Το μαγικό σύμπαν της αφήγησης
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
Υποκύπτοντας στη συγγραφική γοητεία του Paul Auster ο οποίος κατορθώνει να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη του σε πεδία υψηλού λογοτεχνικού μαγνητισμού, μεταφέρεσαι στη Νέα Υόρκη δύο δεκαετιών πίσω για να αφουγκραστείς, όπως υπόσχεται και ο τίτλος του βιβλίου του, τη «ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ». Μην πάει ο νους σας σε τίποτα σκοτεινό και αποκρυφιστικό σαν τα αναγνώσματα του συρμού που κυκλοφορούν τελευταία.
Το μόνο μεταφυσικό στοιχείο είναι η σκοτεινή διαισθητική πλευρά του κεντρικού ήρωα, τον οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να τον κάνει να μιλάει στον αναγνώστη του τόσο προσωπικά που δεν μπορεί διαφορετικά παρά να ακούει και τον παραμικρό ψίθυρο που υπαγορεύει στην αφηγηματική του εξέλιξη. Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος σε μετάφραση από τη Βίκυ Κυριαζή, ασκεί μια ιδιότυπη έλξη παρά όλα εκείνα τα παρεκβατικά στοιχεία που λοξοδρομούν την ιστορία και δίνουν ένα σωρό συνειρμικές λεπτομέρειες που αναρωτιέσαι τι πραγματικά εξυπηρετούν. Ίσως τελικά απλώς ο Paul Auster σε μια προσπάθεια να φανεί γενναιόδωρος απέναντι στον αναγνώστη του αποκαλύπτει τους δρόμους που ακολούθησε η σκέψη του για να φτιάξει αυτή την ιστορία. Κάτι όχι και τόσο εύκολο ούτε για τον ίδιο το δημιουργό αλλά και ακόμη δυσκολότερο για τον αναγνώστη του.
Είναι ένα βιβλίο που σε τραβάει να το αγοράσεις στην ελληνική του έκδοση το ίδιο του το εξώφυλλο που φαίνεται να αποτυπώνει ένα πολύ προσωπικό σύμπαν. Η ανάγνωση το επιβεβαιώνει στη συνέχεια: μια ιστορία φτιαγμένη με τον ιστό της αγάπης στον πλανήτη του Εγώ και τα χρώματα που δίνουν το φόντο για τους κύκλους της: ένα παραπλανητικό μπλε της καθησύχασης και της γαλήνης -δείχνει λένε τη σοφία αυτού που το διαλέγει- και μια κατακόκκινη καρδιά που γύρω της και εξαιτίας της πλέκεται όλη η αφήγηση της αμφιβολίας, της αγωνίας και του πάθους με το οποίο ο Paul Auster λέει την ιστορία του.
Ο αμερικανός δημιουργός επιλέγει ο πρωταγωνιστής του να διαθέτει μια κοινή ιδιότητα με τον ίδιο -είναι συγγραφέας- με αποτέλεσμα να σκιαγραφεί πλευρές γνώριμες και οικείες, που δημιουργούν την προκλητική ψευδαίσθηση ότι μιλά για τον εαυτό του. Η εντύπωση αυτή -εσφαλμένη ή πραγματική- ότι ο Paul Auster ψιθυρίζει στον αναγνώστη του πολύ δικά του πράγματα, είναι αυτή που σε κάνει να παραμείνεις στις γραμμές του βιβλίου του, παραβλέποντας το γεγονός ότι οικοδομεί ένα δεύτερο βιβλίο μέσα σ’ αυτό. Να ομολογήσω ότι παρέκαμψα στην αρχική ανάγνωση καμιά σαρανταριά σελίδες από αυτή την παρέκβαση μέσα στην αφήγησή του, καθώς ήμουνα προσηλωμένη στην κεντρική ιστορία και ήθελα να δω την εξέλιξη των ηρώων της. Επέστρεψα σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, όταν η δικαιολογημένη περιέργειά μου ικανοποιήθηκε και διάβασα και την τελευταία φράση του κειμένου που αφορούσε το βασικό μυθιστορηματικό του καμβά.
Ένα γαλάζιο σημειωματάριο από την Πορτογαλία και ο πωλητής του, ο κινέζος Κ.Ρ. Τσανγκ, γίνεται η αφορμή, η αιτία -ποιος ξέρει- ο μυθιστοριογράφος Σίντνεϊ Ορ να περιπλανηθεί στις ατραπούς της φαντασίας του, σχεδόν να χάσει τον έλεγχό της και ο Paul Auster να μας αφήσει να αναρωτιόμαστε σε πιο σημείο η πραγματικότητα τέμνεται με τη φαντασία, πού η αλήθεια κρύβεται ερήμην των αναζητητών της. Παρακολουθώντας την καθημερινότητα του συγγραφέα που περιγράφεται στην ιστορία, ο Auster είναι σαν να σε υπνωτίζει για να σε μπάσει στον κόσμο που θέλει εκείνος, οδηγώντας τις μυθιστορηματικές καταστάσεις με τέτοια εξελικτική ένταση και ροή που στο τέλος η κορύφωση της ιστορίας δρα σαν κάθαρση για τον ίδιο τον αναγνώστη.
Το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας είναι ο γεροντότερος και επιτυχημένος ομότεχνος του βασικού ήρωα, ο Τζον Τράουζε. Ερήμην του ο Σίντνεϊ Ορ θα ζήσει μια περιπέτεια που του αποκαλύπτει τι τον συνδέει απόλυτα με τον Τζον. Η πλοκή από ένα σημείο και μετά στο βιβλίο είναι τόσο έντονη που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα ή ψυχολογικό θρίλερ. Εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια ενός ανθρώπου -μπλέκοντας και περιέχοντάς τον στην ουσία- που υποτίθεται ότι αυτή είναι η δουλειά του: να ακολουθεί τα μονοπάτια της φαντασίας. Οι δρόμοι της πραγματικότητας, ωστόσο, θα αποδειχθούν πιο δύσβατοι, γιατί εκεί απλώνει τον αραχνοειδή ιστό του το ερωτικό πάθος και η εξάρτηση της αγάπης μέχρι τα μύχια της ύπαρξης. «...Έβλεπα τον εαυτό μου να σκίζει τις σελίδες του γαλάζιου σημειωματαρίου και ύστερα από λίγο -όπως είπε κατά λέξη ο κουνιάδος του Τζον, ο Ρίτσαρντ- το πρόσωπό μου ήταν χωμένο μέσα στα χέρια μου και εγώ έκλαιγα με λυγμούς. Δεν ξέρω πόση ώρα συνέχισα στην ίδια κατάσταση, αλλά ακόμη και όταν τα δάκρυα ανέβλυζαν από μέσα μου, ήμουν ευτυχισμένος, πιο ευτυχισμένος που ήμουν ζωντανός από όσο υπήρξα ποτέ πριν. Ήταν μια ευτυχία πέρα από την παρηγοριά, πέρα από τη δυστυχία, πέρα από όλη την ασχήμια και την ομορφιά του κόσμου...»
Το γαλάζιο σημειωματάριο και το έναυσμα που έδωσαν οι άδειες σελίδες του στον πρωταγωνιστή να αφήσει ανεξέλεγκτη τη φαντασία του, είναι απλώς ένα κίνητρο να πλησιάσει την αλήθεια, να την αγγίξει, να νιώσει τη ζεστή της ανάσα, να τον τρομάξει ο ίδιος της ο κίνδυνος. Η φαντασία γίνεται η πιο σίγουρη οδός για ένα μυθιστοριογράφο -όπως για έναν ερευνητή τα στοιχεία και τα πειστήρια- για να δει τις αληθινές διαστάσεις της πραγματικότητας, των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν, έστω και την τελευταία στιγμή. «... Δεν υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, είχα πει, ούτε αίτιο και αιτιατό ανάμεσα στις λέξεις ενός ποιήματος και στα γεγονότα της ζωής μας... Ήταν ένα ανούσιο επιχείρημα της κοινής λογικής, μια υπεράσπιση του πραγματισμού και της επιστήμης απέναντι στο σκοτάδι της πρωτόγονης σκέψης που κυριαρχείται από τη μαγεία...’’Οι σκέψεις έχουν ζωή’’, είπε. ’’Οι λέξεις έχουν ζωή. Κάθε τι ανθρώπινο έχει ζωή και μερικές φορές γνωρίζουμε γεγονότα πριν αυτά συμβούν, έστω και αν δεν έχουμε επίγνωση. Ζούμε στο παρόν, όμως το μέλλον είναι μέσα μας κάθε στιγμή. Ίσως αυτό να είναι όλο το περιεχόμενο του συγγραφικού έργου, Σιντ. Όχι να καταγράφεις γεγονότα από το παρελθόν, αλλά να προκαλείς τα γεγονότα του μέλλοντος’’...»
Το βέβαιο είναι ότι ο Auster είναι υπεύθυνος για τη μαγική ατμόσφαιρα της ιστορίας του, για την αχλύ της φαντασίας που περιβάλλει τη μυθιστορηματική πραγματικότητα που φτιάχνει, για τις αληθινές πτυχές της φανταστικής του πλοκής, που μοιάζουν με χρησμό δοσμένο από τα κιτάπια της προσωπικής μεταφυσικής του καθενός.
Υποκύπτοντας στη συγγραφική γοητεία του Paul Auster ο οποίος κατορθώνει να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη του σε πεδία υψηλού λογοτεχνικού μαγνητισμού, μεταφέρεσαι στη Νέα Υόρκη δύο δεκαετιών πίσω για να αφουγκραστείς, όπως υπόσχεται και ο τίτλος του βιβλίου του, τη «ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ». Μην πάει ο νους σας σε τίποτα σκοτεινό και αποκρυφιστικό σαν τα αναγνώσματα του συρμού που κυκλοφορούν τελευταία.
Το μόνο μεταφυσικό στοιχείο είναι η σκοτεινή διαισθητική πλευρά του κεντρικού ήρωα, τον οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να τον κάνει να μιλάει στον αναγνώστη του τόσο προσωπικά που δεν μπορεί διαφορετικά παρά να ακούει και τον παραμικρό ψίθυρο που υπαγορεύει στην αφηγηματική του εξέλιξη. Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος σε μετάφραση από τη Βίκυ Κυριαζή, ασκεί μια ιδιότυπη έλξη παρά όλα εκείνα τα παρεκβατικά στοιχεία που λοξοδρομούν την ιστορία και δίνουν ένα σωρό συνειρμικές λεπτομέρειες που αναρωτιέσαι τι πραγματικά εξυπηρετούν. Ίσως τελικά απλώς ο Paul Auster σε μια προσπάθεια να φανεί γενναιόδωρος απέναντι στον αναγνώστη του αποκαλύπτει τους δρόμους που ακολούθησε η σκέψη του για να φτιάξει αυτή την ιστορία. Κάτι όχι και τόσο εύκολο ούτε για τον ίδιο το δημιουργό αλλά και ακόμη δυσκολότερο για τον αναγνώστη του.
Είναι ένα βιβλίο που σε τραβάει να το αγοράσεις στην ελληνική του έκδοση το ίδιο του το εξώφυλλο που φαίνεται να αποτυπώνει ένα πολύ προσωπικό σύμπαν. Η ανάγνωση το επιβεβαιώνει στη συνέχεια: μια ιστορία φτιαγμένη με τον ιστό της αγάπης στον πλανήτη του Εγώ και τα χρώματα που δίνουν το φόντο για τους κύκλους της: ένα παραπλανητικό μπλε της καθησύχασης και της γαλήνης -δείχνει λένε τη σοφία αυτού που το διαλέγει- και μια κατακόκκινη καρδιά που γύρω της και εξαιτίας της πλέκεται όλη η αφήγηση της αμφιβολίας, της αγωνίας και του πάθους με το οποίο ο Paul Auster λέει την ιστορία του.
Ο αμερικανός δημιουργός επιλέγει ο πρωταγωνιστής του να διαθέτει μια κοινή ιδιότητα με τον ίδιο -είναι συγγραφέας- με αποτέλεσμα να σκιαγραφεί πλευρές γνώριμες και οικείες, που δημιουργούν την προκλητική ψευδαίσθηση ότι μιλά για τον εαυτό του. Η εντύπωση αυτή -εσφαλμένη ή πραγματική- ότι ο Paul Auster ψιθυρίζει στον αναγνώστη του πολύ δικά του πράγματα, είναι αυτή που σε κάνει να παραμείνεις στις γραμμές του βιβλίου του, παραβλέποντας το γεγονός ότι οικοδομεί ένα δεύτερο βιβλίο μέσα σ’ αυτό. Να ομολογήσω ότι παρέκαμψα στην αρχική ανάγνωση καμιά σαρανταριά σελίδες από αυτή την παρέκβαση μέσα στην αφήγησή του, καθώς ήμουνα προσηλωμένη στην κεντρική ιστορία και ήθελα να δω την εξέλιξη των ηρώων της. Επέστρεψα σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, όταν η δικαιολογημένη περιέργειά μου ικανοποιήθηκε και διάβασα και την τελευταία φράση του κειμένου που αφορούσε το βασικό μυθιστορηματικό του καμβά.
Ένα γαλάζιο σημειωματάριο από την Πορτογαλία και ο πωλητής του, ο κινέζος Κ.Ρ. Τσανγκ, γίνεται η αφορμή, η αιτία -ποιος ξέρει- ο μυθιστοριογράφος Σίντνεϊ Ορ να περιπλανηθεί στις ατραπούς της φαντασίας του, σχεδόν να χάσει τον έλεγχό της και ο Paul Auster να μας αφήσει να αναρωτιόμαστε σε πιο σημείο η πραγματικότητα τέμνεται με τη φαντασία, πού η αλήθεια κρύβεται ερήμην των αναζητητών της. Παρακολουθώντας την καθημερινότητα του συγγραφέα που περιγράφεται στην ιστορία, ο Auster είναι σαν να σε υπνωτίζει για να σε μπάσει στον κόσμο που θέλει εκείνος, οδηγώντας τις μυθιστορηματικές καταστάσεις με τέτοια εξελικτική ένταση και ροή που στο τέλος η κορύφωση της ιστορίας δρα σαν κάθαρση για τον ίδιο τον αναγνώστη.
Το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας είναι ο γεροντότερος και επιτυχημένος ομότεχνος του βασικού ήρωα, ο Τζον Τράουζε. Ερήμην του ο Σίντνεϊ Ορ θα ζήσει μια περιπέτεια που του αποκαλύπτει τι τον συνδέει απόλυτα με τον Τζον. Η πλοκή από ένα σημείο και μετά στο βιβλίο είναι τόσο έντονη που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα ή ψυχολογικό θρίλερ. Εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια ενός ανθρώπου -μπλέκοντας και περιέχοντάς τον στην ουσία- που υποτίθεται ότι αυτή είναι η δουλειά του: να ακολουθεί τα μονοπάτια της φαντασίας. Οι δρόμοι της πραγματικότητας, ωστόσο, θα αποδειχθούν πιο δύσβατοι, γιατί εκεί απλώνει τον αραχνοειδή ιστό του το ερωτικό πάθος και η εξάρτηση της αγάπης μέχρι τα μύχια της ύπαρξης. «...Έβλεπα τον εαυτό μου να σκίζει τις σελίδες του γαλάζιου σημειωματαρίου και ύστερα από λίγο -όπως είπε κατά λέξη ο κουνιάδος του Τζον, ο Ρίτσαρντ- το πρόσωπό μου ήταν χωμένο μέσα στα χέρια μου και εγώ έκλαιγα με λυγμούς. Δεν ξέρω πόση ώρα συνέχισα στην ίδια κατάσταση, αλλά ακόμη και όταν τα δάκρυα ανέβλυζαν από μέσα μου, ήμουν ευτυχισμένος, πιο ευτυχισμένος που ήμουν ζωντανός από όσο υπήρξα ποτέ πριν. Ήταν μια ευτυχία πέρα από την παρηγοριά, πέρα από τη δυστυχία, πέρα από όλη την ασχήμια και την ομορφιά του κόσμου...»
Το γαλάζιο σημειωματάριο και το έναυσμα που έδωσαν οι άδειες σελίδες του στον πρωταγωνιστή να αφήσει ανεξέλεγκτη τη φαντασία του, είναι απλώς ένα κίνητρο να πλησιάσει την αλήθεια, να την αγγίξει, να νιώσει τη ζεστή της ανάσα, να τον τρομάξει ο ίδιος της ο κίνδυνος. Η φαντασία γίνεται η πιο σίγουρη οδός για ένα μυθιστοριογράφο -όπως για έναν ερευνητή τα στοιχεία και τα πειστήρια- για να δει τις αληθινές διαστάσεις της πραγματικότητας, των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν, έστω και την τελευταία στιγμή. «... Δεν υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, είχα πει, ούτε αίτιο και αιτιατό ανάμεσα στις λέξεις ενός ποιήματος και στα γεγονότα της ζωής μας... Ήταν ένα ανούσιο επιχείρημα της κοινής λογικής, μια υπεράσπιση του πραγματισμού και της επιστήμης απέναντι στο σκοτάδι της πρωτόγονης σκέψης που κυριαρχείται από τη μαγεία...’’Οι σκέψεις έχουν ζωή’’, είπε. ’’Οι λέξεις έχουν ζωή. Κάθε τι ανθρώπινο έχει ζωή και μερικές φορές γνωρίζουμε γεγονότα πριν αυτά συμβούν, έστω και αν δεν έχουμε επίγνωση. Ζούμε στο παρόν, όμως το μέλλον είναι μέσα μας κάθε στιγμή. Ίσως αυτό να είναι όλο το περιεχόμενο του συγγραφικού έργου, Σιντ. Όχι να καταγράφεις γεγονότα από το παρελθόν, αλλά να προκαλείς τα γεγονότα του μέλλοντος’’...»
Το βέβαιο είναι ότι ο Auster είναι υπεύθυνος για τη μαγική ατμόσφαιρα της ιστορίας του, για την αχλύ της φαντασίας που περιβάλλει τη μυθιστορηματική πραγματικότητα που φτιάχνει, για τις αληθινές πτυχές της φανταστικής του πλοκής, που μοιάζουν με χρησμό δοσμένο από τα κιτάπια της προσωπικής μεταφυσικής του καθενός.