«Ελληνική αϋπνία» της ανάγνωσης και της γραφής
(Πήρα αφορμή από σχετικό ποστ του Librofilo για να επαναδημοσιεύσω το κείμενό μου για "Τα μαύρα λουστρίνια" της Μάρως Δούκα)
Της Σταυρούλας Σκαλίδη
«...να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου και ποτέ να μην ησυχάζεις* να τους ακούς όλους, αλλά να μην υπακούς. Να παρατηρείς γύρω σου. Να ακυρώνεις μ’ ευγνωμοσύνη τους επαίνους και τις φιλοφρονήσεις. Αυτούς που σε συκοφαντούν να τους αγνοείς. Όσους σε κρίνουν αυστηρά να τους σέβεσαι. Να λυπάσαι τους εθελοτυφλούντες, κι εσύ, σαν έρθει η ώρα, θα εθελοτυφλήσεις. Να περιφρονείς τους χαμαιλέοντες...»
Δεν ξέρω αν τα εύσημα για τη συγγραφέα είναι το δάκρυ που κύλησε χαράματα στο μαξιλάρι μου, κρατώντας στο χέρι το βιβλίο της. Άλλωστε πονούσαν τα μάτια μου, κουρασμένα από τις πολλές ώρες δουλειάς μπροστά στον υπολογιστή, τα βιβλία, τις εφημερίδες, από τους φακούς επαφής που είχαν χάσει την απαιτούμενη υγρασία τους και κολλούσαν επίμονα στους βολβούς. Θα δάκρυζαν τα μάτια οποιουδήποτε, αν συνέχιζε να τα βασανίζει σαδιστικά με ανάγνωση μέσα στη νύχτα. «...Θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ενδιαφέρον οι αγρύπνιες και οι αϋπνίες, η δυσφορία, η μεγαλομανία αλλά και οι ανασφάλειες του συγγραφέα;...»
Ίσως τα εύσημα για τη συγγραφέα να είναι που δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου πριν άπληστα το διαβάσω και φτάσω στην τελευταία του λέξη, παρά την κόπωση από δουλειές, τρεξίματα σε νοσοκομεία και όλα αυτά υπό καταρρακτώδη βροχή στην Αθήνα. Δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Βρέθηκε το βιβλίο στα χέρια μου με τη πιο επιτακτική, μόνο για μένα, προτροπή ότι «πρέπει» να το διαβάσω, μιας γλυκά ευφάνταστης αφιέρωσης. Αυτή γύρισα να ξανακοιτάξω μέσα στη νύχτα, πριν κοιμηθώ. Και δεν κοιμήθηκα, ευτυχώς. Παρά έμεινα να γράφω τούτες τις λέξεις, τις πολύ προσωπικές για «Τα μαύρα λουστρίνια» της Μάρως Δούκα που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη, χωρίς καν την ελπίδα ότι μπορεί να αφορούν και κάποιον άλλο.
Γνώριμη σ’ εμένα «Η κουζίνα του συγγραφέα», αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου από την ομώνυμη σειρά -που διευθύνει ο Μισέλ Φάις- και είχα μιλήσει τηλεφωνικά μαζί του. Ηχούν ακόμη παρηγορητικά τα λόγια του «οι φίλοι σου μπορεί να σε εγκαταλείψουν, ο αγαπημένος σου να φύγει, αλλά θα έχεις πάντα τα βιβλία». Έχω τα βιβλία, λοιπόν. Ο Αλέξης Πανσέληνος με είχε γυρίσει στην παιδική μου ηλικία, στις πρώτες αναγνωστικές και καθοριστικές μνήμες, στην πρώιμη εμπειρία μου με το γραπτό λόγο.
Η Μάρω Δούκα μ’ έκανε να φορέσω τα δικά μου «μαύρα λουστρίνια» -εκείνα της δικής μου χαρμολύπης των δυσκολιών στον καθημερινό αγώνα με τις λέξεις και τη γλώσσα, εκείνα που μπορεί πολύ σπάνια κάποιος να δει ότι πατάω γερά πάνω τους, αλλά ευτυχώς τα βλέπει- και μιλώντας για κείνη μίλησε τελικά για μένα: για τη «μύγα» μιας εμμονής που με περιτριγυρίζει αυτόν τον καιρό, το Μάρτη το δικό μου και του Καρυωτάκη, τα περιστέρια που δεν συμπαθώ διόλου τελευταία, τα βιβλία που όλο διαβάζω και όλο νομίζω ότι είμαι σχεδόν αγράμματη, αφού δεν τελειώνουν οι επιθυμίες για καινούρια αναγνώσματα και ανακαλύψεις συγγραφέων, για τα τσιγάρα που καπνίζω αλλά δεν αντέχω την κάπνα τους.
Εκείνη παλεύει συνέχεια με την Αριστερά, εγώ μ’ εκείνους που μοιάζουν να μην έχουν καρδιά στην αριστερή πλευρά του στήθους τους ή με τους άλλους που μοιάζουν να πάσχουν από υπερδιόγκωση της καρδιάς, των αισθημάτων τους. Μπορεί να παλεύουμε και για το ίδιο πράγμα εντέλει. Ανέκαθεν η σχέση μου με την κουζίνα ήταν άριστη. Λάτρης της γεύσης και άκοπος παρατηρητής για χρόνια της μητέρας να μαγειρεύει, αποδείχθηκε παιχνιδάκι η μαγειρική στα χέρια μου και όπλο καταστροφικό επίσης για τον οργανισμό μου. Κάπως έτσι είναι και με τα βιβλία. Τα αγαπάω -μάλλον γιατί γεννήθηκα μ’ αυτό το «κουσούρι»- από τα χέρια μου πολύ λίγα αναγνώσματα θα περάσουν χωρίς να τους ρουφήξω την ουσία ακέραια και ταυτόχρονα δρουν κάπως σαν τοξίνη για το μυαλό: το λιπαίνουν με παραπάνω υλικό και το αναγκάζουν να παίρνει κάτι στροφές που δεν χρειάζονται, περιττές, με τις εκδοχές για όλα τα πράγματα και τις καταστάσεις να αφθονούν και να το πνίγουν. «...Ο πεζογράφος αναζητά τις πολλαπλές εκδοχές ή εκφάνσεις της αδιαμόρφωτης ακόμη πραγματικότητας, για να την ανασυνθέσει κατόπιν μεροληπτικά, κατά την αντίληψη και τον τρόπο του...»
«...Γλώσσα είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Γλώσσα είναι η σκέψη μας, η διαδρομή μας από το εγώ στο εμείς. Γι’ αυτό και γλώσσα είναι μόχθος, ήθος, αυτογνωσία...», γράφει η Μάρω Δούκα και το αποδεικνύει κιόλας με την ίδια της τη γραφή στα «μαύρα λουστρίνια». Ήταν η πρώτη φορά που διάβασα τόσο ανορθόδοξα -μη γραμμικά- ένα βιβλίο, ξεκινώντας δηλαδή από τη μέση, γυρνώντας στην αρχή και προχωρώντας ύστερα μέχρι το τέλος, το πάθος της, το ύφος, η ζωντάνια της -λες και μου απευθυνόταν άμεσα σε μένα την άυπνη αναγνώστρια- και έπιασα τον εαυτό μου να μην με νοιάζει πώς μου λέει κάτι η συγγραφέας ούτε καν τι μου λέει η συγγραφέας, ήμουνα σίγουρη ότι μου είχε πει ό,τι ήθελε εκείνη. Και μάλιστα χωρίς περιστροφές, χωρίς παλινδρομήσεις, χωρίς υπεκφυγές. Αναπόφευκτα έκανα τη σύγκριση με κάποιους της πιο νέας γενιάς έλληνες συγγραφείς, το φόβο τους ή την αδυναμία τους -το ίδιο είναι- να «εκτεθούν» λογοτεχνικά που τον κρύβουν πίσω από τα πέπλα της εκζήτησης και της επιτήδευσης. Εκείνη μου είχε μιλήσει ανενδοίαστα, ειλικρινά, τίμια. Είχε καταθέσει τις αγωνίες της, τις ανασφάλειές της, τα προβλήματά της, τα ερείσματά της, τις αγάπες της, τις απόψεις της, με τέτοιο πάθος και ρυθμό που δεν μου άφηναν περιθώρια να μην συγκινηθώ. Η ανεπιτήδευτη αλήθεια της γλώσσας της ήταν που με κέρδισε. Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Ήταν μια συγγραφέας-ένας άνθρωπος που δεν υποκρίνονταν ότι γίνονταν μικρός θεός πάνω από τις λέξεις, αλλά πάλευε με εκείνη την «αμετανόητη ανάγκη μας, κάθε φορά κι αλλιώς και πάντα ίδια, να αφήνουμε τα ίχνη της διαδρομής μας από τον άνω στον κάτω κόσμο. Και είναι τόσα τα περάσματα!» Διάβαζα πρόσφατα τη συνέντευξη ενός από αυτούς τους νεότερους συγγραφείς -με τις μεγάλες προσδοκίες που τρέφει το σινάφι γι’ αυτούς και τους κανακεύει αναλόγως και «θολώνει τη μορφή τους»- και ένιωθα ηλίθια απέναντι στα λεγόμενά του. Είχαν ειπωθεί για να δείξει σπουδαίος και όχι αληθινός. Τι κρίμα!
Φτάνοντας στις τελευταίες λέξεις του βιβλίου της Μάρως Δούκα είχα την αίσθηση ότι μου έφυγε ένα βάρος από πάνω. Είχα βρει λυτρωτικό το λόγο της, παραμυθητικό που ταυτόχρονα αφυπνίζει την ανθρωπιά και εκείνη την αριστερή πλευρά του κορμιού που ζει η καρδιά μας, που πλάθεται αυτό που τόσο σπάταλα και αλόγιστα χρησιμοποιούμε καθημερινά «το ήθος».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 10/12/2005
Της Σταυρούλας Σκαλίδη
«...να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου και ποτέ να μην ησυχάζεις* να τους ακούς όλους, αλλά να μην υπακούς. Να παρατηρείς γύρω σου. Να ακυρώνεις μ’ ευγνωμοσύνη τους επαίνους και τις φιλοφρονήσεις. Αυτούς που σε συκοφαντούν να τους αγνοείς. Όσους σε κρίνουν αυστηρά να τους σέβεσαι. Να λυπάσαι τους εθελοτυφλούντες, κι εσύ, σαν έρθει η ώρα, θα εθελοτυφλήσεις. Να περιφρονείς τους χαμαιλέοντες...»
Δεν ξέρω αν τα εύσημα για τη συγγραφέα είναι το δάκρυ που κύλησε χαράματα στο μαξιλάρι μου, κρατώντας στο χέρι το βιβλίο της. Άλλωστε πονούσαν τα μάτια μου, κουρασμένα από τις πολλές ώρες δουλειάς μπροστά στον υπολογιστή, τα βιβλία, τις εφημερίδες, από τους φακούς επαφής που είχαν χάσει την απαιτούμενη υγρασία τους και κολλούσαν επίμονα στους βολβούς. Θα δάκρυζαν τα μάτια οποιουδήποτε, αν συνέχιζε να τα βασανίζει σαδιστικά με ανάγνωση μέσα στη νύχτα. «...Θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ενδιαφέρον οι αγρύπνιες και οι αϋπνίες, η δυσφορία, η μεγαλομανία αλλά και οι ανασφάλειες του συγγραφέα;...»
Ίσως τα εύσημα για τη συγγραφέα να είναι που δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου πριν άπληστα το διαβάσω και φτάσω στην τελευταία του λέξη, παρά την κόπωση από δουλειές, τρεξίματα σε νοσοκομεία και όλα αυτά υπό καταρρακτώδη βροχή στην Αθήνα. Δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Βρέθηκε το βιβλίο στα χέρια μου με τη πιο επιτακτική, μόνο για μένα, προτροπή ότι «πρέπει» να το διαβάσω, μιας γλυκά ευφάνταστης αφιέρωσης. Αυτή γύρισα να ξανακοιτάξω μέσα στη νύχτα, πριν κοιμηθώ. Και δεν κοιμήθηκα, ευτυχώς. Παρά έμεινα να γράφω τούτες τις λέξεις, τις πολύ προσωπικές για «Τα μαύρα λουστρίνια» της Μάρως Δούκα που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη, χωρίς καν την ελπίδα ότι μπορεί να αφορούν και κάποιον άλλο.
Γνώριμη σ’ εμένα «Η κουζίνα του συγγραφέα», αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου από την ομώνυμη σειρά -που διευθύνει ο Μισέλ Φάις- και είχα μιλήσει τηλεφωνικά μαζί του. Ηχούν ακόμη παρηγορητικά τα λόγια του «οι φίλοι σου μπορεί να σε εγκαταλείψουν, ο αγαπημένος σου να φύγει, αλλά θα έχεις πάντα τα βιβλία». Έχω τα βιβλία, λοιπόν. Ο Αλέξης Πανσέληνος με είχε γυρίσει στην παιδική μου ηλικία, στις πρώτες αναγνωστικές και καθοριστικές μνήμες, στην πρώιμη εμπειρία μου με το γραπτό λόγο.
Η Μάρω Δούκα μ’ έκανε να φορέσω τα δικά μου «μαύρα λουστρίνια» -εκείνα της δικής μου χαρμολύπης των δυσκολιών στον καθημερινό αγώνα με τις λέξεις και τη γλώσσα, εκείνα που μπορεί πολύ σπάνια κάποιος να δει ότι πατάω γερά πάνω τους, αλλά ευτυχώς τα βλέπει- και μιλώντας για κείνη μίλησε τελικά για μένα: για τη «μύγα» μιας εμμονής που με περιτριγυρίζει αυτόν τον καιρό, το Μάρτη το δικό μου και του Καρυωτάκη, τα περιστέρια που δεν συμπαθώ διόλου τελευταία, τα βιβλία που όλο διαβάζω και όλο νομίζω ότι είμαι σχεδόν αγράμματη, αφού δεν τελειώνουν οι επιθυμίες για καινούρια αναγνώσματα και ανακαλύψεις συγγραφέων, για τα τσιγάρα που καπνίζω αλλά δεν αντέχω την κάπνα τους.
Εκείνη παλεύει συνέχεια με την Αριστερά, εγώ μ’ εκείνους που μοιάζουν να μην έχουν καρδιά στην αριστερή πλευρά του στήθους τους ή με τους άλλους που μοιάζουν να πάσχουν από υπερδιόγκωση της καρδιάς, των αισθημάτων τους. Μπορεί να παλεύουμε και για το ίδιο πράγμα εντέλει. Ανέκαθεν η σχέση μου με την κουζίνα ήταν άριστη. Λάτρης της γεύσης και άκοπος παρατηρητής για χρόνια της μητέρας να μαγειρεύει, αποδείχθηκε παιχνιδάκι η μαγειρική στα χέρια μου και όπλο καταστροφικό επίσης για τον οργανισμό μου. Κάπως έτσι είναι και με τα βιβλία. Τα αγαπάω -μάλλον γιατί γεννήθηκα μ’ αυτό το «κουσούρι»- από τα χέρια μου πολύ λίγα αναγνώσματα θα περάσουν χωρίς να τους ρουφήξω την ουσία ακέραια και ταυτόχρονα δρουν κάπως σαν τοξίνη για το μυαλό: το λιπαίνουν με παραπάνω υλικό και το αναγκάζουν να παίρνει κάτι στροφές που δεν χρειάζονται, περιττές, με τις εκδοχές για όλα τα πράγματα και τις καταστάσεις να αφθονούν και να το πνίγουν. «...Ο πεζογράφος αναζητά τις πολλαπλές εκδοχές ή εκφάνσεις της αδιαμόρφωτης ακόμη πραγματικότητας, για να την ανασυνθέσει κατόπιν μεροληπτικά, κατά την αντίληψη και τον τρόπο του...»
«...Γλώσσα είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Γλώσσα είναι η σκέψη μας, η διαδρομή μας από το εγώ στο εμείς. Γι’ αυτό και γλώσσα είναι μόχθος, ήθος, αυτογνωσία...», γράφει η Μάρω Δούκα και το αποδεικνύει κιόλας με την ίδια της τη γραφή στα «μαύρα λουστρίνια». Ήταν η πρώτη φορά που διάβασα τόσο ανορθόδοξα -μη γραμμικά- ένα βιβλίο, ξεκινώντας δηλαδή από τη μέση, γυρνώντας στην αρχή και προχωρώντας ύστερα μέχρι το τέλος, το πάθος της, το ύφος, η ζωντάνια της -λες και μου απευθυνόταν άμεσα σε μένα την άυπνη αναγνώστρια- και έπιασα τον εαυτό μου να μην με νοιάζει πώς μου λέει κάτι η συγγραφέας ούτε καν τι μου λέει η συγγραφέας, ήμουνα σίγουρη ότι μου είχε πει ό,τι ήθελε εκείνη. Και μάλιστα χωρίς περιστροφές, χωρίς παλινδρομήσεις, χωρίς υπεκφυγές. Αναπόφευκτα έκανα τη σύγκριση με κάποιους της πιο νέας γενιάς έλληνες συγγραφείς, το φόβο τους ή την αδυναμία τους -το ίδιο είναι- να «εκτεθούν» λογοτεχνικά που τον κρύβουν πίσω από τα πέπλα της εκζήτησης και της επιτήδευσης. Εκείνη μου είχε μιλήσει ανενδοίαστα, ειλικρινά, τίμια. Είχε καταθέσει τις αγωνίες της, τις ανασφάλειές της, τα προβλήματά της, τα ερείσματά της, τις αγάπες της, τις απόψεις της, με τέτοιο πάθος και ρυθμό που δεν μου άφηναν περιθώρια να μην συγκινηθώ. Η ανεπιτήδευτη αλήθεια της γλώσσας της ήταν που με κέρδισε. Δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Ήταν μια συγγραφέας-ένας άνθρωπος που δεν υποκρίνονταν ότι γίνονταν μικρός θεός πάνω από τις λέξεις, αλλά πάλευε με εκείνη την «αμετανόητη ανάγκη μας, κάθε φορά κι αλλιώς και πάντα ίδια, να αφήνουμε τα ίχνη της διαδρομής μας από τον άνω στον κάτω κόσμο. Και είναι τόσα τα περάσματα!» Διάβαζα πρόσφατα τη συνέντευξη ενός από αυτούς τους νεότερους συγγραφείς -με τις μεγάλες προσδοκίες που τρέφει το σινάφι γι’ αυτούς και τους κανακεύει αναλόγως και «θολώνει τη μορφή τους»- και ένιωθα ηλίθια απέναντι στα λεγόμενά του. Είχαν ειπωθεί για να δείξει σπουδαίος και όχι αληθινός. Τι κρίμα!
Φτάνοντας στις τελευταίες λέξεις του βιβλίου της Μάρως Δούκα είχα την αίσθηση ότι μου έφυγε ένα βάρος από πάνω. Είχα βρει λυτρωτικό το λόγο της, παραμυθητικό που ταυτόχρονα αφυπνίζει την ανθρωπιά και εκείνη την αριστερή πλευρά του κορμιού που ζει η καρδιά μας, που πλάθεται αυτό που τόσο σπάταλα και αλόγιστα χρησιμοποιούμε καθημερινά «το ήθος».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 10/12/2005