Ο ταλαντούχος κύριος Greer

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πέρυσι τέτοιον καιρό στη Φιλολογική Βραδυνή, αφού είχα διαβάσει το εκπληκτικό βιβλίο του συγγραφέα το οποίο αγνοήθηκε στην Ελλάδα από κριτικούς και ίσως από το κοινό. Εγώ το λάτρεψα και είναι ένα από κείνα που θα ήθελα να είχα γράψει εγώ...)


Είναι ένας από κείνους τους πολύ τυχερούς ανθρώπους, ευλογημένους από το ίδιο τους το ταλέντο και την επιμονή τους να δημιουργήσουν, που γράφουν ένα βιβλίο από αυτά που διαβάζονται και εγκαίρως εννοείται από τους σύγχρονούς τους, μιλάνε στην ψυχή και αλλάζουν και τον αναγνώστη τους. Πρόκειται για τον Andrew Sean Greer, το συγγραφέα του μυθιστορήματος «Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, σε πολύ καλή μετάφραση -με λόγο που ρέει και στα ελληνικά- του Γιάννου Αιόλου.
Ο ήρωας του βιβλίου, Μαξ Τίβολι, γεννιέται με ρυτίδες και άσπρα μαλλιά, ένας γέρος στο σώμα, με το μυαλό και την ψυχή ενός βρέφους. Μεγαλώνοντας τα κύτταρά του συνεχίζουν την ανυπάκουη αντίστροφη πορεία τους και το σώμα του ξανανιώνει επικίνδυνα μέχρι να γίνει παιδί, ενώ το πνεύμα του ανήκει σε έναν άνθρωπο πια ηλικιωμένο. Ο έρωτάς του, η φιλία του, η ζωή του, η απώλεια, ο θάνατος, η ευτυχία, όλα ειδωμένα από την ευρηματική και τόσο ποιητική κάποτε και άλλοτε σκληρή οπτική του αμερικανού 35χρονου συγγραφέα. «Είμαστε όλοι μας μια αγάπη στη ζωή κάποιου ανθρώπου», κραυγάζει πότε λυτρωτικά και πότε πικρά ο Μαξ Τίβολι στις εξομολογήσεις του, περνώντας αστραπιαία το κείμενο του δημιουργού του στη σφαίρα της απαστράπτουσας κλασικής λογοτεχνίας.
Στον αμερικανικό λογοτεχνικό «χάρτη» τον Adrew Sean Greer, τον έβαλε ένα διθυραμβικό κείμενο του John Updike στο «The New Yorker» για το εν λόγω μυθιστόρημα κανένα χρόνο περίπου πριν. Εκεί ο καταξιωμένος λογοτέχνης έγραφε για το νεότερό του ομότεχνο, πόσο «αστραφτερά ποιητικό και βαθιά συγκινητικό» είναι το τελευταίο του έργο, «στο εξεζητημένο στιλ του Προυστ και του Ναμπόκοφ».
Διαβάζοντας το βιβλίο του μαγεύτηκα. Δεν υπάρχει άλλη λέξη για να εκφράσω αυτό που ένιωσα, αν υποστηρίζει κιόλας το ίδιο και ο Updike, εγώ περισσεύω... Επιχείρησα σχεδόν από κεκτημένη εργασιακή ταχύτητα να έχω μια συνέντευξη μαζί του. Δεν πίστευα ότι θα είχα θετική απάντηση και μάλιστα χωρίς να έχει περάσει ένα εξάμηνο αλληλογραφίας με την ατζέντισα που τον εκπροσωπεί, όπως μου υπαγόρευε η πρότερη σχετική εμπειρία. Έστειλα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις ερωτήσεις και μια μέρα μετά είχα τις απαντήσεις. Την έκπληξη για την άμεση ανταπόκρισή του διαδέχτηκε η πιο ευχάριστη ακόμη διαπίστωση ότι είναι ένας πολύ γοητευτικός άνθρωπος που απάντησε τόσο ζεστά, ειλικρινά και ολοζώντανα -αν και γραπτός ο λόγος, επιβεβαιώνοντας το ταλέντο του τόσο στη γραφή όσο και στην επικοινωνία- που με κέρδισε άλλη μια φορά, στηρίζοντας και με το παραπάνω τις εξαιρετικές εντυπώσεις που μου είχε αφήσει με το βιβλίο του. Ο ταλαντούχος κύριος Greer είναι μαζί μας:


Ποιο ήταν το αρχικό σας κίνητρο να γράψετε το βιβλίο «Οι εξομολογήσεις του Μαξ Τίβολι»; Ήταν κάποιο στοιχείο από την πραγματικότητα ή κάτι φανταστικό; Είναι πραγματικό το φαινόμενο που αφορά την ύπαρξη του ήρωά σας;

Διατυπώσατε πολύ καλά την ερώτηση. Η αρχική μου «ιδέα» για το μυθιστόρημα ήταν πολύ διαφορετική από το κίνητρό μου. Η ιδέα ήταν απλή από ένα τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «My Back Pages» με ένα ρεφρέν που πηγαίνει έτσι: «I was so much older then, I’m younger than that now». Μια μέρα τραγουδούσα μόνος μου το τραγούδι στην κουζίνα μου και στεκόμουν μπροστά από το ψυγείο, όταν συνέλαβα την ιδέα ενός άνδρα που ζει την ηλικία του ανάποδα. Ήταν τόσο απλό. Αλλά μου φάνηκε κακή ιδέα για μυθιστόρημα και απλώς την κατέγραψα. Αργότερα μόνο, όταν επέστρεψα στην ιδέα, τότε είδα ότι θα μπορούσε να γίνει ένα βιβλίο που θα είχα να σκεφτώ για την εξέλιξη του χρόνου, τις διαφορετικές πλευρές της αγάπης στο πέρασμα μιας ζωής, τη νεότητα, την ηλικία... και αυτός ο πιο φιλοσοφικός σκοπός μου ήταν το αληθινό μου κίνητρο. Μια απλώς έξυπνη ιδέα δεν με ενδιαφέρει. Είναι μόνο μια ιδέα που μου επιτρέπει να εξερευνήσω άλλες ακόμη πιο ενδιαφέρουσες.

Νιώθω ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποτελεί ένα ισχυρό σχόλιο για τις δυσκολίες των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν τόσο την πραγματικότητα όσο και τη φαντασία τους. Ισχύει αυτό και για σας; Πώς το χειρίζεστε;

Έχω να πω ότι βρίσκω πολύ αμήχανο να βρίσκεσαι σε ένα σώμα. Δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος. Ένα από τα υπέροχα πράγματα με μερικούς νέους ανθρώπους είναι το πόσο άνετα αισθάνονται με το σώμα τους, πόσο ελεύθερα κινούνται με αυτό. Κάτι που δεν υπήρξα ποτέ εγώ ως νέος άνθρωπος. Ήμουν πολύ ψηλός, πολύ αδύνατος, πολύ όλα τα πράγματα... Και τι περίεργη η στιγμή στη ζωή σου, όταν ανακαλύπτεις πόσο ελκυστικός είσαι για άλλους ανθρώπους και πόσο ευμετάβλητο είναι αυτό. Ακόμη βρίσκω πολύ διασκεδαστικό το να κοιτάζομαι σε έναν καθρέφτη και να βλέπω κάποιον λίγο μεγαλύτερο από ό,τι περίμενα να δω και πάντα έναν άγνωστο. Αν, λοιπόν, η φαντασία μου αποτυγχάνει να με βοηθήσει να φανταστώ πώς είναι να κατοικώ αυτό το σώμα, το δικό μου, αναρωτιέμαι: Πόσο αδύναμος είμαι να φανταστώ τις ζωές των άλλων; Πάρα πολύ, δυστυχώς, στοιχηματίζω. Και τι κρίμα!

Με κάνατε να κλάψω, διαβάζοντας το βιβλίο, και ταυτόχρονα να σκεφτώ βαθιά για την αγάπη, το θάνατο αλλά και τη ζωή μου. Ποιες ήταν οι δικές σας προσδοκίες για το «ταξίδι» της ιστορίας σας στον κόσμο; Έχει επιτευχθεί η αρχική σας πρόθεση;

Λοιπόν, η πρόθεσή μου ήταν ακριβώς αυτή που μου δώσατε: μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση. Βέβαια, πήγα πολύ βαθιά μέσα μου για να το γράψω αυτό και ήταν συχνά συγκινητικό, παρόλο που πιστεύω όχι πάντα στα σημεία που ο αναγνώστης νομίζει. Τα πιο δύσκολα κερδισμένα κομμάτια (για το συγγραφέα) είναι συχνά αυτά που κυλάνε φυσικά για τον αναγνώστη. Θα πρέπει να σας πω εδώ ότι δεν είχα πουλήσει το βιβλίο μου πριν το γράψω. Δεν είχα ιδέα αν θα κατόρθωνα να το πουλήσω, καθώς μου έμοιαζε τόσο παρατραβηγμένο να ενδιαφερθεί κανείς γι’ αυτό. Τελικά, έγινε τόσο δημοφιλές ανά τον κόσμο που ήταν μεγάλο το σοκ για μένα. Ένα ευχάριστο σοκ. Με κάνει να πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι οπουδήποτε που συμμερίζονται τους ενθουσιασμούς μου.

Τι μπορούν να αποκομίσουν οι αναγνώστες από το μυθιστόρημα αυτό;

Θα ακουστεί παράξενο, αλλά πάντα ήθελα ένα βιβλίο που θα μπορούσε να προσφέρει όλες τις παλιομοδίτικες απολαύσεις της ανάγνωσης. Εννοώ ευχαρίστηση που εγώ συνηθίζω να απολαμβάνω από το διάβασμα, πράγματα όπως εκπλήξεις, όμορφες προτάσεις, νέες ιδέες, αστείους χαρακτήρες, ιστορικές λεπτομέρειες, συγκινητικές στιγμές. Μια πολύ παλιά ιδέα -καταλαβαίνετε γιατί νόμιζα ότι κανένας άλλος εκτός από μένα δεν θα ήθελε να το διαβάσει- αλλά που ακόμα δουλεύω με γνώμονα αυτή και στο επόμενο βιβλίο μου. Θεωρώ ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο για του μελετητές. Εννοείται ότι είναι μια έξυπνη ευχαρίστηση.

Οι γονείς του Μαξ Τίβολι του έδωσαν έναν «Κανόνα» στη ζωή του: να είναι ό,τι οι άλλοι νομίζουν ότι είναι. Είναι αυτό ένας «ασφαλής παράδεισος» για την ευτυχία μας, τα όνειρά μας ή το αντίθετο; Βρισκόμαστε σε κίνδυνο πάντα να συντριβούμε από την άποψη των άλλων για μας;

Μου φαίνεται ότι είναι ένας πολύ επικίνδυνος «Κανόνας», να είσαι ό,τι οι άλλοι νομίζουν ότι είσαι. Και πολύ περίεργος κιόλας: όχι να είσαι ό,τι αυτοί θέλουν ή ό,τι είναι αυτοί, αλλά ό,τι νομίζουν ότι είσαι. Πίσω από αυτόν τον «Κανόνα» κρύβεται και η ιδέα που διερευνά παρακάτω στο βιβλίο ο Μαξ, ότι δηλαδή οι άνθρωποι στην πραγματικότητα δεν δίνουν και μεγάλη προσοχή σε σένα. Έτσι, νομίζουν ότι είσαι ένας πολύ ήπιος, καθημερινός άνθρωπος. Και οι περισσότεροι από μας υποκρινόμαστε ότι είμαστε κάτι τέτοιο, αν και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είμαστε κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό. Αλλά οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πεθάνουν λίγο για να προσαρμοστούν.

Πόσο επικίνδυνο ή ενδιαφέρον είναι το χάσμα ανάμεσα σε μας και τους άλλους; Θέλω επίσης και το σχόλιό σας για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο. Είναι αποτέλεσμα του πολέμου μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών;

Πρόκειται για μια πολύ παλιά και απλοϊκή ιδέα, υποθέτω, το ότι η κατανόηση της κατάστασης των άλλων μετριάζει πολλές από τις διαμάχες μας. Μπορεί να ανακαλύψουμε, για παράδειγμα, ότι πολεμάμε για διαφορετικά πράγματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραδείγματος χάρη, οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο αντιμετωπίζονται ως μέρος μιας «επίθεσης κατά της ελευθερίας». Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Οι τρομοκράτες δεν ζώνουν τα σώματά τους με βόμβες, όπως οι κατεργάρηδες στα παιδικά βιβλία, σκεπτόμενοι «δεν θέλω κανένας να είναι ελεύθερος». Σίγουρα πιστεύουν στο θεό τους. Και δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ αυτή τη στιγμή ότι μου είναι αδύνατο να καταλάβω, μου είναι αδύνατο να σκεφτώ τι να κάνω. Πολεμάμε για «ελευθερία», πολεμάνε για «θεό». Είναι τόσο τρομακτικό που κανείς δεν καταλαβαίνει και τα δύο τι σημαίνουν.


Αισθάνεστε ότι είστε ένας άλλος άνθρωπος μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου; Με ποιον τρόπο; Είναι ο Μαξ Τίβολι ένα κομμάτι του εαυτού σας; Γιατί αυτός ο χαρακτήρας διαθέτει την εξαιρετική ικανότητα να γίνεται ένα κομμάτι από μας, τις ζωές μας...

Είμαι σίγουρα ένας μεγαλύτερος σε ηλικία άνθρωπος! Οι φίλοι μου θα σας έλεγαν ότι έγραψα αυτό το βιβλίο με τεράστιο προσωπικό κόστος, που γυρνούσα κάθε μέρα σπίτι και έτρεχα να δω τι είχα γράψει, τι είχα ακόμα να κάνω, τι θα γινόταν το μυθιστόρημα. Η ατζέντισά μου ανησυχούσε ότι μένοντας τόσο πολύ στο μυαλό ενός «τρελού», όπως ονόμαζε τον ήρωά μου, θα με οδηγούσε αυτό στον παραλογισμό. Εγώ, ωστόσο, δεν θυμάμαι τίποτα τέτοιο. Το θυμάμαι σαν μια πολύ αγαπημένη εμπειρία, καθώς όσο δύσκολο ήταν να οικοδομήσω το βιβλίο, τόσο θα μπορούσα να γράφω, όπως ο Μαξ, για πάντα. Ήταν εξυπνότερος από μένα και πιο ευγενής με πολλούς τρόπους, και πιο βίαιος και πιο συναισθηματικός. Ήταν ένα πολύ πραγματικό πρόσωπο για μένα, έτσι όταν έφτασα στην τελική εκδοχή του μυθιστορήματος, είδα ένα όνειρο -και αυτό είναι αλήθεια- ότι ο Μαξ στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι μου, όπως ένας εραστής, έφτιαχνε τη βαλίτσα του, με αποχαιρέτησε και άρχισε να κατεβαίνει μια σπειροειδή σκάλα, ενώ εγώ έτρεχα πίσω του...

Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας επιρροές; Πείτε μας λίγα λόγια για την εμπειρία σας τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστης. Τι σας αρέσει να διαβάζετε;

Είμαι μεγάλος εραστής των πολύ παλιομοδίτικων βιβλίων: Nabokov, Proust, Ford Madox Ford κ.α. Βρίσκω στα βιβλία που γράφτηκαν πριν το 1950 μια προθυμία να καθίσουν κάτω και να φτιάξουν το όμορφο, δύσκολη δουλειά να δημιουργείς βιβλία που μπορούν να διαβαστούν πολλές φορές και να επηρεάσουν με πολλούς τρόπους. Είναι μια ευχαρίστηση που δεν υπάρχει πουθενά αλλού για μένα σε άλλες μορφές τέχνης, είναι η πολύ προσωπική απόλαυση να διαβάζεις ένα εξαίσιο βιβλίο. Αγαπάω τις ταινίες, αγαπάω τη ζωγραφική, είμαι ένας «μουδιασμένος» φαν της τηλεόρασης, αλλά μόνο τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μου. Διαβάζω, επίσης, πολύ αργά, πολύ προσεκτικά, γιατί προσπαθώ να καταλάβω τις τεχνικές της δουλειάς και συχνά καταγράφω πράγματα που βρίσκω σε ένα πολύ μικρό βιβλίο και τα χρησιμοποιώ αργότερα στη δική μου δουλειά. Η ποίηση ακόμη είναι μια μεγάλη επιρροή για μένα. Πάντα έχω ένα βιβλίο με ποιήματα στο γραφείο μου, της Anne Carson για παράδειγμα.

Ποια είναι τα μηνύματα που λαμβάνετε από τους αναγνώστες σας απ’ όλον τον πλανήτη για το Μαξ Τίβολι;

Συχνά μου γράφουν, ρωτώντας με αν πρόκειται για πραγματική ιστορία (πιθανόν λόγω της σημείωσης στο τέλος του βιβλίου). Δεν εκπλήσσομαι πια. Το βρίσκω τρομερά κολακευτικό να έχω δημιουργήσει κάτι τόσο αληθινό γι’ αυτούς, μέσα από μια ιδέα που είναι ολοφάνερα παράλογη. Υπάρχει καλύτερη ευλογία για ένα μυθιστοριογράφο;


Λίγα λόγια για το συγγραφέα

O Andrew Sean Greer γεννήθηκε το 1970 στην Ουάσιγκτον σε μια οικογένεια επιστημόνων. Εκεί σπούδασε συγγραφή στο Πανεπιστήμιο Μπράουν. Μετά από κάποια χρόνια στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως οδηγός, τεχνικός κινηματογράφου και τηλεόρασης, μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του σε περιοδικά όπως το Esquire, το Paris Review και το Story.