Το νουάρ θρίλερ της αποξένωσης
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή. Το παρακάτω βιβλίο ήταν από τα πιο απολαυστικά αστυνομικά που διάβασα φέτος)
«...Μπορεί να είναι, όμως, μια υγρή σιωπή, από εκείνες τις μαύρες σιωπές που δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι μας, ανάμεσα στα αυτιά, σε ένα ακαθόριστο σημείο στο κέντρο του εγκεφάλου, ένα μικροσκοπικό στίγμα, μια μικρή κηλίδα, ένα κενό που απλώνεται αργά αργά και στο μεταξύ απορροφά τα πάντα, τόνους, συχνότητες, δονήσεις, ηχοχρώματα, ψηλά και χαμηλά, λέξεις, ήχους, τα προσελκύει όλα και τα καταβροχθίζει σε μια μολυβένια δίνη...»
Η αχανής ένταση τη μοναξιάς, το εκτυφλωτικό σκοτάδι του αδιεξόδου, η δράση ως πράξη φυγής και νέου εγκλωβισμού μαζί, στις γραμμές ενός ιλιγγιώδους αυτοκινητόδρομου που τρέχει μπροστά. Αυτή είναι η εικόνα που μένει, διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Μέρα με τη μέρα» του Κάρλο Λουκαρέλι που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Τρεις φιγούρες, δύο αντρικές και μία γυναικεία, κλεισμένες στην προσωπική τους εκκωφαντική σιωπή. Τρεις άνθρωποι πολύ καθημερινοί, σαν όλους εμάς. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος, η διώκτριά του και ένα ακόμη πρόσωπο, ο συνδετικός τους κρίκος.
Ο ιταλός συγγραφέας στήνει ένα θρίλερ που κατορθώνει να ξεπεράσει τις διαχωριστικές γραμμές της αστυνομικής λογοτεχνίας και να απλώσει τις προεκτάσεις του στην αγωνία της ύπαρξης, τη σύγχρονη αποξένωση, ιδίως αυτή της γενιάς των τριάντα και κάτι που κυνηγάει να προσπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, μήπως και τον συναντήσει σ’ αυτούς τους γρήγορους ρυθμούς που τρέχει η ζωή και ο κόσμος γύρω της. Με μαεστρία που εκπλήσσει, ο δημιουργός μέσα από πότε ρευστές και πότε περιγραφές πλήρους ακινησίας καταφέρνει να εισχωρήσει στα ενδότερα αυτής της γενιάς, αυτών των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων τελικά. Τα ψυχογραφήματα των ηρώων του μοιάζουν με ένα σύγχρονο υπαρξιακό χάρτη που αναδιατάσσεται συνεχώς. Ο Λουκαρέλι είναι υπεύθυνος για κάτι πράγματι αξιοσημείωτο: δεν τον ξεπερνάει η σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δείχνει να την τιθασεύει ο ίδιος μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημά του, την βάζει σε ένα κανάλι και την καθοδηγεί, σχεδόν μοιάζει να της «επιτρέπει» να πλέει δίπλα στο έργο του, χωρίς να του το υπονομεύει.
Η πλοκή του έργου -αξιοθαύμαστα διαρθρωμένη- και ο ρυθμός του στερεί πραγματικά από τον αναγνώστη την ανάσα, τον καθηλώνει, ενώ τα ψυχογραφήματα των ηρώων είναι εκείνα που κάνουν τη διαφορά του βιβλίου έναντι όποιων άλλων αστυνομικών ιστοριών. Τα εύσημα προς τη μεταφράστρια του βιβλίου έχουν να κάνουν με τον παλμό του μυθιστορήματος. Η Δήμητρα Δότση τον έχει πιάσει και τον μεταφέρει στον αναγνώστη στο ακέραιο. Μιλώντας μαζί της για το Λουκαρέλι και την εργογραφία του, από τον ενθουσιασμό της και την πλήρη κάλυψη κάθε πτυχής της προσωπικότητας του συγγραφέα, ήταν προφανές πώς κατάφερε να μεταδώσει το πάθος της αφήγησής του, το τέμπο των σκηνών και των περιγραφών, υπερνικώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που εμφανίζονται κατά το μεταφραστικό έργο. Η ίδια μου είπε πόσο επίπονο ήταν αυτό, αλλά τονίζοντας την αγάπη της προς το συγκεκριμένο βιβλίο και το ταλέντο του δημιουργού του, μου εξήγησε απόλυτα την ανάγκη ταύτισης με τους ήρωες, του να μπει ο μεταφραστής στο πετσί και του λογοτεχνικού προσώπου αλλά και του συγγραφέα. Τα αποτελέσματα είναι απολαυστικά, πάντως, για τον αναγνώστη. Η Δήμητρα Δότση διακρίνει τα δύο επίπεδα στα οποία κινείται ο μυθιστοριογράφος: τη νουάρ ατμόσφαιρα και το θρίλερ από τη μία πλευρά και το σύγχρονο μυθιστόρημα από την άλλη και αυτό είναι που τη γοητεύει και την ίδια, σε τέτοιο βαθμό που δεν διστάζει να πει «αισθάνθηκα σαν να τα έγραφα εγώ».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τους πρωταγωνιστές του εμμένοντας σε λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τη βαθιά ανθρώπινη διάστασή τους. Δεν είναι απλώς ήρωες που θα βλέπαμε στο σινεμά τη δράση τους. Είναι ήρωες που ζουν σε ένα βιβλίο -με εσωτερικές σκέψεις, μονολόγους, αισθήματα και αισθήσεις που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να καταγράψει και να αποδώσει τόσο αποτελεσματικά- αλλά που σε πείθει με το ταλέντο του ο ιταλός δημιουργός ότι έχουν κάτι από σένα, από την αγωνία σου, τους φόβους σου. Ο Λουκαρέλι ασκεί τον αναγνώστη του να αναπτύξει μια παρατηρητικότητα που δεν έχει να κάνει με την εξιχνίαση του μυστηρίου και μόνο, αλλά με τα μύχια της ανθρώπινης υπόστασης. Επιστρατεύει τα πάντα σε αυτόν τον αγώνα, από το διαδίκτυο και τις γνώσεις περί όπλων μέχρι ένα τραγούδι και τα χαρακτηριστικά μιας ράτσας σκύλων. Όλα οδηγούν στην αλήθεια, τη φωτίζουν, περνώντας τον αναγνώστη μέσα από τα δικά του προσωπικά βάθη και ύψη. Το «Μέρα με τη μέρα» είναι ένα βιβλίο που κλείνοντάς το ξέρεις ότι έχεις μάθει κάτι: να βλέπεις τον κόσμο και με άλλα μάτια. Τα δικά σου μάτια, αλλά πιο εξασκημένα στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά σε όλα τα πράγματα και τις συνθήκες. «Υπάρχουν σιωπές γεμάτες θορύβους που αλληλοκαλύπτονται. Και τότε οι θόρυβοι γίνονται αδιάφοροι, τόσο μονότονοι που δεν προκαλούν πια την προσοχή σου. Είναι κάποια θροϊσματα, κάποια αχνά βουητά όπως ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου, ασυντόνιστο ποιος ξέρει άραγε εδώ και πόσο καιρό, που δεν πιάνει πια τίποτα, στην αρχή γρατσούνιζε τα αυτιά κι ύστερα έμοιαζε σαν να ‘χε ξύσει τόσο βαθιά το τύμπανο που το ‘χε αναισθητοποιήσει. Ή το μονότονο υπόκωφο κόχλασμα του κινητήρα του αυτοκινήτου που λειτουργεί, ποιος ξέρει άραγε εδώ και πόσο καιρό, στις ίδιες στροφές, παρόλο που η εξάτμιση στην αρχή έκοβε κάθε τόσο το σκληρό αγκομαχητό του με έναν οξύ αναστεναγμό και τώρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιπλέον αδιάφορη νότα, παράφωνη και τόσο μονότονη σαν να μην υπάρχει πια...»
Ο Λουκαρέλι δίνει στην ιστορία του μια μεταφυσική χροιά που αυτή είναι που στο τέλος -αλλά και σε αποκαλύψεις στη διάρκεια- του βιβλίου σε συγκλονίζει. Δεν είναι μόνο η πλοκή. Είναι η ψυχή των πραγμάτων. Η ουσία τους. Η αλήθεια που κρύβεται κάτω από το αστυνομικό περίβλημα, κάτω από την πάχνη του νουάρ και ζει στις μικρές, αδιόρατες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, στα αντιφεγγίσματά της.
«...Μπορεί να είναι, όμως, μια υγρή σιωπή, από εκείνες τις μαύρες σιωπές που δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι μας, ανάμεσα στα αυτιά, σε ένα ακαθόριστο σημείο στο κέντρο του εγκεφάλου, ένα μικροσκοπικό στίγμα, μια μικρή κηλίδα, ένα κενό που απλώνεται αργά αργά και στο μεταξύ απορροφά τα πάντα, τόνους, συχνότητες, δονήσεις, ηχοχρώματα, ψηλά και χαμηλά, λέξεις, ήχους, τα προσελκύει όλα και τα καταβροχθίζει σε μια μολυβένια δίνη...»
Η αχανής ένταση τη μοναξιάς, το εκτυφλωτικό σκοτάδι του αδιεξόδου, η δράση ως πράξη φυγής και νέου εγκλωβισμού μαζί, στις γραμμές ενός ιλιγγιώδους αυτοκινητόδρομου που τρέχει μπροστά. Αυτή είναι η εικόνα που μένει, διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Μέρα με τη μέρα» του Κάρλο Λουκαρέλι που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Τρεις φιγούρες, δύο αντρικές και μία γυναικεία, κλεισμένες στην προσωπική τους εκκωφαντική σιωπή. Τρεις άνθρωποι πολύ καθημερινοί, σαν όλους εμάς. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος, η διώκτριά του και ένα ακόμη πρόσωπο, ο συνδετικός τους κρίκος.
Ο ιταλός συγγραφέας στήνει ένα θρίλερ που κατορθώνει να ξεπεράσει τις διαχωριστικές γραμμές της αστυνομικής λογοτεχνίας και να απλώσει τις προεκτάσεις του στην αγωνία της ύπαρξης, τη σύγχρονη αποξένωση, ιδίως αυτή της γενιάς των τριάντα και κάτι που κυνηγάει να προσπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, μήπως και τον συναντήσει σ’ αυτούς τους γρήγορους ρυθμούς που τρέχει η ζωή και ο κόσμος γύρω της. Με μαεστρία που εκπλήσσει, ο δημιουργός μέσα από πότε ρευστές και πότε περιγραφές πλήρους ακινησίας καταφέρνει να εισχωρήσει στα ενδότερα αυτής της γενιάς, αυτών των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων τελικά. Τα ψυχογραφήματα των ηρώων του μοιάζουν με ένα σύγχρονο υπαρξιακό χάρτη που αναδιατάσσεται συνεχώς. Ο Λουκαρέλι είναι υπεύθυνος για κάτι πράγματι αξιοσημείωτο: δεν τον ξεπερνάει η σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δείχνει να την τιθασεύει ο ίδιος μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημά του, την βάζει σε ένα κανάλι και την καθοδηγεί, σχεδόν μοιάζει να της «επιτρέπει» να πλέει δίπλα στο έργο του, χωρίς να του το υπονομεύει.
Η πλοκή του έργου -αξιοθαύμαστα διαρθρωμένη- και ο ρυθμός του στερεί πραγματικά από τον αναγνώστη την ανάσα, τον καθηλώνει, ενώ τα ψυχογραφήματα των ηρώων είναι εκείνα που κάνουν τη διαφορά του βιβλίου έναντι όποιων άλλων αστυνομικών ιστοριών. Τα εύσημα προς τη μεταφράστρια του βιβλίου έχουν να κάνουν με τον παλμό του μυθιστορήματος. Η Δήμητρα Δότση τον έχει πιάσει και τον μεταφέρει στον αναγνώστη στο ακέραιο. Μιλώντας μαζί της για το Λουκαρέλι και την εργογραφία του, από τον ενθουσιασμό της και την πλήρη κάλυψη κάθε πτυχής της προσωπικότητας του συγγραφέα, ήταν προφανές πώς κατάφερε να μεταδώσει το πάθος της αφήγησής του, το τέμπο των σκηνών και των περιγραφών, υπερνικώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που εμφανίζονται κατά το μεταφραστικό έργο. Η ίδια μου είπε πόσο επίπονο ήταν αυτό, αλλά τονίζοντας την αγάπη της προς το συγκεκριμένο βιβλίο και το ταλέντο του δημιουργού του, μου εξήγησε απόλυτα την ανάγκη ταύτισης με τους ήρωες, του να μπει ο μεταφραστής στο πετσί και του λογοτεχνικού προσώπου αλλά και του συγγραφέα. Τα αποτελέσματα είναι απολαυστικά, πάντως, για τον αναγνώστη. Η Δήμητρα Δότση διακρίνει τα δύο επίπεδα στα οποία κινείται ο μυθιστοριογράφος: τη νουάρ ατμόσφαιρα και το θρίλερ από τη μία πλευρά και το σύγχρονο μυθιστόρημα από την άλλη και αυτό είναι που τη γοητεύει και την ίδια, σε τέτοιο βαθμό που δεν διστάζει να πει «αισθάνθηκα σαν να τα έγραφα εγώ».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τους πρωταγωνιστές του εμμένοντας σε λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τη βαθιά ανθρώπινη διάστασή τους. Δεν είναι απλώς ήρωες που θα βλέπαμε στο σινεμά τη δράση τους. Είναι ήρωες που ζουν σε ένα βιβλίο -με εσωτερικές σκέψεις, μονολόγους, αισθήματα και αισθήσεις που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να καταγράψει και να αποδώσει τόσο αποτελεσματικά- αλλά που σε πείθει με το ταλέντο του ο ιταλός δημιουργός ότι έχουν κάτι από σένα, από την αγωνία σου, τους φόβους σου. Ο Λουκαρέλι ασκεί τον αναγνώστη του να αναπτύξει μια παρατηρητικότητα που δεν έχει να κάνει με την εξιχνίαση του μυστηρίου και μόνο, αλλά με τα μύχια της ανθρώπινης υπόστασης. Επιστρατεύει τα πάντα σε αυτόν τον αγώνα, από το διαδίκτυο και τις γνώσεις περί όπλων μέχρι ένα τραγούδι και τα χαρακτηριστικά μιας ράτσας σκύλων. Όλα οδηγούν στην αλήθεια, τη φωτίζουν, περνώντας τον αναγνώστη μέσα από τα δικά του προσωπικά βάθη και ύψη. Το «Μέρα με τη μέρα» είναι ένα βιβλίο που κλείνοντάς το ξέρεις ότι έχεις μάθει κάτι: να βλέπεις τον κόσμο και με άλλα μάτια. Τα δικά σου μάτια, αλλά πιο εξασκημένα στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά σε όλα τα πράγματα και τις συνθήκες. «Υπάρχουν σιωπές γεμάτες θορύβους που αλληλοκαλύπτονται. Και τότε οι θόρυβοι γίνονται αδιάφοροι, τόσο μονότονοι που δεν προκαλούν πια την προσοχή σου. Είναι κάποια θροϊσματα, κάποια αχνά βουητά όπως ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου, ασυντόνιστο ποιος ξέρει άραγε εδώ και πόσο καιρό, που δεν πιάνει πια τίποτα, στην αρχή γρατσούνιζε τα αυτιά κι ύστερα έμοιαζε σαν να ‘χε ξύσει τόσο βαθιά το τύμπανο που το ‘χε αναισθητοποιήσει. Ή το μονότονο υπόκωφο κόχλασμα του κινητήρα του αυτοκινήτου που λειτουργεί, ποιος ξέρει άραγε εδώ και πόσο καιρό, στις ίδιες στροφές, παρόλο που η εξάτμιση στην αρχή έκοβε κάθε τόσο το σκληρό αγκομαχητό του με έναν οξύ αναστεναγμό και τώρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επιπλέον αδιάφορη νότα, παράφωνη και τόσο μονότονη σαν να μην υπάρχει πια...»
Ο Λουκαρέλι δίνει στην ιστορία του μια μεταφυσική χροιά που αυτή είναι που στο τέλος -αλλά και σε αποκαλύψεις στη διάρκεια- του βιβλίου σε συγκλονίζει. Δεν είναι μόνο η πλοκή. Είναι η ψυχή των πραγμάτων. Η ουσία τους. Η αλήθεια που κρύβεται κάτω από το αστυνομικό περίβλημα, κάτω από την πάχνη του νουάρ και ζει στις μικρές, αδιόρατες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, στα αντιφεγγίσματά της.