Η αυτοβιογραφία ενός διηγήματος

«...Πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεχτικός με τις γυναίκες, αν και μπορεί κάποια να μην σου ξανατηλεφωνήσει επειδή είσαι πολύ προσεχτικός...»



Αγαπάω τα αφηγήματα γιατί, όταν σέβονται τον εαυτό τους, εκλύουν απίστευτης δυναμικής και ενέργειας ψυχικά φορτία των δημιουργών τους που παρασέρνουν τον αναγνώστη να καθαρίσει το νοητικό και συναισθηματικό τοπίο -ακόμα και το λογοτεχνικό- μέσα και γύρω του. Κάπως όπως ο τελευταίος σεισμός. Νιώθεις το κείμενο -όπως τα κτίρια στα 6,9 Ρίχτερ- να πάλλεται και αισθάνεσαι με την τραγικότητα που διακρίνει την ελληνική ιδιοσυγκρασία (ή έστω όση έχει απομείνει) ότι δεν έχουν και πολύ σημασία πολλά πράγματα, διαβάσματα ή άνθρωποι που ίσως να τους έδινες ιδιαίτερη προσοχή μέχρι τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη ένιωσα να κλονίζονται λιγάκι οι απόψεις που είχα μέχρι τότε για άλλα αναγνώσματα. Άρχισε να γίνεται μέσα μου μια αναπόφευκτη αναταραχή για το πόσο είμαι σε θέση να κρατάω τα «ωφέλιμα» για μένα από αυτά που διαβάζω, αν τα δικά μου «ωφέλιμα» θα είναι και «ωφέλιμα» για άλλους και μάλιστα πολλούς, αν ο χρόνος θα κρατήσει τα ίδια «ωφέλιμα» και θα τα περάσει παρακάτω στους αναγνώστες του μέλλοντος, αν τα «θρεπτικά» λογοτεχνικά στοιχεία χάνονται μέσα στην πληθώρα των «λιπαρών» και ρυπαρών άλλοτε αναγνωσμάτων του συρμού ή του καιρού.
«...Στα γημάρια με τα θερινά κηπικά οι γυναίκες φύτευαν ανάμεσα στις μελιτζάνες, στις πιπεριές και στις ντομάτες και λίγα κλωνιά βασιλικό. Για να βατεύονται και να γένονται τα κηπικά, καθώς έλεγαν.
Τον ίδιο βασιλικό που δεν πότισαν τα κορίτσια, είναι κρίμα να τον αποποιούνται οι άνθρωποι και κυρίως οι πεζογράφοι. Και ο κάθε ένας κάπου στα μύχια του έχει τον δικό του που αν τον φυτέψει ανάμεσα στις μέρες του ή στις σελίδες, ίσως γονιμοποιηθεί η ζωή του ή το γραπτό του...»
Η γλώσσα του Δημητρίου, απογυμνωμένη στην υφή και το ύφος της από αυτά τα ξενόφερτα «λιπαρά» των φαστφουντάδικων ακόμα και στη λογοτεχνία, με έκανε να πιστέψω ότι έπινα φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκαλιών από την αργολική μου πατρίδα ή καλομαγειρεμένο φαγητό από τα χέρια της μάνας μου με υλικά ανόθευτα και γνήσια. Το θέμα είναι ότι πια στην Αθήνα (και τη λογοτεχνική της πλευρά, εννοείται) και στον ποικιλότροπο στις εκφάνσεις του θόρυβό της, είναι δυσεύρετος αυτός ο χυμός -πρέπει να αναζητήσεις τα δικά σου «οπωροφόρα»- ενώ το καλό φαγητό πρέπει να το φτιάξεις, να το ψάξεις μόνο σου, ανακαλύπτοντας εσύ τα υλικά, αλλιώς είναι φτιασιδωμένο πιάτο των γκουρμέ εστιατορίων, υπερπουλημένο (ευπώλητο) και τελικά φτωχό και άνοστο και ανάλατο, χωρίς αγάπη σερβιρισμένο. Η αναγωγή παρακαλώ να γίνει και στο χώρο του βιβλίου: άπειρα εξώφυλλα φιγουράρουν με τις βουλές και τους κόπους και τις προθέσεις του καθενός δημιουργού, ενώ σε πολύ λίγα θα διακρίνεις την ειλικρίνεια του συγγραφέα τους. Αυτή την εκλεκτικότητα -που παλιά ήταν η βάση της λαϊκότητας από τις γεύσεις μέχρι την ανάγνωση- σε αναγκάζει να αναπτύξεις περαιτέρω το αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου.
Στο κείμενο μιλάει ένα διήγημα για τον εαυτό του, πότε με τη φωνή του ήρωά του και πότε με τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα του. «...Ίσως και τα διηγήματα να είναι αποτελέσματα πράξεων που δεν τολμήθηκαν, ζωής που δεν κύλησε...» Τα οπωροφόρα -είτε ως σχήμα λογοτεχνικό είτε ως ζώσα αθηναϊκή πραγματικότητα- δεν μπορούν παρά να συγκινήσουν. Οφείλω να ομολογήσω ότι αν δεν ήταν νύχτα και δεν έβρεχε έξω, όταν διάβαζα, θα είχα πάρει τους δρόμους να τα αναζητήσω, κρατώντας στο χέρι το βιβλίο με την αχνή προσωπογραφία που μου θυμίζει ένα παιδί που τώρα τελευταία με τραβάει από το μανίκι επίμονα να το ακολουθήσω στις παιγνιώδεις λογοτεχνικές του περιπέτειες. Ποιος ξέρει, αν το είχα κάνει, μπορεί να συναντούσα κι άλλους εκεί έξω. Αλλά προτίμησα να μείνω να διαβάσω τις «χλωρίνες, τα τάιντ και τις οδοντόπαστες Πορτογαλίας», καθώς φαίνεται, για να παρερμηνεύσω και τα λόγια του Δημητρίου.
Η ειρωνεία του, ο σαρκασμός, το χιούμορ, η ελαφράδα σ’ αυτό το βιβλίο είναι εξαγνιστικά. «...Αλλά και γιατί η αλήθεια να είναι το ζητούμενο; Ποιος την βρήκε για να την βρει η λογοτεχνία;...» Ο παραμυθητικός λόγος του εμφανίζεται σε απροσδόκητα σημεία και αυτό είναι που δίνει ποιητικότητα και ερωτική ένταση στο ρυθμό του αφηγήματος. Κρατά τον αναγνώστη σε μια εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να ανακαλύψει τα δικά του «ωφέλιμα» από το κείμενο. «...Απλώς η έλξη ανθίζει ή μαραίνεται εκεί που δεν το περιμένεις. Κατά κανόνα ό,τι δεν επιτρέπει η κοινή ηθική, η κοινή λογική και το κοινό γούστο προάγει τον ερωτισμό...» Δεν κινείται στα τρέχοντα γούστα η γλώσσα του Δημητρίου, αλλά κατορθώνει να εκφράσει ένα αίσθημα που καταλαβαίνεις τελικά ότι είναι κοινό και τρέχον -με την έννοια ότι απασχολεί και άλλους- και είναι αυτό της υπαρξιακής αναζήτησης που δεν χρειάζεται να είσαι διηγηματογράφος για να το διαθέτεις ούτε λάτρης της ελληνικής γλώσσας για να καταλάβεις την ομορφιά του παρελθόντος της που χάνεται και την αγωνία που εκφράζει ο συγγραφέας γι’ αυτό. «...Η άνω τελεία -για μένα βέβαια- είναι το πιο συμπαθές και σκεπτόμενο σημείο στίξεως...».
Φόντο και αφορμή για να ειπωθούν αυτά γίνεται στο βιβλίο κάτι σπάνιο, όμορφο, ποιητικό, γόνιμο με καρπούς και τόσο παραμελημένο στα τσιμέντα της Αθήνας, τα ίδια τα οπωροφόρα της πόλης. Αυτά τα γόνιμα καρποφόρα με χυμούς μπορεί να είναι και οι ίδιοι της οι άνθρωποι, αυτές οι φιγούρες που συναντά στους δρόμους της πόλης ο συγγραφέας. «...Τη δημιουργία δεν ξέρουμε αν την κινεί η αγάπη για τους άλλους ανθρώπους, μάλλον όμως γίνεται για τους άλλους...»
Κι αυτόν τον Άλλον που ξεπηδά πότε ως μορφή γκρίζα και αδιάφορη ανάμεσα στα αθηναϊκά πλήθη, πότε ως αδιερεύνητη γυναικεία φύση («...Η γυναίκα ακολουθεί τον άντρα στον δρόμο της λαγνείας αλλά η μεγάλη ανταμοιβή που περιμένει -πιο μεγάλη κι απ’ τους εντονότερους ερωτικούς σπασμούς- είναι η θαλπωρή της αγκαλιάς. Και είναι πρόθυμες να πιστέψουν όχι λόγια αλλά και βλέμματα και υπαινιγμούς. Προκειμένου για την αγάπη η γυναίκα ξεγελιέται με ένα πρασόφυλλο καθώς λένε...») και πότε ως ένας αγωνιών διηγηματογράφος που ψάχνει τον εαυτό του στη σύντομη φόρμα, πλησιάζει μαγικά ο Σωτήρης Δημητρίου.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 21 Ιανουαρίου 2006