Ελεγεία στην ευαισθησία και την ηχηρή αποτυχία

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή. Αν και το βιβλίο σε κάποια σημεία γινόταν είτε κουραστικό είτε βαρετό, θα συμφωνήσω με τον Librofilo που είχε και σχετικό ποστ, εγώ και πάλι δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου πριν φτάσω στο τέλος, ενώ στη διάρκεια της ανάγνωσής του αλίευα τα μικρά παρακάτω "διαμαντάκια" κατά τη γνώμη μου)


«...Σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Σας παρακαλώ, κάντε με σαν τους ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν, σαν τους ανθρώπους που κάτι τους λείπει, ίσως. Σαν τους ανθρώπους που θα ήταν σε θέση να πουν: «Δικαιούμαι κάτι παραπάνω απ’ αυτό». Όχι πολύ παραπάνω, αλλά κάτι που θα ήταν αρκετό κι όχι ανεπαρκές...»


Ψυχές που λυγίζουν, για να μη σπάσουν. Άνθρωποι που φτάνουν στο κατώφλι της αυτοχειρίας, αλλά δεν το περνούν. Άτομα που σηκώνουν το βάρος της προσωπικής τους αποτυχίας και σε μια απονενοημένη προσπάθεια να το ξεφορτωθούν, αντικρίζουν ξανά την ομορφιά της ζωής.
Είναι τέσσερις ήρωες που ξεκινώντας από διαφορετικούς δρόμους, καταλήγουν στο ίδιο σημείο: αρχικά αυτό της επιθυμίας να δώσουν τέλος στην ύπαρξή τους. Πρόκειται για τους πρωταγωνιστές του τελευταίου βιβλίου του Νικ Χόρνμπυ, που κυκλοφορεί στη χώρα μας με τίτλο «Η κάθοδος των τεσσάρων» από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση από τη Χίλντα Παπαδημητρίου. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές στιγμές ένιωσα σαν να παρεισέφρεαν στην ανάγνωση του βιβλίου μικρά -σχεδόν αδιόρατα- στιγμιότυπα από εκείνη την ταινία «Μιχαήλ», με την Άντι Μακντάουελ και το Γουίλιαμ Χαρτ που ο Τζον Τραβόλτα είναι άγγελος και τα φτερά του περισσεύουν συνέχεια κάτω από το πανωφόρι του.
Σαν εκείνη την κινηματογραφική αλλοπρόσαλλη παρέα των τεσσάρων, λοιπόν, που ταξίδευε οδικώς, με διαφορετικά κίνητρα και προθέσεις ο καθένας, η συνεύρεση των τεσσάρων μυθιστορηματικών προσώπων του Χόρνμπυ στο Στέκι των Αυτοχείρων και η «αναγκαστική» μετέπειτα σύμπλευσή τους καταλήγει στην αποκατάσταση της πίστης. Καταρχάς απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό και κατά συνέπεια στη ζωή και την αξία να παλεύεις για τη διατήρηση και τη βελτίωσή της με όσα μέσα διαθέτει ο καθένας και με τη βοήθεια των άλλων. Τότε αποφασίζει και η ίδια η ζωή να τους συνδράμει. «...Οι ευαίσθητοι άνθρωποι δυσκολεύονται περισσότερο να παραμείνουν ζωντανοί...», όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, αλλά αν το κατορθώσουν πετυχαίνουν μια ακόμη νίκη πολύ σπουδαία: είναι εκείνη απέναντι στην απανθρωπιά, την ψυχρότητα, την αδιαφορία, τη μοναξιά, την απομόνωση, τη θλίψη, την απόγνωση. Οι ήρωες του βιβλίου, οι οποίοι -εναλλάξ ο καθένας- αφηγούνται ολόκληρη την ιστορία, πρέπει να φτάσουν στο απόγειο της απαισιοδοξίας τους, να βρεθούν ένα βήμα πριν το θάνατο, για να ατενίσουν και πάλι τον κόσμο από μια άλλη οπτική.
Τους σώζει το αμοιβαίο ενδιαφέρον που αποκτά ο ένας για τον άλλο. Και γεμίζουν έτσι το ατελείωτο κενό της μέχρι τότε προσωπικής τους μοναξιάς και δυστυχίας. «...Ίσως η ζωή να είναι μια τρύπα υπερβολικά μεγάλη για να τη στοκάρουμε, γι’ αυτό χρειαζόμαστε οτιδήποτε πέσει στα χέρια μας -εργαλεία, πλάνες, δεκαπεντάχρονες, οτιδήποτε για να τη γεμίσουμε...» Ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα. Ο Μάρτιν Σαρπ διαλύει την οικογένειά του και καταστρέφει την καριέρα του μετά την ερωτική του συνεύρεση με μια ανήλικη. Η Μορίν ζει -δεν ζει- σχεδόν είκοσι χρόνια με το γιο της, ένα παιδί ανάπηρο που δεν μιλά και δεν ανταποκρίνεται σε κανένα ερέθισμα. Η πιτσιρίκα Τζες, μετά την εξαφάνιση της αδερφής της, περνά την κάθε μέρα βυθισμένη στις μπίρες, τα ναρκωτικά και το ακατάσχετο υβρεολόγιό της κατά πάντων. Και ο Τζέι Τζέι, αμερικανός μουσικός που αγαπά τη λογοτεχνία, βλέπει το συγκρότημά του να διαλύεται και την αγαπημένη του να τον εγκαταλείπει. Απελπισία στο φουλ, λοιπόν, για όλους. Δεν τους μένει άλλη λύση από την τελική και τελειωτική. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν. «...Όταν είσαι δυστυχισμένος, φαντάζομαι ότι τα πάντα στον κόσμο -το διάβασμα, το φαγητό, ο ύπνος- κρύβουν κάτι βαθιά μέσα τους που σε κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένο...»
Ο εμπνευστής και δημιουργός τους, Νικ Χορνμπυ, πάντως, έχει άλλη γνώμη. Και στήνει μια πολύ διασκεδαστική ιστορία με το πιο μακάβριο θέμα: την αυτοχειρία. Ο συγγραφέας ενδύεται το κουστούμι του κάθε του ήρωα κάθε φορά και δίνει όλες τις εκδοχές της ιστορίας του, φωτισμένες από την ιδιοσυγκρασία και την πλευρά του κάθε απελπισμένου διαφορετικά. Το χιούμορ του είναι καταλυτικό και χάρη σ’ αυτό καταφέρνει να διαχειριστεί ένα τόσο θλιβερό θέμα με τέτοια μαεστρία που καθηλώνει τον αναγνώστη. Οι εσωτερικοί μονόλογοι που αποκαλύπτουν την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών, είναι το μέσο ταυτόχρονα να υφανθεί η πλοκή του μυθιστορήματός του. Αξιοθαύμαστο κατόρθωμα, αφού διατηρεί την αγωνία τεταμένη, ενώ παράλληλα δεν αποκαλύπτει στο μάτι του οποιουδήποτε καχύποπτου αναγνώστη τις ραφές του εργόχειρού του, τους αρμούς του μυθιστορηματικού του οικοδομήματος.
«...Να γίνω από τους ανθρώπους που αποδέχονται αυτό που είναι, αντί να θέλουν να είναι κάτι άλλο, καταλαβαίνεις;...» Διαπραγματεύεται την αποτυχία με τρόπο ευφυή και χωρίς να θέλει να πουλήσει εξυπνάδα στον αναγνώστη. Έχει επιλέξει έτσι τους ήρωές του, τόσο προσεκτικά και επιτυχημένα, που μπορεί να δικαιολογεί τέλεια πότε την εκδήλωση της τρυφερότητας, πότε τον κυνισμό, πότε τις αφοριστικές εξάρσεις και πότε την ειρωνεία και το μηδενισμό.
«...Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουνε ένα σκοινί που τους δένει με κάποιον κι αυτό το σκοινί μπορεί να είναι κοντό ή μπορεί να είναι μακρύ. (Μόνο που δεν είναι αληθινό σκοινί...Είναι στο μυαλό τους...» Η ευαισθησία ξεδιπλώνεται μέσα από τις μύχιες σκέψεις των μυθιστορηματικών προσώπων. Ο δημιουργός φτιάχνει μια ιστορία με υλικά από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δεν της στερεί το χαρακτηριστικό να αποτελεί λογοτεχνικό δημιούργημα. Είναι τόσο παράδοξη να είχε διαδραματιστεί αυτή η ιστορία στην πραγματικότητα όσο επίσης αληθινή θα μπορούσε να είναι.
Στο στόχαστρό του μπαίνουν οι αποκλεισμένοι του τωρινού κόσμου: οι απελπισμένοι, οι αποτυχημένοι. Που τι ζητούν; Παρά μια ευκαιρία να νιώσουν ότι ανήκουν κάπου που τους νοιάζονται, τους χρειάζονται και δεν τους θέτουν ποτέ σε κανενός είδους περιθώριο. «...και το ραδιόφωνο δεν παίζει αυτά που νιώθω επειδή οι θλιμμένοι άνθρωποι δεν κολλάνε πουθενά...»
Στην πραγματικότητα ο Χόρνμπυ κατορθώνει και κάτι που είναι ζητούμενο για τη λογοτεχνία σε διαχρονική βάση: τη σωτηρία της ελπίδας, τη διάσωση και διαφύλαξή της. Ιδίως στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει τίποτα πιο αναγκαίο απ’ αυτό: να σωθεί η ελπίδα. Πρώτα μέσα μας. Και το καταφέρνει ο ίδιος όχι με γλυκανάλατες χολιγουντιανές συνταγές, αλλά με το ιδιότυπο βρετανικό του χιούμορ που βρίσκει έρεισμα και αντίκρυσμα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της σήψης, της οδύνης, της μελαγχολίας και της απόγνωσης που ωθεί τους ηττημένους της ζωής στα άκρα. «...Όταν υπομένεις την όποια ζωή ζεις, τότε λες ψέματα, και το ψέμα διαβρώνει την ψυχή* γι’ αυτό κάνε ένα διάλειμμα από το ψέμα σου για ένα λεπτό...»
Υπάρχει η ελπίδα, όταν μείνεις ζωντανός, όταν επιδιώξεις να μείνει ζωντανή η σκέψη σου, τα αισθήματά σου, όταν η καθημερινότητά σου δεν καταρρεύσει στο βωμό της τρέχουσας καθολικής αλλοτρίωσης, όταν παραμείνεις άνθρωπος που λυγίζει συχνά για να μη σπάσει. «...Και υπάρχουν άλλοι τρόποι για να πεθάνεις χωρίς να αυτοκτονήσεις. Μπορείς ν’ αφήσεις κομμάτια του εαυτού σου να πεθάνουν...»