Ο μαγικός ρεαλισμός του έρωτα

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

Ένα στέρεο οικοδόμημα, με τους αρμούς του στηριγμένους με δεσμά κόκκινων ρόδων και στίχους του Σέξπιρ. Όσο ποιητική ή ονειρική κι αν ακούγεται η παραπάνω διατύπωση, αφορά ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, απολύτως γειωμένο με την πραγματικότητα και ταυτόχρονα «φευγάτο», συναρπαστικό, που βασίζει μέρος της γοητείας του στη διαπλοκή στοιχείων του έργου του Σέξπιρ στη ζωή του κεντρικού του ήρωα.
Το βιβλίο είναι το «Σε δεσμά κόκκινων ρόδων (ρώτησε και τον Σέξπιρ)» του Τζέφρι Μουρ που κυκλοφορεί από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ σε μετάφραση από τη Βάνια Λαμπρινίδου. Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ τον αφήνει με την ισχυρή εντύπωση ότι παρακολούθησε μπροστά του να εκτυλίσσεται ένα έργο ολοκληρωμένο, αύταρκες και αριστοτεχνικά διαρθρωμένο. Στο τέλος της ανάγνωσης αυτό που κυριαρχεί ως αίσθηση είναι η αρχιτεκτονική μαεστρία του δημιουργού που καταφέρνει να ισορροπεί τις εσωτερικές σκέψεις του πρωταγωνιστή του με μια πλοκή ακανθώδη, θα μπορούσε να πει κανείς.
Άλλωστε, τα κόκκινα τριαντάφυλλα γι’ αυτό που ξεχωρίζουν -εκτός από την έκλυτη γοητεία τους- είναι εκείνα τα αιχμηρά, πολλές φορές αόρατα, αγκάθια που φιλοξενούν στον κορμό τους. Μπορούν να είναι ευαίσθητα, εύθραυστα -όπως οι κεντρικοί ήρωες του Τζέφρι Μουρ- και την ίδια στιγμή επικίνδυνα. Ένα αγκάθι των άλικων ρόδων, βέβαια, τρυπώντας τον επίδοξο θαυμαστή τους μπορεί και να αφυπνίσει ένα πολύ σημαντικό αίσθημα, αυτό του πόνου. Μέσα από τη θλίψη, λοιπόν, τον ιδιότυπο προσωπικό πόνο του Τζέρεμι, τη μελαγχολία του που βρίσκει πότε διέξοδο και πότε ένα παραπάνω κίνητρο για να γιγαντωθεί μέσω του έρωτα, ο καναδός συγγραφέας χτίζει μια ιστορία για το πως ένας άνθρωπος κυνηγά τις επιθυμίες του, τη μοίρα του, το πεπρωμένο του οποίου έχει πιστέψει ότι κατέχει τις κατευθυντήριες γραμμές του.
Με έναν ιδιαίτερα έξυπνο και ανατρεπτικό τρόπο ο μυθιστοριογράφος διατυπώνει μια προσωπική μεταφυσική, πολύ αληθινή, πολύ γοητευτική και πάνω απ’ όλα διόλου σαθρή, όπως τουλάχιστον πείθει τον αναγνώστη. Τα ερείσματά της βρίσκονται στις κλασικές αξίες -που μεγαλειωδώς εκφράζει και ο Σέξπιρ- της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ εκδηλώνονται με τα πλέον αποτελεσματικά μέσα: το χιούμορ και την ειρωνεία. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας κερδίζει τον αναγνώστη του, με την ευφυή του τεχνική, αλλά και με ένα περιεχόμενο τόσο βαθιά ανθρώπινο που δεν μπορείς παρά να δεθείς στα ...δεσμά των ρόδων του, με τη ματιά του ...Σέξπιρ να σε κρυφοκοιτάζει.
Τα πάντα γυρίζουν γύρω από το σύμπαν μιας μαγικής «Σελίδας» -ενός τυχαίου συμβάντος- που γίνεται για τον Τζέρεμι μια πολύ δημιουργική εμμονή και πολύ βασανιστική κάποτε, αφού πρόκειται για μια τυχαία σελίδα από ένα βιβλίο που διαλέγει ο ίδιος στα τυφλά και που υποτίθεται ότι κρύβει μέσα στις λέξεις της όλο το νόημα της ζωής του, όλους τους διαδρόμους της μετέπειτα πορείας του. Κάτι σαν «γκουρού» του ήρωα εμφανίζεται η μορφή του Τζέραρντ, ένας απατεώνας, χαρτοκλέφτης, στοιχηματάκιας, ένας άνθρωπος που ξέρει να ζει τη ζωή του σε όλες της τις διαστάσεις. Αυτός είναι που θα βοηθήσει στη διάπλαση του χαρακτήρα του μικρού Τζέρεμι, που όταν μεγαλώνει αναδεικνύεται σε έναν ιδανικό κυνηγό της ουτοπίας, ένα δονκιχωτικό τυχοδιώκτη του έρωτα και του απόλυτου αντικειμένου του πόθου του, της Μιλένα. «...Ο έρωτας, λέει ο Πλάτωνας στο ‘‘Συμπόσιο’’, έχει να κάνει με την ατέλεια που αναζητά την τελειότητα. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Είναι απλά ένα κύμα αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, τίποτα περισσότερο. Και δεν νομίζω ότι οι γυναίκες αισθάνονται ποτέ κάτι τέτοιο -ή τουλάχιστον ότι τόσο πολύ όσο οι άντρες, που αν βγουν έξω μία βόλτα, το αισθάνονται ανά μία ώρα. Ο Μάρλοου τα παραλέει. Το δε ‘‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα» είναι φούμαρα. Είναι εντελώς αδύνατο να ερωτευτείς, αν δεν έχεις ανταλλάξει δύο λόγια πρώτα -σε αυτή την περίπτωση είναι σαρκικός πόθος, δεν είναι έρωτας...Μήπως ήθελα τη Μιλένα, επειδή νόμιζα ότι θα μπορούσα να τη βοηθήσω; μήπως την είχα δει καλός Σαμαρείτης, Φλόρενς Ναίτινγκεϊλ ή Καρλ Γιουνγκ; (Το να επιθυμείς μία γυναίκα σημαίνει να επιθυμείς να τη σώσεις, λέει ο Άπνταϊκ.)...»
Η ενδότερη μελανή φιγούρα του Τζέρεμι έλκεται από την εξωτερικά σκοτεινή φιγούρα της Μιλένα. Και τότε αρχίζει μια περιπετειώδης προσπάθεια κατάκτησης του μοναδικού ανθρώπου που μπορεί να του αντισταθεί. Ένα κοινώς διαδεδομένο μυστικό, μια φήμη που κρύβεται μόνο από κείνον που δεν θέλει να την πιστέψει, θα αποτελέσει το αγκάθι των δεσμών που νιώθει ήδη ο Τζέρεμι ότι έχει στήσει γύρω και μέσα του η Μιλένα.
Η κόλαση και ο παράδεισος του ήρωα είναι αυτή η κοπέλα: «Την ώρα που τα έγραφα αυτά, τα κατάλαβα όλα: είχα διασχίσει το κατώφλι ενός άλλου κόσμου, η γνωριμία μου με τη Μιλένα ήταν η απαρχή της ζωής μου ή το τέλος της». Ο Φάλσταφ του Σέξπιρ διαπλέκεται με την ινδουιστική μυθολογία και το ερωτικό δράμα Σακούνταλα στο μυαλό του ήρωα. Οδηγώντας το πάθος του στην κορύφωσή του, μέσα από μια τελετουργία απόγνωσης την οποία βοηθάει να στηθεί σημειολογικά η ίδια η λογοτεχνία.
Η οφθαλμαπάτη και η ψευδαίσθηση μέσα στο αστικό περιβάλλον της καναδέζικης μεγαλούπολης δρουν ως το συστατικό μιας ψυχεδελικής παραίσθησης που στη δίνη της στριφογυρίζει τις επιθυμίες, τα όνειρα, τις αγωνίες και τις ελπίδες του Τζέρεμι. Η ατμόσφαιρα συχνά του μυθιστορήματος θυμίζει θρίλερ ή αστυνομικό νουάρ. Οι νύξεις πάνω σε λογοτεχνικά έργα, τα λογοπαίγνια και όλα εκείνα τα στοιχεία που με δεξιοτεχνία ενορχηστρώνει ο Μουρ στην πυκνή γραφή του κειμένου του, υφαίνουν ένα πέπλο γύρω από την ιστορία του που θυμίζει έντονα μαγικό ρεαλισμό.

Ο συγγραφέας

Ο Τζέφρι Μουρ γεννήθηκε στο Μόντρεαλ. Σήμερα μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην πόλη του και το Βαλ Μόριν, στο Κεμπέκ. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι και στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα, όπου ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη μετάφραση. Διδάσκει μετάφραση στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ και στο Γαλλικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κονκόρντια. Για το μυθιστόρημα «Σε δεσμά κόκκινων ρόδων» τιμήθηκε με το Βραβείο Commonwealth ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας.