Στην Άπω Ανατολή και την Κίνα του Καζαντζάκη
(Ανέσυρα, λοιπόν, ένα άλλο καλοκαιρινό και ταξιδιάρικο κείμενο από το "σκληρό" μου. Είχε δημοσιευτεί ένα άλλο θέρος του παρελθόντος στη Φιλολογική Βραδυνή)
Θάλασσα κι άλλες ξηρές να απλώνονται μπροστά στο μυαλό και τα μάτια. Νέα τοπία με τους ανθρώπους τους, αφουγκράζονται την ανάγκη για αλλαγή, γνώση, απλή περιδιάβαση στο αλλιώτικο μέσα στο χώρο και το χρόνο, με σκοπό πιθανόν την ίδια τους την κατάργηση. Δηλαδή ταξίδια : να φέρνει βόλτες κανείς την υδρόγειο, μήπως και αιχμαλωτίσει την ομορφιά της σε στιγμές από ερεθίσματα έντονα, μήπως και κρατήσει κομμάτια της στα όνειρά του για να έχει να πορεύεται στη ζοφερή, ισοπεδωτική καθημερινότητα. Και οι εικόνες να ξετυλίγονται από τη μαγνητοταινία του νου, να προβάλλονται λες έγχρωμες, με γεύση και οσμή, να προκαλούν την ίδια την ενδότερη αφή της ψυχής να τις αγγίξει.
Έτσι, ταξίδεψε στον κόσμο ο Νίκος Καζαντζάκης, ανασκαλεύοντας την ίδια του την ύπαρξη μέσα από τους πολιτισμούς και τις ματιές των ανθρώπων που αντίκρισε. Τα «ταξίδια και τα ονείρατα» στάθηκαν στη ζωή του οι μεγάλοι ευεργέτες και με τη σειρά του πέρασε στο χαρτί και το μελάνι την ευεργεσία αυτή για να την βρουν άλλοι και να ονειρευτούν, να ταξιδέψουν, να «γιατρευτούν» -έστω για όσο κρατά η ανάγνωση ενός βιβλίου- με την καθαρτήρια πνοή άλλων κόσμων που ζωντανεύουν μέσα από τις λέξεις του Καζαντζάκη 70 χρόνια μετά, ενώ ένα ταξίδι, το τελευταίο του το 1957, να παίρνει σάρκα και οστά -και την οδύνη να καιροφυλακτεί- μέσα από γραφίδα της Ελένης Καζαντζάκη, τώρα που κι εκείνη τον συντροφεύει αέναα.
«ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ, ΙΑΠΩΝΙΑ-ΚΙΝΑ», ένας τόμος από τα ταξιδιωτικά του μεγάλου δημιουργού που είναι η εισχώρηση εκεί στην Ασία, την Άπω Ανατολή, ενός ανήσυχου πνεύματος που κουβαλούσε την αγωνία για την τύχη της ανθρωπότητας στο κέντρο της υπόστασής του και ισορροπούσε πάντα στο τεντωμένο σχοινί του ορθού λόγου της Δύσης και της μεταφυσικής της Ανατολής, δηλαδή γνήσιο τέκνο της χώρας του -στο σταυροδρόμι των πολιτισμών του προηγούμενου αιώνα- και πολίτης όλων των τόπων.
Μπορεί εκείνος ο κόσμος του Μεσοπολέμου στην ασιατική ήπειρο κι ύστερα τα χρόνια της δεκαετίας του ’50 στις ίδιες χώρες, να μην έχουν καμία σχέση με τα κράτη της ξέφρενης οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης του σήμερα. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η μαγεία. Ο Καζαντζάκης βουτά στις ρίζες του πολιτισμού του κινεζικού και ιαπωνικού λαού, κατασταλάζει στις διαχρονικές τους αξίες, από αυτές γοητεύεται και αυτές μένουν στο τέλος και στον αναγνώστη. Το περίβλημα της εποχής στην οποία συντελούνται τα ταξίδια του, φαίνεται σαν να είναι απλώς η αφορμή που του δόθηκε για να καταγράψει όλες εκείνες τις σκέψεις και τα αισθήματα που τον ενώνουν και ταυτόχρονα τον διαχωρίζουν από τους ανθρώπους εκείνους που συνάντησε. Μέσα από τα ανθρώπινα τοπία ο λυρισμός του Καζαντζάκη αποκτά ουσία, χρησιμότητα, γίνεται κέρδος για το νου του αναγνώστη, γίνεται ένα ακόμα «κλειδί» στα χέρια του συγγραφέα για να «ξεκλειδώσει» και να αποκαλύψει στην ψυχή του αναγνώστη του το μεγαλείο του ανθρωπισμού. Δεν τον «φυλακίζει» σε απλές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά τον κάνει να μπορεί να ξαναδιαβάσει τον κόσμο γύρω του με άλλα μάτια.
Ιαπωνία
Στους δρόμους του Μάρκο Πόλο, ο έλληνας ταξιδευτής το 1935 ζει μια «ερωτική περιπέτεια», όπως ονοματίζει ο ίδιος το ταξίδι του στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Στη γέφυρα του υπερωκεάνειου -με το οποίο θα χρειαστεί να πλέει για 32 ολόκληρες μέρες για να φτάσει στην Ιαπωνία- ατενίζει τις «φυλές» των συνταξιδιωτών του, ακούει της ιστορίες τους, μαθαίνει να διαβάζει τη γλώσσα του μυαλού και της καρδιάς τους και μ’ αυτή απευθύνεται στον αναγνώστη του. Εφόδια για το δρόμο του οι δύο γιαπωνέζικες λέξεις που γνωρίζει, «σακουρά, που θα πει : άνθος της κερασιάς, και κοκορό, που θα πει : καρδιά». Εκεί στο πλήθος των επιβατών του βαποριού θα μάθει την τρίτη του λέξη από τη χώρα όπου οι κερασιές ανθίζουν με το μεγαλύτερο κέφι από όλον τον πλανήτη. «Φουντόσιν; ρώτησα. Τι θα πει; Να κρατάς την καρδιά σου ασάλευτη. Ασάλευτη μπροστά από την ευτυχία και τη δυστυχία. Είναι γιαπωνέζικη λέξη. Καμιά άλλη γλώσσα δεν την έχει. Made in Japan!... Τούτη η κουβέντα του γέρου Γιαπωνέζου και το γαλάζο πουλί στάθηκαν επί πολλές μέρες στο βαπόρι οι πιο μεγάλες χαρές μου.»
Μέσα από τις γραμμές του Καζαντζάκη νομίζει κανείς ότι βλέπει μπροστά του να ανοίγονται τα πολύβουα λιμάνια της ανατολής, με μια αίγλη κινηματογραφική που σπάει όμως το «πανί» της μεγάλης οθόνης του μυαλού και γίνεται θεατρική πραγματικότητα που μπορεί ο αναγνώστης να τη μυρίσει, να τη δοκιμάσει, να τη νιώσει στο πετσί του : «Μια στενή, καθαρή, κρύα ενάρετη ψυχή τίποτα εδώ δεν μπορεί να νιώσει. Η αρετή στ’ ανατολίτικα λιμάνια έχει άλλα σύνορα, κι η αμαρτία άλλα, πολύ μεγαλύτερα, δικαιώματα. Ξαφνικά, στα λιμάνια τούτα νιώθεις με ανείπωτη πίκρα πως η ‘‘αρετή’’ είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Στα μέρη απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος, ανάμεσα στα κιμονό και τις γκέισες, ο συγγραφέας -το πνεύμα το ελεύθερο πυρετικά δοσμένο στην εξιχνίαση του νοήματος της ζωής και της υπάρξεως- αναζητά τα χνάρια του Χριστού και του Βούδα. «...Τώρα ήρθε η στιγμή να καμαρώσω το Γιο της Μαρίας με το κιμονό, σ’ έναν κήπο από χρυσάνθεμα, να πίνει τσάι...Με απληστία έσκυψα στο Γιαπωνέζο τούτο χριστιανό που μου έστελνε η τύχη. Λαχταρούσα να δω πώς η θρησκεία της εγκαρτέρησης κι η λατρεία της μελλούμενης μεταθανάτιας ζωής μετουσιώνουνταν στην ηρωική, όλο αγάπη για τη γης τούτη, γιαπωνέζικη ψυχή...». Ένας συνεχής διάλογος, γόνιμος και εντυπωσιακά μεστός, με το περιβάλλον, τον εαυτό του και βέβαια τους συνομιλητές του είναι η ταξιδιωτική λογοτεχνία του Καζαντζάκη. «Εμάς τους Γιαπωνέζους τραβάει ο Χριστιανισμός όχι για την ιδεολογία του ή την ηθική του ή τους τελετουργικούς τύπους τους. Μας τραβάει, γιατί έχει ως βάση το νόημα της θυσίας. Η ουσία του Χριστιανισμού είναι η θυσία.(Κι έκαμε πάλι ο Γιαπωνέζος την κίνηση του χαρακίρι, με τόση σφοδρότητα και ζωντάνια, που τίναξα πίσω το κεφάλι για να μη με πιτσιλίσουν τα σπλάχνα του.)».
Χωρίς να ξεχνά κανείς τις αλλοιώσεις και τις στρεβλώσεις που η σύγχρονη εξέλιξη των τριών τελευταίων δεκαετιών έχει επιφέρει στον ιαπωνικό πολιτισμό και τη σκέψη των ανθρώπων που τον φέρουν στα κύτταρά τους, είναι τόσο γοητευτικό να ανακαλύπτει κανείς πώς στο βάθος του χρόνου μεταλλάσσονται οι ιδέες και οι αξίες, ενώ από την άλλη υπάρχει πάντα ένας σταθερός πυρήνας που οδηγεί τη ροή των πραγμάτων. Αυτό ακριβώς κατορθώνει να αποτυπώσει ο Καζαντζάκης μέσα στις λέξεις του. «Η παλιά Ιαπωνία της ομορφιάς -με τα κιμονό, τα φανάρια, τις βεντάλιες- χάνεται σβήνει. Η νέα Ιαπωνία της δύναμης, με τις φάμπρικες και τα κανόνια ξύπνησε, θεριεύει. Κι ο ήλιος πια που ανατέλνει στη σημαία της μοιάζει καταπληκτικά με διάπυρο μύδρο κανονιού. Θα μπορέσει άραγε ποτέ από τα δυο θεμελιακά της συστατικά, την ομορφιά και τη δύναμη, να δημιουργήσει μια σύνθεση;» Είναι σαν να αιχμαλωτίζει ο συγγραφέας φωτογραφικά στιγμιότυπα -με λογοτεχνική ακρίβεια- του ψυχογραφήματος ενός λαού μέσα από την ιστορική του πορεία. Η ταυτότητα των Ιαπώνων, ειδωμένη από τα μάτια του συγγραφέα και μεταφρασμένη, διυλισμένη μέσα από τη δική του φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Τα τοπία, οι χώροι είναι το σκηνικό αλλά και το διαδραστικό στοιχείο στη ζωή των ανθρώπων.
«-Η γιαπωνέζικη ψυχή είναι απλή και πολύπλοκη. Παράξενη. Έχει δικά της μονοπάτια, κι αν δεν τα γνωρίζει ένας Ευρωπαίος, χάνεται.
-Δεν είμαι Ευρωπαίος, αποκρίθηκα. Γεννήθηκα ανάμεσα Ευρώπης κι Ασίας και καταλαβαίνω.»
Λουλουδιασμένα χρυσάνθεμα κι ανθισμένες κερασιές, παγόδες και πλουμιστά κιμονό, άνθρωποι με επισημότητα και προσήλωση θρησκευτικής τελετουργίας να εκτυλίσσουν την καθημερινή τους ευγένεια, κι ο Καζαντζάκης να ρουφά το μεδούλι από όλα αυτά : «Μεγάλες ψυχές που μπορούν να θρέψουν την ψυχή μας. Που μπορούν να πλατύνουν το νου μας και να χωρέσει όχι μονάχα τις ελληνορωμαϊκές επαρχιακές περιπέτειες και το στενοκέφαλο φανατισμό του Οβραίου Ιεχωβά, παρά κι άλλες μακρινές πανανθρώπινες ζωές...Η ακόρεστη κατάχτηση της ζωής και συνάμα η συναίσθηση πως όλα είναι όνειρο και δροσούλα, να η ανώτατη θαρρώ κορφή όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος»
Κίνα
Προφητικός μοιάζει ο τίτλος του Καζαντζάκη στο πρώτο κεφάλαιο που αφορά το ταξίδι του στην Κίνα, «Η Κίνα, η χελώνα των εθνών», αν σκεφτεί κανείς ότι την τελευταία διετία φιγουράρουν στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, διεθνώς, τίτλοι που μιλούν για το «ξύπνημα του ασιατικού γίγαντα» και την αναγορεύουν σε «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Προφανώς, έφτασε η ώρα που η χελώνα έχει φτάσει στον τερματισμό της, έχει κόψει το νήμα της «νίκης» και τρέχουν πίσω της -πίσω της ακόμα- οι λαγοί του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Φαίνεται πως η ευχή του συγγραφέα -70 χρόνια πριν- στο τέλος του ταξιδιού του στη χώρα αυτή, εν μέρει, έπιασε τόπο: «Βλογημένη να’ ναι η λασπερή τούτη Κίνα, η μόνη σήμερα στον κόσμο που μπορεί να σου δώσει από τώρα να μαντέψεις με υπερηφάνεια τη μελλούμενη, την πιο μακρινή ανθρωπότητα.»
Σαν να σιγοψιθυρίζει ο συγγραφέας στο αφτί του αναγνώστη μαγικά ξόρκια, και την ώρα που διαβάζει όλα αυτά για την Κίνα, ανοίγεται μπροστά του ένας κόσμος μαγικός, αυτός των αισθήσεων και τον πλανεύει γλυκά. «Ο φίλος μου ο Λιαν-Κε έτριβε στα λιγνά του δάχτυλα μια ρώγα κεχριμπάρι και τα λοξά του μάτια γελούσαν. Συχνά τον είχα δει στο βαπόρι να βυθίζει το χέρι του σ’ ένα βάζο νερό και να χαϊδεύει σιγά σιγά το κεχριμπάρι. ‘‘Έτσι, μου έλεγε, μπορεί να διατηρήσει η επιδερμίδα των δαχτυλιών μας την ευαισθησία της. Και ξέρετε πόσο είναι αυτό χρήσιμο στη ζωή: ο έρωτας, τ’ αγάλματα, τα φρούτα, τα πολύτιμα ξύλα, τα μεταξωτά υφάσματα θέλουν λεπτήν επιδερμίδα. Κι οι ιδέες ακόμα!’’»
Αισθάνεται κανείς ότι η φαντασία του συγγραφέα τα μεταπλάθει όλα προς τέρψιν του αναγνώστη και γίνεται τόσο προκλητική η πραγματικότητα που για να τη νιώσεις, πρέπει να βυθιστείς σε ένα άλλο παραμύθι. «Δυο νέοι περπατούν καταμεσίς του δρόμου και κρατιούνται από τις κοτσίδες. Είναι η πιο τρυφερή ερωτική κινεζική χειρονομία. Όμοια κι οι σκορπιοί κρατιούνται ώρες πολλές από τις ουρές στ’ αρραβωνιάσματά τους.»
Η Ελλάδα -μέσα από το λογισμό και το σώμα του συγγραφέα- να διαβαίνει το δρόμο του μεταξιού, να συναντά την ασιατική φιλοσοφία και αισθητική και να συνδιαλέγεται μαζί της με τον πιο εκφραστικό τρόπο : «Ας πιούμε στην υγειά της Ελλάδας! είπε ο γερο-μανταρίνος σηκώνοντας το φλιτζανάκι του. Ο Κομφούκιος κι ο Σωκράτης είναι δυο μάσκες που σκεπάζουν το ίδιο πρόσωπο : το φωτερό πρόσωπο της ανθρώπινης λογικής.» Νιώθει ο αναγνώστης, γυρνώντας στις απαλές γραμμές των περιγραφών του Καζαντζάκη ότι η αρμονία είναι ζήτημα αισθητικής και διαλεκτικής μόνο. Ακριβώς, αυτή η ομορφιά του λόγου του συγγραφέα και η διάθεσή του να αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και μια τάση αφομοίωσης τα στοιχεία του αλλότριου πολιτισμού, είναι που ξεγυμνώνει τις μεταγενέστερές του new age αντιλήψεις οι οποίες με τη σύγχρονη βιομηχανοποιημένη τους διαφημιστική άρθρωση και έκφραση, οικοδομούν σαθρά, αναλώσιμα επιχειρήματα. «Οι Κινέζοι, όταν βρέχει, πιστεύουν πως σμίγει ο Ουρανός με τη Γης, το αρσενικό στοιχείο του κόσμου, το Γιαγκ, και το θηλυκό, το Γυν, ενώνουνται, κι είναι ιεροσυλία να βγεις εσύ έξω όταν βρέχει και να μπεις στη μέση του αντρόγυνου».
«Ο δρόμος των ποιητών»
Αρχή του καλοκαιριού του 1957, καταπονημένος και κουρασμένος από τις συνεχείς μετακινήσεις ο Νίκος Καζαντζάκης δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να επαναλάβει το ταξίδι εκείνο στην ασιατική ήπειρο στο πλάι του αυτή τη φορά με την αγαπημένη του Ελένη. Αν και εξαντλημένος, όπως περιγράφει η ίδια στο βιβλίο της «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ», ο συγγραφέας δεν άκουσε κανέναν και τίποτα, γέλασε με τα δυσοίωνα προαισθήματα των ανθρώπων γύρω του και αφέθηκε στην επιθυμία του να ξαναδεί την Κίνα. Η Ελένη Καζαντζάκη γράφει χαρακτηριστικά : «Οι Κινέζοι της Επιτροπής Ειρήνης, στο Πεκίνο, πρόσεξαν τον καλεσμένο τους, σα να ήταν από γυαλί. Ούτε αλάτι στο φαϊ του, ούτε κουραστικές βίζιτες στις φάμπρικες και πάντα το μεσημέρι δυο ώρες ανάπαψη, που την κρατούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Για να αποφύγουμε το γνωστό γύρο των οργανωμένων ταξιδιών, για τον φιλοξενούμενό τους οι Κινέζοι διάλεξαν ‘‘το δρόμο των ποιητών’’, δηλαδή τα φαράγγια του Γιαγκ-Τσε, τα πολυτραγουδισμένα από τον Λι Τα-Πε και τόσους άλλους κλασικούς ποιητές της Κίνας.» Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο Καζαντζάκης «έφυγε», έχοντας τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι λίγο πριν στην Κίνα είχε ανέβει μια ψηλή βουνοκορφή για να φτάσει στο Περίπτερο του «Αρχηγού των Γραμματισμένων».
Θάλασσα κι άλλες ξηρές να απλώνονται μπροστά στο μυαλό και τα μάτια. Νέα τοπία με τους ανθρώπους τους, αφουγκράζονται την ανάγκη για αλλαγή, γνώση, απλή περιδιάβαση στο αλλιώτικο μέσα στο χώρο και το χρόνο, με σκοπό πιθανόν την ίδια τους την κατάργηση. Δηλαδή ταξίδια : να φέρνει βόλτες κανείς την υδρόγειο, μήπως και αιχμαλωτίσει την ομορφιά της σε στιγμές από ερεθίσματα έντονα, μήπως και κρατήσει κομμάτια της στα όνειρά του για να έχει να πορεύεται στη ζοφερή, ισοπεδωτική καθημερινότητα. Και οι εικόνες να ξετυλίγονται από τη μαγνητοταινία του νου, να προβάλλονται λες έγχρωμες, με γεύση και οσμή, να προκαλούν την ίδια την ενδότερη αφή της ψυχής να τις αγγίξει.
Έτσι, ταξίδεψε στον κόσμο ο Νίκος Καζαντζάκης, ανασκαλεύοντας την ίδια του την ύπαρξη μέσα από τους πολιτισμούς και τις ματιές των ανθρώπων που αντίκρισε. Τα «ταξίδια και τα ονείρατα» στάθηκαν στη ζωή του οι μεγάλοι ευεργέτες και με τη σειρά του πέρασε στο χαρτί και το μελάνι την ευεργεσία αυτή για να την βρουν άλλοι και να ονειρευτούν, να ταξιδέψουν, να «γιατρευτούν» -έστω για όσο κρατά η ανάγνωση ενός βιβλίου- με την καθαρτήρια πνοή άλλων κόσμων που ζωντανεύουν μέσα από τις λέξεις του Καζαντζάκη 70 χρόνια μετά, ενώ ένα ταξίδι, το τελευταίο του το 1957, να παίρνει σάρκα και οστά -και την οδύνη να καιροφυλακτεί- μέσα από γραφίδα της Ελένης Καζαντζάκη, τώρα που κι εκείνη τον συντροφεύει αέναα.
«ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ, ΙΑΠΩΝΙΑ-ΚΙΝΑ», ένας τόμος από τα ταξιδιωτικά του μεγάλου δημιουργού που είναι η εισχώρηση εκεί στην Ασία, την Άπω Ανατολή, ενός ανήσυχου πνεύματος που κουβαλούσε την αγωνία για την τύχη της ανθρωπότητας στο κέντρο της υπόστασής του και ισορροπούσε πάντα στο τεντωμένο σχοινί του ορθού λόγου της Δύσης και της μεταφυσικής της Ανατολής, δηλαδή γνήσιο τέκνο της χώρας του -στο σταυροδρόμι των πολιτισμών του προηγούμενου αιώνα- και πολίτης όλων των τόπων.
Μπορεί εκείνος ο κόσμος του Μεσοπολέμου στην ασιατική ήπειρο κι ύστερα τα χρόνια της δεκαετίας του ’50 στις ίδιες χώρες, να μην έχουν καμία σχέση με τα κράτη της ξέφρενης οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης του σήμερα. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η μαγεία. Ο Καζαντζάκης βουτά στις ρίζες του πολιτισμού του κινεζικού και ιαπωνικού λαού, κατασταλάζει στις διαχρονικές τους αξίες, από αυτές γοητεύεται και αυτές μένουν στο τέλος και στον αναγνώστη. Το περίβλημα της εποχής στην οποία συντελούνται τα ταξίδια του, φαίνεται σαν να είναι απλώς η αφορμή που του δόθηκε για να καταγράψει όλες εκείνες τις σκέψεις και τα αισθήματα που τον ενώνουν και ταυτόχρονα τον διαχωρίζουν από τους ανθρώπους εκείνους που συνάντησε. Μέσα από τα ανθρώπινα τοπία ο λυρισμός του Καζαντζάκη αποκτά ουσία, χρησιμότητα, γίνεται κέρδος για το νου του αναγνώστη, γίνεται ένα ακόμα «κλειδί» στα χέρια του συγγραφέα για να «ξεκλειδώσει» και να αποκαλύψει στην ψυχή του αναγνώστη του το μεγαλείο του ανθρωπισμού. Δεν τον «φυλακίζει» σε απλές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά τον κάνει να μπορεί να ξαναδιαβάσει τον κόσμο γύρω του με άλλα μάτια.
Ιαπωνία
Στους δρόμους του Μάρκο Πόλο, ο έλληνας ταξιδευτής το 1935 ζει μια «ερωτική περιπέτεια», όπως ονοματίζει ο ίδιος το ταξίδι του στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Στη γέφυρα του υπερωκεάνειου -με το οποίο θα χρειαστεί να πλέει για 32 ολόκληρες μέρες για να φτάσει στην Ιαπωνία- ατενίζει τις «φυλές» των συνταξιδιωτών του, ακούει της ιστορίες τους, μαθαίνει να διαβάζει τη γλώσσα του μυαλού και της καρδιάς τους και μ’ αυτή απευθύνεται στον αναγνώστη του. Εφόδια για το δρόμο του οι δύο γιαπωνέζικες λέξεις που γνωρίζει, «σακουρά, που θα πει : άνθος της κερασιάς, και κοκορό, που θα πει : καρδιά». Εκεί στο πλήθος των επιβατών του βαποριού θα μάθει την τρίτη του λέξη από τη χώρα όπου οι κερασιές ανθίζουν με το μεγαλύτερο κέφι από όλον τον πλανήτη. «Φουντόσιν; ρώτησα. Τι θα πει; Να κρατάς την καρδιά σου ασάλευτη. Ασάλευτη μπροστά από την ευτυχία και τη δυστυχία. Είναι γιαπωνέζικη λέξη. Καμιά άλλη γλώσσα δεν την έχει. Made in Japan!... Τούτη η κουβέντα του γέρου Γιαπωνέζου και το γαλάζο πουλί στάθηκαν επί πολλές μέρες στο βαπόρι οι πιο μεγάλες χαρές μου.»
Μέσα από τις γραμμές του Καζαντζάκη νομίζει κανείς ότι βλέπει μπροστά του να ανοίγονται τα πολύβουα λιμάνια της ανατολής, με μια αίγλη κινηματογραφική που σπάει όμως το «πανί» της μεγάλης οθόνης του μυαλού και γίνεται θεατρική πραγματικότητα που μπορεί ο αναγνώστης να τη μυρίσει, να τη δοκιμάσει, να τη νιώσει στο πετσί του : «Μια στενή, καθαρή, κρύα ενάρετη ψυχή τίποτα εδώ δεν μπορεί να νιώσει. Η αρετή στ’ ανατολίτικα λιμάνια έχει άλλα σύνορα, κι η αμαρτία άλλα, πολύ μεγαλύτερα, δικαιώματα. Ξαφνικά, στα λιμάνια τούτα νιώθεις με ανείπωτη πίκρα πως η ‘‘αρετή’’ είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Στα μέρη απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος, ανάμεσα στα κιμονό και τις γκέισες, ο συγγραφέας -το πνεύμα το ελεύθερο πυρετικά δοσμένο στην εξιχνίαση του νοήματος της ζωής και της υπάρξεως- αναζητά τα χνάρια του Χριστού και του Βούδα. «...Τώρα ήρθε η στιγμή να καμαρώσω το Γιο της Μαρίας με το κιμονό, σ’ έναν κήπο από χρυσάνθεμα, να πίνει τσάι...Με απληστία έσκυψα στο Γιαπωνέζο τούτο χριστιανό που μου έστελνε η τύχη. Λαχταρούσα να δω πώς η θρησκεία της εγκαρτέρησης κι η λατρεία της μελλούμενης μεταθανάτιας ζωής μετουσιώνουνταν στην ηρωική, όλο αγάπη για τη γης τούτη, γιαπωνέζικη ψυχή...». Ένας συνεχής διάλογος, γόνιμος και εντυπωσιακά μεστός, με το περιβάλλον, τον εαυτό του και βέβαια τους συνομιλητές του είναι η ταξιδιωτική λογοτεχνία του Καζαντζάκη. «Εμάς τους Γιαπωνέζους τραβάει ο Χριστιανισμός όχι για την ιδεολογία του ή την ηθική του ή τους τελετουργικούς τύπους τους. Μας τραβάει, γιατί έχει ως βάση το νόημα της θυσίας. Η ουσία του Χριστιανισμού είναι η θυσία.(Κι έκαμε πάλι ο Γιαπωνέζος την κίνηση του χαρακίρι, με τόση σφοδρότητα και ζωντάνια, που τίναξα πίσω το κεφάλι για να μη με πιτσιλίσουν τα σπλάχνα του.)».
Χωρίς να ξεχνά κανείς τις αλλοιώσεις και τις στρεβλώσεις που η σύγχρονη εξέλιξη των τριών τελευταίων δεκαετιών έχει επιφέρει στον ιαπωνικό πολιτισμό και τη σκέψη των ανθρώπων που τον φέρουν στα κύτταρά τους, είναι τόσο γοητευτικό να ανακαλύπτει κανείς πώς στο βάθος του χρόνου μεταλλάσσονται οι ιδέες και οι αξίες, ενώ από την άλλη υπάρχει πάντα ένας σταθερός πυρήνας που οδηγεί τη ροή των πραγμάτων. Αυτό ακριβώς κατορθώνει να αποτυπώσει ο Καζαντζάκης μέσα στις λέξεις του. «Η παλιά Ιαπωνία της ομορφιάς -με τα κιμονό, τα φανάρια, τις βεντάλιες- χάνεται σβήνει. Η νέα Ιαπωνία της δύναμης, με τις φάμπρικες και τα κανόνια ξύπνησε, θεριεύει. Κι ο ήλιος πια που ανατέλνει στη σημαία της μοιάζει καταπληκτικά με διάπυρο μύδρο κανονιού. Θα μπορέσει άραγε ποτέ από τα δυο θεμελιακά της συστατικά, την ομορφιά και τη δύναμη, να δημιουργήσει μια σύνθεση;» Είναι σαν να αιχμαλωτίζει ο συγγραφέας φωτογραφικά στιγμιότυπα -με λογοτεχνική ακρίβεια- του ψυχογραφήματος ενός λαού μέσα από την ιστορική του πορεία. Η ταυτότητα των Ιαπώνων, ειδωμένη από τα μάτια του συγγραφέα και μεταφρασμένη, διυλισμένη μέσα από τη δική του φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Τα τοπία, οι χώροι είναι το σκηνικό αλλά και το διαδραστικό στοιχείο στη ζωή των ανθρώπων.
«-Η γιαπωνέζικη ψυχή είναι απλή και πολύπλοκη. Παράξενη. Έχει δικά της μονοπάτια, κι αν δεν τα γνωρίζει ένας Ευρωπαίος, χάνεται.
-Δεν είμαι Ευρωπαίος, αποκρίθηκα. Γεννήθηκα ανάμεσα Ευρώπης κι Ασίας και καταλαβαίνω.»
Λουλουδιασμένα χρυσάνθεμα κι ανθισμένες κερασιές, παγόδες και πλουμιστά κιμονό, άνθρωποι με επισημότητα και προσήλωση θρησκευτικής τελετουργίας να εκτυλίσσουν την καθημερινή τους ευγένεια, κι ο Καζαντζάκης να ρουφά το μεδούλι από όλα αυτά : «Μεγάλες ψυχές που μπορούν να θρέψουν την ψυχή μας. Που μπορούν να πλατύνουν το νου μας και να χωρέσει όχι μονάχα τις ελληνορωμαϊκές επαρχιακές περιπέτειες και το στενοκέφαλο φανατισμό του Οβραίου Ιεχωβά, παρά κι άλλες μακρινές πανανθρώπινες ζωές...Η ακόρεστη κατάχτηση της ζωής και συνάμα η συναίσθηση πως όλα είναι όνειρο και δροσούλα, να η ανώτατη θαρρώ κορφή όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος»
Κίνα
Προφητικός μοιάζει ο τίτλος του Καζαντζάκη στο πρώτο κεφάλαιο που αφορά το ταξίδι του στην Κίνα, «Η Κίνα, η χελώνα των εθνών», αν σκεφτεί κανείς ότι την τελευταία διετία φιγουράρουν στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, διεθνώς, τίτλοι που μιλούν για το «ξύπνημα του ασιατικού γίγαντα» και την αναγορεύουν σε «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Προφανώς, έφτασε η ώρα που η χελώνα έχει φτάσει στον τερματισμό της, έχει κόψει το νήμα της «νίκης» και τρέχουν πίσω της -πίσω της ακόμα- οι λαγοί του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. Φαίνεται πως η ευχή του συγγραφέα -70 χρόνια πριν- στο τέλος του ταξιδιού του στη χώρα αυτή, εν μέρει, έπιασε τόπο: «Βλογημένη να’ ναι η λασπερή τούτη Κίνα, η μόνη σήμερα στον κόσμο που μπορεί να σου δώσει από τώρα να μαντέψεις με υπερηφάνεια τη μελλούμενη, την πιο μακρινή ανθρωπότητα.»
Σαν να σιγοψιθυρίζει ο συγγραφέας στο αφτί του αναγνώστη μαγικά ξόρκια, και την ώρα που διαβάζει όλα αυτά για την Κίνα, ανοίγεται μπροστά του ένας κόσμος μαγικός, αυτός των αισθήσεων και τον πλανεύει γλυκά. «Ο φίλος μου ο Λιαν-Κε έτριβε στα λιγνά του δάχτυλα μια ρώγα κεχριμπάρι και τα λοξά του μάτια γελούσαν. Συχνά τον είχα δει στο βαπόρι να βυθίζει το χέρι του σ’ ένα βάζο νερό και να χαϊδεύει σιγά σιγά το κεχριμπάρι. ‘‘Έτσι, μου έλεγε, μπορεί να διατηρήσει η επιδερμίδα των δαχτυλιών μας την ευαισθησία της. Και ξέρετε πόσο είναι αυτό χρήσιμο στη ζωή: ο έρωτας, τ’ αγάλματα, τα φρούτα, τα πολύτιμα ξύλα, τα μεταξωτά υφάσματα θέλουν λεπτήν επιδερμίδα. Κι οι ιδέες ακόμα!’’»
Αισθάνεται κανείς ότι η φαντασία του συγγραφέα τα μεταπλάθει όλα προς τέρψιν του αναγνώστη και γίνεται τόσο προκλητική η πραγματικότητα που για να τη νιώσεις, πρέπει να βυθιστείς σε ένα άλλο παραμύθι. «Δυο νέοι περπατούν καταμεσίς του δρόμου και κρατιούνται από τις κοτσίδες. Είναι η πιο τρυφερή ερωτική κινεζική χειρονομία. Όμοια κι οι σκορπιοί κρατιούνται ώρες πολλές από τις ουρές στ’ αρραβωνιάσματά τους.»
Η Ελλάδα -μέσα από το λογισμό και το σώμα του συγγραφέα- να διαβαίνει το δρόμο του μεταξιού, να συναντά την ασιατική φιλοσοφία και αισθητική και να συνδιαλέγεται μαζί της με τον πιο εκφραστικό τρόπο : «Ας πιούμε στην υγειά της Ελλάδας! είπε ο γερο-μανταρίνος σηκώνοντας το φλιτζανάκι του. Ο Κομφούκιος κι ο Σωκράτης είναι δυο μάσκες που σκεπάζουν το ίδιο πρόσωπο : το φωτερό πρόσωπο της ανθρώπινης λογικής.» Νιώθει ο αναγνώστης, γυρνώντας στις απαλές γραμμές των περιγραφών του Καζαντζάκη ότι η αρμονία είναι ζήτημα αισθητικής και διαλεκτικής μόνο. Ακριβώς, αυτή η ομορφιά του λόγου του συγγραφέα και η διάθεσή του να αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και μια τάση αφομοίωσης τα στοιχεία του αλλότριου πολιτισμού, είναι που ξεγυμνώνει τις μεταγενέστερές του new age αντιλήψεις οι οποίες με τη σύγχρονη βιομηχανοποιημένη τους διαφημιστική άρθρωση και έκφραση, οικοδομούν σαθρά, αναλώσιμα επιχειρήματα. «Οι Κινέζοι, όταν βρέχει, πιστεύουν πως σμίγει ο Ουρανός με τη Γης, το αρσενικό στοιχείο του κόσμου, το Γιαγκ, και το θηλυκό, το Γυν, ενώνουνται, κι είναι ιεροσυλία να βγεις εσύ έξω όταν βρέχει και να μπεις στη μέση του αντρόγυνου».
«Ο δρόμος των ποιητών»
Αρχή του καλοκαιριού του 1957, καταπονημένος και κουρασμένος από τις συνεχείς μετακινήσεις ο Νίκος Καζαντζάκης δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να επαναλάβει το ταξίδι εκείνο στην ασιατική ήπειρο στο πλάι του αυτή τη φορά με την αγαπημένη του Ελένη. Αν και εξαντλημένος, όπως περιγράφει η ίδια στο βιβλίο της «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ», ο συγγραφέας δεν άκουσε κανέναν και τίποτα, γέλασε με τα δυσοίωνα προαισθήματα των ανθρώπων γύρω του και αφέθηκε στην επιθυμία του να ξαναδεί την Κίνα. Η Ελένη Καζαντζάκη γράφει χαρακτηριστικά : «Οι Κινέζοι της Επιτροπής Ειρήνης, στο Πεκίνο, πρόσεξαν τον καλεσμένο τους, σα να ήταν από γυαλί. Ούτε αλάτι στο φαϊ του, ούτε κουραστικές βίζιτες στις φάμπρικες και πάντα το μεσημέρι δυο ώρες ανάπαψη, που την κρατούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Για να αποφύγουμε το γνωστό γύρο των οργανωμένων ταξιδιών, για τον φιλοξενούμενό τους οι Κινέζοι διάλεξαν ‘‘το δρόμο των ποιητών’’, δηλαδή τα φαράγγια του Γιαγκ-Τσε, τα πολυτραγουδισμένα από τον Λι Τα-Πε και τόσους άλλους κλασικούς ποιητές της Κίνας.» Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο Καζαντζάκης «έφυγε», έχοντας τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι λίγο πριν στην Κίνα είχε ανέβει μια ψηλή βουνοκορφή για να φτάσει στο Περίπτερο του «Αρχηγού των Γραμματισμένων».