Το ανεξίτηλο ίχνος της Ιστορίας στην ποιητική δημιουργία
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 20/12/2008)
«Προχώρα με την τέχνη μέσα από τις πιο μύχιες στενωπούς του εαυτού σου. Και άσε τον εαυτό σου ελεύθερο», Paul Celan
«Προχώρα με την τέχνη μέσα από τις πιο μύχιες στενωπούς του εαυτού σου. Και άσε τον εαυτό σου ελεύθερο», Paul Celan
Το δραματικό αποτύπωμα του Ολοκαυτώματος έχει σφραγίσει την ποίηση του Πάουλ Τσέλαν. Αναπόφευκτα. Και ανεξίτηλα. Η προσωπική του τραγική ιστορία αναδύθηκε μέσα από την Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καλλιτεχνική του προσωπικότητα σημαδεύτηκε από την καταγωγή του, το διωγμό, το θάνατο των δικών του, την επιβίωσή του που τον βάραινε ενοχικά πάντα και φυσικά την αυτοχειρία του. Η ποίησή του, οι λέξεις του φέρουν την Ιστορία σε κάθε του φθόγγο. Για τον ίδιο «η γλώσσα δεν γεφυρώνει μόνο την απόσταση με τον κόσμο, αλλά και με τη μοναξιά». Και η δική του μοναξιά ήταν ασήκωτη.
Το βιβλίο του John Felstiner με τον τίτλο «paul celan-ποιητής, επιζών, εβραίος», η βιογραφία του ποιητή που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου –μια πολύ φροντισμένη και τεκμηριωμένη έκδοση- αποκαλύπτει με τρόπο που αρμόζει στο έργο και το βεληνεκές του Πάουλ Τσέλαν τις πτυχές του βίου του που πορεύθηκαν παράλληλα με τη λογοτεχνική του δημιουργία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν εξιστορεί ή απαριθμεί απλώς γεγονότα και έργα. Ο συγγραφέας John Felstiner, καθηγητής αγγλικής και εβραϊκής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, επιχειρεί μια κατάδυση στο βαθύτερο νόημα της ποίησης του Τσέλαν. Μαζί του ο αναγνώστης που τον ακολουθεί σ’ αυτό το ταξίδι, δεν έχει παρά να βγει κερδισμένος –για να μην πω αναβαπτισμένος- από την έμπνευση που του παρέχει η δύναμη της ελπίδας για την Ελπίδα, αλλά και για την Τέχνη, όπως αποπνέεται από την απόφαση του Τσέλαν να δημιουργήσει. Παρά την τραγωδία που βίωσε. Αυτός και η Ευρώπη.
Η σπαρακτική του φωνή «πρέπει να υπάρξουν και πάλι αναγνώστες», ακούγεται σε κάθε περίπτωση που τα λόγια εμφανίζονται λιγοστά μπροστά στην ανθρώπινη τραγωδία και θηριωδία. Ο αφανισμός ανθρώπου από άνθρωπο. Η ανθρωπινότητα για να επιζήσει απευθύνεται στην Τέχνη και τη Δημιουργία. Και η Ποίηση ανταποκρίνεται. Η δική του ποίηση καταφέρνει να διασώσει την ανθρωπιά και την ομορφιά και την αλήθεια, περνώντας μέσα από τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. «…Για τον Τσέλαν, το ωραίο είναι δηλητηριώδες…», καταγράφει ο βιογράφος του. Η ομορφιά και η αλήθεια παίρνουν άλλο νόημα. Είναι πια ζήτημα απολύτου επιβίωσης. Για τον ποιητή πρωτίστως, για τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και για το μέλλον που καραδοκεί. «…Ένα αληθινό ποίημα πρέπει να επιλέγει τον πιο δύσβατο δρόμο…», συνεχίζει ο John Felstiner.
Γόνος γερμανόφωνων Εβραίων από το ανατολικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, γεννήθηκε στο Τσέρνοβιτς της Μπουκοβίνα, που λίγο πριν το 1920, χρονιά που ήρθε στη ζωή ο Τσέλαν, περιήλθε στην κατοχή της Ρουμανίας. Πάουλ Άντσελ το πραγματικό του όνομα. Προτίμησε αργότερα τον αναγραμματισμό του. «…αναζητώ την ταυτότητα στην ετερότητα, διατηρώντας την ιδιαίτερη ταυτότητά μου…», ομολογεί ο ίδιος. Έζησε τη σοβιετική και τη γερμανική κατοχή, τα καταναγκαστικά έργα, τον αφανισμό των γονιών του από τους ναζιστές και την επάνοδο των Ρώσων το 1944. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, αλλά το 1948 κατέληξε στο Παρίσι, όπου και άργησαν πολύ να αντιληφθούν τον ποιητή που ζούσε και δημιουργούσε εντός των συνόρων τους.
Ο Τσέλαν αγκιστρώθηκε στη μητρική του γλώσσα. Ήταν η σανίδα σωτηρίας του και το τραγικά ειρωνικό πέρασμά του στην αθανασία της λογοτεχνίας. Δεν απαρνήθηκε τη μητρική του γλώσσα, παρόλο που ήταν η ίδια με αυτή των διωκτών του και δολοφόνων της οικογενείας του. Η κουλτούρα του κεντροευρωπαϊκή, ποτισμένη από την αγάπη του για γνώση και γλωσσομάθεια, αλλά και βαθιά ριζωμένη στο γερμανοεβραϊκό πολιτισμό της Μπουκοβίνα. Η εμβληματική «Φούγκα του Θανάτου» είναι η ποιητική αποτύπωση του πιο ζοφερού κεφαλαίου της ευρωπαϊκής ιστορίας. Σε μια εποχή που το νόημα και η ελπίδα έμοιαζαν αδύνατον να βρεθούν για τους βαθιά πληγωμένους επιζήσαντες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «…Ο Τσέλαν ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατον να αποδοθεί με τη λογική το “πραγματικό (πρωταρχικό) νόημα των λέξεων”». Γι’ αυτό πλάθει ένα ποιητικό έργο που κάποτε μπορεί να χαρακτηρίζεται ερμητικό ή σκοτεινό, αλλά έχει ακριβώς αυτό το στόχο: να κινητοποιήσει το πνεύμα που βρίσκεται μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. Απευθύνεται σε κάθε πιθανό αναγνώστη, όπως αναφέρει και ο βιογράφος του, και διαπνέεται ακριβώς από την αίσθηση αυτή του ανθρώπου που αντίκρισε την καταστροφή, τον άγγιξε η καταστροφή, του κατέστρεψε κιόλας μέσα του ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, αλλά δεν επέτρεψε ο ίδιος ο ποιητής στην καταστροφή να αφανίσει την Τέχνη του, την αλήθεια του, τη φλόγα της δημιουργίας. Πήρε στα χέρια του τη ζωή του και την ποίηση, τόσο πολύ μάλιστα που αποφάσισε να την αφαιρέσει κιόλας όταν πίστεψε ότι «…είναι καιρός να είναι καιρός…». Η πολυσημία του έργου του για κείνον ήταν απλώς στιγμές ρεαλισμού.
Οι κατηγορίες λογοκλοπής από την Κλαιρ Γκολ και οι φήμες που τις συνόδευσαν, στάθηκαν μαζί με την πικρία που ένιωθε για τη γερμανική λογοτεχνική σκηνή, οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι της ψυχολογικής του κατάστασης. Η κατάθλιψη είναι εδώ. Και θα στοιχειώσει την τελευταία σχεδόν δεκαετία της ζωής του. Μέχρι το 1970 που θα δώσει εκείνος τέλος στη ζωή του, γύρω στις 20 Απριλίου, κοντά στο Πάσχα, οπότε σε μια ύστατη κίνηση εξαγνισμού από το κακό που σημάδεψε την ύπαρξή του, πήδηξε από τη γέφυρα του Σηκουάνα και αφέθηκε να πνιγεί, παρόλο που ήταν δεινός κολυμβητής. Για την ποίησή του, το τέλος της φυσικής του παρουσίας επεφύλαξε μια καλύτερη τύχη, αφού ο μύθος του Πάουλ Τσέλαν είχε και την πρέπουσα έξοδο, την απόλυτη προσήλωση και αφιέρωση, αφού κι εκείνος θεωρούσε την προσήλωση σε ένα ποίημα ως «τη φυσική προσευχή της ψυχής».
Το βιβλίο του John Felstiner με τον τίτλο «paul celan-ποιητής, επιζών, εβραίος», η βιογραφία του ποιητή που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου –μια πολύ φροντισμένη και τεκμηριωμένη έκδοση- αποκαλύπτει με τρόπο που αρμόζει στο έργο και το βεληνεκές του Πάουλ Τσέλαν τις πτυχές του βίου του που πορεύθηκαν παράλληλα με τη λογοτεχνική του δημιουργία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν εξιστορεί ή απαριθμεί απλώς γεγονότα και έργα. Ο συγγραφέας John Felstiner, καθηγητής αγγλικής και εβραϊκής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, επιχειρεί μια κατάδυση στο βαθύτερο νόημα της ποίησης του Τσέλαν. Μαζί του ο αναγνώστης που τον ακολουθεί σ’ αυτό το ταξίδι, δεν έχει παρά να βγει κερδισμένος –για να μην πω αναβαπτισμένος- από την έμπνευση που του παρέχει η δύναμη της ελπίδας για την Ελπίδα, αλλά και για την Τέχνη, όπως αποπνέεται από την απόφαση του Τσέλαν να δημιουργήσει. Παρά την τραγωδία που βίωσε. Αυτός και η Ευρώπη.
Η σπαρακτική του φωνή «πρέπει να υπάρξουν και πάλι αναγνώστες», ακούγεται σε κάθε περίπτωση που τα λόγια εμφανίζονται λιγοστά μπροστά στην ανθρώπινη τραγωδία και θηριωδία. Ο αφανισμός ανθρώπου από άνθρωπο. Η ανθρωπινότητα για να επιζήσει απευθύνεται στην Τέχνη και τη Δημιουργία. Και η Ποίηση ανταποκρίνεται. Η δική του ποίηση καταφέρνει να διασώσει την ανθρωπιά και την ομορφιά και την αλήθεια, περνώντας μέσα από τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. «…Για τον Τσέλαν, το ωραίο είναι δηλητηριώδες…», καταγράφει ο βιογράφος του. Η ομορφιά και η αλήθεια παίρνουν άλλο νόημα. Είναι πια ζήτημα απολύτου επιβίωσης. Για τον ποιητή πρωτίστως, για τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και για το μέλλον που καραδοκεί. «…Ένα αληθινό ποίημα πρέπει να επιλέγει τον πιο δύσβατο δρόμο…», συνεχίζει ο John Felstiner.
Γόνος γερμανόφωνων Εβραίων από το ανατολικό τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, γεννήθηκε στο Τσέρνοβιτς της Μπουκοβίνα, που λίγο πριν το 1920, χρονιά που ήρθε στη ζωή ο Τσέλαν, περιήλθε στην κατοχή της Ρουμανίας. Πάουλ Άντσελ το πραγματικό του όνομα. Προτίμησε αργότερα τον αναγραμματισμό του. «…αναζητώ την ταυτότητα στην ετερότητα, διατηρώντας την ιδιαίτερη ταυτότητά μου…», ομολογεί ο ίδιος. Έζησε τη σοβιετική και τη γερμανική κατοχή, τα καταναγκαστικά έργα, τον αφανισμό των γονιών του από τους ναζιστές και την επάνοδο των Ρώσων το 1944. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, αλλά το 1948 κατέληξε στο Παρίσι, όπου και άργησαν πολύ να αντιληφθούν τον ποιητή που ζούσε και δημιουργούσε εντός των συνόρων τους.
Ο Τσέλαν αγκιστρώθηκε στη μητρική του γλώσσα. Ήταν η σανίδα σωτηρίας του και το τραγικά ειρωνικό πέρασμά του στην αθανασία της λογοτεχνίας. Δεν απαρνήθηκε τη μητρική του γλώσσα, παρόλο που ήταν η ίδια με αυτή των διωκτών του και δολοφόνων της οικογενείας του. Η κουλτούρα του κεντροευρωπαϊκή, ποτισμένη από την αγάπη του για γνώση και γλωσσομάθεια, αλλά και βαθιά ριζωμένη στο γερμανοεβραϊκό πολιτισμό της Μπουκοβίνα. Η εμβληματική «Φούγκα του Θανάτου» είναι η ποιητική αποτύπωση του πιο ζοφερού κεφαλαίου της ευρωπαϊκής ιστορίας. Σε μια εποχή που το νόημα και η ελπίδα έμοιαζαν αδύνατον να βρεθούν για τους βαθιά πληγωμένους επιζήσαντες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, «…Ο Τσέλαν ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατον να αποδοθεί με τη λογική το “πραγματικό (πρωταρχικό) νόημα των λέξεων”». Γι’ αυτό πλάθει ένα ποιητικό έργο που κάποτε μπορεί να χαρακτηρίζεται ερμητικό ή σκοτεινό, αλλά έχει ακριβώς αυτό το στόχο: να κινητοποιήσει το πνεύμα που βρίσκεται μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. Απευθύνεται σε κάθε πιθανό αναγνώστη, όπως αναφέρει και ο βιογράφος του, και διαπνέεται ακριβώς από την αίσθηση αυτή του ανθρώπου που αντίκρισε την καταστροφή, τον άγγιξε η καταστροφή, του κατέστρεψε κιόλας μέσα του ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, αλλά δεν επέτρεψε ο ίδιος ο ποιητής στην καταστροφή να αφανίσει την Τέχνη του, την αλήθεια του, τη φλόγα της δημιουργίας. Πήρε στα χέρια του τη ζωή του και την ποίηση, τόσο πολύ μάλιστα που αποφάσισε να την αφαιρέσει κιόλας όταν πίστεψε ότι «…είναι καιρός να είναι καιρός…». Η πολυσημία του έργου του για κείνον ήταν απλώς στιγμές ρεαλισμού.
Οι κατηγορίες λογοκλοπής από την Κλαιρ Γκολ και οι φήμες που τις συνόδευσαν, στάθηκαν μαζί με την πικρία που ένιωθε για τη γερμανική λογοτεχνική σκηνή, οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι της ψυχολογικής του κατάστασης. Η κατάθλιψη είναι εδώ. Και θα στοιχειώσει την τελευταία σχεδόν δεκαετία της ζωής του. Μέχρι το 1970 που θα δώσει εκείνος τέλος στη ζωή του, γύρω στις 20 Απριλίου, κοντά στο Πάσχα, οπότε σε μια ύστατη κίνηση εξαγνισμού από το κακό που σημάδεψε την ύπαρξή του, πήδηξε από τη γέφυρα του Σηκουάνα και αφέθηκε να πνιγεί, παρόλο που ήταν δεινός κολυμβητής. Για την ποίησή του, το τέλος της φυσικής του παρουσίας επεφύλαξε μια καλύτερη τύχη, αφού ο μύθος του Πάουλ Τσέλαν είχε και την πρέπουσα έξοδο, την απόλυτη προσήλωση και αφιέρωση, αφού κι εκείνος θεωρούσε την προσήλωση σε ένα ποίημα ως «τη φυσική προσευχή της ψυχής».