικές συνομιλίες
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)
Ένα εξαρθρωμένο «ΕΜΕΙΣ» άκουσα πρόσφατα να ξεφεύγει από τα χείλη ελληνίδας συγγραφέως για να δηλώσει τη δυναμική -της καθαγιασμένης επίκρισης και του θέσφατου- της λογοτεχνικής της συντεχνίας. Ρίγη αποστροφής, απέχθειας και διόλου δέους με διαπέρασαν, για τον τρόπο που οι «καταξιωμένοι» περιφρουρούν την «καταξίωσή» τους, στήνοντας ωραιότατα ναρκοπέδια γύρω για τους ...ανεπιθύμητους να παρεισδύσουν στα χωρικά ύδατα της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Σ’ αυτούς τους ανεπιθύμητους, λοιπόν, μπορεί να περιλαμβάνονται και νέοι που επιχειρούν τα πρώτα τους βήματα ή άνθρωποι -πολύ λίγοι και γι’ αυτό εκτιμητέοι- απρόθυμοι να εισχωρήσουν σε καμία συντεχνία, σε κανένα σινάφι, σε καμιά δομή που τους «εξασφαλίζει» αναγνώριση ή καταξίωση ή τέλος πάντων λόγο ύπαρξης. Τότε ήταν που είδα μπροστά μου ζωντανή την εικόνα του τι σημαίνει σινάφι και ποιοι το χτίζουν. Είναι ένα στεγανό που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω ποιον επιχειρεί να σώσει από το βούλιαγμα ούτε τι κριτήρια επιβάλει για να δεχτεί στους κόλπους του αυτούς που το απαρτίζουν, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα. Αποφάσισα, κιόλας, αφοριστικά να μην ασχοληθώ με την ύπαρξή του, γιατί στο μυαλό μου διατηρώ τη ρομαντική εικόνα των λογοτεχνικών φίλων και εχθρών, χωρίς εκπτωτικές αποχρώσεις στο ενδιάμεσο. Ασκούν πάντα γοητεία -όχι με την έννοια της γραφικότητας- σε μένα εκείνοι που το τρέχον γούστο τους απέρριψε και το εκάστοτε σινάφι λοιδόρησε επιδεικτικά. Ο αμείλικτος χρόνος τους δικαίωσε, καθώς αποδείχθηκε ο μόνος στον οποίο καταδέχτηκαν να πληρώσουν «διόδια».
Όταν βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ «Κουβέντες του σιναφιού - Ένας συγγραφέας, οι συνάδελφοί του και η δουλειά τους» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε πολύ φροντισμένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, διαπίστωσα ότι ο όρος «σινάφι» έχει εφευρεθεί από κείνους που δεν είναι σε θέση -για τους δικούς τους λόγους- να ανοίξουν τα λογοτεχνικά τους χαρτιά μπροστά στους ομότεχνούς τους, προϋπάρχοντες, σύγχρονους και μεταγενέστερους. Όπως παρατηρεί τόσο εύστοχα η Κατερίνα Σχινά στο επίμετρό της «Το σινάφι είναι δύστροπο, ψυχικά φιλάργυρο». Κατέληξα ότι για κείνους τους δημιουργούς που δεν είναι δύσκολο να εκφράσουν ειλικρινώς και να διατυπώσουν με ενάργεια και αυτονομία είτε το θαυμασμό είτε την απόρριψή τους προς ένα λογοτεχνικό έργο, η λέξη «σινάφι» μπορεί και να σημαίνει έναν νοητό κύκλο στον οποίο εισέρχονται για να συνομιλήσουν, να συνευρεθούν και να διαφωνήσουν άνθρωποι με ένα κοινό ενδιαφέρον. Το αποτέλεσμα αυτής της συναναστροφής μπορεί να είναι από τα πιο ελκυστικά, όπως στην περίπτωση του βιβλίου του Φίλιπ Ροθ. Ο συστημένος σε μένα με τις πιο ευφάνταστες λογοτεχνικές του ιδέες αμερικανός συγγραφέας με εξέπληξε με τον τρόπο που προσεγγίζει τους ομότεχνούς του.
Κλείνοντας το βιβλίο, αν και τα έργα του Μίλαν Κούντερα ήταν αυτά που μπορούσαν να μου προσφέρουν μια κάποια εγγύτητα και οικειότητα, έμεινα με την εντύπωση καταρχάς ότι είχα γνωρίσει επαρκώς και τους υπόλοιπους, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι με προέτρεψε να ψάξω τα έργα τους. Με συνεπήραν πραγματικά αυτές οι ιδιότυπες δοκιμιακές συνομιλίες του με τον Πρίμο Λέβι, τον Άαρον Άπελφελντ, τον Ιβάν Κλίμα, την Έντνα Ο’ Μπράιαν. Διαπίστωσα με έκδηλη ανησυχία ότι ένας νέος άνθρωπος στην Ελλάδα του 2005, όσο κι αν προσπαθεί να οσμιστεί το παρελθόν, όσο κι αν χώνεται στα βιβλία για να ανακαλύψει τον κόσμο, είναι μακριά νυχτωμένος για ζητήματα όπως το Ολοκαύτωμα, το εβραϊκό ζήτημα, ακόμη κι αυτό το γκρεμισμένο Σιδηρούν Παραπέτασμα που βρίσκεται τόσο κοντά του και ζει καθημερινά τις επιπτώσεις του. Πέρα από το μυημένο κοινό που η αναγνωστική του σκαπάνη έχει εγκαίρως χτυπήσει πάνω στους λογοτεχνικούς θησαυρούς του Φίλιπ Ροθ, του Πρίμο Λέβι, του Άαρον Άπελφελντ, του Ιβάν Κλίμα, του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, του Μπρούνο Σουλτς, του Μίλαν Κούντερα, της Έντνα Ο’ Μπράιαν, της Μαίρη Μακ Κάρθυ, του Μπέρναρντ Μάλαμουντ και του Σάουλ Μπέλοου, αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία το βιβλίο αυτό του Ροθ να ανοίξει κανείς τα μάτια του σε έναν ορίζοντα διανόησης και λογοτεχνικής δημιουργίας που δεν έχει να κάνει με τα ελληνικά στεγανά, το «σινάφι», το τρέχον γούστο. Είναι ένα παράθυρο που ανοίγεται για τον αναγνώστη σε έναν άλλον κόσμο που του επιφυλάσσουν οι εκλεκτικές αυτές συγγραφικές συνομιλίες.
Ένα εξαρθρωμένο «ΕΜΕΙΣ» άκουσα πρόσφατα να ξεφεύγει από τα χείλη ελληνίδας συγγραφέως για να δηλώσει τη δυναμική -της καθαγιασμένης επίκρισης και του θέσφατου- της λογοτεχνικής της συντεχνίας. Ρίγη αποστροφής, απέχθειας και διόλου δέους με διαπέρασαν, για τον τρόπο που οι «καταξιωμένοι» περιφρουρούν την «καταξίωσή» τους, στήνοντας ωραιότατα ναρκοπέδια γύρω για τους ...ανεπιθύμητους να παρεισδύσουν στα χωρικά ύδατα της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Σ’ αυτούς τους ανεπιθύμητους, λοιπόν, μπορεί να περιλαμβάνονται και νέοι που επιχειρούν τα πρώτα τους βήματα ή άνθρωποι -πολύ λίγοι και γι’ αυτό εκτιμητέοι- απρόθυμοι να εισχωρήσουν σε καμία συντεχνία, σε κανένα σινάφι, σε καμιά δομή που τους «εξασφαλίζει» αναγνώριση ή καταξίωση ή τέλος πάντων λόγο ύπαρξης. Τότε ήταν που είδα μπροστά μου ζωντανή την εικόνα του τι σημαίνει σινάφι και ποιοι το χτίζουν. Είναι ένα στεγανό που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω ποιον επιχειρεί να σώσει από το βούλιαγμα ούτε τι κριτήρια επιβάλει για να δεχτεί στους κόλπους του αυτούς που το απαρτίζουν, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα. Αποφάσισα, κιόλας, αφοριστικά να μην ασχοληθώ με την ύπαρξή του, γιατί στο μυαλό μου διατηρώ τη ρομαντική εικόνα των λογοτεχνικών φίλων και εχθρών, χωρίς εκπτωτικές αποχρώσεις στο ενδιάμεσο. Ασκούν πάντα γοητεία -όχι με την έννοια της γραφικότητας- σε μένα εκείνοι που το τρέχον γούστο τους απέρριψε και το εκάστοτε σινάφι λοιδόρησε επιδεικτικά. Ο αμείλικτος χρόνος τους δικαίωσε, καθώς αποδείχθηκε ο μόνος στον οποίο καταδέχτηκαν να πληρώσουν «διόδια».
Όταν βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ «Κουβέντες του σιναφιού - Ένας συγγραφέας, οι συνάδελφοί του και η δουλειά τους» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε πολύ φροντισμένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, διαπίστωσα ότι ο όρος «σινάφι» έχει εφευρεθεί από κείνους που δεν είναι σε θέση -για τους δικούς τους λόγους- να ανοίξουν τα λογοτεχνικά τους χαρτιά μπροστά στους ομότεχνούς τους, προϋπάρχοντες, σύγχρονους και μεταγενέστερους. Όπως παρατηρεί τόσο εύστοχα η Κατερίνα Σχινά στο επίμετρό της «Το σινάφι είναι δύστροπο, ψυχικά φιλάργυρο». Κατέληξα ότι για κείνους τους δημιουργούς που δεν είναι δύσκολο να εκφράσουν ειλικρινώς και να διατυπώσουν με ενάργεια και αυτονομία είτε το θαυμασμό είτε την απόρριψή τους προς ένα λογοτεχνικό έργο, η λέξη «σινάφι» μπορεί και να σημαίνει έναν νοητό κύκλο στον οποίο εισέρχονται για να συνομιλήσουν, να συνευρεθούν και να διαφωνήσουν άνθρωποι με ένα κοινό ενδιαφέρον. Το αποτέλεσμα αυτής της συναναστροφής μπορεί να είναι από τα πιο ελκυστικά, όπως στην περίπτωση του βιβλίου του Φίλιπ Ροθ. Ο συστημένος σε μένα με τις πιο ευφάνταστες λογοτεχνικές του ιδέες αμερικανός συγγραφέας με εξέπληξε με τον τρόπο που προσεγγίζει τους ομότεχνούς του.
Κλείνοντας το βιβλίο, αν και τα έργα του Μίλαν Κούντερα ήταν αυτά που μπορούσαν να μου προσφέρουν μια κάποια εγγύτητα και οικειότητα, έμεινα με την εντύπωση καταρχάς ότι είχα γνωρίσει επαρκώς και τους υπόλοιπους, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι με προέτρεψε να ψάξω τα έργα τους. Με συνεπήραν πραγματικά αυτές οι ιδιότυπες δοκιμιακές συνομιλίες του με τον Πρίμο Λέβι, τον Άαρον Άπελφελντ, τον Ιβάν Κλίμα, την Έντνα Ο’ Μπράιαν. Διαπίστωσα με έκδηλη ανησυχία ότι ένας νέος άνθρωπος στην Ελλάδα του 2005, όσο κι αν προσπαθεί να οσμιστεί το παρελθόν, όσο κι αν χώνεται στα βιβλία για να ανακαλύψει τον κόσμο, είναι μακριά νυχτωμένος για ζητήματα όπως το Ολοκαύτωμα, το εβραϊκό ζήτημα, ακόμη κι αυτό το γκρεμισμένο Σιδηρούν Παραπέτασμα που βρίσκεται τόσο κοντά του και ζει καθημερινά τις επιπτώσεις του. Πέρα από το μυημένο κοινό που η αναγνωστική του σκαπάνη έχει εγκαίρως χτυπήσει πάνω στους λογοτεχνικούς θησαυρούς του Φίλιπ Ροθ, του Πρίμο Λέβι, του Άαρον Άπελφελντ, του Ιβάν Κλίμα, του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, του Μπρούνο Σουλτς, του Μίλαν Κούντερα, της Έντνα Ο’ Μπράιαν, της Μαίρη Μακ Κάρθυ, του Μπέρναρντ Μάλαμουντ και του Σάουλ Μπέλοου, αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία το βιβλίο αυτό του Ροθ να ανοίξει κανείς τα μάτια του σε έναν ορίζοντα διανόησης και λογοτεχνικής δημιουργίας που δεν έχει να κάνει με τα ελληνικά στεγανά, το «σινάφι», το τρέχον γούστο. Είναι ένα παράθυρο που ανοίγεται για τον αναγνώστη σε έναν άλλον κόσμο που του επιφυλάσσουν οι εκλεκτικές αυτές συγγραφικές συνομιλίες.