Το ηλιοβασίλεμα ενός κυνικού
«…Το Εδιμβούργο δεν είναι υπεράνω ρατσισμού –οι πολωνοί εργάτες δέχονται επιθέσεις. Η μπλούζα λάθος ποδοσφαιρικής ομάδας μπορεί να θεωρηθεί υπεραρκετή πρόκληση…».
Μια αστυνομική ιστορία. Με ανοιχτό τέλος για την τύχη των πρωταγωνιστών της. Το δολοφόνο τον αναζητά ο αναγνώστης μαζί με τον επιθεωρητή Ρέμπους, μέχρι και τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος. Η ατμόσφαιρα αυτή που αρμόζει σε ένα βιβλίο μυστηρίου. Ομιχλώδης ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης, προκειμένου να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι και την έσχατη λέξη του.
Ακριβώς όπως ταιριάζει στον επιθεωρητή Ρέμπους, με την ιδιαίτερη αγάπη για τη μουσική και το εκλεπτυσμένο γούστο (ακούει Τζόνι Κας και προτιμά τα βινύλια από τα σιντί) και, την οξυδέρκεια, την παρατηρητικότητα, τη δίψα για την ανακάλυψη της αλήθειας, τη συνεχή ανάγκη να κινείται σε ένα ανασφαλές κι επικίνδυνο περιθώριο κοντά στους κανόνες, αλλά συχνά έξω και πέρα απ’ αυτούς, αλλά για την προάσπισή τους τελικά. Η καριέρα του δημοφιλούς ντετέκτιβ δύει φυσικά, ως επακόλουθο μιας γεμάτης σταδιοδρομίας. Δύει, όμως; Μπορεί να είμαστε κοντά στο φθινόπωρό της, αλλά δύσκολο να πούμε, αν όντως ήρθε ο χειμώνας για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Ο συγγραφέας προτιμά να μας κρατήσει σε αναμμένα κάρβουνα.
Λίγες ημέρες πριν αποστρατευτεί ο επιθεωρητής, στο τελευταίο και πιο πρόσφατο μυθιστόρημα «Τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους» του Ίαν Ράνκιν που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη, κι ενώ προσπαθεί να συμμαζέψει τις εκκρεμότητές του και τους παλιούς του λογαριασμούς –ένας απ’ αυτούς ο πιο σημαντικός, δεν λέει να κλείσει με τίποτα, αυτός με τον κακοποιό κι αιώνιο εχθρό του, Κάφερτι- με τη συνάδελφό του Σίβον Κλαρκ και επίδοξη αντικαταστάτριά του, βρίσκεται και πάλι στη μέση του κυκλώνα: όταν ένας ρώσος ποιητής βρίσκεται δολοφονημένος, την ίδια ώρα που βρίσκεται στην πόλη του Εδιμβούργου μια αντιπροσωπεία ρώσων επιχειρηματιών. «…Εδώ που τα λέμε, έχει σχηματιστεί ολόκληρη ουρά απ’ αυτούς που δεν διαβάζουν ποίηση…». Η συγκυρία περιλαμβάνει το θάνατο, πραγματικό γεγονός, προσφάτως από πολώνιο-210 του Λιτβινένκο. Το κύκνειο άσμα του ο Ρέμπους θα αναγκαστεί να το χορέψει «φλερτάροντας» και πάλι με τον αιώνιο εχθρό του Κάφερτι που βρίσκει τρόπο, καταλαμβάνοντας τη μερίδα του λέοντος της εγκληματικότητας στη σκοτσέζικη πρωτεύουσα, να μπερδεύεται στο πόδια του. «…Δεν μπορείς να διαλέξεις την οικογένειά σου, σκέφτηκε από μέσα του, μπορείς όμως να διαλέξεις τους εχθρούς σου…». Τα πράγματα σκουραίνουν κι άλλο για την ομάδα του Ρέμπους, όταν ένας ακόμη άνθρωπος βρίσκεται νεκρός. Κι αυτός συνδέεται με έναν ευρύ κύκλο ατόμων που όλοι στο μυαλό του αναγνώστη, μπορεί να είναι οι δολοφόνοι. Η συσχέτιση των δύο εγκλημάτων περιπλέκει την κατάσταση.
Η Σίβον Κλαρκ έχει τον πρώτο λόγο στις έρευνες, αφού ο Ρέμπους παραμερίζεται ως σύντομα συνταξιοδοτούμενος, αλλά τα νήματα τα κινεί και πάλι εκείνος, μοιραία. «…Είχε πολύ καιρό να φορέσει τη στολή της αρχιφύλακα, αλλά η δουλειά της δεν ήταν απ’ αυτές που τις δηλώνεις πάντα έτσι απλά. Σε παρέες όπου είχε βρεθεί, πάντα κάποιοι ένιωθαν άβολα όταν μάθαιναν τι δουλειά έκανε. Το ίδιο κι όταν έβγαινε ραντεβού…». Τα χρόνια εμπειρίας που κουβαλά στην πλάτη του και η ικανότητά του να κλέβει την παράσταση, ακόμη κι όταν είναι έτοιμος να αποχαιρετίσει τις περιπέτειες, αφήνουν τη στάμπα του. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να τον λατρέψει, ακόμη και να ταυτιστεί μαζί του, ενώ δεν έχει κανένα στοιχείο εξωτερική περιγραφής του ήρωά του, όπως άλλωστε συνηθίζει ο Ράνκιν: να μην δίνει στοιχεία εξωτερικών χαρακτηριστικών των πρωταγωνιστών του. Δίνει τόσο πλούσια, όμως, τον ψυχισμό τους και την ιδιοσυγκρασία τους που μαγνητίζει τον αναγνώστη. Ο τρόπος που χειρίζεται το σασπένς, είναι επίσης δεξιοτεχνικός. Αν και είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται αργά και χορταστικά, κρατάει την αγωνία για την έκβαση της υπόθεσης, ακολουθώντας την κλασική συνταγή για το ξεδίπλωμα μια αστυνομικής υπόθεσης.
Η πόλη του Εδιμβούργου κι εδώ πρωταγωνιστεί, αφού αισθάνεται ο αναγνώστης ότι τριγυρνά κι εκείνος στους δρόμους της πόλης, χάρη στις πειστικές περιγραφές του Ράνκιν. Εκείνο το στοιχείο που συναγωνίζεται την αστυνομική πλοκή, είναι η σημασία που κατέχει για τον ήρωα, το Ρέμπους, η εξουσία, η αρχή, η δύναμη. Αν και αυτός εκπροσωπεί την αστυνομική αρχή, απεχθάνεται την ισχύ και την εξουσία και φυσικά τα πρόσωπα από τα οποία αυτή εκπορεύεται ή απλώς χρησιμοποιείται. Δεν έχει σε υπόληψη καμία μορφή εξουσίας. «…Το θέμα με την ανέλιξη, Σιβ, είναι ότι, σε κάθε σκαλί που ανεβαίνεις, περιμένει ένας ακόμα κώλος για φίλημα…», λέει κάποια στιγμή προς τη συνεργάτη του. «…Μερικοί φίλοι στα κατάλληλα πόστα και οι συμφωνίες κλείνονταν, οι μοίρες αποφασίζονταν…». Η διαφθορά είναι αυτό που έχει πολεμήσει σε όλη του τη ζωή. Αλλά δεν στερεύει. Η συνεχής διαπλοκή της με την εξουσία και την πολιτική την κρατά ακμάζουσα και κρυμμένη συχνά από την κοινή θέα, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Ο Ρέμπους όμως ζητά απαντήσεις. «…Πιστεύω ότι βρισκόμαστε εδώ για κάποιο σκοπό. Και δεν πρόκειται να τον μάθουμε ποτέ αν δεν κάνουμε ερωτήσεις…». Δεν ικανοποιείται με κάτι λιγότερο. Ζητά την αλήθεια, χωρίς να είναι υπέρμαχος της ειλικρίνειας. «…Η ειλικρίνεια είναι το παν- αν μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι ειλικρινής, ποιος σε πιάνει…». Αν και τα μπαρ –οι ναοί της εξομολόγησης ελέω αλκοόλ- είναι το αγαπημένο σκηνικό του Ράνκιν να τοποθετεί τον ήρωά του. Τι σόι ντετέκτιβ θα ήταν αν δεν κινούνταν ευέλικτα ανάμεσα στις γραμμές αυτού του «υπόκοσμου-υπέρκοσμου», όπως λέει κι ο ίδιος; «…Τα μπαρ των ξενοδοχείων είναι ιδανικά. Γνωρίζεις αγνώστους εκεί και τους λες την ιστορία της ζωής σου αυτά τα είκοσι-τριάντα λεπτά που είσαι μαζί τους. Είναι απίστευτο τι λένε οι άνθρωποι σε τελείως αγνώστους…».
Ο κουρασμένος βετεράνος, ο λαβωμένος και μοναχικός αυτός άνθρωπος, ο ευφυής και κυνικός Ρέμπους, δεν έχει και πολλές διεξόδους στη ζωή του. Το φθινόπωρο της ζωής και της σταδιοδρομίας του τον καλεί να ρίξει τα φύλλα, να παραδώσει τα όπλα. Αλλά πώς θα μείνει ζωντανός; Ίσως σώζοντας τον ορκισμένο εχθρό του; Ποιος ξέρει; Ίσως μόνο ο Ίαν Ράνκιν να ξέρει ή ίσως ούτε κι αυτός ακόμα. Το ηλιοβασίλεμα πάντως πλησιάζει και με το «Τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους», απλώς διακρίναμε τις πρώτες ανταύγειες του στον ορίζοντα.