Οι αρχέγονοι διάδρομοι του πόνου

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)


"Stasis in darkness"
Sylvia Plath


Σαν να περνά κανείς μπροστά από έναν πίνακα ζωγραφικής. Μένει εκστατικός στα χρώματα και την υποβολή τους. Τα σχήματα είναι έντονα και δυνατά, αλλά άγνωστα για τον τυχαίο αυτόν περαστικό. Δεν τα αντιλαμβάνεται. Του μοιάζουν με γνώριμα σχέδια, αλλά και πάλι δεν θυμίζουν τίποτα κοντινό του, προσιτό. Τραβούν μόνο μέσα από τον ίδιο και βγάζουν στην επιφάνεια, αισθήσεις και συγκίνηση.
Αυτό πετυχαίνει και ο Φιλίπ Μπεσόν με το βιβλίο του «Ο αδερφός του» (Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Σοφίας Διονυσοπούλου). Αναγκάζει τον αναγνώστη, όχι να βρεθεί ευθυτενής και ερευνητικός απέναντι από το καλλιτέχνημα, αλλά σε εμβρυακή στάση –ή έστω σε εξομοίωσή της, για να μην είμαστε υπερβολικοί- από τον πόνο που έρχεται και ανασύρει ο συγγραφέας μέσα από τα βάθη της ψυχής του αναγνώστη, ακόμη και αν ο ίδιος δεν έχει περάσει ποτέ την τραγική ιστορία που περιγράφεται στο βιβλίο. Το θέμα δεν αφορά τίποτα εξωπραγματικό, μακρινό κι απροσπέλαστο. Ίσως είναι μια πολύ καθημερινή υπόθεση, τουλάχιστον αυτό θα μπορούσαν να βεβαιώσουν όσοι ασχολούνται με ιατρικά επαγγέλματα ή έχουν περάσει χρόνο από τη ζωή τους σε νοσηλευτικά ιδρύματα. Κι όμως αυτό που διαφοροποιεί το βιβλίο από οποιοδήποτε μελό κοινωνικό ανάγνωσμα, είναι η ικανότητα του μυθιστοριογράφου να βάζει το κοινό του να πονά μαζί, αλλά για τους λόγους που θέλει εκείνο.
Λες κι η οδύνη χρειάζεται τέχνη για να μεταδοθεί, να αποδοθεί και όχι απλώς να διατυπωθεί. Αν και το προφανές μοιάζει να είναι ότι η ιστορία του συγγραφέα δεν μπορεί παρά να έχει να κάνει με ένα προσωπικό βίωμα, γι’ αυτό και λειτουργεί τόσο άμεσα στον ψυχισμό του αναγνώστη, απογυμνωμένη από «τεχνικά» τερτίπια της λογοτεχνίας, στο τέλος αποκτά κανείς την αίσθηση ότι ο Μπεσόν ήθελε να μιλήσει για κάτι άλλο, γι’ αυτό που ένιωσε ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά και όχι για ένα δικό του δράμα. Η αναπνοή γίνεται όλο και πιο δύσκολη, το στομάχι δένεται κόμπος, το μυαλό κινείται σαν υπνωτισμένο στα λιγοστά χνάρια της πλοκής και τα δάκρυα αρνούνται να κυλήσουν από τα μάτια του αναγνώστη, γιατί ο πόνος τον υποσκάπτει αργά και βασανιστικά. Θα τον φέρει μαζί του για κάποιον καιρό ακόμη, ποιος ξέρει πόσο…
Αυτό το μυθιστόρημα αντηχεί μια σπαρακτική κραυγή άλγους, βουβού και ανυπέρβλητου. Είναι κάτι που ξέρεις ότι δεν θα ξεπεραστεί ποτέ γι’ αυτό και δεν παλεύεις να το καταπνίξεις. Τουλάχιστον γι’ αυτό μιλά ο Μπεσόν, το κομμάτι του εαυτού του που χάνεται, αλλά δεν μπορεί να σβηστεί ποτέ από μέσα του. Μπορεί να πρόκειται για τον άλλο εαυτό που ήθελε να είναι ή ήταν εν αγνοία του και τον έχασε. Τον απώλεσε χωρίς εξήγηση ή μπορεί μια μοιρολατρική ερμηνεία μιας «κοσμικής» εκδίκησης να δίνει μια αιτία, αλλά πώς να σταθεί κανείς μόνο σ’ αυτό;

«…να μιλάς για το θάνατο δεν σημαίνει να πεις το θάνατο…»

Ο θάνατος ενός 25χρονου, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν μπορεί παρά να περνά –λόγω του νεαρού της ηλικίας και μόνον- σε μια σφαίρα ανίερης νίκης του υπερβατικού απέναντι στη ζωή. Ο Τομά σβήνει, αυτό είναι το γεγονός και ο αδερφός του, το ζει. Με καθαρότητα που συγκλονίζει, ο Λυκά περιγράφει τη φυγή αυτή του αδερφού του από τη ζωή. Η αδερφική αγάπη και σχέση αποδεικνύεται και το δικό του μέτρο για να αυτό-προσδιορίζεται. Θα το χάσει κι αυτό. Πρέπει να βρει άλλους τρόπους για να δηλώνει τη διαφορά, πάνω στην οποία έγκειται και η ύπαρξή του. Στο φόντο της ετοιμασίας προς την κάθοδο του Τομά, γιατροί, νοσοκόμες, διάδρομοι νοσοκομείου, ο αδερφός, οι γονείς που πρέπει να αντιμετωπίσουν την ανυπόφορη αλήθεια, η κοπέλα που τον εγκαταλείπει. Στην απέναντι όχθη ένα νησί και η ομορφιά του, ένας νεανικός έρωτας, η δραματική του κατάληξη, ένας γέρος που θυμίζει μυθικό μάντη.
Ο κλαυθμός κι ο οδυρμός που δεν βρίσκει ξέσπασμα, υποδόρια κινείται σε όλο το βιβλίο, κάνοντας τον πόνο πανταχού παρόντα. Οι ανατροπές του συγγραφέα καλοδεχούμενες και σχεδόν αναγκαίες, όχι για να αποφορτίσουν τις καταστάσεις, αλλά για να προσδώσουν μια διάσταση ακόμα πιο τραγική. «Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ. Πώς να το εκφράσω αυτό, την απουσία του; Πώς να κάνω κατανοητό το άδειο σπίτι, το δυσανάλογο, το τρομαχτικό μες στη σιγή; Πώς να δεχτώ τη λιποταξία του, την έκλειψή του; Πώς να αντέξω το αφόρητο κενό, τη φριχτή έλλειψή του; Πώς να συνεχίσω με τη στέρηση, την αποστέρησή του;…Χάνω τα πράγματα, τη μνήμη τους, την ουσία τους. Αγγίζω ένα είδος ανυποστασίας. Γίνομαι ο ίδιος το κενό, η κένωση, το άδειο. Γίνομαι ή μη παρουσία του. Η απουσία του».
Η επώδυνη διαδρομή προς το απευκταίο ακολουθεί τις γραμμές του σώματος. Οι αισθήσεις οριοθετούν την πορεία προς την απομάκρυνση. Το κορμί εγκαταλείπεται κι εγκαταλείπει. Τα σημάδια της φθοράς αφθονούν. Η ασθένεια γίνεται ο καταλύτης για να καθαρίσει το τοπίο γύρω, να αποστειρωθεί και να μεταλλαχθεί σε κάτι τόσο μακρινό από τη ζωή. Η αρρώστια μοιάζει με ένα δυσάρεστο κι αναπόφευκτο μεσοδιάστημα ανάμεσα στη βιωμένη αλήθεια και το άγνωστο. «Απόψε το βράδυ κάθεται στο πιάνο και παίζει εκείνο το πρελούδιο του Μπαχ. Ο αυχένας του είναι άκαμπτος, η πλάτη σφιγμένη. Ναι, φαίνεται αυτή η ένταση. Όμως υπάρχει μια γλυκύτητα σ’ αυτόν, μια γλυκύτητα που πλημμυρίζει τα πάντα, που τον τρώει, τον καίει λίγο λίγο και στο τέλος τον αφανίζει.»

Ο συγγραφέας

Ο Φιλίπ Μπεσόν εμφανίστηκε στα γαλλικά γράμματα το 2001 με μυθιστόρημα «Όταν έφυγαν οι άντρες». Λίγους μήνες αργότερα και μετά την αναπάντεχη επιτυχία του πρώτου βιβλίου, κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Ο αδερφός του», το οποίο και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Πατρίς Σερώ. Η ταινία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2003.