Το σκοτεινό ποτάμι της μοίρας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
Είναι μία από τις περιπτώσεις που αρχίζεις να διαβάζεις ένα βιβλίο, σχεδόν με ενόχληση. Δεν αντιλαμβάνεσαι πού το πάει ο συγγραφέας και σχεδόν είσαι έτοιμος να εγκαταλείψεις την ανάγνωση, αν είσαι απ’ αυτούς που τα παρατάνε τα βιβλία και τα πράγματα γενικότερα. Αν όχι, σε περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη στο τέλος. Ο αγώνας σου να παραμείνεις στην υπόθεση δικαιώνεται και μάλιστα με τον καλύτερον τρόπο.
Είναι η ίδια αίσθηση, όπως όταν ακούς ένα από κείνα τα τραγούδια του Leonard Cohen που ο παλιοκαιρισμένος ρυθμός της μουσικής δεν μπορεί να σε συνεπάρει, αλλά ακούγοντας τις ιστορίες που διηγείται στους στίχους του, μαγεύεσαι και το κουβαλάς πάνω σου σαν πεπρωμένο μετά το τραγούδι. Είναι η ίδια ενόχληση που σε τριβελίζει, όταν ένας άνθρωπος προσελκύει την προσοχή σου, αλλά δεν καταλαβαίνεις το γιατί, μέχρι που έρχεται μια ματιά και σου αποκαλύπτει με όλη τη μεγαλοπρέπεια της ειλικρίνειας την αιτία, αρκετά αργότερα, βέβαια, όταν θα είσαι σε θέση και να καταλάβεις.
Με λεπτές αποχρώσεις παίζει στο μυθιστόρημά του «Η σπηλιά του πεπρωμένου» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ο ολλανδός συγγραφέας Τιμ Κραμπέ, υφαίνοντας έναν αδιόρατο ιστό ενός ψυχολογικού θρίλερ, του οποίου τα κομμάτια του παζλ ενώνονται αργά και σου αποκαλύπτουν, βέβαια, με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο το μέγεθος του ταλέντου του δημιουργού του, πρώτα απ’ όλα. Κάνει τον αναγνώστη ο Κραμπέ, έτσι όπως στήνει την ιστορία του, να αισθάνεται αμήχανα, σχεδόν ηλίθιος -ας μου επιτραπεί η έκφραση- στην αρχή και κάπου εκεί στη μέση του βιβλίου, αφού δεν μπορεί να συλλάβει το νόημα που έχουν τα τεκταινόμενα. Η μετάφραση της Ινώς Βαν Ντάικ-Μπαλτά, ένας ολοζώντανος λόγος που απλώνει αυτή την essence εκλεπτυσμού που αναδύει η πρόζα και η αφήγηση του Κραμπέ, στην αρχή παρουσιάζεται ως η μόνη αιτία να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την υπόθεση. Στο τέλος θα ανταμειφθεί, πλημμυρίζοντας από συγκίνηση και θα καταλάβει την ωραιότητα που υπέβοσκε σ’ αυτή την απόκρυψη των προθέσεων του δημιουργού και την τόσο αργή και ώριμη εμφάνισή τους.
Είναι σαν να χρησιμοποιεί ακριβώς το αρνητικό -η εικόνα δείχνει τη μη ορατή όψη απ’ αυτό που επιδιώκει ο Κραμπέ- στην τεχνική του ο συγγραφέας από τις απόψεις του εκπροσώπου του Κακού στο έργο του, του Άξελ: «...Αυτό είναι όλο το κόλπο. Να κάνεις τους ανθρώπους να θέλουν αυτό που εσύ θες να θέλουν. Να τους εκφοβίζεις. Να φέρεσαι σαν να κάνεις κουμάντο εσύ. Να κάνεις τον άλλο να σκέφτεται ότι είναι τρελός αν δεν το κάνει. Οι άνθρωποι είναι τεμπέληδες, προτιμούν να υπακούν παρά να σκέφτονται οι ίδιοι κάτι που θέλουν. Χαίρονται όταν το σκέφτεσαι εσύ για πάρτη τους...»
Ο ήρωας αυτός γίνεται η αφορμή ο συγγραφέας να παρουσιάσει την αλγεινή όψη των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και την παραβολή τους με την κόλαση των αναπτυσσόμενων περιοχών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η πραγματικότητα είναι φρικώδης -ναρκωτικά, εγκλήματα- ενώ ο εκπρόσωπος του Καλού, ο Έχον, θα συντριβεί απ’ αυτή, πετυχαίνοντας, ωστόσο, να περάσει μέσα από τον έρωτα στην αιωνιότητα η αγνότητα των αισθημάτων, της ύπαρξής του. Ο νόμος του θανάτου θα κερδίσει, η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων θα επιβληθεί, πληρώνοντας, ωστόσο, τίμημα στην ίδια τη ζωή. «...Όλοι τους ήθελαν αυτό που εγώ ήθελα να θέλουν. Εσύ δεν γνωρίζεις τη ζωή, Έχον. Πρέπει ν’ αρπάζεις ό,τι μπορείς ν’ αρπάξεις. Ποτέ να μη ζητάς κάτι, αυτό βάζει στους ανθρώπους την ιδέα να μη σου το δώσουν. Ποτέ να μη φοβάσαι. Ο φόβος είναι λανθασμένη χρήση της εξυπνάδας. Ν’ αρπάζεις. Οι φοβητσιάρηδες αρπάζουν λίγα, οι θρασείς πολλά. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής...»
Η τύχη, η μοίρα, το πεπρωμένο κινεί τα νήματα. Η βούληση συνθλίβεται. Η ομορφιά του πρώτου έρωτα γίνεται ένα σκοτεινό λαγούμι που κυλά η ζωή εκείνων των ανύποπτων που ενέδωσαν στα θέλγητρά του. «...Η σοφία είναι η τέχνη να λες κατά λάθος την αλήθεια. Όπως όταν κάνεις ένα παιδί. Πόσα εκατομμύρια σπερματοζωάρια υπάρχουν; Δέκα; Είκοσι; Το καθένα διαφορετικό, κι εσύ δεν μπορείς να καθορίσεις ποιο θα τα καταφέρει. Και τι αποδεικνύεται πως έχεις φτιάξει: ακριβώς κάποιον που τον αγαπάς τόσο πολύ όσο μπορείς ν’ αγαπήσεις κάποιον. Έχεις πει την αλήθεια χωρίς να το προσπαθήσεις. Έχω κάνει πολλά αστεία στη ζωή μου, αλλά μόνο τώρα κάνω αστεία που είναι αλήθεια. Κατά λάθος. Αυτό είναι σοφία...»
Με τέτοια μαεστρία που δεν είναι καθόλου «κατά λάθος» λογοτεχνική οικονομία, ο Τιμ Κραμπέ οικοδομεί σοφά την πλοκή της ιστορίας: δύο έφηβοι, ο Έχον και ο Άξελ θα βρεθούν σε μια ομάδα κατασκήνωσης ένα καλοκαίρι. Η συνάντηση αυτή θα καθορίσει τη ζωή του πρώτου, με γεγονότα που δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους ότι μπορεί να τα υπαγορεύσει το πεπρωμένο. «... Ένα παιδί σε μια παραλία πιάνει μια χούφτα άμμο και την πετάει. Πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα να ξαναβρεθούν αυτοί οι κόκκοι της άμμου όλοι μαζί σε μια χούφτα; Μηδέν. Αλλά πόσο μεγάλη ήταν αυτή η πιθανότητα πριν από χίλια χρόνια; Επίσης μηδέν. Μολαταύτα είχαν βρεθεί όλοι μαζί. Είχε συμβεί κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Έτσι ήταν με όλα. Ένα βήμα που έκανε κάποιος, μια σταγόνα που έπεφτε από μια βρύση, ένα πουλί που καθόταν σ’ ένα κλαρί -ποτέ πια δεν θα συνέβαινε ακριβώς έτσι, ποτέ δεν ήταν δυνατόν να συμβεί...»
Στα θολά ύδατα της ύπαρξης βουτά τους ήρωές του ο ολλανδός μυθιστοριογράφος και τους αφήνει πάση θυσία να κολυμπήσουν. Άλλος επιπλέει πανηγυρικά, άλλος καταποντίζεται κι άλλος με τον ίδιο του τον πνιγμό καθαγιάζει τα νερά. «...Πρέπει να έχεις μια ζωή. Είτε σου τυχαίνει είτε τη διαλέγεις, πρέπει να τη ζήσεις όσο καλύτερα μπορείς. Αν ξεκινήσεις με αγάπη, αυτή μπορεί να χαθεί. Αν ξεκινήσεις χωρίς αγάπη, αυτή μπορεί να έρθει στην πορεία...» Στόχος είναι η ύπαρξη να αποκαλύψει τους χυμούς της, δηλητηριώδεις ή θεραπευτικούς και να τους ρίξει στην ίδια τη ροή των πάντων. «...’’Κατά βάθος δεν είναι ευχάριστο για ένα ποτάμι να μη φτάνει ποτέ το ίδιο στη θάλασσα’’, είπε ο Έχον. ‘’ Να μπορεί μονάχα να συνοδεύει ένα άλλο ποτάμι’’...»
Ο συγγραφέας
Ο Τιμ Κραμπέ γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1943. Μαθητής ακόμα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το σκάκι, για το οποίο έγραψε τρία βιβλία. Για τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, το ποδήλατο, έγραψε επίσης ένα βιβλίο, το «De Renner» («Ο ποδηλάτης», 1978). Έγινε γνωστός έξω από τα σύνορα της πατρίδας του με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Het Gouden Ei» («Το χρυσό αυγό», α984), μεγάλη επιτυχία που έγινε γρήγορα και κινηματογραφικό έργο («The Vanishing»). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Vertρaging» («Καθυστέρηση», 1994) και «De Grot» («Η σπηλιά του πεπρωμένου», 1997), το οποίο επανέλαβε το θρίαμβο του πρώτου του βιβλίου.
Είναι μία από τις περιπτώσεις που αρχίζεις να διαβάζεις ένα βιβλίο, σχεδόν με ενόχληση. Δεν αντιλαμβάνεσαι πού το πάει ο συγγραφέας και σχεδόν είσαι έτοιμος να εγκαταλείψεις την ανάγνωση, αν είσαι απ’ αυτούς που τα παρατάνε τα βιβλία και τα πράγματα γενικότερα. Αν όχι, σε περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη στο τέλος. Ο αγώνας σου να παραμείνεις στην υπόθεση δικαιώνεται και μάλιστα με τον καλύτερον τρόπο.
Είναι η ίδια αίσθηση, όπως όταν ακούς ένα από κείνα τα τραγούδια του Leonard Cohen που ο παλιοκαιρισμένος ρυθμός της μουσικής δεν μπορεί να σε συνεπάρει, αλλά ακούγοντας τις ιστορίες που διηγείται στους στίχους του, μαγεύεσαι και το κουβαλάς πάνω σου σαν πεπρωμένο μετά το τραγούδι. Είναι η ίδια ενόχληση που σε τριβελίζει, όταν ένας άνθρωπος προσελκύει την προσοχή σου, αλλά δεν καταλαβαίνεις το γιατί, μέχρι που έρχεται μια ματιά και σου αποκαλύπτει με όλη τη μεγαλοπρέπεια της ειλικρίνειας την αιτία, αρκετά αργότερα, βέβαια, όταν θα είσαι σε θέση και να καταλάβεις.
Με λεπτές αποχρώσεις παίζει στο μυθιστόρημά του «Η σπηλιά του πεπρωμένου» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ο ολλανδός συγγραφέας Τιμ Κραμπέ, υφαίνοντας έναν αδιόρατο ιστό ενός ψυχολογικού θρίλερ, του οποίου τα κομμάτια του παζλ ενώνονται αργά και σου αποκαλύπτουν, βέβαια, με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο το μέγεθος του ταλέντου του δημιουργού του, πρώτα απ’ όλα. Κάνει τον αναγνώστη ο Κραμπέ, έτσι όπως στήνει την ιστορία του, να αισθάνεται αμήχανα, σχεδόν ηλίθιος -ας μου επιτραπεί η έκφραση- στην αρχή και κάπου εκεί στη μέση του βιβλίου, αφού δεν μπορεί να συλλάβει το νόημα που έχουν τα τεκταινόμενα. Η μετάφραση της Ινώς Βαν Ντάικ-Μπαλτά, ένας ολοζώντανος λόγος που απλώνει αυτή την essence εκλεπτυσμού που αναδύει η πρόζα και η αφήγηση του Κραμπέ, στην αρχή παρουσιάζεται ως η μόνη αιτία να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την υπόθεση. Στο τέλος θα ανταμειφθεί, πλημμυρίζοντας από συγκίνηση και θα καταλάβει την ωραιότητα που υπέβοσκε σ’ αυτή την απόκρυψη των προθέσεων του δημιουργού και την τόσο αργή και ώριμη εμφάνισή τους.
Είναι σαν να χρησιμοποιεί ακριβώς το αρνητικό -η εικόνα δείχνει τη μη ορατή όψη απ’ αυτό που επιδιώκει ο Κραμπέ- στην τεχνική του ο συγγραφέας από τις απόψεις του εκπροσώπου του Κακού στο έργο του, του Άξελ: «...Αυτό είναι όλο το κόλπο. Να κάνεις τους ανθρώπους να θέλουν αυτό που εσύ θες να θέλουν. Να τους εκφοβίζεις. Να φέρεσαι σαν να κάνεις κουμάντο εσύ. Να κάνεις τον άλλο να σκέφτεται ότι είναι τρελός αν δεν το κάνει. Οι άνθρωποι είναι τεμπέληδες, προτιμούν να υπακούν παρά να σκέφτονται οι ίδιοι κάτι που θέλουν. Χαίρονται όταν το σκέφτεσαι εσύ για πάρτη τους...»
Ο ήρωας αυτός γίνεται η αφορμή ο συγγραφέας να παρουσιάσει την αλγεινή όψη των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και την παραβολή τους με την κόλαση των αναπτυσσόμενων περιοχών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η πραγματικότητα είναι φρικώδης -ναρκωτικά, εγκλήματα- ενώ ο εκπρόσωπος του Καλού, ο Έχον, θα συντριβεί απ’ αυτή, πετυχαίνοντας, ωστόσο, να περάσει μέσα από τον έρωτα στην αιωνιότητα η αγνότητα των αισθημάτων, της ύπαρξής του. Ο νόμος του θανάτου θα κερδίσει, η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων θα επιβληθεί, πληρώνοντας, ωστόσο, τίμημα στην ίδια τη ζωή. «...Όλοι τους ήθελαν αυτό που εγώ ήθελα να θέλουν. Εσύ δεν γνωρίζεις τη ζωή, Έχον. Πρέπει ν’ αρπάζεις ό,τι μπορείς ν’ αρπάξεις. Ποτέ να μη ζητάς κάτι, αυτό βάζει στους ανθρώπους την ιδέα να μη σου το δώσουν. Ποτέ να μη φοβάσαι. Ο φόβος είναι λανθασμένη χρήση της εξυπνάδας. Ν’ αρπάζεις. Οι φοβητσιάρηδες αρπάζουν λίγα, οι θρασείς πολλά. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής...»
Η τύχη, η μοίρα, το πεπρωμένο κινεί τα νήματα. Η βούληση συνθλίβεται. Η ομορφιά του πρώτου έρωτα γίνεται ένα σκοτεινό λαγούμι που κυλά η ζωή εκείνων των ανύποπτων που ενέδωσαν στα θέλγητρά του. «...Η σοφία είναι η τέχνη να λες κατά λάθος την αλήθεια. Όπως όταν κάνεις ένα παιδί. Πόσα εκατομμύρια σπερματοζωάρια υπάρχουν; Δέκα; Είκοσι; Το καθένα διαφορετικό, κι εσύ δεν μπορείς να καθορίσεις ποιο θα τα καταφέρει. Και τι αποδεικνύεται πως έχεις φτιάξει: ακριβώς κάποιον που τον αγαπάς τόσο πολύ όσο μπορείς ν’ αγαπήσεις κάποιον. Έχεις πει την αλήθεια χωρίς να το προσπαθήσεις. Έχω κάνει πολλά αστεία στη ζωή μου, αλλά μόνο τώρα κάνω αστεία που είναι αλήθεια. Κατά λάθος. Αυτό είναι σοφία...»
Με τέτοια μαεστρία που δεν είναι καθόλου «κατά λάθος» λογοτεχνική οικονομία, ο Τιμ Κραμπέ οικοδομεί σοφά την πλοκή της ιστορίας: δύο έφηβοι, ο Έχον και ο Άξελ θα βρεθούν σε μια ομάδα κατασκήνωσης ένα καλοκαίρι. Η συνάντηση αυτή θα καθορίσει τη ζωή του πρώτου, με γεγονότα που δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους ότι μπορεί να τα υπαγορεύσει το πεπρωμένο. «... Ένα παιδί σε μια παραλία πιάνει μια χούφτα άμμο και την πετάει. Πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα να ξαναβρεθούν αυτοί οι κόκκοι της άμμου όλοι μαζί σε μια χούφτα; Μηδέν. Αλλά πόσο μεγάλη ήταν αυτή η πιθανότητα πριν από χίλια χρόνια; Επίσης μηδέν. Μολαταύτα είχαν βρεθεί όλοι μαζί. Είχε συμβεί κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Έτσι ήταν με όλα. Ένα βήμα που έκανε κάποιος, μια σταγόνα που έπεφτε από μια βρύση, ένα πουλί που καθόταν σ’ ένα κλαρί -ποτέ πια δεν θα συνέβαινε ακριβώς έτσι, ποτέ δεν ήταν δυνατόν να συμβεί...»
Στα θολά ύδατα της ύπαρξης βουτά τους ήρωές του ο ολλανδός μυθιστοριογράφος και τους αφήνει πάση θυσία να κολυμπήσουν. Άλλος επιπλέει πανηγυρικά, άλλος καταποντίζεται κι άλλος με τον ίδιο του τον πνιγμό καθαγιάζει τα νερά. «...Πρέπει να έχεις μια ζωή. Είτε σου τυχαίνει είτε τη διαλέγεις, πρέπει να τη ζήσεις όσο καλύτερα μπορείς. Αν ξεκινήσεις με αγάπη, αυτή μπορεί να χαθεί. Αν ξεκινήσεις χωρίς αγάπη, αυτή μπορεί να έρθει στην πορεία...» Στόχος είναι η ύπαρξη να αποκαλύψει τους χυμούς της, δηλητηριώδεις ή θεραπευτικούς και να τους ρίξει στην ίδια τη ροή των πάντων. «...’’Κατά βάθος δεν είναι ευχάριστο για ένα ποτάμι να μη φτάνει ποτέ το ίδιο στη θάλασσα’’, είπε ο Έχον. ‘’ Να μπορεί μονάχα να συνοδεύει ένα άλλο ποτάμι’’...»
Ο συγγραφέας
Ο Τιμ Κραμπέ γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1943. Μαθητής ακόμα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το σκάκι, για το οποίο έγραψε τρία βιβλία. Για τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, το ποδήλατο, έγραψε επίσης ένα βιβλίο, το «De Renner» («Ο ποδηλάτης», 1978). Έγινε γνωστός έξω από τα σύνορα της πατρίδας του με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Het Gouden Ei» («Το χρυσό αυγό», α984), μεγάλη επιτυχία που έγινε γρήγορα και κινηματογραφικό έργο («The Vanishing»). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Vertρaging» («Καθυστέρηση», 1994) και «De Grot» («Η σπηλιά του πεπρωμένου», 1997), το οποίο επανέλαβε το θρίαμβο του πρώτου του βιβλίου.