Ο Δον Κιχώτης της κουζίνας
(Αναδημοσιεύω το κείμενο προς τιμήν του αγαπητού Αθήναιου. Πρώτη φορά το θέμα είχε "παίξει" στη Φιλολογική Βραδυνή στις 12/2/2005. Αυτό που μ'αρέσει είναι το όνομα του αρχείου που βρίσκεται σωσμένο το κείμενο στο σκληρό μου δίσκο: "cookmind")
Πρόκειται για μια ασχολία που ξεκινάει από την παρατήρηση. Στην αρχή απρόσεχτη και σχεδόν ρεμβώδη, στη συνέχεια τεταμένη και σχολαστική. Ύστερα περνάει κανείς στο στάδιο της μίμησης. Καταπιάνεται με τα εργαλεία της δουλειάς εμπειρικά για να περάσει στην αναγκαία συνδρομή των συγγραμμάτων που την αφορούν. Ίσως κάποτε να καταλήξει να εμπιστεύεται το ένστικτό του και μόνον. Αν δεν είναι διανοούμενος ίσως...
Ο λόγος τόσο για τη μαγειρική όσο και για τη συγγραφή που η ενασχόληση μαζί τους μπορεί να έχει την ίδια γραμμική εξέλιξη. Αν αυτά τα δύο «χωράφια» βρεθούν να τέμνονται, τότε προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχείρημα και γιατί όχι η συγγραφή «καθρεφτίζεται» στο γυαλιστερό καπάκι μιας κατσαρόλας και η μαγειρική «φιγουράρει» στις στιλπνές σελίδες ενός βιβλίου... Είναι η στιγμή που αποφασίζει δηλαδή να βρεθεί «Ο διανοούμενος στην κουζίνα», όπως λέγεται το βιβλίο του Τζούλιαν Μπάρνς που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Διαφωτιστικό το προλογικό σημείωμα του Νίκου Μπακουνάκη υποψιάζει τον αναγνώστη για την οπτική του συγγραφέα, όπως ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι και το επίμετρο της Άννας Παπασταύρου που μετέφρασε και το βιβλίο. Αν και η απόλαυση της ανάγνωσής του έγκειται στο ανάλαφρο και με μπρίο γράψιμο του Μπαρνς και όχι τόσο στις άγνωστες για τον Έλληνα μη ειδικό της γαστριμαργίας λεπτομέρειες και πληροφορίες που παρατίθενται.
Απαραίτητο στοιχείο για να ταυτιστεί ο αναγνώστης με τις αγωνίες του συγγραφέα, είναι έστω να διαθέτει στο ενεργητικό του μια αποτυχημένη προσπάθεια εκτέλεσης μια μαγειρικής συνταγής ή να έχει νιώσει τη σχολαστικότητα -που ένας διανοούμενος θα μπορούσε να επιδείξει- στην ενεργητική του παρουσία μέσα σε μια κουζίνα. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «...Αναμφίβολα υπάρχουν και ανταγωνιστικοί μάγειρες, αλλά ο διανοούμενος δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος. Αυτός θέλει απλώς να μαγειρεύει νόστιμα, θρεπτικά φαγητά. Θέλει απλώς να μην δηλητηριάζει τους φίλους του. Θέλει απλώς να διευρύνει σταδιακά το ρεπερτόριό του... αλλά κατά βάθος είναι ένας είλωτας προσκολλημένος στις συνταγές, ένας πιστός ακόλουθος των προσταγών των άλλων. Έτσι είναι ο σχολαστικός διανοούμενος, δέσμιος στο βράχο της σχολαστικότητάς του. Κι εκεί δεν τρώει αυτός συκώτι, αλλά, σαν άλλου Προμηθέα, του τρώνε το δικό του...»
Διασκεδαστική η εξιστόρηση των περιπετειών του Μπαρνς στην κουζίνα του, με ένα ιδιαίτερα γοητευτικό εύρημα που ξεκινάει ήδη από την αφιέρωση του βιβλίου: πρόκειται για «Εκείνη». Για την οποία μαγειρεύει ο διανοούμενος και στην οποία αναφέρεται παιχνιδιάρικα, διάσπαρτα στο κείμενό του, προσδίδοντας μία ακόμη ευχάριστη νότα σε όλες εκείνες τις πληροφορίες και τα ονόματα που χρησιμοποιεί από τη γαστριμαργική βιβλιογραφία και ουδεμία σχέση έχουν με την ελληνική πραγματικότητα των σύγχρονων μιντιακών σεφ και των παρελκομένων τους (βιβλία, συνταγές, κλπ). «...Πάλι ψέματα λένε! ξεφώνισα. (Πρόκειται για μια κραυγή που ακούγεται συχνά από την κουζίνα του σχολαστικού διανοούμενου και Εκείνη έχει μάθει να την αντιμετωπίζει ως μια απλή ακουστική ενόχληση)...». Η φιγούρα της είναι παρούσα ακόμα και στο μαγειρικό Βατερλό του συγγραφέα, επιτείνοντας τη χιουμοριστική του διάθεση: «...Έβγαλα ένα άλλο κατσαρόλι και ανακάτευα με δέος τη ζάχαρη όταν άκουσα το ναύαρχο να δηλώνει με πάθος το θαυμασμό του προς Εκείνη, που για χάρη της μαγειρεύει ο διανοούμενος. Αυτό ήταν κάπως ξαφνικό και για μένα και για Εκείνη... Η σάλτσα βούλιαξε μεσοπέλαγα...»
Απολαυστική και η συνεχής προσωπική «μάχη» του Μπαρνς με τους συγγραφείς των βιβλίων μαγειρικής των οποίων παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά με πραγματική λεπτομερειακή ανάλυση διανοούμενου. Αυτή είναι και η πιο ανατρεπτική πλευρά του βιβλίου, καθώς ποτέ ένας άνθρωπος που μαγειρεύει για την ευχαρίστηση τη δική του και των αγαπημένων του ανθρώπων στην καθημερινότητά του, δεν καταφεύγει ποτέ σε τέτοια κριτική και συγκριτική «μελέτη» των βιβλίων μαγειρικής. Ο ουρανίσκος συνήθως δίνει τη λύση, όχι όμως και για έναν διανοούμενο που όλα πρέπει να διαπλέκονται δύσκολα και με στόμφο στο μυαλό του και στη ζωή του ίσως. Η γραφικότητα μιας τέτοιας μορφής χρειάζεται για να «χτιστεί» ένας έστω και κατά φαντασίαν «αντίπαλος». Ο Δον Κιχώτης της κουζίνας είναι εδώ. Εξοπλίζεται με πιρούνες, κουτάλες και τα συναφή και τρέχει ολοταχώς προς τους ανεμόμυλους: «...Θεωρούμε δεδομένο ότι αυτοί των οποίων εμείς ακολουθούμε τις οδηγίες έχουν τελειοποιήσει τη συνταγή προτού τη δημοσιεύσουν. Ότι πρώτα τη δοκίμασαν με δοκιμαστές, ότι προσάρμοσαν και τα καρυκεύματα και το λεκτικό έτσι ώστε να επιτευχθεί η ύψιστη ακρίβεια, κι ύστερα μας την κληροδότησαν. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι όταν μαγειρεύουν τις δικές τους συνταγές, ακολουθούν κατά γράμμα τις γραφές, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς. Και όμως, δεν κάνουν έτσι...»
Η πολύ γοητευτική διάσταση που ο αναγνώστης μόνος του μπορεί να διαγνώσει -αυθαίρετα να υποθέσει την ύπαρξή της όποτε και όπως θέλει- είναι και ο παραλληλισμός με το «μαγείρεμα» στη λογοτεχνική «κουζίνα». Είναι η γραφή που ο διανοούμενος αναπόφευκτα περνά μια ανάλογη διαδικασία με αυτή τη μαγειρικής για να κατορθώσει να παρουσιάσει ένα έργο, επιτυχημένο ή μη. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν βεβήλωση του ναού της λογοτεχνίας τέτοιου είδους αναγωγές, ωστόσο η ελαφρά ειρωνική χροιά που διαπερνά το κείμενο του Μπαρνς δεν αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να μην αποτολμήσει με τη φαντασία του και μια τέτοια ακροβασία. Στα λημέρια της Τέχνης κανείς αναζητά πολύ συχνά την απόλαυση, γιατί λοιπόν να μην αφεθεί σε διασκεδαστικά «ατοπήματα» που σφύζουν από δημιουργικότητα; Όπως υποστηρίζει και ο συγγραφέας, «...Η σχέση μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός ερασιτέχνη μάγειρα έχει ομοιότητες με τη σεξουαλική συνεύρεση. Το ένα μέλος είναι κανονικά πιο πεπειραμένο από το άλλο. Και κανένα από τα δύο μέλη δεν θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα, σε καμία στιγμή, να πει: ’’Όχι, αυτό δεν το κάνω με τίποτα’’...»
Πρόκειται για μια ασχολία που ξεκινάει από την παρατήρηση. Στην αρχή απρόσεχτη και σχεδόν ρεμβώδη, στη συνέχεια τεταμένη και σχολαστική. Ύστερα περνάει κανείς στο στάδιο της μίμησης. Καταπιάνεται με τα εργαλεία της δουλειάς εμπειρικά για να περάσει στην αναγκαία συνδρομή των συγγραμμάτων που την αφορούν. Ίσως κάποτε να καταλήξει να εμπιστεύεται το ένστικτό του και μόνον. Αν δεν είναι διανοούμενος ίσως...
Ο λόγος τόσο για τη μαγειρική όσο και για τη συγγραφή που η ενασχόληση μαζί τους μπορεί να έχει την ίδια γραμμική εξέλιξη. Αν αυτά τα δύο «χωράφια» βρεθούν να τέμνονται, τότε προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχείρημα και γιατί όχι η συγγραφή «καθρεφτίζεται» στο γυαλιστερό καπάκι μιας κατσαρόλας και η μαγειρική «φιγουράρει» στις στιλπνές σελίδες ενός βιβλίου... Είναι η στιγμή που αποφασίζει δηλαδή να βρεθεί «Ο διανοούμενος στην κουζίνα», όπως λέγεται το βιβλίο του Τζούλιαν Μπάρνς που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Διαφωτιστικό το προλογικό σημείωμα του Νίκου Μπακουνάκη υποψιάζει τον αναγνώστη για την οπτική του συγγραφέα, όπως ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι και το επίμετρο της Άννας Παπασταύρου που μετέφρασε και το βιβλίο. Αν και η απόλαυση της ανάγνωσής του έγκειται στο ανάλαφρο και με μπρίο γράψιμο του Μπαρνς και όχι τόσο στις άγνωστες για τον Έλληνα μη ειδικό της γαστριμαργίας λεπτομέρειες και πληροφορίες που παρατίθενται.
Απαραίτητο στοιχείο για να ταυτιστεί ο αναγνώστης με τις αγωνίες του συγγραφέα, είναι έστω να διαθέτει στο ενεργητικό του μια αποτυχημένη προσπάθεια εκτέλεσης μια μαγειρικής συνταγής ή να έχει νιώσει τη σχολαστικότητα -που ένας διανοούμενος θα μπορούσε να επιδείξει- στην ενεργητική του παρουσία μέσα σε μια κουζίνα. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «...Αναμφίβολα υπάρχουν και ανταγωνιστικοί μάγειρες, αλλά ο διανοούμενος δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος. Αυτός θέλει απλώς να μαγειρεύει νόστιμα, θρεπτικά φαγητά. Θέλει απλώς να μην δηλητηριάζει τους φίλους του. Θέλει απλώς να διευρύνει σταδιακά το ρεπερτόριό του... αλλά κατά βάθος είναι ένας είλωτας προσκολλημένος στις συνταγές, ένας πιστός ακόλουθος των προσταγών των άλλων. Έτσι είναι ο σχολαστικός διανοούμενος, δέσμιος στο βράχο της σχολαστικότητάς του. Κι εκεί δεν τρώει αυτός συκώτι, αλλά, σαν άλλου Προμηθέα, του τρώνε το δικό του...»
Διασκεδαστική η εξιστόρηση των περιπετειών του Μπαρνς στην κουζίνα του, με ένα ιδιαίτερα γοητευτικό εύρημα που ξεκινάει ήδη από την αφιέρωση του βιβλίου: πρόκειται για «Εκείνη». Για την οποία μαγειρεύει ο διανοούμενος και στην οποία αναφέρεται παιχνιδιάρικα, διάσπαρτα στο κείμενό του, προσδίδοντας μία ακόμη ευχάριστη νότα σε όλες εκείνες τις πληροφορίες και τα ονόματα που χρησιμοποιεί από τη γαστριμαργική βιβλιογραφία και ουδεμία σχέση έχουν με την ελληνική πραγματικότητα των σύγχρονων μιντιακών σεφ και των παρελκομένων τους (βιβλία, συνταγές, κλπ). «...Πάλι ψέματα λένε! ξεφώνισα. (Πρόκειται για μια κραυγή που ακούγεται συχνά από την κουζίνα του σχολαστικού διανοούμενου και Εκείνη έχει μάθει να την αντιμετωπίζει ως μια απλή ακουστική ενόχληση)...». Η φιγούρα της είναι παρούσα ακόμα και στο μαγειρικό Βατερλό του συγγραφέα, επιτείνοντας τη χιουμοριστική του διάθεση: «...Έβγαλα ένα άλλο κατσαρόλι και ανακάτευα με δέος τη ζάχαρη όταν άκουσα το ναύαρχο να δηλώνει με πάθος το θαυμασμό του προς Εκείνη, που για χάρη της μαγειρεύει ο διανοούμενος. Αυτό ήταν κάπως ξαφνικό και για μένα και για Εκείνη... Η σάλτσα βούλιαξε μεσοπέλαγα...»
Απολαυστική και η συνεχής προσωπική «μάχη» του Μπαρνς με τους συγγραφείς των βιβλίων μαγειρικής των οποίων παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά με πραγματική λεπτομερειακή ανάλυση διανοούμενου. Αυτή είναι και η πιο ανατρεπτική πλευρά του βιβλίου, καθώς ποτέ ένας άνθρωπος που μαγειρεύει για την ευχαρίστηση τη δική του και των αγαπημένων του ανθρώπων στην καθημερινότητά του, δεν καταφεύγει ποτέ σε τέτοια κριτική και συγκριτική «μελέτη» των βιβλίων μαγειρικής. Ο ουρανίσκος συνήθως δίνει τη λύση, όχι όμως και για έναν διανοούμενο που όλα πρέπει να διαπλέκονται δύσκολα και με στόμφο στο μυαλό του και στη ζωή του ίσως. Η γραφικότητα μιας τέτοιας μορφής χρειάζεται για να «χτιστεί» ένας έστω και κατά φαντασίαν «αντίπαλος». Ο Δον Κιχώτης της κουζίνας είναι εδώ. Εξοπλίζεται με πιρούνες, κουτάλες και τα συναφή και τρέχει ολοταχώς προς τους ανεμόμυλους: «...Θεωρούμε δεδομένο ότι αυτοί των οποίων εμείς ακολουθούμε τις οδηγίες έχουν τελειοποιήσει τη συνταγή προτού τη δημοσιεύσουν. Ότι πρώτα τη δοκίμασαν με δοκιμαστές, ότι προσάρμοσαν και τα καρυκεύματα και το λεκτικό έτσι ώστε να επιτευχθεί η ύψιστη ακρίβεια, κι ύστερα μας την κληροδότησαν. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι όταν μαγειρεύουν τις δικές τους συνταγές, ακολουθούν κατά γράμμα τις γραφές, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς. Και όμως, δεν κάνουν έτσι...»
Η πολύ γοητευτική διάσταση που ο αναγνώστης μόνος του μπορεί να διαγνώσει -αυθαίρετα να υποθέσει την ύπαρξή της όποτε και όπως θέλει- είναι και ο παραλληλισμός με το «μαγείρεμα» στη λογοτεχνική «κουζίνα». Είναι η γραφή που ο διανοούμενος αναπόφευκτα περνά μια ανάλογη διαδικασία με αυτή τη μαγειρικής για να κατορθώσει να παρουσιάσει ένα έργο, επιτυχημένο ή μη. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν βεβήλωση του ναού της λογοτεχνίας τέτοιου είδους αναγωγές, ωστόσο η ελαφρά ειρωνική χροιά που διαπερνά το κείμενο του Μπαρνς δεν αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να μην αποτολμήσει με τη φαντασία του και μια τέτοια ακροβασία. Στα λημέρια της Τέχνης κανείς αναζητά πολύ συχνά την απόλαυση, γιατί λοιπόν να μην αφεθεί σε διασκεδαστικά «ατοπήματα» που σφύζουν από δημιουργικότητα; Όπως υποστηρίζει και ο συγγραφέας, «...Η σχέση μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός ερασιτέχνη μάγειρα έχει ομοιότητες με τη σεξουαλική συνεύρεση. Το ένα μέλος είναι κανονικά πιο πεπειραμένο από το άλλο. Και κανένα από τα δύο μέλη δεν θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα, σε καμία στιγμή, να πει: ’’Όχι, αυτό δεν το κάνω με τίποτα’’...»