Τα δεινά ενός καταδικασμένου κόσμου στη σήψη και τη λήθη

(Για να μην ξεχνιόμαστε, η συνέχεια στη θεματική περί αστυνομικής λογοτεχνίας. Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 28/1/2006)


«...Ένας λόγιος; Ένας καθηγητής;...Ξέρεις τι σημαίνουν αυτά σε μια χώρα που κυριαρχείται από μεγαλομανείς κι από άπληστους εισοδηματίες; Η γνώση είναι η μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο σε μια δημοκρατία που κατευθύνεται από τσαρλατάνους...»


Είναι προκλητικό από μόνο του το βιογραφικό σημείωμα, για να μην πω μόνο το όνομα, του συγγραφέα για να ασχοληθεί κανείς με το έργο του. Ο Γιασμίνα Χάντρα -ναι, γυναικείο είναι, όπως πιθανόν καταλάβατε- είναι ένας πρώην στρατιωτικός από την Αλγερία που έφυγε για το Μεξικό και ζει πια στη Γαλλία, δημοσιεύοντας τα κείμενά του κάτω από το πέπλο γυναικείου ψευδώνυμου. Ποιος είπε ότι μόνο οι γυναίκες σε μουσουλμανικές χώρες έχουν την υποχρέωση να καλύπτουν το σώμα τους; Οι λόγιοι και οι συγγραφείς, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι και τα ελεύθερα πνεύματα, ακόμη κι αν είναι άντρες -και δη πρώην στρατιωτικοί- είναι αναγκασμένοι, όταν ζουν σε καταπιεστικά καθεστώτα, να ζητούν, έστω άλλου είδους, κάλυψη, προκειμένου να επιζήσουν και να δημιουργήσουν.
Διαβάζοντας «Το μερίδιο του νεκρού» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση από τα γαλλικά του Γιάννη Στρίγκου, καταλαβαίνει κανείς απόλυτα το γιατί. Η φίμωση καραδοκεί, εκεί που δεν υπάρχει χώρος για τη δημοκρατία και τη διαφάνεια. Η αλήθεια χρειάζεται κουκούλι προστασίας για να διασωθεί και πολύ περισσότερο να γνωστοποιηθεί. Στην προκειμένη περίπτωση αρκεί ο δομικός ιστός ενός αστυνομικού μυθιστορήματος ως περίβλημα για να διακηρύξει ο συγγραφέας την αλήθεια, όχι μόνο προσωπική, αλλά μια κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα που χρειάζεται κανείς μεγάλο θάρρος πια για να αποκαλύψει. Αυτόν τον πυλώνα διαφύλαξης της αλήθειας και της πραγματικότητας προσφέρει η λογοτεχνία.
Ο Γιασμίνα Χάντρα κέρδισε με αυτό το έργο του το βραβείο του καλύτερου αστυνομικού μυθιστορήματος για το 2004 στη Γαλλία. Ευτυχώς γι’ αυτόν και για μας, το βιβλίο του δεν είναι απλώς μια ιστορία μυστηρίου. Χρησιμοποιεί την τεχνική του αστυνομικού, για να αποκαλύψει πολύ πιο σοβαρά ζητήματα από την εξιχνίαση ενός μεμονωμένου εγκλήματος που πάντα τραβάει την προσοχή του αναγνώστη. Στην ουσία ξεδιπλώνει ένα έγκλημα εθνικό και, γιατί όχι, παγκόσμιου ενδιαφέροντος, αν αναλογιστούμε τις διαστάσεις που προσλαμβάνει το νόημά του για κάθε ταραγμένο κράτος βυθισμένο στη διαφθορά, τη σήψη και την κατάχρηση της οποιασδήποτε εξουσίας. (Να θυμηθούμε και το γάλλο Ντιντιέ Ντενένξ που με ένα νουάρ αστυνομικό έφερε στο φως της δημοσιότητας μια σφαγή που είχε συντελεστεί στο κέντρο του Παρισιού σχεδόν πενήντα χρόνια πριν.) «...Κανείς δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το γιατί κάτω από το άπλετο φως που μας στέλνει ο παλιός καλός ήλιος της Αλγερίας, οι έντιμοι βαδίζουν ψηλαφώντας, οι γενναίοι πάνε τοίχο τοίχο και οι νέοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να βρουν, κρυμμένοι κάτω από τις αυλόπορτες, τα τρομακτικά σκοτάδια της αβύσσου...». Η καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων της ζωής και της ελευθερίας είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όχι μόνο ατομική υπόθεση.
Παραβλέποντας αστοχίες στην επιμέλεια του μεταφρασμένου κειμένου -π.χ. κρίμα είναι να μην αποφασίζει κανείς αν θα γράφει «απαυδισμένος» ή «απηυδισμένος»- ο ειρμός του δημιουργού και ο ρυθμός του κειμένου στα ελληνικά ελκύουν τον αναγνώστη να φτάσει μέχρι τέλους, ζητώντας τη δικαίωση του μαχόμενου πρωταγωνιστή, του αστυνομικού Λομπ.
«...Υπάρχουν άνθρωποι που είναι έτσι εκ φύσεως: στριμμένοι επειδή δεν μπορούν να είναι ευθείς, κακοί επειδή έχουν χάσει την πίστη τους, δυστυχείς επειδή, κατά βάθος, τους αρέσει να είναι έτσι...» Η ομορφιά της γραφής του Γιασμίνα Χάντρα έγκειται στο ότι σκιαγραφεί μοναδικά τους χαρακτήρες και ιδίως αυτόν του κεντρικού του ήρωα, ενώ μέσα από τα διερευνητικά μάτια του ιδίου παρουσιάζει το εμβριθές ψυχογράφημα όχι μόνο των υπόλοιπων προσώπων αλλά ενός λαού που ζει μέσα στο φόβο, την τρομοκρατία, την αδικία, τη φτώχεια και την αναξιοκρατία. «...Ξέρεις πολύ καλά πώς λειτουργεί αυτή η χώρα. Μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, οι αστραφτερές μας καριέρες μπορούν να τιναχτούν στον αέρα. Η ίδια η ζωή κρέμεται από ένα τηλεφώνημα...Δεν υπάρχουν ούτε κανονισμοί, ούτε νόμος, ούτε δικαιοσύνη. Η δική μας Θέμις έχει δεμένα τα μάτια επειδή δεν έχει το θάρρος να κοιτάξει τον εαυτό της. Δεν υπηρετούμε μια χώρα αλλά ορισμένους ανθρώπους...»
Η σκέψη, η αμφιβολία, η κοινή λογική, γνωρίσματα δηλαδή που διαθέτει ο αστυνόμος Λομπ και που διακρίνουν οποιονδήποτε πολίτη μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης χώρας, είναι επικίνδυνα στο Αλγέρι ως τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία του Χάντρα. Είναι άκρως επιλήψιμα στοιχεία. Κατακριτέα. Τιμωρούνται με την εσχάτη των ποινών. Είναι ικανά να οδηγήσουν το φορέα τους στο θάνατο. Και όχι έναν απλό και αξιοπρεπή θάνατο, αλλά έναν μαρτυρικό, βασανιστικό και ατιμωτικό θάνατο που ξεκινάει με τη νάρκωση καταρχάς των εγκεφαλικών κυττάρων, τη δολοφονία της ψυχής και ακολουθεί στη συνέχεια η συντριβή του σώματος. «...Πάντα ένιωθα δυσφορία στα νεκροταφεία, όμως ένα ψυχιατρικό άσυλο μου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη θλίψη απ’ ότι ένας ομαδικός τάφος...».
Ο αστυνόμος Λομπ επιχειρεί να ξελασπώσει τον ερωτευμένο και γι’ αυτό επιρρεπή στην ανοησία συνάδελφό του, που μπλέκει σε μια ιστορία άνευ προηγουμένου. «...Ο έρωτας είναι ένα υπέροχο γεγονός που μοιάζει απίστευτο, μια εκπληκτική ανατροπή, ένας θεσπέσιος όλεθρος...Ξαναγεννιέται στον κόσμο του άλλου...Ανακαλύπτει τον εαυτό του, συνειδητοποιεί την πραγματική του διάσταση...» Η δράση που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ο Χάντρα είναι γεμάτη ανατροπές. Η αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να αποκαλυφθεί, γιατί έχουν όλοι μάθει να την αποκρύπτουν, να την αποποιούνται, να την αρνούνται. «...Στην Αλγερία, είτε υπουργός είτε χαμάλης, είτε μυστικοσύμβουλος είτε ραδιούργος, όποιος καταλήξει στα μπουντρούμια για τους προδότες, θα μετατραπεί συστηματικά σ’ ένα κουρέλι για πέταμα...»
Η υπόσταση της αλήθειας, η βαθιά της ουσία, είναι άρρηκτα δεμένη με την αγάπη που τρέφει ο ήρωας Λομπ για την ίδια του την πατρίδα, για την οποία μάχεται και πολεμά με όλες του τις διανοητικές, ψυχικές και σωματικές δυνάμεις. «...Θυσία δεν είναι να πεθαίνεις για κάποιον ή για κάτι, αντιθέτως, θα έλεγα πως μάλλον είναι η πιο παράλογη πράξη. Η πραγματική θυσία είναι να συνεχίσεις να αγαπάς, παρ’ όλα αυτά...» Ο συγγραφέας περιγράφει όλα τα δεινά του τόπου καταγωγής του, χωρίς να ξεχνά όλα εκείνα τα γοητευτικά στοιχεία του λαού και της χώρας του. Ίσως να μιλά η νοσταλγία του, αλλά πετυχαίνει την τέλεια αντιδιαστολή του Καλού με το Κακό. «...Κι εσύ, Αλγέρι; Γιατί είσαι ένας τόπος τόσο θλιβερός για να ζει κανείς;...Αναρωτιέμαι αν η ειλικρίνειά μου τελικά δεν είναι απόδειξη της βλακείας μου. Γιατί πρέπει να μην είναι κανείς καθόλου με τα καλά του για να συνεχίζει να αγαπά και να δείχνει εμπιστοσύνη σε μια χώρα όπου ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να εκμεταλλευτεί τον άλλον και να επιζήσει...»