«Σας θέλω λιγάκι τρελούς...»

(Δημοσιευμένο στη Φιλολογική Βραδυνή, όταν έκανα εκεί τα πρώτα μου δειλά βήματα)

Το βλέμμα σταματά σ’ ένα ωχρό εξώφυλλο. Στην ασπρόμαυρη προσωπογραφία -με τις γραμμές λαξεμένες από δεκαετίες πρότερες- μια ακίδα φωτός στα μάτια που αγκυλώνει την έκφραση του φωτογραφημένου. Μου μοιάζει γνώριμη η φιγούρα. Κι από κάτω τα γράμματα : «ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, Τόμοι Α΄ και Β΄). Η ηχητική μνήμη του ονόματος του ποιητή ζωντανή. Και παρακάτω ημερομηνίες. Μια απ’ αυτές, 1978, κρατά κι άλλο το κοίταγμα πάνω της. Τότε που ερχόμουνα κι εγώ σ’ αυτόν τον κόσμο. Το χέρι γυρνά τις σελίδες άπληστα μέχρι να φτάσει στο 1978 (Τι να γράφαν άραγε τότε οι ποιητικές «Μοίρες»;) :«ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ». Σελίδα 327:
«η τρομερή τοξίνη της αιτιότητας
κ’ η ανάσα μου ζεμένη χαρμόσυνα
στην αγγελούδα μου λησμοσύνη
κι ανθίζει σκότος αναδείχνεται στην όραση
ο θείος νεανίας
αστράφτοντας από γνώριμες λάμψεις
νερά κι αθάνατα πράματα.»
Φυλλομετρώ και πάλι το βιβλίο. Σελίδα 57: «ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΝΑΠΛΙ». Μετά το δικό του -ερήμην του κι ερήμην μου τότε- καλωσόρισμα το 1978, η κοινή καταγωγή μας. Τα αναπλιώτικα κάστρα να φυλακίζουν - και κυριολεκτικά για σένα στην Αντίσταση από τους Γερμανούς, μεταφορικά για μένα με μια έννοια της μεταφυσικής της ιστορικής μνήμης ή λήθης- τα πρώτα μας βήματα, τις πρώτες ανάσες, τις πρώτες σκέψεις κι αγωνίες. Ακούω τον ψίθυρο του παρελθόντος μέσα μου από τα πατρικά χείλη : «αυτό είναι το σπίτι του Καρούζου, του ποιητή». Μπορεί και να σε είχα εν αγνοία μου συναντήσει στα σοκάκια του Ναυπλίου, ποιος ξέρει; Μια κοινή, σχεδόν, τοπικά εκκίνηση. Και μετά η Αθήνα. Άλλος ένα κοινός προορισμός σ’ άλλες εποχές, μ’ άλλους ανθρώπους -και με μερικούς ίδιους κι απαράλλαχτους- και με ίδιες ή τουλάχιστον ανάλογες ανησυχίες, έτσι όπως τις καταλαβαίνω εγώ μέσα από τους στίχους σου.
«ΜΕΝΟΥΣΑ ΠΟΛΙΣ

...Είμαι μονάχος μοιάζοντας
με τη μυστική σου επιφάνεια θάλασσα.
Ποιος με θέλει για βοήθεια
στη γήινη ερημιά
βρίσκομαι κοντά του.
Ποιος είσαι; Τραγουδώ το μυστήριο
είμαι ο έγκλειστος με τη φωτιά εκτελώ
αρχαία προφητεία
βρέχει
συντρίβεται ο θηριώδης ουρανός».
Πάντα η όποια πόλις που μ’ ακολουθεί, τώρα στην «ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ» : «...Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα / μα θα ‘θελαν-...». Θα ‘θελα να ακούω να μου λες και πάλι: «Σας θέλω λιγάκι τρελούς, να ξεφεύγετε από κείνα τα εμφιαλωμένα νοήματα της φιλοσοφικής διαλεχτικής, να ξεφεύγετε. Η ζωή δεν έχει πώμα». Θέλω από σένα να με αφουγκράζομαι, που δείχνεις να ξέρεις και να καταλαβαίνεις το τεράστιο κατηγορηματικό ΟΧΙ που κουβαλάω και με βαραίνει τόσο, εσύ που έλεγες : «Δεν ανήκω σε καμιά κατάφαση. Ας αντιμετωπίζουμε το Ναι ως Όχι του Όχι κι όχι ως Ναι, κάπως έτσι λέει ο δικός μου μηχανισμός».
Ο δικός σου μηχανισμός που λένε ότι σε κάνει «μυστικό», «υπαινικτικό» και «ερμητικό» ποιητή. Μα εσύ «ηχογραφούσες το άπειρο», «εξέφραζες το ανεξήγητο του εξηγητού», υπερασπιζόσουν τη μοναξιά και τη «δράση της φαντασίας», «τη δράση του ποιήματος» και ρωτούσες :«Κιάλια θέλουν οι αναγνώστες;». Κι από την άλλη η αποθέωση της μαγείας του αινίγματος. Εφηύρες από την αρχή τις λέξεις, τις αναβάπτιζες με το δικό σου τρόπο, προκειμένου «πρώτα να αναβλύσει το βίωμα κι έπειτα να ‘’θερμανθεί’’ με αυτό η διάνοια, ώστε να βοηθήσει το βίωμα να τελέσει τη μεγαλύτερή του δυνατή βαθύτητα και λάμψη».
Αυτά τα χνάρια σου ακολουθώ σ’ εφημερίδες και περιοδικά παλιότερα, το διαδίκτυο και τα βιβλία, με διηγήσεις ανθρώπων που σε συνάντησαν, σου μίλησαν, σ’ έζησαν, ήπιαν κι έφαγαν μαζί σου, τους χάρισες τα ιδιόχειρα στιχάκια σου. Εγώ ούτε την προτομή σου δεν θυμάμαι, όταν στήνονταν στο βάθρο της στ’ Ανάπλι, εγώ είχα πάρει την πορεία για μια άλλη ‘’μένουσα πόλιν’’. Και τώρα, ξαφνικά, ξεπρόβαλλε η μορφή σου μέσα από τα ράφια εδώ του κεντρικού αθηναϊκού βιβλιοπωλείου, ενώ ήσουν χρόνια «εκεί» να διατρανώνεις τα υπαρξιακά αναρωτήματα, να τα χρωματίζεις μ’ αλήθεια κι αισθήσεις, με ποίηση και την ιδιότυπη μουσική σου.
«ΕΓΚΑΡΣΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Καθώς απόσωνε η σελήνη ξημερώνοντας
τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή
και μοιραία γαλήνη
που παρατείνει μια αόρατη πράξη:
της φύσεως την αυτοζωία.
Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου
να ξαναλάμπει μόνη της
η εικαστική προσδοκία του σώματος.
Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία
και μ’ αρέσει ο φόβος.
Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του
τίποτα πιότερο
αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω.»

Από τους κύριους εκφραστές του μοντερνισμού της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα, ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) κατόρθωσε να συνταιριάσει τα πιο αντικρουόμενα στοιχεία, ενώ οι φίλοι του λένε ότι κατάφερε να γράψει όπως έζησε και να ζήσει, όπως έγραφε. Ορθοδοξία και κομμουνισμός, κατάνυξη και δράση, φιλοσοφία και πολιτική, κοινωνία και άνθρωπος ήταν ο πολυποίκιλος, ανανεούμενος καμβάς που φιλοτέχνησε το σύνολο του έργου του, ακολουθώντας μια πορεία διαρκούς εξέλιξης κι αλλαγής, μέχρι τέλους. Πάνω απ’ όλα όμως διατήρησε τη διαχρονική βιωματική των αισθήσεων, κάτι σαν το αίσθημα των ρεμπέτικων τραγουδιών που τόσο θαύμαζε κι αγαπούσε. Γι’ αυτό και δεν μου φαίνεται «μυστικός», αινιγματικός με πολλαπλές αναγνώσεις, ναι, αλλά «μυστικός» όχι. Μια ψυχή που φλέγεται αενάως για ελευθερία, είναι η αιθέρια εικόνα που διαπερνά το έργο του, το ζητούμενο σε χρόνια άνυδρα, που τους χυμούς του ανθρώπου απομυζά η πληροφορία. Μπορεί αυτή η «μυστικιστική» ιδιότητα να του αποδίδεται από τη διακαή του επιθυμία να κατακτήσει την καθολικότητα, την ένωση με το συμπαντικό στοιχείο, το πανανθρώπινο, κάτι που χαρακτηρίζει από την αρχή κιόλας τα ποιήματά του. Η καθημερινότητα, το χιούμορ, η ειρωνεία αποτυπώθηκαν πότε εναργώς και πότε αδιόρατα στους στίχους του. Εκείνο που τον ξεχωρίζει ιδιαίτερα, όμως, είναι η διαύγεια, μια κρυστάλλινη διαύγεια σκέψης και αισθημάτων. Άλλωστε:
«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ

Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π’ ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μάς προσμένει.»