Στην αποβάθρα
Χλιαρή ημέρα, ζεστή και υγρή και μια μουντή συννεφιά. Διόλου ακεφιά. Μια μικρούλα με τους γονείς της. Χρυσά μαλλιά σε δυο κοτσίδια. Γαλάζια μάτια. Ροζ μπουφάν. Και γέλια. Ατέλειωτα. Με τον μπαμπά της. Το παντοτινό αντικείμενο της αγάπης της. Εκείνος φορτωμένος με το λάπτοπ, τα βάρη της καθημερινότητας. Η μαμά δίπλα να ενορχηστρώνει τη χαρά τους. Ανάλαφρη. Γαργαλιούνται και είναι σαν να γαργαλάνε με ευτυχία όλο το άγνωστο πλήθος γύρω τους. Στο τρένο.
Στο διπλανό κάθισμα, ένας σοκολατένιος μικρούλης. Με μάτια που σκίζουν την ομίχλη του πρωινού. Λαμπερά όσο κι η τεράστια αγάπη που ακτινοβολούν. Τους κοιτάζει και γελάει κι εκείνος με την ευτυχία τους. Γελάει κι ο μπαμπάς του. Δίπλα η μαμά με μαντίλα χρωματιστή και τζιν παντελόνι τιτιβίζει με τη διπλανή της. Στο χωριό μου φοράνε ακόμα μαντίλες οι γυναίκες, όταν πάνε για τις δουλειές στα χωράφια. Αυτές μου φέραν στο μυαλό, τώρα θα μαζεύουν ελιές.
Στην άλλη νοητή πλευρά της αποβάθρας, σκέφτομαι και το μωρούλι που έζησε δίπλα στους νεκρούς του γονείς στη Βομβάη, θρηνώντας μέσα στα αίματα...
Στο διπλανό κάθισμα, ένας σοκολατένιος μικρούλης. Με μάτια που σκίζουν την ομίχλη του πρωινού. Λαμπερά όσο κι η τεράστια αγάπη που ακτινοβολούν. Τους κοιτάζει και γελάει κι εκείνος με την ευτυχία τους. Γελάει κι ο μπαμπάς του. Δίπλα η μαμά με μαντίλα χρωματιστή και τζιν παντελόνι τιτιβίζει με τη διπλανή της. Στο χωριό μου φοράνε ακόμα μαντίλες οι γυναίκες, όταν πάνε για τις δουλειές στα χωράφια. Αυτές μου φέραν στο μυαλό, τώρα θα μαζεύουν ελιές.
Στην άλλη νοητή πλευρά της αποβάθρας, σκέφτομαι και το μωρούλι που έζησε δίπλα στους νεκρούς του γονείς στη Βομβάη, θρηνώντας μέσα στα αίματα...