Βουτιά στη λίμνη του ατελέσφορου

«Η πετονιά η σκοτεινιά ψάρι δεν ανεβάζει
κ’ η εργαζόμενη αδράνεια η δήθεν άπραχτη
μια ψεύτρα πυρετώδης αφυπνίζοντας
τη λάμψη στο κρασοπότηρο,
τα γοερά της αιθρίας αποφθέγματα,
γυρεύοντας να ψαύσω τον ασώματο ζόφο
τον όχι υπάρχοντα.
/στο σημείο αυτό σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα μου και το μεταγράφω την ώρα
τούτη-μεσημεράκι: -Πρόσεξε ποια
νύχτα θα τηράξεις απόψε` την ψεύτικη
ή την πραγματική/»

Απόγονος της νύχτας (1978), Νίκος Καρούζος




Δεν έχεις ψαρέψει ποτέ. Και λες να το επιχειρήσεις. Αφήνεσαι υπάκουα στις πρακτικές συμβουλές του γεροντότερου έμπειρου ψαρά. Μέχρι τώρα ήξερες μόνο να χαζεύεις τα ψάρια να τριγυρνούν μέσα στο θαλασσινό νερό ή να τα βλέπεις σ’ ενυδρεία διάφανα να σουλατσάρουν αιχμάλωτα και απαθή λόγω της αμελητέας τους μνήμης που δεν τους επιτρέπει να ξεχωρίσουν το ψεύτικο από το πραγματικό, το φυσικό από το τεχνητό.
Και ξαφνικά αποφασίζεις να αιχμαλωτίσεις κι εσύ ένα ψάρι, όχι με μια ανώδυνη απόχη ή ένα δίχτυ, αλλά μ’ αγκίστρι που αγκυλώνει. Τεντώνεις το καλάμι σου, το πετάς στο νερό και περιμένεις. Το ψάρι ανύποπτο τσιμπάει στο δόλωμά σου. Σηκώνεις τη λεία σου και την τραβάς με δύναμη από το νερό. Το ψάρι απαγκιστρώνεται και χτυπά στο πάτωμα της διπλανής βάρκας που είναι αραγμένη στο λιμάνι. Τραυματισμένο το βλέπεις να σπαρταρά, χτυπιέται κι αποστρέφεις το βλέμμα, εσύ που βοήθησες να του στερήσεις τη ζωή. Είναι ακόμη εκεί, το ψάρι νεκρό, δεν θα τολμήσεις να το χαϊδέψεις ποτέ ή να το ξαναρίξεις στο νερό. Το κουφάρι του μένει εκεί να σε γεμίζει ενοχές, τύψεις, να σου θυμίζει το σκοτάδι του δικού σου βυθού.
Αυτή την πικρή αίσθηση του ατελέσφορου, αφήνουν τα διηγήματα της Ελένης Κατσαμά που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ηλέκτρα, με τίτλο «ΧΑΔΙ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΨΑΡΙΟΥ, Πέντε ιστορίες από χρώμα». Η αρχική ένσταση που μπορεί να έχει κανείς είναι πρώτα απ’ όλα για την ύπαρξη του χρώματος στις παραπάνω ιστορίες που μοιάζουν με καταδύσεις σε ένα προσωπικό τέλμα ή βυθό. Η μόνη χρωματική επιλογή που αναβλύζει από τις εντυπώσεις της ανάγνωσης, συνίσταται σε μια μελανή σκιά, που μπορεί να είναι παλιά πληγή ή σημάδι ανεξίτηλο που προϋποθέτει πόνο προηγούμενο, παρόντα ή μέλλοντα. Με ένα λόγο ρυθμικό αλλά δίχως κορύφωση, που αγωνίζεται φιλότιμα να υπάρξει ως ποιητικός, η συγγραφέας διατηρεί υπαινιγμούς τόσο προσωπικούς που ο αναγνώστης μένει με μια μόνιμη απορία για το αν αντιλαμβάνεται αυτό το ίδιο που εννοεί ή θέλει να τον προκαλέσει να αισθανθεί, η Κατσαμά.
Χάσματα έρχονται και καταργούν συνεχώς τη συμμετοχή του αναγνώστη σ’ αυτή την αμφίδρομη σχέση που ονομάζεται απόλαυση της ανάγνωσης και ξεκινά καταρχάς από την τέχνη του/της γράφοντος/-ουσας και περνά ύστερα είτε μέσα από την κατανόηση του κειμένου είτε μέσα από το αίσθημα που απλώνουν οι λέξεις στο πέρασμά τους. «...Η θλίψη καταλαμβάνει την περιοχή ανάμεσα στην καρδιά και το στομάχι, αυτό γίνεται το μυστικό καταφύγιό της κι όλα βουλιάζουν εκεί μέσα, σ’ εκείνη την κενότητα. Πατώντας στις μύτες των ποδιών σου, επισκέπτεσαι το δωμάτιο με τα βιβλία. Χάνεσαι στους διαδρόμους του, αγγίζεις τις σκληρές, παγωμένες ράχες τους και μυρίζεις τις σελίδες τους πριν διαβάσεις τις πρώτες σειρές...Τα δάχτυλά σου είναι εκείνα που φθείρονται, οι σελίδες των βιβλίων είναι άτρωτες...Εκείνο που ονόμαζες μυαλό έγινε ένα απόστημα που δε χωράει πια μέσα στο κεφάλι σου...»
Ομολογουμένως, το θυμικό του εκάστοτε αποδέκτη των διηγημάτων, σε ορισμένα κομμάτια των ιστοριών της συγγραφέως αντιδρά και ανταποκρίνεται δυνατά, με τον αναγνώστη είτε να αισθάνεται θυμό είτε φόβο είτε απέχθεια είτε να εισπράττει τον διάχυτο ερωτισμό και το ταξίδι των αισθήσεων. Πραγματικά, κάποια σημεία κατορθώνουν να αιχμαλωτίσουν τη συγκίνηση, με τη μουσικότητα του λόγου να λειτουργεί υπόγεια και καθοριστικά, αλλά όλο αυτό σαν να διακόπτεται βιαίως κάθε φορά από την εμμονή της Κατσαμά να εγκλωβίζεται σε κάτι εγκεφαλικά δαιδαλώδη μονοπάτια που δεν κατορθώνουν να βρεθούν σε αρμονία με την περιρρέουσα ποιητική ατμόσφαιρα.
«...Περισσότερο ο κυνισμός μου έθελγε τις μελαγχολικές υπάρξεις. Αν θυμάσαι, ήταν η αχίλλειος πτέρνα μου αυτές οι πορσελάνινες ερωμένες με τη βουβή θλίψη. Θα δοκίμαζα τα πάντα προκειμένου να διατηρήσω αυτό το συναίσθημα στα πρόσωπά τους, χωρίς βεβαίως να χρειαστεί να αγγίξω καν τα ευδιάκριτα όρια του σαδισμού. Για έναν ποιητή είναι τόσο εύκολο να τρέφει τη θλίψη στα μάτια των κορασίδων. Οι μικρές, πύρινες ερωμένες του θανάτου. Μάλλον ένα κράμα κυνισμού, ανιδιοτελούς τρυφερότητας και συγκρατημένης σκληρότητας τροφοδοτούσε το πάθος τους για μένα. Ωστόσο, αυτό δεν αφορά κανέναν στην προκειμένη περίπτωση και πολύ περισσότερο εσένα, σακατεμένε αισθηματία...»
Σκέψεις που μοιάζουν ατελείς, αισθήματα που λες κατατρύχονται από της μνήμης την τόσο παρούσα απουσία, όλα δοσμένα με μια κινηματογραφική θεατρικότητα, όσο αδόκιμη κι αν ακούγεται η φράση. Σαν να υποκλίνονται λόγια, ιδέες και προπαντός η μεταξύ τους σύνδεση, σε μια αποσπασματικότητα που εξυπηρετεί μια προσωπική θεώρηση της ολότητας για την ίδια τη συγγραφέα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο αναγνώστης είναι σε θέση να τα παρακολουθήσει και να ανακαλύψει την εσωτερική κι απόκρυφη τελικά συνοχή τους, όσο καλή διάθεση κι αγνές προθέσεις κι αν έχει. Η θεατρικότητα προσάπτεται στις μορφές των ανθρώπων και η κινηματογραφική απόχρωση στο σκηνικό που εμφανίζονται αυτές και στην επιδίωξή τους να κινηθούν εντός του. «... Την περιμένει για να υπάρξει, όπως το φεγγάρι τη δύση του ήλιου. Κι αυτή συμμαχεί με την αγριότητα...’’Ο φόβος σας κατάντησε ανυπόφορος. Δεν βρίσκω πια ευχαρίστηση εδώ μέσα...δεν μπορώ να συμμετάσχω σ’ αυτό που μου προσφέρετε, δεν είμαι επαρκής’’».