Η Αλίκη στη χώρα της λογοτεχνίας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 5/11/2005)

«...Δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα. Ποιος μπορεί να πει αν πραγματικά βλέπουμε ή αν μόνο φανταζόμαστε; Και πώς θα ξεχωρίσει κανείς το βλέμμα από το όνειρο; Οι μέρες μας είναι μια σκιά. Και όλα γύρω όνειρο μέσα σε όνειρο. Δεν υπάρχει ξύπνημα...»



«Αναρωτιέμαι ως ανάγνωση επειδή, στο κείμενο αυτό, η γραφή αναρωτιέται ως γραφή. Εγώ, η ανάγνωση, έχω ενώπιόν μου εσένα, γραφή, η οποία αφηγείσαι ως γραφή πώς φτάνεις να γίνεις η γραφή που είσαι. Και όπως εσύ, γραφή, γίνεσαι το πρόσωπο της αφήγησης, με τον ίδιο τρόπο κι εγώ, η ανάγνωση, γίνομαι το πρόσωπο που παρακολουθεί την αφήγηση της γραφής, ή την γραφή της αφήγησης.» Αντιγράφω το παραπάνω απόσπασμα από το τόσο γοητευτικό επίμετρο του Δημήτρη Δημητριάδη για το αφήγημα του Μωρίς Μπλανσό «Εκείνος που δεν με συντρόφευε» (Εκδόσεις Σμίλη). Είναι ακριβώς η περιγραφή της διάθεσης με την οποία αντιμετώπισα το καινούριο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου, το πεζογράφημα «Φανταστικό μουσείο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Η αλήθεια είναι ότι με τα προηγούμενα έργα του, «Σουνυάτα» και «Περίκλειστος κόσμος» μου είχε προκαλέσει μια αμηχανία που έφτανε στα όρια του θυμού, για την απροθυμία που εισέπραττα από την πλευρά του δημιουργού να περιλάβει στα εγχειρήματά του τον αναγνώστη. Δεν εννοώ να γράψει για τον αναγνώστη (ποιον αναγνώστη άλλωστε) ούτε να υποταχθεί σε τρέχοντα γούστα, λογικές αγοράς ή προθέσεις του συρμού. Αλλά τουλάχιστον να μην απευθύνεται -γιατί μόνο αυτή την εντύπωση αποκόμισα εγώ- σε «μυημένους». Αισθάνθηκα ότι θέλει να απασχολήσει με την επιτήδευσή του μόνο το λογοτεχνικό σινάφι και όχι να γράψει ένα βιβλίο για να διαβαστεί. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται και όχι να εκτίθενται ως μουσειακά είδη της φαντασίας. Αυτός είναι και ο λόγος που γράφω γι’ αυτό κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μου το επέβαλε η ανάγνωσή μου, δηλαδή η γραφή του.
Στην αρχή της περιήγησής μου στο «Φανταστικό μουσείο» με συνεπήρε ο ποιητικός στρόβιλος της γλώσσας και των εικόνων που μου μετέφερε ο Χρυσόπουλος. Είχα την αίσθηση, ανυποψίαστη ακόμα, ότι άκουγα τον Σεφέρη να διαβάζει Σεφέρη -στη συνέχεια συνειδητοποίησα τα περί Εμπειρίκου-, τέτοιο ρυθμό έδινε ακόμη και στις ανάσες ο πεζογράφος. Ένιωσα ότι ήθελε να με ταξιδέψει στη χώρα της λογοτεχνίας, περνώντας με ως αναγνώστρια μέσα από αναρίθμητα σαγηνευτικά κάτοπτρα που αφθονούν στις σελίδες του και περιγράφοντάς μου τα πάντα με μια οξύνοια που θυμίζει Μούζιλ.
Σχεδόν οπλίστηκα με προσοχή ντετέκτιβ σε αποστολή εξιχνίασης μυστηρίου, προκειμένου να συλλέξω τα κομμάτια του θρυμματισμένου του καθρέφτη και κάπου -έστω προς το τέλος- να τα ενώσω. Ωστόσο, αυτό δεν κατέστη δυνατόν παρά τη φιλότιμη προσπάθειά μου, παρά την καλή μου διάθεση. Τα κομμάτια παρέμειναν θρύψαλα που πλήθαιναν από σελίδα σε σελίδα και στο τέλος έμεινα να μετεωρίζομαι στο κενό της αποσπασματικότητας του κατόχου τους. Φοβάμαι ότι δεν κατάφερε να με κάνει μέτοχο του λογοτεχνικού του «μυστικού» ο συγγραφέας και με άφησε να πιστεύω ότι δεν υπήρχε τελικά κάποιο τέτοιο «μυστικό». Μου γκρέμισε τη μαγεία που είχε οικοδομήσει τόσο απολαυστικά στην αρχή του βιβλίου του και που μου υποσχόταν σίγουρα μια χώρα λογοτεχνικών θαυμάτων για να με εγκαταλείψει σε μια ψυχαναγκαστική και αυτοέγκλειστη συνέχεια που δεν κατέληξε πουθενά. Ένιωσα ότι είχε καταληφθεί και ο ίδιος από τον τρόμο του «λευκού χαρτιού» ή της «τρεμοσβήνουσας αδειανής οθόνης» που απειλεί τόσο συχνά τους συγγραφείς και το μετέφερε σε μένα αυτό το αίσθημα ως αναγνώστρια, προκειμένου να γλιτώσει. Ελπίζω να γλίτωσε ο ίδιος. «...Ακόμα και ο ουρανός έμοιαζε με τεράστιο αδηφάγο μάτι. Δεν μπορούσε πουθενά να κρυφτεί. Δεν υπήρχε γωνιά να τον αγκαλιάσει. Ήταν διάφανος. Η σκέψη του γινόταν ορατή...»
Ένα βιβλίο ή εν γένει ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα δεν μπορεί να μην κουβαλάει ψυχικά φορτία, όσο κι αν βασίζεται στην τεχνική του αρτιότητα και σ’ αυτά ακριβώς έχει δικαίωμα ο αποδέκτης ή αναγνώστης να γίνει μέτοχος με κάποιον τρόπο. Ο Χρυσόπουλος συμπεριφέρεται συγγραφικά σαν να θέλει να στερήσει αυτό το δικαίωμα. Να εξηγηθώ: με γοητεύουν τα δύσκολα κερδισμένα από τον αναγνώστη όνειρα, αισθήματα, ελπίδες, λύπες και μελαγχολίες. Δεν θέλω να μου τα προσφέρει στο «πιάτο» πανεύκολα ο λογοτέχνης, όπως δεν θέλω και να μην μου τα προσφέρει τελικά ο δημιουργός. Και τα δύο προσβάλλουν την αισθητική και τη νοημοσύνη μου και κάπως έτσι με αφήνει με το πέρας της ανάγνωσης του βιβλίου του ο Χρυσόπουλος: προσβεβλημένη, να αισθάνομαι ηλίθια που δεν καταλαβαίνω και δεν εισπράττω την ομορφιά του κειμένου. Είναι ωραίο στο τέλος ενός βιβλίου να νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει ένα άγνωστο κομμάτι της οπτικής ενός άλλου ανθρώπου, ότι έχεις αντικρίσει έστω και λίγο από τον προσωπικό του ορίζοντα, ότι έχεις γίνει μια σταλιά πιο πλούσιος άνθρωπος.
Οι προθέσεις του συγγραφέα στο «Φανταστικό μουσείο» παρέμειναν αδιερεύνητες για μένα. Το κείμενο δεν με βοήθησε να σεργιανίσω στις αίθουσες με τον Εμπειρίκο, τον Μπόρχες, τον Πεσόα, το Χαρμς, το Ροϊδη, τον Έσσε, το Μαν, τον Περέκ, τον Μπεράτη, το Σουλτς και την Τσβετάγιεβα. Ούτε οπτασίες εμφανίστηκαν στο δρόμο μου ούτε σκιές φαντασμάτων. Η φαντασία μου δεν περιπλανήθηκε στα εκθέματα, γιατί η περιβόητη διακειμενικότητα άφησε μέσα μου ένα τεράστιο κενό από τους πολλαπλούς καθρέφτες που με ξέβραζαν κάθε φορά στην αδυναμία της λογοτεχνικής πραγματικότητας. Σε αντίθεση με την «Ελληνική αϋπνία» του Μισέλ Φάις, που κατόρθωσε να με κάνει να ακούω την ανάσα του Βιζυηνού και του Καρυωτάκη, να αφουγκράζομαι το στοιχειωμένο τους παλμό.
Οι δυνατότητες του Χρυσόπουλου είναι εγνωσμένες, απλώς νομίζω ότι έχει κλειστεί και ο ίδιος μέσα σε αυτές και δεν βρίσκει διέξοδο να τις ατενίσει και να τις εξελίξει κατ’ επέκταση -βοηθάει σ’ αυτό και το σινάφι με τα κανακέματά του. Η γενιά των λογοτεχνών των 30 και κάτι είναι η αλήθεια ότι πλησιάζει τα 40 σιγά-σιγά και εγώ περιμένω από τη δημιουργία της να βρει τρόπους να ωριμάσει. Για πόσο θα εγκλωβίζει τους αναγνώστες της στις αντανακλάσεις της άγονης αποσπασματικότητας; Πιστεύω ότι όταν ο Χρυσόπουλος ξεπεράσει το ναρκισσισμό του και βρει τη δύναμη να κανιβαλίσει τη διάθεσή του να αποτελεί εξωτικό έκθεμα της εγχώριας λογοτεχνίας, τότε θα μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων, τα λογοτεχνικά του βέλη θα βρουν το στόχο τους και θα πάψουν να αιωρούνται στη σφαίρα του ατελέσφορου. «...Και αν κάτι γεννιέται, την ίδια στιγμή αποκτά υπόσταση και αυτό που το αναιρεί...».