Η σημασία του να είναι κανείς ...ζωντανός

(Πήρα αφορμή από το σημερινό ποστ του Αθήναιου περί κατάθλιψης και ανέσυρα αυτό το κείμενο που είχε δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή το περασμένο φθινόπωρο)


ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
τών ουρανών, η ερημιά τών τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Κ.Γ. Καρυωτάκης



Ιδανικοί αυτόχειρες είναι οι μη αυτόχειρες, είναι το συμπέρασμα που συνάγει κανείς διαβάζοντας το μυθιστόρημα του φιλανδού συγγραφέα Άρτο Πααζιλίννα, «Μικρές αυτοκτονίες μεταξύ φίλων», που κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική σε μετάφραση της Μαρίας Βλάχου. Πρόκειται για ένα βιβλίο που σπαρταράει στα χέρια του αναγνώστη του με μια ζωντάνια που μπορούν να επιδείξουν μόνο μελλοθάνατοι που τελικά δεν προχωρούν ποτέ στο «απονενοημένο διάβημα».
Αν είχε τύχει και μιας καλύτερης μετάφρασης και ορθογραφίας το βιβλίο... Η «Ζιρίχη» -τόσα χρόνια Ζυρίχη την ήξερα- ξενίζει, επίσης φαίνεται εντελώς ανεδαφικό να προσπαθεί να αυτοκτονήσει κανείς δένοντας μια θηλιά από κλωστή και όχι από σχοινί -πόση κλωστή να δέσεις (δεν πρόκειται να κεντήσει ο ήρωας αλλά να αυτοκτονήσει), για να πετύχει η αυτοχειρία;- ενώ η απόδοση στη δική μας γλώσσα σε κάποια σημεία γίνεται αμήχανη και χάνει την ευελιξία της. Παρόλα αυτά, η δυναμική της ιστορίας του Πααζιλίννα είναι τόσο ισχυρή, ώστε παρακάμπτει ο αναγνώστης τις μικρές τεχνικές κακοτοπιές και βυθίζεται στη χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα.
Δεν συναντάς άλλωστε κάθε μέρα ένα τσούρμο κόσμο που ευχαρίστως αποζητά το τέλος της ζωής του, αλλά αυτός που κινεί τα νήματα της πορείας τους, δηλαδή ο λογοτέχνης, έχει τη δική του άποψη και τη διατυπώνει με τον πλέον διασκεδαστικό τρόπο, μέσα από την εξέλιξη της πλοκής: «Μπορούμε να αστειευτούμε με το θάνατο, αλλά όχι με τη ζωή. Εύγε!».Ο φιλανδός δημιουργός καταπιάνεται με ένα θέμα ιδιαζούσης σημασίας -ακόμη ταμπού για τις κοινωνίες- με μια σοβαρότητα τόσο δριμεία και καυστική που βρίσκει δρόμο να πορευτεί μόνο μέσα από την οδό της πρόκλησης του γέλιου. Όχι όμως επιδερμικά, ούτε απλώς εξυπνακίστικα. Λέει αλήθειες ο Πααζιλίννα, αλλά επιλέγει να τις εκφράσει με χαριτωμένο ύφος, ανάλαφρο, χωρίς να κάνει φτηνή πλάκα στο κείμενό του. Δεν μένει ούτε μόνο στο τραγικό του πράγματος ούτε στη γελοία πλευρά του. Το χιούμορ στην άκρη της γραφίδας του λογοτέχνη αναδεικνύεται σε κοφτερό νυστέρι που ανατέμνει τη ζοφερή πραγματικότητα, διανοίγοντας έτσι χαραμάδες για να βρει χώρο το φως να εισχωρήσει και να ξεπλύνει την καθημερινότητα από τη μελαγχολία, την πλήξη και τη μιζέρια.
«Αυτό το μικρό ατύχημα είχε σώσει τη ζωή δύο ακλόνητων παλικαράδων. Το να αποτύχει κανείς ν’ αυτοκτονήσει, δεν είναι και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Δεν μπορούμε πάντα να πραγματοποιούμε το στόχο μας...» Ο σκοπός, ωστόσο, του Πααζιλίννα, να δει από μιαν άλλη οπτική το τραγικό αυτό φαινόμενο που παρατηρείται στη χώρα του σε τόσο εκτεταμένη βάση, ευοδώνεται απόλυτα, παρασύροντας και την πιο μελαγχολική φύση να δει τα πράγματα από την αισιόδοξή τους πλευρά. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, βέβαια, καθώς «...κάθε χρόνο στη Φιλανδία διαπράττονταν χίλιες πεντακόσιες αυτοκτονίες, ενώ ο αριθμός αυτών που ακόμη το σκέφτονταν ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος. Κυρίως άντρες...», αλλά δεν πτοούν το συγγραφέα. Κρατά το μαγικό ραβδάκι της αφήγησης και κάνει και τον πιο ένθερμο αρνητή της ζωής να αλλαξοπιστήσει. «Τελικά, η ζωή είναι μεγαλόπρεπη, συναρπαστική, απλή, αξίζει να τη ζήσει κανείς. Αυτό κάνουν οι Φιλανδοί εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια. Αυτό κάνει και η παρέα που βρίσκεται τώρα γύρω από τη φωτιά, μακριά από την πατρίδα της. Αλλά είναι τόσο πολλές οι δοκιμασίες που πέρασε, που ξέχασε πως η ζωή είναι όμορφη...»
Ο φιλανδός λογοτέχνης λέει ότι αυτό που σπρώχνει στην αυτοκτονία πολύ κόσμο είναι η ανηδονία, η αδυναμία δηλαδή να αισθανθεί κανείς ευχαρίστηση. Κάτι που μάχεται πολύ επιτυχημένα αυτό το μυθιστόρημα, καθώς το αλκοόλ ρέει άφθονο από τις γραμμές του, οι ομορφιές των ευρωπαϊκών τοπίων από την παγωμένη Φιλανδία και τη Νορβηγία -πραγματική αναγνωστική δροσιά μέσα στο ελληνικό θέρος- έως την παθιασμένη Πορτογαλία σε ταξιδεύουν, ενώ το ευφυές χιούμορ του Πααζιλίννα γυμνάζει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τους κοιλιακούς του αναγνώστη.
«Το προηγούμενο καλοκαίρι ψάρεψα τρία μπουκάλια σέρι και λίγο πριν παγώσει η λίμνη, μια βότκα κι ένα ρακί. Ήταν τόσο γεμάτα, που έπλεαν με δυσκολία. Αυτές είναι χειρονομίες που σου ζεσταίνουν την καρδιά. Ξέρεις ότι σε κάποια άλλη όχθη υπάρχει μια αδερφή ψυχή, ένας γενναιόδωρος λάτρης του καλού κονιάκ ή ένα γνήσιος πότης της βότκας που σκέφτηκε τον ανώνυμο φίλο του». Οι «Ανώνυμοι Θνητοί», η ανομοιογενής αυτή ομάδα των απελπισμένων που επιζητούν το θάνατο, βρίσκουν τη δύναμη να παλέψουν ενάντια στη μοναξιά και τη φρίκη της. Ο έρωτας και η συντροφικότητα είναι ένα πολύ καλό αντίδοτο. Κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «Το πιο σοβαρό πράγμα στη ζωή είναι ο θάνατος, αλλά ούτε κι αυτό είναι τελικά τόσο σοβαρό».