Του έρωτα και της απώλειας
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...όταν ένας δρόμος κλείνει πίσω σου, καλύτερα να κλείνεις κι εσύ τα μάτια σου και να προχωράς μπροστά. Άλλοι δρόμοι ανοίγονται. Ακολούθησέ τους. Τους συναισθηματισμούς κράτησέ τους για σένα. Και, πάνω απ’ όλα, κράτησε τον αμείλικτο και τελεσίδικο φόβο που γεννά η απώλεια...» Σκληρά λόγια, επιτακτικά, αλλά πραγματικά τόσο όσο η ίδια η ζωή. Βγαλμένα μέσα από την ομίχλη ενός θεσσαλονικιώτικου τοπίου με τον άνεμο να σαρώνει αισθήματα, σκέψεις και την ιστορία να γράφεται ερήμην των ανθρώπων που την παρατηρούν να τους κατακλύζει, να τους ρημάζει τις ζωές.
Ο «Σκοτεινός Βαρδάρης» της Έλενας Χουζούρη (Εκδόσεις Κέδρος) έρχεται και ψιθυρίζει στο αυτί του αναγνώστη μια ιστορία που επιβεβαιώνει ότι «... Η ζωή είναι ένα παραμύθι και γι’ αυτό πάντοτε μας ξεφεύγει. Δεν μένει, παρά να την ξαναπούμε σαν να ήταν το δικό μας παραμύθι, και να σωθούμε...». Την πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων των αρχών του προηγούμενου αιώνα επιλέγει η συγγραφέας για να πει την ιστορία της που πατάει με το ένα πόδι στη φαντασία και με το άλλο στηρίζεται στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής. Οι παράλληλοι αρχικά και μετά συγκλίνοντες δρόμοι προσώπων από το Μελένικο, το Παρίσι, τη Θεσσαλονίκη, διαπερνούν τη βαριά ατμόσφαιρα που απλώνουν τα σύννεφα του πολέμου που έρχεται. Το σημείο τομής, συνάντησής τους είναι αυτό που θα οδηγήσει στην κορύφωση της τραγικής ιστορίας που πλέκεται γύρω από τον έρωτα και την απώλεια.
Είναι ένα βιβλίο που σε παρασύρει στο ρυθμό του, αφήνεσαι στην ανάγνωσή του με μια αίσθηση ότι εσύ γράφεις την ιστορία και δεν τη διαβάζεις απλώς. Η συγγραφέας απευθύνεται στους πρωταγωνιστές της σε δεύτερο πρόσωπο, ένα τρυκ που σε κάνει να νομίζεις πολλές φορές ότι μιλά σε σένα προσωπικά ή ότι εσύ παίρνεις την πρωτοβουλία και μιλάς στον άνθρωπο που βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά σου η δραματική του ιστορία. Αυτή ακριβώς η διάθεση της Χουζούρη να σε βάλει στη θέση σχεδόν του συνδημιουργού είναι που σε κρατά προσηλωμένο, μαγνητίζοντάς σε. Η γραφή είναι σύνθετη αλλά δεν χάνει στιγμή το τέμπο της εξέλιξής της. Υπάρχει ένα εσωτερικό μέτρο σε όλα τα επίπεδα, που φαίνεται ότι ελέγχει αυστηρά τα πάντα στο βιβλίο, με αποτέλεσμα η μαγεία να ξεδιπλώνεται ως αιθαλομίχλη που περιβάλλει τα τραγικά πρόσωπα αυτής της μυθιστορίας.
Βλέπουμε συχνά κριτικούς λογοτεχνίας να προτιμούν τη διαπλοκή της φανταστικής αφήγησης με τα πραγματικά στοιχεία, τα ντοκουμέντα, στα δικά τους βιβλία (όπως κάνει ο γάλλος Ζερόμ Γκαρσέν στο «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο», ο Μισέλ Φάις στο «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» και το «Ελληνική αϋπνία»). Στο «Σκοτεινός Βαρδάρης» είναι τόσο περίτεχνη η αξιοποίηση του ιστορικού υλικού που αναπαριστά -τουλάχιστον για τον αναγνώστη- πειστικά την εποχή αναφοράς του, αν και η σύγχρονη αφηγήτρια κάνει συχνά αισθητή την παρουσία της, θυμίζοντας την ετεροχρονισμένη της παρέμβαση. Εκείνο που δεν αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου είναι ο ενδότερος τρόπος που βιώνουν τα αισθήματά τους οι άνθρωποι. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο έγκειται και η «μαγική» ατμόσφαιρα που διαπνέει τις γραμμές του βιβλίου.
Ο πυρήνας των τριών προσώπων, Στέφανος, Γκεόργκι, Θεόδωρος, των παιδιών από το Μελένικο γύρω από την Ελένη, τον έρωτα των παιδικών τους χρόνων, είναι ο κύκλος που θα απλωθεί αργότερα στη Θεσσαλονίκη και θα κλείσει μέσα του και ένα γάλλο φωτογράφο. Η ενηλικίωση επέρχεται για τα παιδιά με τον πιο σκληρό τρόπο που επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες. Το ντοκουμέντο από την περίοδο αυτή, λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μια φωτογραφία θα σταθεί η αφορμή και η έναρξη της πλοκής της μυθιστορίας αυτής: «...Θα είσαι στη φωτογραφία, Στέφανε, γιατί κανείς δεν θέλει να ξεχαστεί, κανείς δεν είναι τόσο δα ματαιόδοξος, ώστε να αποδεχθεί ως πεπρωμένο του τη λήθη...»
«...όταν ένας δρόμος κλείνει πίσω σου, καλύτερα να κλείνεις κι εσύ τα μάτια σου και να προχωράς μπροστά. Άλλοι δρόμοι ανοίγονται. Ακολούθησέ τους. Τους συναισθηματισμούς κράτησέ τους για σένα. Και, πάνω απ’ όλα, κράτησε τον αμείλικτο και τελεσίδικο φόβο που γεννά η απώλεια...» Σκληρά λόγια, επιτακτικά, αλλά πραγματικά τόσο όσο η ίδια η ζωή. Βγαλμένα μέσα από την ομίχλη ενός θεσσαλονικιώτικου τοπίου με τον άνεμο να σαρώνει αισθήματα, σκέψεις και την ιστορία να γράφεται ερήμην των ανθρώπων που την παρατηρούν να τους κατακλύζει, να τους ρημάζει τις ζωές.
Ο «Σκοτεινός Βαρδάρης» της Έλενας Χουζούρη (Εκδόσεις Κέδρος) έρχεται και ψιθυρίζει στο αυτί του αναγνώστη μια ιστορία που επιβεβαιώνει ότι «... Η ζωή είναι ένα παραμύθι και γι’ αυτό πάντοτε μας ξεφεύγει. Δεν μένει, παρά να την ξαναπούμε σαν να ήταν το δικό μας παραμύθι, και να σωθούμε...». Την πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων των αρχών του προηγούμενου αιώνα επιλέγει η συγγραφέας για να πει την ιστορία της που πατάει με το ένα πόδι στη φαντασία και με το άλλο στηρίζεται στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής. Οι παράλληλοι αρχικά και μετά συγκλίνοντες δρόμοι προσώπων από το Μελένικο, το Παρίσι, τη Θεσσαλονίκη, διαπερνούν τη βαριά ατμόσφαιρα που απλώνουν τα σύννεφα του πολέμου που έρχεται. Το σημείο τομής, συνάντησής τους είναι αυτό που θα οδηγήσει στην κορύφωση της τραγικής ιστορίας που πλέκεται γύρω από τον έρωτα και την απώλεια.
Είναι ένα βιβλίο που σε παρασύρει στο ρυθμό του, αφήνεσαι στην ανάγνωσή του με μια αίσθηση ότι εσύ γράφεις την ιστορία και δεν τη διαβάζεις απλώς. Η συγγραφέας απευθύνεται στους πρωταγωνιστές της σε δεύτερο πρόσωπο, ένα τρυκ που σε κάνει να νομίζεις πολλές φορές ότι μιλά σε σένα προσωπικά ή ότι εσύ παίρνεις την πρωτοβουλία και μιλάς στον άνθρωπο που βλέπεις να ξετυλίγεται μπροστά σου η δραματική του ιστορία. Αυτή ακριβώς η διάθεση της Χουζούρη να σε βάλει στη θέση σχεδόν του συνδημιουργού είναι που σε κρατά προσηλωμένο, μαγνητίζοντάς σε. Η γραφή είναι σύνθετη αλλά δεν χάνει στιγμή το τέμπο της εξέλιξής της. Υπάρχει ένα εσωτερικό μέτρο σε όλα τα επίπεδα, που φαίνεται ότι ελέγχει αυστηρά τα πάντα στο βιβλίο, με αποτέλεσμα η μαγεία να ξεδιπλώνεται ως αιθαλομίχλη που περιβάλλει τα τραγικά πρόσωπα αυτής της μυθιστορίας.
Βλέπουμε συχνά κριτικούς λογοτεχνίας να προτιμούν τη διαπλοκή της φανταστικής αφήγησης με τα πραγματικά στοιχεία, τα ντοκουμέντα, στα δικά τους βιβλία (όπως κάνει ο γάλλος Ζερόμ Γκαρσέν στο «Ήταν κάθε μέρα σε πόλεμο», ο Μισέλ Φάις στο «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου» και το «Ελληνική αϋπνία»). Στο «Σκοτεινός Βαρδάρης» είναι τόσο περίτεχνη η αξιοποίηση του ιστορικού υλικού που αναπαριστά -τουλάχιστον για τον αναγνώστη- πειστικά την εποχή αναφοράς του, αν και η σύγχρονη αφηγήτρια κάνει συχνά αισθητή την παρουσία της, θυμίζοντας την ετεροχρονισμένη της παρέμβαση. Εκείνο που δεν αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου είναι ο ενδότερος τρόπος που βιώνουν τα αισθήματά τους οι άνθρωποι. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο έγκειται και η «μαγική» ατμόσφαιρα που διαπνέει τις γραμμές του βιβλίου.
Ο πυρήνας των τριών προσώπων, Στέφανος, Γκεόργκι, Θεόδωρος, των παιδιών από το Μελένικο γύρω από την Ελένη, τον έρωτα των παιδικών τους χρόνων, είναι ο κύκλος που θα απλωθεί αργότερα στη Θεσσαλονίκη και θα κλείσει μέσα του και ένα γάλλο φωτογράφο. Η ενηλικίωση επέρχεται για τα παιδιά με τον πιο σκληρό τρόπο που επιβάλλουν οι ιστορικές συνθήκες. Το ντοκουμέντο από την περίοδο αυτή, λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, μια φωτογραφία θα σταθεί η αφορμή και η έναρξη της πλοκής της μυθιστορίας αυτής: «...Θα είσαι στη φωτογραφία, Στέφανε, γιατί κανείς δεν θέλει να ξεχαστεί, κανείς δεν είναι τόσο δα ματαιόδοξος, ώστε να αποδεχθεί ως πεπρωμένο του τη λήθη...»