Ζήτω που καήκαμε

Η φουρνάρισσά μου από την Αλβανία είναι. Έφυγε από κει για να έρθει εδώ που ήταν καλύτερα μου λέει. Και χώνει στη ζούλα μελομακάρονα μέσα στη σακούλα με το ψωμί. "Κλαίει η ψυχή μου για τη χώρα κι ας είμαι εδώ μια ξένη εγώ". Ήρθε στα 18 της, πριν ξεσπάσουν εκεί οι ταραχές. Αλλά ακόμα ξένη την κάνουμε να αισθάνεται. Καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερή μου, μητέρα η ίδια, βγάζει το μητρικό της φίλτρο και την υπέροχη ευγένειά της σε μένα -και σε πολλούς που αισθάνεται ότι έχουν ανάγκη, ανάγκη ανθρωπιάς-, μια επίσης ξένη σε αυτή την πόλη.
Το πρόβλημα είναι ότι έγινε μια χώρα που κλαίει η ψυχή όλων όσων ζουν στα όριά της. Πλην ίσως τριακοσίων; Πλην Λακεδαιμονίων. Πάνω που πηγαίναμε να πειστούμε να περιμένουμε στις ουρές αγόγγυστα, ωσάν ευρωπαίοι ή αμερικανοί, να πάρουμε κι άλλα δάνεια, να βγάλουμε κι άλλες πιστωτικές, να τρέξουμε να καλύψουμε το απέραντο κενό μέσα μας, την έλλειψή μας, τη φτώχεια του πνεύματός μας, τη μακαριότητά μας, την απαιδεία μας και την απάθειά μας, κάτι έγινε, ΜΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ, βρε αδερφέ, κι εξήγηση δεν δόθηκε. Θα λάμψει η δικαιοσύνη. Και θα κερδίσει η δημοκρατία. Αναμφίβολα.
Καμένα τώρα τα καταστήματα των τραπεζών και των εμπορικών άντε να βρούμε παρηγοριά... Άντε να βρούμε απάγκιο χριστουγεννιάτικα. Μας κάψανε και το δέντρο, ρε παιδιά. Γίναμε και ρεντίκολο στον κόσμο. Μας ξεμπροστιάσανε τα παιδιά έξω στους ξένους. Έτσι, δεν γίνεται πάντα; Στην οικογένεια που πάσχει, που πεθαίνει, τα ζωντανά της μέλη επιχειρούν την ύστατη έξοδο και δείχνουν την παθογένειά της. Μόνο που σε συζητάει μετά ο κόσμος. Και χάνει η μόστρα σου και πάει ο τουρισμός σου. Άσε άμα μπλέξει και το παιδί με κακές παρέες και ναρκωτικά. Ζήτω που καήκαμε.
Κι έχω και το τζιπ σταθμευμένο στη γωνία πάνω στη ράμπα για ανάπηρους, βιάζομαι μη με γράψουνε, αλλά γραμμένους τους έχω όλους. Καλά που ανοίξανε τα καινούρια εμπορικά κέντρα και όλο και κάπου θα χωθούμε να περάσει η ώρα, να μην προλαβαίνουμε τίποτα. Εκτός κι αν απολυθούμε και αύριο βγούμε στην ανεργία. Άς όψεται η κρίση. Και τα χρυσά αυγά που κάνανε τα golden boys. Κάποιος πρέπει να τα σπάσει τα αυγά για να φτιάξει ομελέτα. Αναδυόμενη δυστυχία. Και ανάπτυξη. Βιάζομαι μη χάσω την επένδυση. Ρακένδυτη ψυχή.
Κατά τα άλλα, μάθε παιδί μου γράμματα, αλλά γράμματα αγράμματα. Κείνα που θα σου εξασφαλίσουνε πτυχίο-ευτυχίο, διαβατήριο ευδαιμονίας, κοινωνικής αναγνώρισης και φέρε μου τίτλους να καμαρώνω. Ανάπηρα γράμματα παπαγαλιστά. Να επαναλαμβάνεις μετά από μένα. Μην σκεφτείς ποτέ πριν από μένα. Σκάσε και φέρε βαθμούς. Πληρώνω και φροντιστήριο. Άριστα. Φέρε μου τίτλους. Μόνο η τηλεόραση θα σε σώσει. Μην ανοίξεις βιβλίο. Και τα καλύτερα θα σου 'χω αγορασμένα. Ρουχαλάκια μάρκες. Να φαίνεσαι στον κόσμο πρώτος. Σαν κι εμένα. Κι ας μην είσαι τίποτα. Σαν και μένα. Τον καθένα. Τον κανένα. Μάρκες, αγόρι μου, κορίτσι μου. Μάρκες. Όχι τον Μάρκες. Πού να τον έχω ακουστά; Σε ποιο κανάλι τον δείξανε; Τι ώρα; Α, δούλευα, αγάπη μου. Συγγνώμη, μάνα. Όχι, δεν προλαβαίνω να σε δω. Στην κηδεία σου και σ' αυτή ζήτημα είναι άμα προλάβω. Όχι, ρε μάνα, δεν θα σε βάλω στο γηροκομείο. Βασίλισσα θα σ' έχω στο σπίτι σου με την ξένη γυναίκα που θα πληρώνω μαύρα να σε ξεπροβοδίσει. Κοίτα μην την πολυβλέπει η γειτονιά κι έχουμε φασαρίες με αλλοδαπών και τέτοια. Δεν είμαστε γι' αυτά. Εμείς είμαστε για τα άλλα. Τα μακριά και μεγάλα.
Όχι, ρε παιδί μου. Άσε με. Έχω δουλειά. Κάποιος πρέπει να δουλεύει σ' αυτό το σπίτι για να χαλάς εσύ. Και σε χάλασα, αγάπη μου. Αντί για αγκαλιά κι αγάπη σου προσφέρω χειραψίες, άμα γίνεις μάνατζερ και στέλεχος να ξέρεις να χαιρετάς. Χαιρέτα μου τον Πλάτωνα. Α, και χτυπήματα στον ώμο. Φιλικά. Στο Δημόσιο, αδερφοί μου. Στο Δημόσιο. Μια θεσούλα να χωθείς, αγόρι μου. Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί. Αλλά πιο φτωχοί γίνεται; Δεν γίνεται.