«Και τα βιβλία... μπίζνες είναι»
(Θυμήθηκα για εντελώς προσωπικούς λόγους αυτό το βιβλίο σήμερα. Παραθέτω το κείμενο που είχα δημοσιεύσει γι' αυτό πριν καιρό στη Φιλολογική Βραδυνή)
Πριν γράψω γι’ αυτό το βιβλίο διηγήθηκα σε γενικές γραμμές την ιστορία του σε ένα δεύτερο πρόσωπο. Κατάφερα παραδόξως να εξάψω τη φαντασία αναγνώστριας που εξαντλούνται οι ανησυχίες της σε δύο τρία αισθηματικά best seller το χρόνο ή το ανελλιπές ξεφύλλισμα του Cosmopolitan. Κι όμως το μυθιστόρημα μιλάει για τον εξαναγκασμό στην απώλεια της λογοτεχνικής ταυτότητας ενός συγγραφέα, τον κόσμο που χάνεται μέσα και γύρω του, τη συνεχή προσωπική συντριβή που υφίσταται εκείνος που βλέπει τα πράγματα γύρω του «διαφορετικά», «αλλιώς».
Από τις αντιδράσεις και τα επιφωνήματα της φίλης που της ξετύλιγα προφορικά την πλοκή του βιβλίου, συνειδητοποίησα και τη δυναμική της ιστορίας. Τον τρόπο που η περιπέτεια δίνει το στίγμα των ιδεολογημάτων χωρίς αυτά να είναι «παρείσακτα» σ’ ένα μυθιστόρημα. «...Όταν κινδύνεψα να παρανοήσω εντελώς, θυμήθηκα το μύθο του Ίκαρου, επισημαίνοντας ότι μπορεί ο Ίκαρος να τσακίστηκε, αλλά, τελικά, ο Δαίδαλος πέταξε. Αποφάσισα ότι ο Ζήνων αργούσε πολύ να μπει στο ψητό κι ότι οι θεωρίες του Θαλή έμπαζαν νερά από παντού. Κατέληξα επίσης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην τρέλα κι ότι, αν αφαιρέσεις το γαλάζιο από το ιώδες, δε σου μένει το κόκκινο, απλώς αυτή την εντύπωση σου δίνει...»
Αυτό είναι απλώς ένα μικρό δείγμα της σύγχυσης στο μυαλό του συγγραφέα που περιγράφει ο Percival Everett, στο μυθιστόρημά του «Το σβήσιμο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, μεταφρασμένο από τη Χίλντα Παπαδημητρίου και σε επιμέλεια Αντώνη Ιωάννου. Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων και προκαλεί με το σύνθετο τρόπο που δομείται. Είναι η διήγηση του συγγραφέα, στη χρονική διάσταση της οποίας εξελίσσονται τα προσωπικά και οικογενειακά δεινά του ήρωα. Είναι ένα δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, η παρωδία ενός μυθιστορήματος του ίδιου του μυθιστορηματικού πρωταγωνιστή. Είναι τα αποσπάσματα που παρεμβάλλονται από ιδέες επίσης του ιδίου για τη γραφή μελλοντικών διηγημάτων. Είναι επιστολές που παρατίθενται και τέλος μέρη ενός κειμένου, εν είδει εσωτερικών σκέψεων -που θυμίζει δοκιμιακή απόπειρα- πάνω στον τρόπο ψαρέματος πέστροφας, με λεπτομέρειες και παραλληλισμούς που συνθέτουν πληρέστερα την περσόνα του συγγραφέα-ήρωα του βιβλίου.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη συνεχή διαπλοκή στοιχείων και προσώπων ενυπάρχει μια ρυθμική αρμονία ενδότερη που παρασύρει τον αναγνώστη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των αισθημάτων και των σκέψεων του κεντρικού ήρωα, Θελόνιους «Μονκ» Έλισον. «Είχα καταφέρει, λοιπόν, να πάρω εμένα, το συγγραφέα, να με αναδιατάξω και μετά να με διασπάσω, αφήνοντας πίσω δύο έργα, δύο σώματα, χωρίς όρια ανάμεσά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά, περιχαρακωμένα από παντού. Είχα πιάσει τον εαυτό μου να στέκεται γυμνός μπροστά στον καθρέφτη, κι ανακάλυψα ότι, παρ’ όλο που δεν είχα τίποτα να κρύψω, αυτό ακριβώς με ανάγκασε να γυρίσω από την άλλη... Έπρεπε να σώσω τον εαυτό μου, να βρω τον εαυτό μου, κι αυτό σήμαινε, όπως φάνηκε ολοκάθαρα για μια πολύ σύντομη στιγμή, να χάσω τον εαυτό μου.»
Πολύ δυνατή η ένταση του σαρκασμού, της ειρωνείας, της παρωδίας, του χλευασμού σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος και για θέματα που έχουν να κάνουν με τον «παραλογισμό» του κλειστού κλοιού των διανοουμένων, τις αντιφάσεις του εκδοτικού κόσμου, την εμπορευματοποίηση του πόνου, του ανθρώπου, την καταπόνηση της διαφορετικότητας (διακρίσεις, ρατσισμός, στερεότυπα σε φυλετικό επίπεδο, στο πεδίο των σεξουαλικών προτιμήσεων). Είναι ένα βιβλίο που λέει πολύ σκληρές αλήθειες με πάθος, χωρίς ίχνος κενού μελοδραματισμού, αλλά με ένα καίριο αποτέλεσμα: η αλήθεια να βρίσκει το στόχο της και να κατακεραυνώνει του πάντες που συνομολογούν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας που στήνεται εκεί έξω. Δεν θα ξεχάσω την εμμονή της φίλης που της διηγήθηκα σε αδρές γραμμές την πλοκή του μυθιστορήματος, να με ρωτά αν είναι πραγματική ιστορία... Μέχρι τότε δεν με είχε απασχολήσει και δεν με απασχολεί ακόμα. Ξέρω ότι θα μπορούσε να είναι πραγματική ή είναι πραγματική στη σκέψη ενός ανθρώπου, αυτό μου είναι αρκετό.
Μια «εκδοχή» της ιστορίας
Ο Μονκ είναι ένας αφροαμερικανός -τίποτα ωστόσο δεν το θυμίζει σε όλη την ανάγνωση και δεν νοιάζει και τον αναγνώστη τι χρώμα είναι ο ήρωάς του- συγγραφέας και καθηγητής σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Γράφει «δυσνόητα» βιβλία που ο εκδοτικός κόσμος απορρίπτει, ενώ δίνει «περιζήτητες» -χάρη στη σπανιότητά τους- διαλέξεις, επίσης, ακατανόητες. Ο πατέρας του έχει αυτοκτονήσει εφτά χρόνια πριν. Η μητέρα του βρίσκεται στα πρόθυρα ραγδαίας εκδήλωσης Αλτσχάιμερ και ο αδερφός του είναι ομοφυλόφιλος που τον χωρίζει γι’ αυτό το λόγο η γυναίκα του και τον απομακρύνει από τα δυο του παιδιά. Η αδερφή του Μονκ -γιατρός σε γυναικολογική κλινική, όπου γίνονται και εκτρώσεις- δολοφονείται από φανατικό κατά των εκτρώσεων, τότε η ζωή του αλλάζει άρδην. Γυρίζει πίσω στο πατρικό του να ζήσει με την ηλικιωμένη με άνοια μητέρα του και την επίσης γηραιά και μόνη οικονόμο τους. Εκεί ανακαλύπτει την αιτία της αυτοκτονίας του πατέρα του και μια αλήθεια που απέχει μακράν από ό,τι πίστευε για κείνον σε όλη του τη ζωή. Ταυτόχρονα, γράφει και υπογράφει με ψευδώνυμο μια παρωδία -«Η πατολογία»- ενός σύγχρονου best seller μιας άλλης αφροαμερικανίδας συγγραφέως. Η καριέρα του απογειώνεται και το λογοτεχνικό του ego καταρρακώνεται από την «επιτυχία». Ο Μονκ είναι ο ξεχωριστός και παράλληλα εξοστρακισμένος από το σύνολο που βιώνει με τον πλέον τραυματικό τρόπο την κυνική και διόλου ενθαρρυντική αλήθεια που του θυμίζει ο ατζέντης του: «Και τα βιβλία, Θελόνιους, μπίζνες είναι».
Πριν γράψω γι’ αυτό το βιβλίο διηγήθηκα σε γενικές γραμμές την ιστορία του σε ένα δεύτερο πρόσωπο. Κατάφερα παραδόξως να εξάψω τη φαντασία αναγνώστριας που εξαντλούνται οι ανησυχίες της σε δύο τρία αισθηματικά best seller το χρόνο ή το ανελλιπές ξεφύλλισμα του Cosmopolitan. Κι όμως το μυθιστόρημα μιλάει για τον εξαναγκασμό στην απώλεια της λογοτεχνικής ταυτότητας ενός συγγραφέα, τον κόσμο που χάνεται μέσα και γύρω του, τη συνεχή προσωπική συντριβή που υφίσταται εκείνος που βλέπει τα πράγματα γύρω του «διαφορετικά», «αλλιώς».
Από τις αντιδράσεις και τα επιφωνήματα της φίλης που της ξετύλιγα προφορικά την πλοκή του βιβλίου, συνειδητοποίησα και τη δυναμική της ιστορίας. Τον τρόπο που η περιπέτεια δίνει το στίγμα των ιδεολογημάτων χωρίς αυτά να είναι «παρείσακτα» σ’ ένα μυθιστόρημα. «...Όταν κινδύνεψα να παρανοήσω εντελώς, θυμήθηκα το μύθο του Ίκαρου, επισημαίνοντας ότι μπορεί ο Ίκαρος να τσακίστηκε, αλλά, τελικά, ο Δαίδαλος πέταξε. Αποφάσισα ότι ο Ζήνων αργούσε πολύ να μπει στο ψητό κι ότι οι θεωρίες του Θαλή έμπαζαν νερά από παντού. Κατέληξα επίσης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην τρέλα κι ότι, αν αφαιρέσεις το γαλάζιο από το ιώδες, δε σου μένει το κόκκινο, απλώς αυτή την εντύπωση σου δίνει...»
Αυτό είναι απλώς ένα μικρό δείγμα της σύγχυσης στο μυαλό του συγγραφέα που περιγράφει ο Percival Everett, στο μυθιστόρημά του «Το σβήσιμο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, μεταφρασμένο από τη Χίλντα Παπαδημητρίου και σε επιμέλεια Αντώνη Ιωάννου. Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων και προκαλεί με το σύνθετο τρόπο που δομείται. Είναι η διήγηση του συγγραφέα, στη χρονική διάσταση της οποίας εξελίσσονται τα προσωπικά και οικογενειακά δεινά του ήρωα. Είναι ένα δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, η παρωδία ενός μυθιστορήματος του ίδιου του μυθιστορηματικού πρωταγωνιστή. Είναι τα αποσπάσματα που παρεμβάλλονται από ιδέες επίσης του ιδίου για τη γραφή μελλοντικών διηγημάτων. Είναι επιστολές που παρατίθενται και τέλος μέρη ενός κειμένου, εν είδει εσωτερικών σκέψεων -που θυμίζει δοκιμιακή απόπειρα- πάνω στον τρόπο ψαρέματος πέστροφας, με λεπτομέρειες και παραλληλισμούς που συνθέτουν πληρέστερα την περσόνα του συγγραφέα-ήρωα του βιβλίου.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη συνεχή διαπλοκή στοιχείων και προσώπων ενυπάρχει μια ρυθμική αρμονία ενδότερη που παρασύρει τον αναγνώστη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των αισθημάτων και των σκέψεων του κεντρικού ήρωα, Θελόνιους «Μονκ» Έλισον. «Είχα καταφέρει, λοιπόν, να πάρω εμένα, το συγγραφέα, να με αναδιατάξω και μετά να με διασπάσω, αφήνοντας πίσω δύο έργα, δύο σώματα, χωρίς όρια ανάμεσά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά, περιχαρακωμένα από παντού. Είχα πιάσει τον εαυτό μου να στέκεται γυμνός μπροστά στον καθρέφτη, κι ανακάλυψα ότι, παρ’ όλο που δεν είχα τίποτα να κρύψω, αυτό ακριβώς με ανάγκασε να γυρίσω από την άλλη... Έπρεπε να σώσω τον εαυτό μου, να βρω τον εαυτό μου, κι αυτό σήμαινε, όπως φάνηκε ολοκάθαρα για μια πολύ σύντομη στιγμή, να χάσω τον εαυτό μου.»
Πολύ δυνατή η ένταση του σαρκασμού, της ειρωνείας, της παρωδίας, του χλευασμού σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος και για θέματα που έχουν να κάνουν με τον «παραλογισμό» του κλειστού κλοιού των διανοουμένων, τις αντιφάσεις του εκδοτικού κόσμου, την εμπορευματοποίηση του πόνου, του ανθρώπου, την καταπόνηση της διαφορετικότητας (διακρίσεις, ρατσισμός, στερεότυπα σε φυλετικό επίπεδο, στο πεδίο των σεξουαλικών προτιμήσεων). Είναι ένα βιβλίο που λέει πολύ σκληρές αλήθειες με πάθος, χωρίς ίχνος κενού μελοδραματισμού, αλλά με ένα καίριο αποτέλεσμα: η αλήθεια να βρίσκει το στόχο της και να κατακεραυνώνει του πάντες που συνομολογούν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας που στήνεται εκεί έξω. Δεν θα ξεχάσω την εμμονή της φίλης που της διηγήθηκα σε αδρές γραμμές την πλοκή του μυθιστορήματος, να με ρωτά αν είναι πραγματική ιστορία... Μέχρι τότε δεν με είχε απασχολήσει και δεν με απασχολεί ακόμα. Ξέρω ότι θα μπορούσε να είναι πραγματική ή είναι πραγματική στη σκέψη ενός ανθρώπου, αυτό μου είναι αρκετό.
Μια «εκδοχή» της ιστορίας
Ο Μονκ είναι ένας αφροαμερικανός -τίποτα ωστόσο δεν το θυμίζει σε όλη την ανάγνωση και δεν νοιάζει και τον αναγνώστη τι χρώμα είναι ο ήρωάς του- συγγραφέας και καθηγητής σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Γράφει «δυσνόητα» βιβλία που ο εκδοτικός κόσμος απορρίπτει, ενώ δίνει «περιζήτητες» -χάρη στη σπανιότητά τους- διαλέξεις, επίσης, ακατανόητες. Ο πατέρας του έχει αυτοκτονήσει εφτά χρόνια πριν. Η μητέρα του βρίσκεται στα πρόθυρα ραγδαίας εκδήλωσης Αλτσχάιμερ και ο αδερφός του είναι ομοφυλόφιλος που τον χωρίζει γι’ αυτό το λόγο η γυναίκα του και τον απομακρύνει από τα δυο του παιδιά. Η αδερφή του Μονκ -γιατρός σε γυναικολογική κλινική, όπου γίνονται και εκτρώσεις- δολοφονείται από φανατικό κατά των εκτρώσεων, τότε η ζωή του αλλάζει άρδην. Γυρίζει πίσω στο πατρικό του να ζήσει με την ηλικιωμένη με άνοια μητέρα του και την επίσης γηραιά και μόνη οικονόμο τους. Εκεί ανακαλύπτει την αιτία της αυτοκτονίας του πατέρα του και μια αλήθεια που απέχει μακράν από ό,τι πίστευε για κείνον σε όλη του τη ζωή. Ταυτόχρονα, γράφει και υπογράφει με ψευδώνυμο μια παρωδία -«Η πατολογία»- ενός σύγχρονου best seller μιας άλλης αφροαμερικανίδας συγγραφέως. Η καριέρα του απογειώνεται και το λογοτεχνικό του ego καταρρακώνεται από την «επιτυχία». Ο Μονκ είναι ο ξεχωριστός και παράλληλα εξοστρακισμένος από το σύνολο που βιώνει με τον πλέον τραυματικό τρόπο την κυνική και διόλου ενθαρρυντική αλήθεια που του θυμίζει ο ατζέντης του: «Και τα βιβλία, Θελόνιους, μπίζνες είναι».