Η εξίσωση της ψυχής
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή. Το ανέσυρα και πάλι
με σκοπό να γράψω παρακάτω για τα εκπληκτικά "Χωριά" του Απντάικ που διάβασα στην άδειά μου)
«...Ωστόσο, μια τάξη και μια οργάνωση πρέπει να υπάρχουν στον κόσμο. Τα αισθήματα στοργής πρέπει να εκφράζονται, αλλιώς τίποτα δεν μένει όρθιο...»
Ξέρεις τι είναι να πιάνεις το απόλυτο τίποτα και να το κάνεις τα πάντα; Ξέρεις τι είναι να αρπάζεις λοξές ματιές, ένα φευγαλέο άγγιγμα, το επιθετικό μυωπικό βάδισμα, το αβέβαιο χρώμα των μαλλιών κάποιου και να το κάνεις λογοτεχνία; Ξέρεις τι είναι να παίρνεις απογυμνωμένα από τη ζωή αισθήματα, να τα ντύνεις με ακριβές λέξεις και να τα κάνεις δραστικές ιστορίες αγάπης και έρωτα; Ξέρεις τι είναι οι καταλυτικοί αυτοσχεδιασμοί σου να λύνουν την εξίσωση της ζωής, την εξίσωση της ψυχής, την εξίσωση της ανθρωπιάς και της αγάπης;
Ξέρεις. Αν είσαι ο Τζον Απντάικ. Αν καταπιάνεσαι με κάτι τόσες δα λεπτομέρειες και αναπλάθεις τη ζωή, την καθημερινότητα και την περνάς στην αιωνιότητα με ένα τακτ και μια ευγένεια που αναβλύζει πού και πού η κλασική λογοτεχνία. Δεν μ’ αρέσουν τα διηγήματα, δεν μ’ αρέσει ό,τι σκάει σαν πυροτέχνημα και δεν αφήνει τίποτα πίσω του. Για την ακρίβεια δεν μ’ αρέσουν τα σύγχρονα ελληνικά διηγήματα. Αναβλύζουν μια φτώχεια, μια μιζέρια, μια αναξιοπρέπεια, αυτή της ανάγκης να πεις τα χιλιοειπωμένα μέσα από εξωφρενικές σύντομες ιστορίες (κάπως σαν τα ανέκδοτα που εκμαιεύουν το γέλιο σχεδόν καταναγκαστικά). Και στο τέλος δεν τα λες και ο αναγνώστης δεν τα ακούει, κωφεύει κι αυτός. Γίνεται αυτιστικός σαν το συγγραφέα του και δεν αντιδρά, δεν ανταποκρίνεται.
Μα, επέτρεψα να με συντροφέψουν κάτι διηγημάτακια -με τίτλο «Αυτοσχεδιασμοί του έρωτα» που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου- που με μάγεψαν με την απλότητα τους. Με ανάγκασαν να τα κοιτώ να σκάνε απαλά σαν κύματα στο χαρτί και να μου αφήνουν το φλοίσβο τους. Ο «μάγος» που τα ενορχήστρωσε δεν είναι άλλος από τον Τζον Απντάικ, αυτή η ήσυχη δύναμη της αμερικανικής λογοτεχνίας που φέρει κάτι από την ευρωπαϊκή φινέτσα στην οπτική του. Είναι από τους συγγραφείς που δεν πετάνε πυροτεχνήματα, δεν ανάβουν φωτιές για να τραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη τους, αλλά υποσκάπτει αργά το αναγνωστικό «χωράφι», ανοίγει λαγούμια κάτω από τη γη και αλλάζει ρότα στον τρόπο σκέψης του αναγνώστη.
«...Το μόνο που μας απομένει είναι η πόζα μας...», διαπιστώνει καταλυτικά ψάχνοντας βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά μεταδίδοντας τα ευρήματα των ανασκαφών του με την πιο ανάλαφρη διάθεση και το πιο κομψό ύφος. Οι ιστορίες του δεν έχουν απλώς θέμα τους την αγάπη σε όλες τις μορφές της, αλλά την πραγματεύονται με έναν τόσο μοντέρνο τρόπο, τόσο φρέσκο που αν δεν γνωρίζεις την ηλικία του συγγραφέα, μπορεί και να νομίσεις ότι διανύει την πρώτη ώριμη περίοδο της ζωής του. Είναι πολύ σύγχρονος ο Απντάικ, πιο σύγχρονος από πολλούς νεότερους. Με έναν μαγικό τρόπο η ηλικία του προσδιορίζεται από το ταλέντο του και όχι το αντίστροφο.
Σε εκείνο το επίπεδο στο οποίο εντυπωσιάζει ο αμερικανός δημιουργός, είναι η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Αυτά τα καταπληκτικά ζευγάρια που πλάθει ολοζώντανα και καταλαβαίνεις ότι μπορεί να μην είναι απολύτως πραγματικά -δηλαδή έχουν υποστεί τις επεξεργασίες της μυθοπλασίας- αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινά. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι άκρως αντιπροσωπευτικά:
-«...’’Φρανκ’’, φώναξε απεγνωσμένα, με τα δάκρυα νωπά ακόμα στα μάτια της. ‘’Γιατί πρέπει πάντα όλα να περιστρέφονται γύρω από σένα;’’ ‘’Διότι’’, θα μπορούσε να της είχε απαντήσει, ‘’μ’ έκανες ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου’’...»
-«...Μια γυναίκα δεν ήταν παρά ένας κύκλος, το κέντρο του οποίου βρισκόταν κάπου αλλού...»
-«...μήπως και σώσω τη συνείδησή μου, μήπως και κλείσω εκείνη την πληγή που μένει, όταν ένα κομμάτι της ζωής χάνεται...»
-«...Να, λοιπόν, ποιο ήταν το μυστικό: Αυτό που οι άλλοι θεωρούν αυτονόητο ότι θα πάρουν από μας, εμείς αγωνιζόμαστε για να τους το παρέχουμε...»
-«...Η απιστία σκέφτηκε, διευρύνει τον ερωτικό ορίζοντα ενός ζευγαριού στην αρχή, αλλά τον αποδυναμώνει και τον φθείρει στο τέλος. Είναι σαν τα ψυχεδελικά φάρμακα, καταστρέφει τα κύτταρα...»
Η ...αρσενική Τζέην Ώστιν του 20ου αιώνα
Θα σταθώ λίγο παραπάνω στο αγαπημένο θέμα του Απντάικ, που παρεισδύει στα βιβλία του είτε ως αυτούσια θεματική είτε ως παρελκόμενο «αναγκαίο κακό». Είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Στο μυθιστόρημά του «Το τέλος τους χρόνου» το οποίο επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Μ.Ε. Παξινού και Αλέξανδρου Πανούση, με γλύκα, τρυφερότητα, απεριόριστη αλλά ανάλαφρη ειρωνεία, γοητεία, σκιαγραφεί τις γυναίκες ξεσκεπάζοντας την αλήθεια τους -με τις χάρες και τις αδυναμίες τους-, όσο ο ίδιος ως εκπρόσωπος και του φύλου του καθρεφτίζεται σε κείνες. Στις πρώτες 30-40 σελίδες του μυθιστορήματος με έκανε να σκεφτώ ότι πιθανόν αν η Τζέην Ώστιν ήταν άντρας συγγραφέας του 20ου αιώνα θα έγραφε έτσι όπως ο Απντάικ.
Ο αμερικανός λογοτέχνης φτιάχνει μια ιστορία γεμάτη παρεκβάσεις -ως επί το πλείστον ιστορικές ή ιστοριοδιφικές, αλλά και επιστημονικές, με σκοπό να ενισχύσει το μεταφυσικό στοιχείο. Βυθίζει τον αναγνώστη σε μια αυθεντική ψευδαίσθηση από κείνες που μόνο η μνήμη, η ιστορία και η αγάπη μπορεί να δημιουργήσει -σε καιρούς που η οφθαλμαπάτη της ρεαλιστικής εικόνας καλύπτει τη μαγεία, την κατατροπώνει, την εξαφανίζει- μόνο και μόνο για να τον ταξιδέψει στο όνειρο: πόσο δύσκολο αλήθεια! «...Τι δεν πάει καλά μ’ εμένα, που θέλω ν’ αφήσω ένα ίχνος, σκαλίζοντας αυτές τις ασυνάρτητες και νευρικές σημειώσεις που αφορούν στην αργόσχολη ύπαρξή μου;...»
με σκοπό να γράψω παρακάτω για τα εκπληκτικά "Χωριά" του Απντάικ που διάβασα στην άδειά μου)
«...Ωστόσο, μια τάξη και μια οργάνωση πρέπει να υπάρχουν στον κόσμο. Τα αισθήματα στοργής πρέπει να εκφράζονται, αλλιώς τίποτα δεν μένει όρθιο...»
Ξέρεις τι είναι να πιάνεις το απόλυτο τίποτα και να το κάνεις τα πάντα; Ξέρεις τι είναι να αρπάζεις λοξές ματιές, ένα φευγαλέο άγγιγμα, το επιθετικό μυωπικό βάδισμα, το αβέβαιο χρώμα των μαλλιών κάποιου και να το κάνεις λογοτεχνία; Ξέρεις τι είναι να παίρνεις απογυμνωμένα από τη ζωή αισθήματα, να τα ντύνεις με ακριβές λέξεις και να τα κάνεις δραστικές ιστορίες αγάπης και έρωτα; Ξέρεις τι είναι οι καταλυτικοί αυτοσχεδιασμοί σου να λύνουν την εξίσωση της ζωής, την εξίσωση της ψυχής, την εξίσωση της ανθρωπιάς και της αγάπης;
Ξέρεις. Αν είσαι ο Τζον Απντάικ. Αν καταπιάνεσαι με κάτι τόσες δα λεπτομέρειες και αναπλάθεις τη ζωή, την καθημερινότητα και την περνάς στην αιωνιότητα με ένα τακτ και μια ευγένεια που αναβλύζει πού και πού η κλασική λογοτεχνία. Δεν μ’ αρέσουν τα διηγήματα, δεν μ’ αρέσει ό,τι σκάει σαν πυροτέχνημα και δεν αφήνει τίποτα πίσω του. Για την ακρίβεια δεν μ’ αρέσουν τα σύγχρονα ελληνικά διηγήματα. Αναβλύζουν μια φτώχεια, μια μιζέρια, μια αναξιοπρέπεια, αυτή της ανάγκης να πεις τα χιλιοειπωμένα μέσα από εξωφρενικές σύντομες ιστορίες (κάπως σαν τα ανέκδοτα που εκμαιεύουν το γέλιο σχεδόν καταναγκαστικά). Και στο τέλος δεν τα λες και ο αναγνώστης δεν τα ακούει, κωφεύει κι αυτός. Γίνεται αυτιστικός σαν το συγγραφέα του και δεν αντιδρά, δεν ανταποκρίνεται.
Μα, επέτρεψα να με συντροφέψουν κάτι διηγημάτακια -με τίτλο «Αυτοσχεδιασμοί του έρωτα» που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου- που με μάγεψαν με την απλότητα τους. Με ανάγκασαν να τα κοιτώ να σκάνε απαλά σαν κύματα στο χαρτί και να μου αφήνουν το φλοίσβο τους. Ο «μάγος» που τα ενορχήστρωσε δεν είναι άλλος από τον Τζον Απντάικ, αυτή η ήσυχη δύναμη της αμερικανικής λογοτεχνίας που φέρει κάτι από την ευρωπαϊκή φινέτσα στην οπτική του. Είναι από τους συγγραφείς που δεν πετάνε πυροτεχνήματα, δεν ανάβουν φωτιές για να τραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη τους, αλλά υποσκάπτει αργά το αναγνωστικό «χωράφι», ανοίγει λαγούμια κάτω από τη γη και αλλάζει ρότα στον τρόπο σκέψης του αναγνώστη.
«...Το μόνο που μας απομένει είναι η πόζα μας...», διαπιστώνει καταλυτικά ψάχνοντας βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά μεταδίδοντας τα ευρήματα των ανασκαφών του με την πιο ανάλαφρη διάθεση και το πιο κομψό ύφος. Οι ιστορίες του δεν έχουν απλώς θέμα τους την αγάπη σε όλες τις μορφές της, αλλά την πραγματεύονται με έναν τόσο μοντέρνο τρόπο, τόσο φρέσκο που αν δεν γνωρίζεις την ηλικία του συγγραφέα, μπορεί και να νομίσεις ότι διανύει την πρώτη ώριμη περίοδο της ζωής του. Είναι πολύ σύγχρονος ο Απντάικ, πιο σύγχρονος από πολλούς νεότερους. Με έναν μαγικό τρόπο η ηλικία του προσδιορίζεται από το ταλέντο του και όχι το αντίστροφο.
Σε εκείνο το επίπεδο στο οποίο εντυπωσιάζει ο αμερικανός δημιουργός, είναι η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Αυτά τα καταπληκτικά ζευγάρια που πλάθει ολοζώντανα και καταλαβαίνεις ότι μπορεί να μην είναι απολύτως πραγματικά -δηλαδή έχουν υποστεί τις επεξεργασίες της μυθοπλασίας- αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινά. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι άκρως αντιπροσωπευτικά:
-«...’’Φρανκ’’, φώναξε απεγνωσμένα, με τα δάκρυα νωπά ακόμα στα μάτια της. ‘’Γιατί πρέπει πάντα όλα να περιστρέφονται γύρω από σένα;’’ ‘’Διότι’’, θα μπορούσε να της είχε απαντήσει, ‘’μ’ έκανες ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου’’...»
-«...Μια γυναίκα δεν ήταν παρά ένας κύκλος, το κέντρο του οποίου βρισκόταν κάπου αλλού...»
-«...μήπως και σώσω τη συνείδησή μου, μήπως και κλείσω εκείνη την πληγή που μένει, όταν ένα κομμάτι της ζωής χάνεται...»
-«...Να, λοιπόν, ποιο ήταν το μυστικό: Αυτό που οι άλλοι θεωρούν αυτονόητο ότι θα πάρουν από μας, εμείς αγωνιζόμαστε για να τους το παρέχουμε...»
-«...Η απιστία σκέφτηκε, διευρύνει τον ερωτικό ορίζοντα ενός ζευγαριού στην αρχή, αλλά τον αποδυναμώνει και τον φθείρει στο τέλος. Είναι σαν τα ψυχεδελικά φάρμακα, καταστρέφει τα κύτταρα...»
Η ...αρσενική Τζέην Ώστιν του 20ου αιώνα
Θα σταθώ λίγο παραπάνω στο αγαπημένο θέμα του Απντάικ, που παρεισδύει στα βιβλία του είτε ως αυτούσια θεματική είτε ως παρελκόμενο «αναγκαίο κακό». Είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Στο μυθιστόρημά του «Το τέλος τους χρόνου» το οποίο επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Μ.Ε. Παξινού και Αλέξανδρου Πανούση, με γλύκα, τρυφερότητα, απεριόριστη αλλά ανάλαφρη ειρωνεία, γοητεία, σκιαγραφεί τις γυναίκες ξεσκεπάζοντας την αλήθεια τους -με τις χάρες και τις αδυναμίες τους-, όσο ο ίδιος ως εκπρόσωπος και του φύλου του καθρεφτίζεται σε κείνες. Στις πρώτες 30-40 σελίδες του μυθιστορήματος με έκανε να σκεφτώ ότι πιθανόν αν η Τζέην Ώστιν ήταν άντρας συγγραφέας του 20ου αιώνα θα έγραφε έτσι όπως ο Απντάικ.
Ο αμερικανός λογοτέχνης φτιάχνει μια ιστορία γεμάτη παρεκβάσεις -ως επί το πλείστον ιστορικές ή ιστοριοδιφικές, αλλά και επιστημονικές, με σκοπό να ενισχύσει το μεταφυσικό στοιχείο. Βυθίζει τον αναγνώστη σε μια αυθεντική ψευδαίσθηση από κείνες που μόνο η μνήμη, η ιστορία και η αγάπη μπορεί να δημιουργήσει -σε καιρούς που η οφθαλμαπάτη της ρεαλιστικής εικόνας καλύπτει τη μαγεία, την κατατροπώνει, την εξαφανίζει- μόνο και μόνο για να τον ταξιδέψει στο όνειρο: πόσο δύσκολο αλήθεια! «...Τι δεν πάει καλά μ’ εμένα, που θέλω ν’ αφήσω ένα ίχνος, σκαλίζοντας αυτές τις ασυνάρτητες και νευρικές σημειώσεις που αφορούν στην αργόσχολη ύπαρξή μου;...»