"Μια καλή ιστορία είναι ένας αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας»

(Η συνέντευξη έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)


Πίσω από το χολιγουντιανό γκλάμουρ της σύγχρονης αμερικανικής αυτοκρατορίας, πίσω από τους πολέμους που εγκαθιδρύουν την επιβολή της κυριαρχία της στον πλανήτη με κάθε βάναυσο μέσο, υπάρχει μια άλλη όψη. Χλωμή. Θλιμμένη. Μελαγχολική. Τραγικά οργισμένη. Είναι εκείνη των ανθρώπων της. Των ανθρώπων που ζουν, ονειρεύονται, αγωνιούν, παλεύουν να υπάρξουν στη χώρα που υπόσχεται, κανά δυο αιώνες τώρα, πως «ό,τι θελήσεις, μπορείς να γίνεις» επί του εδάφους της. Φτάνει να έχεις μια μεγάλη ή μικρή φιλοδοξία, και εκείνη σου δίνει την ευκαιρία να την δεις να γίνεται πράξη, αρκεί να προσπαθήσεις.
Και μετά ...ξύπνησες! Ξύπνησες και είδες την Αμερική των ηττημένων. Εκείνων που ξεβράζει η ίδια η χώρα των ευκαιριών, του Fame και των στόρυ. Ξύπνησες μέσα σε μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια εργατική γειτονιά έξω από το Ντιτρόιτ. Μακριά από τα λαμπερά φώτα της επιτυχίας, της οικονομικής ευημερίας, των υποσχέσεων και των συμπλεγμάτων ανωτερότητας. Όλα εδώ είναι μικρά, μίζερα, συρρικνωμένα, όπως οι εγωισμοί που κατασπαράζονται από την ανεργία, την ανέχεια και την απόγνωση της σχεδόν αδύνατης αξιοπρεπούς καθημερινής επιβίωσης. Αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και από εκεί φαίνεται να δραπετεύουν οι μπαμπάδες των παιδιών της περιοχής, όπως περιγράφει ο τόσο ταλαντούχος νέος συγγραφέας, Dean Bakopoulos, στο μυθιστόρημά του «σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από την Εμπειρία Εκδοτική, σε μετάφραση της Αγγελικής Παπαδοπούλου. «...Μέχρι τότε πολλοί μπαμπάδες φίλων μου είχαν εξαφανιστεί...»
Τα αγόρια σ’ αυτό το κομμάτι της Αμερικής -που ονειρεύεται, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό- αναγκάζονται να μεγαλώσουν πιο γρήγορα, όταν οι μπαμπάδες τους, ο ένας μετά τον άλλον, εξαφανίζονται. Και μένουν μόνα, προσπαθώντας να υπάρξουν στις λειψές πια οικογένειές τους. «...Αφού όλοι οι άντρες είχαν φύγει, εμείς τα αγόρια πήραμε τη θέση τους...» Ψάχνουν τον εαυτό τους, διεκδικούν τη δική τους θέση στην αμερικανική κοινωνία και καταλαμβάνουν στα σίγουρα εκείνη τη μεγάλη μερίδα που τους αναλογεί στη μελαγχολία. Τη μελαγχολία που επισύρει η ανεπανόρθωτη απώλεια. «Σιγά σιγά γινόμασταν θυμός... Σχεδόν αυτοκτονούσαμε από την οργή. Θα μεγαλώναμε κλοτσώντας και σκίζοντας πράγματα, με τους ανθρώπους να μας κοιτούν και να αναρωτιούνται γιατί κρύβουμε τόση βία στις καρδιές μας...Η οργή μας ήταν επικίνδυνη. Αλλά την αγνοούσαμε και γελούσαμε όπως οι μεθυσμένοι, όταν περνούν τις γροθιές τους απ’ το τζάμι και μετά ξαφνιάζονται από το αίμα...»
Το υποδόριο πένθος καραδοκεί, αλλά όλοι πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους, με όποιον τρόπο μπορούν. «...Αν όλοι αυτοί οι άντρες μπορούσαν να φύγουν έτσι απλά, να πετάξουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές τους υποχρεώσεις, γιατί να μην το κάνει και αυτή;...» Οι μαμάδες αναλαμβάνουν να ζήσουν τα παιδιά τους, κάποιες ξαναπαντρεύονται, ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους. Τα παιδιά ανδρώνονται και υπάρχει πάντα εκείνος ο στενός υπόγειος σύνδεσμος που τα ενώνει μεταξύ τους. Είναι ο τόπος της κοινής μνήμης, της θλίψης τους. Είναι το σημείο εκείνο που συνειδητοποίησαν την ευθραυστότητα της ζωής τους. Είναι το σημείο εκείνο που ράγισαν οι καρδιές τους. Άλλοι θα κρυφτούν πίσω από βιβλία για να αντέξουν, όπως ο ήρωας, άλλοι κάτω από νεοαποκτηθέντα κουστούμια δουλειάς. Όλοι ψάχνουν τα δικά τους όπλα -μια ασπίδα και ένα δόρυ για να τρυπήσουν τη μοναξιά- για να νικήσουν. Να μην περιληφθούν κι αυτοί στη λίστα των χαμένων.
«...Ξέρω ότι η μοναξιά μας στέλνει σε μέρη σκοτεινά. Ξέρω ότι η καθημερινή θλίψη, που οι περισσότεροι πολεμάμε μέρα με τη μέρα, μας κάνει κάποιες φορές να βρισκόμαστε με ανθρώπους που φυσιολογικά δεν θα επιλέγαμε...»
«...Όπως και να ‘χει, δε βλέπω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα πράγματα που δε συνέβησαν ποτέ, αυτά που θεωρείται ότι συνέβησαν και αυτά που αναπόφευκτα θα συμβούν. Δε βλέπω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις πιο μύχιες ελπίδες μας και τους πιο κρυφούς μας φόβους. Στο τέλος όλα συγκλίνουν...» Ακριβώς αυτό το παράδοξο κατορθώνει ο Dean Bakopoulos: περιγράφοντας την αλγεινή εκείνη όψη του σαθρού Αμερικανικού Ονείρου, δίνοντας με τον πιο συγκινητικό τρόπο τους ματαιωμένους πόθους και τις προσδοκίες, καταφέρνει να αναζωπυρώσει την ελπίδα, για όποιον συνεχίζει να τη γυρεύει, βέβαια. Κι αυτό με τη βοήθεια της λογοτεχνικής μαγείας, τη γητειάς του συγγραφικού ταλέντου του Bakopoulos. Το βιβλίο του συμπεριλήφθηκε από τους New York Times στο κατάλογο με τα 100 πιο σημαντικά βιβλία της χρονιάς που μας πέρασε, σχολιάζοντας ότι ενώνει επιδέξια το μαγικό ρεαλισμό με την κοινωνική σάτιρα, καθώς συλλαμβάνει τη σκοτεινή πλευρά του ονείρου της εργατικής τάξης.
Η γραφή του νεαρού μυθιστοριογράφου είναι φρέσκια, ολοζώντανη, σε κάθε σελίδα του «σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι» κάνει να σε περιμένει μια αναγνωστική έκπληξη, τροφοδοτώντας την αφηγηματική του ροή και εκτοξεύοντας το συγκινησιακό στοιχείο στο ...φεγγάρι. Κι όλα αυτά δοσμένα με απλότητα και ευγένεια, εκμαιεύοντας το δάκρυ και το χαμόγελό σου. Η σκληρότητα να εναλλάσσεται με το χιούμορ, την αθωότητα και την αφέλεια. Η πραγματικότητα διυλισμένη μέσα από το ευεργετικό φίλτρο της φαντασίας και της λογοτεχνίας.


Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο; Είναι βασισμένο σε αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Βασικά, ήθελα να γράψω μια ελεγεία για τον παππού μου. Ένα μετανάστη της εργατικής τάξης που πραγματοποίησε το Αμερικάνικο Όνειρο, φτάνοντας στο Ντιτρόιτ στη δεκαετία του ’50. Επίσης, ήθελα να πω μια ιστορία για το τι συμβαίνει στους άνδρες, όταν δεν έχουν κάποια σημαντική δουλειά να κάνουν. Ήθελα να διερευνήσω τι συμβαίνει σε ένα σύζυγο και πατέρα, όταν εκείνος δεν μπορεί πια να παράσχει μια χρηματική επιταγή στην οικογένειά του. Εκτός απ’ αυτά, δεν μ’ αρέσει να αποκαλύψω τίποτα περισσότερο για το τι πραγματικά συνέβη σε μένα και τι όχι. Το μυθιστόρημα, ελπίζω, είναι συναισθηματικά αληθινό, αν και τα περισσότερα από την ιστορία είναι φανταστικά.

Είμαι ένας νέος άνθρωπος, όπως εσείς, και είχα μια διαφορετική εικόνα για τους Αμερικανούς και τον τρόπο ζωής τους. Εσείς μου δώσατε την άλλη πλευρά του φεγγαριού: την πιο συναισθηματική. Με κάνατε να δω τη μελαγχολία αυτής της χώρας. Ποιος είναι ο αγαπημένος σας αμερικανός συγγραφέας;

Οι αγαπημένοι μου αμερικανοί συγγραφείς είναι οι: Raymond Carver, Marilyn Robinson, Tim O’ Brien, Rick Bass, Jim Harrison, Richard Russo, Lorrie Moore και Charles Baxter. Μ’ αρέσουν οι συγγραφείς που αιχμαλωτίζουν το μελαγχολικό ιδεαλισμό που υπάρχει στην Αμερική -έχουμε υψηλές προσδοκίες και τις καλύτερες προθέσεις, αλλά δεν χειριζόμαστε καλά την αλλαγή. Δεν ξέρουμε πάντα πώς να διαχειριστούμε το απρόσμενο και το τρομακτικό. Αλλά ποιος ξέρει να το κάνει;

Το ζήτημα της πατρικής αγάπης, ο θυμός και το Αμερικάνικο Όνειρο πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το βιβλίο. Η αρχική σας πρόθεση αισθάνεστε να έχει εκπληρωθεί; Ποιες ήταν οι προσδοκίες σας για το ταξίδι αυτής της ιστορίας εκεί έξω στον κόσμο;

Ήθελα να μιλήσω για τις δυσκολίες της ζωής σε ένα σπίτι, του να κερδίζεις τα προς το ζην, του να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου ως ανθρώπινη ύπαρξη στη Γη. Ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να γελάσουν και να κλάψουν, ίσως την ίδια στιγμή. Αλλά περισσότερο ήθελα μόνο να πω μια καλή ιστορία, μία με την οποία ο κόσμος μπορεί να σχετίζεται σε ανθρώπινο επίπεδο.

Τι μπορούν να αποκομίσουν οι αναγνώστες του «σε παρακαλώ, μη γυρίσεις από το φεγγάρι»;

Ελπίζω, καταλαβαίνουν την ουσιώδη μάχη που δίνεται στην καρδιά κάθε ανθρώπινης ύπαρξης: την επιθυμία, δηλαδή, να είσαι ένας καλός άνθρωπος, να ζεις μια ζωή με κάποιο νόημα, ασχέτως με το ποια εμπόδια εμφανίζονται στο δρόμο σου.

Η φαντασία και η λογοτεχνία αποτελούν ένα ασφαλές καταφύγιο για την ύπαρξή μας; Πώς σας βοηθούν εσάς στην πραγματική ζωή;

Μια καλή ιστορία δεν αποτελεί δραπέτευση από την πραγματικότητα -περισσότερο, πιστεύω ότι είναι ένας αποσταγμένος αντικατοπτρισμός της πραγματικότητα, μια ξεκομμένη στιγμή στο χρόνο και στο χώρο κατά την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί πράττουμε ό,τι πράττουμε, γιατί ζούμε όπως ζούμε, γιατί παραμένουμε όπως παραμένουμε, κλπ.

Επιστρέφοντας στην ιστορία του βιβλίου, πώς πιστεύετε ότι μπορούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα που εμφανίζεται -όταν εμφανίζεται- ανάμεσα σε μας και τους γονείς μας;

Πιστεύω ότι συχνά υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα μεταξύ γονέα και παιδιού. Δεν νομίζω ότι πρέπει οι γονείς και τα παιδιά να προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον ή να γίνονται οι καλύτεροι φίλοι μεταξύ τους. Μάλλον, πρέπει να μάθουν να αγαπιούνται μανιασμένα, με μια άνευ όρων πίστη που είναι απολύτως σπάνια στον κόσμο.

Αισθάνεστε να σας άλλαξε καθόλου η γραφή αυτού του βιβλίου;

Δεν νομίζω. Είμαι ακόμα ένας μέσος άνθρωπος που ζει με την οικογένειά του, έχει πολλούς φίλους και θέλει απλώς να ζει κάνοντας αυτό που αγαπά.

Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας επιρροές; Μιλήστε μου λίγο για την αναγνωστική και τη συγγραφική σας εμπειρία. Τι σας αρέσει να διαβάζετε;

Οι δύο βασικές επιρροές μου πιθανόν είναι ο Χέμινγουέι και ο Τσέχοφ, που γράφουν απλά και συμπονετικά για ραγισμένους και εύθραυστους ανθρώπους. Την πρώτη φορά που διάβασα Σέξπιρ -το «Βασιλιά Ληρ»- έμεινα έκπληκτος. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο δυνατή μπορούσε να είναι η γλώσσα και το δράμα. Για μένα τα βιβλία ανέκαθεν ήταν ένα πάθος -έδιναν νόημα στη ζωή μου. Ήθελα να γίνω συγγραφέας από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήθελα να λέω ιστορίες και να κάνω τους ανθρώπους να σκέφτονται. Διαβάζω σχεδόν τα πάντα. Διαβάζω κάθε πρωί τους New York Times, διαβάζω πολλά μυθιστορήματα, σύντομες ιστορίες και ποιήματα. Ακόμη διαβάζω ιστορία, φιλοσοφία και πολιτικά δοκίμια. Έχω διαβάσω πολλές φορές τη Βίβλο. Έχει τόσες υπέροχες και σύνθετες ιστορίες που κρύβουν όλους τους νόμους και τους κανόνες.

Τι σας λένε οι αναγνώστες σας από όλον τον κόσμο για το μυθιστόρημα αυτό;

Πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο επιτρέπει στους ανθρώπους να σκεφτούν για τους δικούς τους γονείς και για τις δικές τους κοινότητες με καινούριους και πιο συμπονετικούς τρόπους.


Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Dean Bakopoulos, ελληνο-αμερικανός δεύτερης γενιάς και πρώην βιβλιοπώλης, έχει εκδώσει ιστορίες του στο Zoetrope και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το Virginia Quarterly τον ανακήρυξε ως έναν από τους καλύτερους νέους συγγραφείς των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ζει στο Μάντισον του Ουισκόνσιν.