Η απέραντη μοναξιά ενός ανδρικού μυαλού

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 29/4/2006)


"...Ούτε ο κυρίαρχος νεαρός δυνάστης που εξουσιάζει ερωμένες και πόρνες, ούτε ο άγουρος δραματουργός που επινοεί έναν σάτυρο, έναν λάγνο χαρακτήρα, με μια δόση από πρωτόβγαλτο βιαστή επίσης -όχι* απλώς, «ένα παιδί»..."


Δεν είμαι άντρας. Δεν είμαι Εβραίος που ζει στην Αμερική του περασμένου αιώνα, να κουβαλάω τον πουριτανισμό, τις ανασφάλειες και τις καθημερινές του δυσκολίες. Δεν είμαι καν καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας σε αμερικανικό κολέγιο ούτε σπουδαστής συγκριτικού ερωτισμού και αχαλίνωτου πόθου.
Ωστόσο, ο Φίλιπ Ροθ με το πασίγνωστο βιβλίο του, «Ο καθηγητής του πόθου», κατάφερε να με κάνει να δείξω συμπάθεια για τον ήρωά του - φορτωμένο με δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως συνηθίζει, «...τίποτα δεν είναι πιο ζωντανό μέσα μου απ’ την ίδια μου τη ζωή...»- και να ενδιαφερθώ για τις αντιφάσεις ενός ανθρώπου που κερδίζει το χαμόγελό μου και εκμαιεύει την αμέριστη προσοχή μου. Του θρυλικού ήρωά του, Ντέιβιντ Κέπες.
Το βιβλίο μπορεί να γράφτηκε το 1977 και να συντηρεί χαρακτηριστικά ενός πρώιμου ακόμη Ροθ -που είχε βέβαια προλάβει να γράψει τη «Νόσο του Πορτνόι»- και στην εποχή του να κατόρθωσε να εγείρει και πάλι αντιδράσεις από φεμινιστικούς και εβραϊκούς κύκλους (όπως πάντα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους), αλλά το 2006 το μυθιστόρημα αυτό μεταφερμένο στα Ελληνικά από το Νίκο Παναγιωτόπουλο (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις) και ειδωμένο από τη σύγχρονη οπτική των πραγμάτων, συνεχίζει να κουβαλάει την ομορφιά της στιλιστικής γραφής του δημιουργού του.
Δεν είμαι φεμινίστρια ούτε αντιφεμινίστρια -σήμερα ποιος άραγε μπορεί να είναι ένα από τα δύο και να έχει και σοβαρό μάλιστα λόγο γι’ αυτό;- οπότε μπόρεσα να σταθώ χωρίς προκατάληψη απέναντι στο βιβλίο και από εκείνη τη μεριά που μου υπαγόρευσε ο συγγραφέας του. Η αντιφατικότητα του. Η στυγνή του ειλικρίνεια που με κάνει να τον εκτιμώ. «...έχω τις παραξενιές μου και το ταλέντο, προφανώς, να μετατρέπω τον εαυτό μου και τις επιλογές μου σε δράμα, αν και, πάνω απ’ όλα, σημασία έχει πως είμαι απόλυτος -ένας απόλυτος νέος- και δεν ξέρω άλλο τρόπο ν’ αλλάζω δέρμα απ’ το να μπήγω το νυστέρι και να ξεσκίζω τον εαυτό μου απ’ τη μιαν άκρη ώς την άλλη. Είμαι ή το ένα ή το άλλο. Κι έτσι, στα είκοσί μου χρόνια, ξεκινώ να άρω τις αντιφάσεις και να προσπεράσω τις βεβαιότητες...»
Η ευστροφία και η οξυδέρκειά του που με κάνει να εκπλήσσομαι και φέρνει μια φρεσκάδα που κρατάει ζωντανό το ανάγνωσμα μέχρι τέλους. Η διαρκής αμφιβολία του που συναντάει τη δική μου. «...Στα είκοσί μου πρέπει να πάψω να παριστάνω άλλους και να Γίνω Εγώ ή, έστω, ν’ αρχίσω να παριστάνω εκείνον που πιστεύω πως θα έπρεπε να έχω γίνει...» Η πολυπλοκότητα της σκέψης του που με αιχμαλωτίζει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της. «...’’Γεννιόμαστε αθώοι’’ έχει γράψει το κορίτσι, ‘’υπομένουμε την τρομερή διάλυση των ψευδαισθήσεών μας ώστε να μπορέσουμε ν’ αποκτήσουμε τη γνώση, κι ύστερα ζούμε με το φόβο του θανάτου -και το μόνο που μας χαρίζεται, είναι κάποια ψήγματα ευτυχίας για ν’ αντισταθμίσουν τον πόνο.’’...»
Μα, πάνω απ’ όλα με μάγεψε η εκκωφαντική κραυγή της προσωπικής μοναξιάς ενός άνδρα που αρθρώνει ο Ροθ τόσο ξεκάθαρα και αποφασιστικά παρά τις φλυαρίες του -όχι και τόσο εκτεταμένες, είναι η αλήθεια. «...Τις νύχτες που νιώθω τελείως μόνος μου, τις νύχτες που πιάνω να μιλάω στον εαυτό μου και σε ανθρώπους, που δε βρίσκονται εκεί, αναγκάζομαι μερικές φορές να καταπνίξω την έντονη επιθυμία μου να ουρλιάξω για βοήθεια στο θυροτηλέφωνο...» Με απορρόφησε πλήρως το βιβλίο του, αν και δεν υπήρχε κάποιος πρόδηλος και προφανής λόγος. Μόνο με κάτι εφιαλτικά νουάρ αστυνομικά μυθιστορήματα που βασίζονται στον τρομώδη υπαινιγμό και την παιγνιώδη υπόνοια, έχω νιώσει την ίδια νευρική έξαψη, όταν κάποιος τολμούσε να διακόψει την ανάγνωσή μου. Τέτοια ήταν η απορρόφηση από το βιβλίο κι αυτό γιατί ο Ροθ σε βυθίζει, όσο πολύ λίγοι δημιουργοί μπορούν να πράξουν, στο λογοτεχνικό του σύμπαν. Είναι η τέχνη του ψυχογραφήματος που εξασκεί με τόση μαεστρία και σε καθηλώνει. «...’’Ντέιβ, βγες στο δρόμο και χαιρέτα τους ανθρώπους. Όλα είναι πιθανά.’’...»
Μπορεί να μην γέλασα με τον Ντέιβιντ Κέπες, όπως είχα γελάσει στο «Βυζί», ούτε όπως είχα ξεκαρδιστεί με τον Πορτνόι, αλλά απόλαυσα την κατάδυση του ήρωα «καθηγητή του πόθου» στην ίδια την κατάργηση και την αναίρεση και την αμφισβήτηση των ηδονών και των εμμονών του. Τα ψευτοδιλήμματά του, να γίνει καθηγητής ή νταβατζής, απλώς αποκαλύπτουν την αθεράπευτη μοναξιά που ζει μέσα σ’ ένα ανδρικό μυαλό και κάνουν μια γυναίκα αναγνώστρια να τον συμπαθήσει, αντί να τον κατακρίνει για τα μισογυνιστικά του ξεσπάσματα.
Η συνεχής εξομολογητική του διάθεση είναι που απαλύνει τις γραμμές της ειρωνείας του που ελλοχεύει άλλωστε παντού. Διαπίστωσα ότι κατά παράδοξο τρόπο η κραυγαλέα στάση του Ροθ απέναντι στις γυναίκες και τον ερωτισμό είναι λιγότερο δηλητηριώδης και «επικίνδυνη» από τις καθημερινές τέτοιου τύπου επισημάνσεις του Απντάικ. Η υπόγεια παρατηρητικότητα του δεύτερου κάνει την καταφανή προκλητικότητα του πρώτου να ωχριά σε αποτελεσματικότητα. Ο Ροθ θίγει τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους με λυσσώδη τρόπο -όπως χτυπούν τα αγοράκια στο Δημοτικό τα κορίτσια, προκειμένου να κερδίσουν την προσοχή τους και να εκδηλώσουν την αγάπη τους-, αλλά δεν μπορείς παρά να τον αγαπήσεις, να τον αντιμετωπίσεις με συμπάθεια και συγκατάβαση. Ενώ νιώθεις να χάνεις λίγο το έδαφος κάτω από τα πόδια σου από κείνη την εκπεφρασμένη αγάπη του Απντάικ προς το άλλο φύλο. Που μοιάζει με κατακόκκινο τριαντάφυλλο που σου προσφέρει ο ίδιος, με καλά κρυμμένα αγκάθια. Αισθάνεσαι μόνο το τρύπημά τους.