Ο αφοπλιστικός ρεαλισμός των συναισθημάτων

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

Ως ώριμη ψυχικά συμπεριφορά οροθετούν οι ειδικοί εκείνη τη στάση που τηρούν οι άνθρωποι και έχουν τις όσο δυνατόν λιγότερες «κρίσεις» στην ενήλικη καθημερινότητά τους. Όταν δηλαδή αντιμετωπίζουν με τέτοιο τρόπο τα πράγματα που δεν χρειάζεται να φτάνουν σε οριακά σημεία τον ψυχισμό τους είτε να σπάσει είτε να λυγίσει στις καταστάσεις με τις οποίες έρχονται σε τριβή.
Ας σκεφτούμε με τον ίδιο τρόπο ότι ένας «ώριμος» αναγνώστης είναι εκείνος που λόγω της ποσότητας και της ποιότητας των διαβασμάτων του ή λόγω της αυξημένης του κριτικής ικανότητας είναι εκείνος που «σπάει», «λυγίζει» δύσκολα μπροστά σε ένα ανάγνωσμα, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες να τον συγκινήσει, να τον κάνει να χύσει δάκρυα ή να το κρατήσει για τους παραπάνω λόγους στη μνήμη του έντονα. Υπάρχουν βιβλία που μπορούν να κουράσουν τόσο τις εγκεφαλικές του λειτουργίες, αλλά να του δίνουν ένα πολύ ισχυρό έναυσμα να δει τη ζωή του και τον εαυτό του αλλιώς. Είναι εκείνα που περνάνε στη σφαίρα της αιωνιότητας και θα υποστηρίζει κάποτε ότι άλλαξαν την προσωπική του πορεία, χωρίς να έχει χρειαστεί να κλάψει, να βγει από τον εαυτό του, να περάσει μια προσωπική «κρίση», αφήνοντάς τον δηλαδή να πιστεύει ότι είναι ένας «ώριμος» αναγνώστης ακόμα.
Και είναι και κάτι άλλα αναγνώσματα που ταρακουνάνε το θυμικό. Σε κάνουν να τα κρατάς σα φυλακτό στην καρδιά σου ή σε μια ακρούλα σκοτεινή και καλά προφυλαγμένη της σκέψης σου, γιατί εκφράζουν μια αλήθεια ανομολόγητη που χαίρεσαι πολύ που βρέθηκε κάποιος για σένα εκεί να την εκφράσει, να τη γράψει, να τη διατυμπανίσει. Όταν την ανακαλύψεις, νιώθεις σαν παιδί -χάνεις δηλαδή τη δύναμη της περιλάλητης «ωριμότητάς» σου- και μπορείς ωραιότατα να αναλυθείς σε λυγμούς, δάκρυα και άλλες τέτοιες συναφείς αντιδράσεις. Αυτά είναι και τα κείμενα που αντιμετωπίζονται με τη μεγαλύτερη καχυποψία από τους κριτικούς -το κοινό έχει σαφή στάση: αίμα, δάκρυα, ιδρώτας και σπέρμα επιβραβεύονται τάχιστα στις λίστες των best seller- γιατί ο συγγραφέας τους βρίσκεται επί ξυρού ακμής μονίμως, ακροβατώντας ανάμεσα στην εύκολη συγκίνηση και τη «μεγάλη» λογοτεχνία με την αδιαμφισβήτητη αξία που επιχειρεί να προσφέρει.
Είναι αξιοπρόσεκτη η περίπτωση της γαλλίδας Αννί Ερνώ (Annie Ernaux) που σαρώνει από τη μία τις βιβλιο-προθήκες, με πωλήσεις που έχουν φτάσει τις 130.000 αντίτυπα μέσα σε τρεις εβδομάδες στη χώρα της για το «Πάθος» («Passion Simple» στο πρωτότυπο) και από την άλλη χαίρει της εκτίμησης των κριτικών σε αρκετά μεγάλο βαθμό που τουλάχιστον της αναγνωρίζουν τη δυναμική των αισθημάτων που πραγματεύεται με τρόπο αναμφισβήτητα διαχρονικό.

Οι γέφυρες επικοινωνίας της «ντροπής»


Το τελευταίο βιβλίο της Ερνώ που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή είναι «Η ντροπή». Ένα ολιγοσέλιδο πόνημα, όπως άλλωστε το συνηθίζει η συγγραφέας, που στηρίζεται αποκλειστικά στο ευθύβολο ύφος της δημιουργού και τη διάθεσή της να μιλήσει απλά, σύντομα, περιεκτικά και πάνω απ’ όλα αποτελεσματικά. Είναι σίγουρα μια συγγραφέας που αποτυπώνει την εποχή της με τον πλέον κατηγορηματικό και έντονο τρόπο. Έχει την ικανότητα να μιλάει για τα καθημερινά, τα σημαντικά στη ζωή του ανθρώπου που σχετίζονται άμεσα με το παρόν του, αλλά τους δίνει αυτή την essence της ολότητας που μόνο η διαχρονικότητα συγκρατεί στους ιστούς της με τέτοια δύναμη.
Δείχνει τις προθέσεις της από το μότο κιόλας που επιλέγει να ανοίξει τη συνομιλία της με τον αναγνώστη. Γιατί αυτό είναι όλα της τα κείμενα, μια κουβέντα, τύπου εσωτερικού μονόλογου, χωρίς καμία πλοκή ούτε καμία ευφάνταστη υπόθεση, που απευθύνονται. Κι αυτό είναι το σημαντικό: ό,τι απευθύνονται, ψάχνουν αποδέκτη και βρίσκουν, βέβαια, αποδέκτη. Κάτι που στις μέρες μας είναι αρκετά δύσκολο, ο πραγματικός δημιουργός δηλαδή να ψάχνει τρόπους και να καταλήγει αποτελεσματικά σ’ αυτούς να επικοινωνήσει την ανησυχία του και τα ερωτηματικά του. Συνήθως εκείνοι που αυτοαναγορεύονται συγγραφείς τελευταία δεν ενδιαφέρονται να συνομιλήσουν με τον Άλλο εκεί έξω που διαθέτει το χρόνο από τη ζωή του για να ασχοληθεί με τα γραπτά τους. Ξεχνούν ότι η λέξη συγγραφέας (συν- γράφω) περικλείει και τη διάθεση του αναγνώστη να δημιουργήσει μαζί τη λογοτεχνία.
Η Αννί Ερνώ στο «Η ντροπή» δίνει μια οδό στον αναγνώστη της για να πορευτεί από το απόσπασμα του Πολ Όστερ («Η επινόηση της μοναξιάς»): «Η γλώσσα δεν είναι η αλήθεια. Είναι ο τρόπος μας να υπάρχουμε μέσα στο σύμπαν». Κι αρχίζει να αναδημιουργεί τον κόσμο γύρω της, το παρελθόν της, τη ζωή της -ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις συγγραφικές της επιλογές- με σκοπό, κατά τη γνώμη μου, όχι για να μιλήσει για τον εαυτό της αλλά για να συζητήσει με τον Άλλο. Χρησιμοποιεί, νομίζω, αυτό το τέχνασμα - απλό και ευφυές - για να ανοίξει την πόρτα των συναισθημάτων και των σκέψεων του Άλλου. Αν και έχει δεχθεί επικρίσεις για την εμμονή της να αναλύει πτυχές της προσωπικής της ζωής, θεωρώ ότι η συγγραφέας μάλλον παίζει ένα είδος παιχνιδιού με το αναγνωστικό της κοινό. Τους αφηγείται για κείνη, για να ακούσει πρώτα απ’ όλα τη δικής τους εκδοχή, τη δική τους πλευρά που μπορούν τα βιβλία της με το τόσο δραστικό ύφος να εκμαιεύσουν από το άτομο που τα διαβάζει. Βρίσκει κανείς πολλά στοιχεία να ταυτιστεί -αλλά αυτό θα ήταν εξαιρετικά φθηνό και λίγο να μείνει εκεί η συγγραφέας- αυτό που κατορθώνει η Ερνώ είναι να ανοίξει μια πόρτα στο νου και πάνω απ’ όλα τα αισθήματα του αναγνώστη να αναρριχηθούν σε ένα δρόμο αναζήτησης της αλήθειας, της δικής του αλήθειας.
Το στοιχείο αυτό είναι εξαιρετικά έντονο στο βιβλίο της «Η ντροπή». Η συγγραφέας ξεκινάει από μια εξαιρετικά έντονη και σημαντική στιγμή της εφηβικής της ηλικίας -12 ετών- τότε που, ισχυρίζεται, ότι ο πατέρας της προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα της και πάνω σ’ αυτόν τον καμβά αρχίζει να υφαίνει ένα μωσαϊκό όχι μόνο της ζωής της, αλλά και του κοινωνικού περιβάλλοντος που μεγάλωσε η ίδια. Συμπαραταγμένη στις απόψεις του Πιερ Μπουρντιέ αναλύει τη δομή ενός συνόλου με διακρίσεις οικονομικές και κοινωνικές τις οποίες το ίδιο το παιδαγωγικό σύστημα της χώρας της το 1952 -όταν εκείνη ήταν 12 χρονών- αναπαρήγαγε καθοριστικά. Περιγράφει η Αννί Ερνώ τη ζωή της σε ένα ιδιωτικό καθολικό σχολείο που καλλιεργούσε όλα εκείνα που ή ίδια αργότερα αρνήθηκε σταθερά στη ζωή της. Το αίσθημα αυτό της ντροπής που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να μιλήσει -με αναφορές στη λειτουργία της μνήμης από τον Προυστ- και η ειλικρινής δήλωσή του μοιάζει να είναι η γέφυρα ακριβώς που απλώνει εκείνη στον αναγνώστη της για να βρεθούν κάποτε σ’ έναν κοινό τόπο, να κοιταχθούν στα μάτια και να καταλάβουν ή να νιώσουν αυτό που τους ενώνει ή τους χωρίζει.

Η λογοτεχνική «απενοχοποίηση» του έρωτα

Τα ροζ εξώφυλλα ή οι αντίστοιχου χρώματος πινελιές στα εξώφυλλα των βιβλίων της Ερνώ που αναφέρονται στον έρωτα, δεν έχουν πολύ σχέση με τα γραφόμενά της. Ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως πραγματικό βίωμα, ως ρεαλιστικό δεδομένο μακριά από τερτίπια της λογοτεχνικής ωραιοποίησης ή δαιμονοποίησης. Είναι μια συγγραφέας που ζει τον έρωτα και όχι μια γυναίκα που γράφει για τον έρωτα χωρίς να τον έχει ζήσει. Τουλάχιστον αυτές είναι οι δικές της ξεκάθαρες δηλώσεις και δεν αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να μην την πιστέψει. Η αφοπλιστική της ειλικρίνεια, η δύναμη που δίνει στα πράγματα που συμβαίνουν και είναι σημαντικά και έντονα γιατί συμβαίνουν καταρχάς και όχι επειδή ένα αποστειρωμένο από λογοτεχνικό ρομαντισμό ή κυνισμό μυαλό επιχειρεί να περιγράψει για να νιώσει ότι έχει χώρο να υπάρξει.
Γι’ αυτό ακριβώς τα βιβλία της αν και ανήκουν σε μια γυναίκα συγγραφέα, αν και χρωματίζονται με ροζ εξώφυλλα, στην πραγματικότητα είναι σαν να μην έχουν θέση ανάμεσα σ’ εκείνα τα υπόλοιπα της γυναικείας λογοτεχνίας, που αποκρουστικά αναπαραγάγουν στερεότυπα για τη γυναικεία υπόσταση, χωρίς να της δίνουν το δικαίωμα ουσιαστικά να υπάρξει ως γυναικεία φύση μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης που ορίζει η ίδια της η ανθρώπινη διάσταση. Αυτή η ροή της σκέψης της Ερνώ που ξεδιπλώνεται αβίαστα, αριστοτεχνικά απλά στα βιβλία της, περικλείει όλη την ισχύ που κρύβει μέσα του ο ρεαλισμός των αισθημάτων. Τα συναισθήματα ως βίωμα και πράξη, ως αποτέλεσμα ηχηρό και καταλυτικό. Τα πράγματα γίνονται και έχουν τις επιπτώσεις τους. Δεν είναι δημιουργήματα μια νωθρής ή ανάπηρης συναισθηματικά ύπαρξης που κάθεται στο γραφείο της και σκαλίζει γράμματα σε χαρτιά που υποτίθεται ότι αυτά συνιστούν την αγάπη, τον έρωτα, την ντροπή, το φόβο. Στα βιβλία της που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, «Χάνομαι» και «Πάθος» (Εκδόσεις Χατζηνικολή), η αγάπη, η εξάρτηση, η ερωτική έλξη, το πάθος βιώνονται και μεταφέρεται στον αναγνώστη ο απόηχός τους. Εκεί ακριβώς είναι που καλεί η Ερνώ τον αναγνώστη να συνδημιουργήσει μαζί της το βιβλίο: πρέπει να νιώσει κι εκείνος, να βρει τον τρόπο να ακολουθήσει την απλότητα των φράσεών της για να γίνει μέτοχος του κοινού μυστικού, του συναισθήματος. Στο «Πάθος» αναφέρει χαρακτηριστικά: «...Μου είχε πει ‘’δεν θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα’’. Αλλά δεν έχω γράψει ένα βιβλίο για κείνον ούτε άλλωστε για μένα. Απλώς απέδωσα με λέξεις -που αναμφίβολα δε θα διαβάσει, που δεν προορίζονται γι’ αυτόν- αυτό που αυτή καθαυτή η ύπαρξή του μου πρόσφερε. Ένα είδος ανταπόδοσης του δώρου...»
Στο «Χάνομαι» -ένα βιβλίο υπό μορφή ημερολογιακών σημειώσεων που τολμώ να παραλληλίσω αυθαίρετα τις εντάσεις που προκαλεί στον αναγνώστη με τον «Τρομερό μήνα Αύγουστο» του Βασίλη Βασιλικού- μιλά για την αναμονή, την απουσία και την παρουσία του έρωτα, σαν επερχόμενος θάνατος βιωμένος όλο αυτό, για ένα χρόνο στη ζωή της. Oπότε και κυριάρχησε στην καθημερινότητά της ο Σ., όπως αναφέρει για το ρώσο διπλωματικό ακόλουθο που ερωτεύτηκε κι έζησε μαζί του το πάθος εκδηλωμένο σε όλες του τις μορφές: από την ψυχική εξάρτηση μέχρι τη σεξουαλική. Όλα ειδωμένα μέσα από το πρίσμα μιας διαπλοκής και εναλλαγής ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ανάμεσα στο θάνατο, τη γραφή και τον έρωτα: «... Ξέρω πολύ καλά πως αυτό που με κάνει να γράφω είναι αυτό, αυτή η έλλειψη πραγματοποίησης του έρωτα, του απύθμενου...» Αν και ένας καχύποπτος αναγνώστης, όπως οφείλει να είναι ο αναγνώστης που ψάχνει την προσωπική του αλήθεια μέσα σε ένα βιβλίο, θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλα αυτά είναι απλώς μια επανάληψη -γιατί όχι και με εμπορικές επιδιώξεις της ίδιας της συγγραφέως- ωστόσο είναι τέτοια η δυναμική του λόγου της που δεν μπορείς να αντισταθείς και οι αμφιβολίες σου παρασύρονται και γκρεμίζονται από την ευθύτητα της Ερνώ: να καταθέτει και την πιο μύχια σκέψη της που σε αγγίζει, σε τραβά από το μανίκι και σε σέρνει στην αφήγησή της όσο προσωπική κι αν είναι. Λες και σε βάζει σε ένα αυλάκι διαχρονικών ιδεών και πανανθρώπινων που ρέουν εκεί μέσα και οι δικές σου σκέψεις και τα αισθήματα. Όπως γράφει η ίδια στο «Χάνομαι», «...Δεν γράφω ιστορία, πρόκειται απλά για ένα τραπεζομάντιλο εγωκεντρικού πόνου. Κι όμως, ξέρω πως μέσα από αυτό επικοινωνώ με την υπόλοιπη ανθρωπότητα...». Στο ίδιο βιβλίο με μια σπαρακτική ειλικρίνεια λέει: «... Γράφω για να με αγαπούν, αλλά δεν θέλω την αγάπη τους, αυτών, των αναγνωστών. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσα να γράψω σ’ ένα βιβλίο, στα ίσια, «Αγαπάτε με»... αλλά εγώ επιθυμώ την επιλεγμένη αγάπη, να με ποθούν για μένα, και κατά προτίμηση αυτός που δεν βλέπει σε μένα τη συγγραφέα...»
Πώς να μη γοητεύσει αυτή η γυναίκα με τη γραφή της, όταν δεν διστάζει να ομολογήσει ότι «...Θέλησα να κάνω αυτό το πάθος ένα έργο τέχνης στη ζωή μου, ή μάλλον αυτός ο δεσμός έγινε πάθος γιατί θέλησα να τον κάνω έργο τέχνης. (Μισέλ Φουκό: το υπέρτατο αγαθό, είναι να κάνεις τη ζωή σου ένα έργο τέχνης)...»;