Η δύναμη της απλότητας
«Έχω κουραστεί απ’ τα σπουδαία πράγματα και τα μεγάλα σχέδια, τους σπουδαίους θεσμούς και τη μεγάλη επιτυχία. Μ’ ενδιαφέρουν μόνο αυτές οι μικρές, αόρατες ανθρώπινες δυνάμεις της αγάπης που λειτουργούν από άτομο σε άτομο, κινούμενες απαρατήρητες, μέσα από χαραμάδες του κόσμου, σαν πάμπολλα ριζίδια ή σαν τριχοειδείς ροές νερού, που αν τους δοθεί χρόνος θα διαβρώσουν τα σκληρότατα μνημεία της υπερηφάνειας.» (William James, 1842-1910)
Είναι άνθρωποι που ποτέ δεν θα μάθουν πραγματικά οι διπλανοί τους -όσο κοντά τους κι αν στέκουν- ποιοι πραγματικά ήσαν. Όχι γιατί δεν υπήρξαν ειλικρινείς ή δεν ήταν «ανοιχτοί» άνθρωποι, αλλά γιατί αφέθηκαν να παίξουν το παιχνίδι των γύρω τους και αυτό με απόλυτη επιτυχία. (Όπως λέει κι ο John Updike, «Αυτό που οι άλλοι θεωρούν αυτονόητο ότι θα πάρουν από μας, εμείς αγωνιζόμαστε για να τους το παρέχουμε...») Έφτιαξαν οι άλλοι, λοιπόν, για λογαριασμό τους μια στερεότυπη εικόνα, μια ωραιότατη προκατάληψη, κι εκείνοι δέχτηκαν μέχρι τέλους να την υπηρετήσουν, κλεισμένοι στα στεγανά της. Ίσως να τους βόλευε αυτό ίσως και όχι, πάντως το έκαναν και το κάνουν.
Και την αντοχή για να το περάσουν αυτό ή ακόμη και για να το πετύχουν, τους τη δίνει μόνο και μόνο η ευτυχής συγκυρία -έστω για μια φευγαλέα στιγμή στη ζωή τους- να υπάρξει κάποιος άλλος, μπορεί ξένος και άγνωστος, που με μια ματιά θα τους αναγνωρίσει. Θα καταλάβει τα πάντα γι’ αυτούς. Θα ανακαλύψει τη βαθύτερη ουσία τους, την αληθινή τους ταυτότητα. Είναι κι αυτό μια δικαίωση που μπορεί στην πραγματικότητα να ζουν τελικά μόνο γι’ αυτό. Απλώς θα το μάθουν αργά. Αλλά θα το μάθουν. Αυτοί που βρίσκονται πολύ κοντά μας, είναι η αλήθεια, κάποιες φορές θολώνουν την εικόνα μας ακόμη και απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, πότε ηθελημένα και πότε άθελά τους. Είναι στο χέρι μας κάθε φορά να αποφασίζουμε, αν αξίζει τον κόπο, να ξεκαθαρίζουμε το τοπίο μέσα και γύρω μας.
Αν ακούγονται γενικόλογα και ομιχλώδη τα παραπάνω είναι γιατί προσπαθώ να δώσω με αδρές γραμμές το νόημα του μυθιστορήματος της Anne Wiazemsky, «Με λένε Ελιζαμπέτ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Άννας Κόκκαλη και επιμέλεια της Μαριάννας Τζιαντζή, που αποτελεί ακριβώς την επιτομή της απλότητας. Και φανερώνει γι’ αυτό το λόγο και την ανυπέρβλητη ισχύ του απλού και σαφούς έναντι του περίπλοκου και δαιδαλώδους.
Η συγγραφέας με κομψότητα και καλαισθησία που συγκινεί, αφηγείται την ιστορία ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού το οποίο ζει στο συναισθηματικό κλοιό που της έχει επιβάλλει η οικογένειά της. Είναι το καλό και φρόνιμο παιδί που κρατά τα προβλήματά του -υπαρκτά αλλά όχι ορατά στα μάτια των πολλών- για τον εαυτό του, για να μην διαταράξει καθόλου αυτό το σχήμα μέσα στο οποίο της έχει έξωθεν δοθεί να κινείται. Η κάθε είδους επιβράβευση, ιδίως από την πατρική φιγούρα, στην πραγματικότητα αποτελεί πρόσθετη δέσμευση να μένει πιστή στο ρόλο που της έχει διανείμει η ίδια της η οικογένεια. Η μεταβατική ηλικία, όμως, της εισόδου στην εφηβεία δεν θα αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν τόσο προβλέψιμα.
Η μικρή ηρωίδα θα κάνει τη δική της «επανάσταση», σιωπηρά, κρυφά, αλλά τόσο αποτελεσματικά που κανείς δεν θα μάθει ποτέ γι’ αυτή, παρά μόνο ο συνένοχός της: ένας τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής που παρά τα δικά του προβλήματα, είναι σε θέση να αφουγκραστεί την ψυχούλα του κοριτσιού. Και το κάνει, γιατί το έχει και ο ίδιος ανάγκη. Τεράστια ανάγκη.
Οι ζωές τους θα συναντηθούν για ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα αλλά ικανό να κρατήσει στη ζωή τον ίδιο -με άσβεστη την ανάμνηση της μικρούλας που τον υπέθαλψε και τον περιέθαλψε- και να αλλάξει δρόμο στη ζωή της ίδιας της πρωταγωνίστριας έστω καμιά σαρανταριά χρόνια μετά, οπότε και αυτή αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία τους. Η ευαίσθητη ψυχή του «τρελού» της θα γίνει ο πιο κοφτερός καθρέφτης να αντικατοπτρίσει την ανάγκη της για ανεξαρτησία και αυτονόμηση.
Πρέπει να βρει το δικό της εαυτό που σφύζει από τόλμη, θέληση, φαντασία, δημιουργικότητα και αποφασιστικότητα. Και τον βρίσκει. Στα μάτια του «τρελού» της. Αυτός θα γίνει ο μόνος άνθρωπος που θα κατορθώσει να «διαβάσει» τα καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα της μικρούλας, αφού προηγουμένως γίνει ο ίδιος η αιτία και η αφορμή να βγάλει από μέσα της αυτές τις ιδιότητες η πιτσιρίκα. Είναι ο «καλός αγωγός» για να διοχετευτούν στον Άλλο, να εκφραστούν, να βρουν διέξοδο τα ιδιαίτερα προσωπικά της χαρακτηριστικά. Η γλύκα με την οποία διαχειρίζεται το θέμα της η συγγραφέας, η ομορφιά της απλότητάς της, η υποβλητική ατμόσφαιρα που στήνει τόσο επιτυχημένα, κάνουν το βιβλίο να αποτελεί ένα λογοτεχνικό πυλώνα προστασίας και στήριξης της τρυφερότητας, μακριά από «γλυκανάλατες», πρόδηλες και προφανείς συνταγές. Η αλήθεια θωρακίζει την τρυφερότητα και όχι η αληθοφάνεια.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 25/2/2006
Είναι άνθρωποι που ποτέ δεν θα μάθουν πραγματικά οι διπλανοί τους -όσο κοντά τους κι αν στέκουν- ποιοι πραγματικά ήσαν. Όχι γιατί δεν υπήρξαν ειλικρινείς ή δεν ήταν «ανοιχτοί» άνθρωποι, αλλά γιατί αφέθηκαν να παίξουν το παιχνίδι των γύρω τους και αυτό με απόλυτη επιτυχία. (Όπως λέει κι ο John Updike, «Αυτό που οι άλλοι θεωρούν αυτονόητο ότι θα πάρουν από μας, εμείς αγωνιζόμαστε για να τους το παρέχουμε...») Έφτιαξαν οι άλλοι, λοιπόν, για λογαριασμό τους μια στερεότυπη εικόνα, μια ωραιότατη προκατάληψη, κι εκείνοι δέχτηκαν μέχρι τέλους να την υπηρετήσουν, κλεισμένοι στα στεγανά της. Ίσως να τους βόλευε αυτό ίσως και όχι, πάντως το έκαναν και το κάνουν.
Και την αντοχή για να το περάσουν αυτό ή ακόμη και για να το πετύχουν, τους τη δίνει μόνο και μόνο η ευτυχής συγκυρία -έστω για μια φευγαλέα στιγμή στη ζωή τους- να υπάρξει κάποιος άλλος, μπορεί ξένος και άγνωστος, που με μια ματιά θα τους αναγνωρίσει. Θα καταλάβει τα πάντα γι’ αυτούς. Θα ανακαλύψει τη βαθύτερη ουσία τους, την αληθινή τους ταυτότητα. Είναι κι αυτό μια δικαίωση που μπορεί στην πραγματικότητα να ζουν τελικά μόνο γι’ αυτό. Απλώς θα το μάθουν αργά. Αλλά θα το μάθουν. Αυτοί που βρίσκονται πολύ κοντά μας, είναι η αλήθεια, κάποιες φορές θολώνουν την εικόνα μας ακόμη και απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, πότε ηθελημένα και πότε άθελά τους. Είναι στο χέρι μας κάθε φορά να αποφασίζουμε, αν αξίζει τον κόπο, να ξεκαθαρίζουμε το τοπίο μέσα και γύρω μας.
Αν ακούγονται γενικόλογα και ομιχλώδη τα παραπάνω είναι γιατί προσπαθώ να δώσω με αδρές γραμμές το νόημα του μυθιστορήματος της Anne Wiazemsky, «Με λένε Ελιζαμπέτ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Άννας Κόκκαλη και επιμέλεια της Μαριάννας Τζιαντζή, που αποτελεί ακριβώς την επιτομή της απλότητας. Και φανερώνει γι’ αυτό το λόγο και την ανυπέρβλητη ισχύ του απλού και σαφούς έναντι του περίπλοκου και δαιδαλώδους.
Η συγγραφέας με κομψότητα και καλαισθησία που συγκινεί, αφηγείται την ιστορία ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού το οποίο ζει στο συναισθηματικό κλοιό που της έχει επιβάλλει η οικογένειά της. Είναι το καλό και φρόνιμο παιδί που κρατά τα προβλήματά του -υπαρκτά αλλά όχι ορατά στα μάτια των πολλών- για τον εαυτό του, για να μην διαταράξει καθόλου αυτό το σχήμα μέσα στο οποίο της έχει έξωθεν δοθεί να κινείται. Η κάθε είδους επιβράβευση, ιδίως από την πατρική φιγούρα, στην πραγματικότητα αποτελεί πρόσθετη δέσμευση να μένει πιστή στο ρόλο που της έχει διανείμει η ίδια της η οικογένεια. Η μεταβατική ηλικία, όμως, της εισόδου στην εφηβεία δεν θα αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν τόσο προβλέψιμα.
Η μικρή ηρωίδα θα κάνει τη δική της «επανάσταση», σιωπηρά, κρυφά, αλλά τόσο αποτελεσματικά που κανείς δεν θα μάθει ποτέ γι’ αυτή, παρά μόνο ο συνένοχός της: ένας τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής που παρά τα δικά του προβλήματα, είναι σε θέση να αφουγκραστεί την ψυχούλα του κοριτσιού. Και το κάνει, γιατί το έχει και ο ίδιος ανάγκη. Τεράστια ανάγκη.
Οι ζωές τους θα συναντηθούν για ένα εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα αλλά ικανό να κρατήσει στη ζωή τον ίδιο -με άσβεστη την ανάμνηση της μικρούλας που τον υπέθαλψε και τον περιέθαλψε- και να αλλάξει δρόμο στη ζωή της ίδιας της πρωταγωνίστριας έστω καμιά σαρανταριά χρόνια μετά, οπότε και αυτή αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία τους. Η ευαίσθητη ψυχή του «τρελού» της θα γίνει ο πιο κοφτερός καθρέφτης να αντικατοπτρίσει την ανάγκη της για ανεξαρτησία και αυτονόμηση.
Πρέπει να βρει το δικό της εαυτό που σφύζει από τόλμη, θέληση, φαντασία, δημιουργικότητα και αποφασιστικότητα. Και τον βρίσκει. Στα μάτια του «τρελού» της. Αυτός θα γίνει ο μόνος άνθρωπος που θα κατορθώσει να «διαβάσει» τα καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα της μικρούλας, αφού προηγουμένως γίνει ο ίδιος η αιτία και η αφορμή να βγάλει από μέσα της αυτές τις ιδιότητες η πιτσιρίκα. Είναι ο «καλός αγωγός» για να διοχετευτούν στον Άλλο, να εκφραστούν, να βρουν διέξοδο τα ιδιαίτερα προσωπικά της χαρακτηριστικά. Η γλύκα με την οποία διαχειρίζεται το θέμα της η συγγραφέας, η ομορφιά της απλότητάς της, η υποβλητική ατμόσφαιρα που στήνει τόσο επιτυχημένα, κάνουν το βιβλίο να αποτελεί ένα λογοτεχνικό πυλώνα προστασίας και στήριξης της τρυφερότητας, μακριά από «γλυκανάλατες», πρόδηλες και προφανείς συνταγές. Η αλήθεια θωρακίζει την τρυφερότητα και όχι η αληθοφάνεια.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 25/2/2006