"Πάντοτε στην Ιστορία κερδίζουν οι πεινασμένοι"
photo: scalidi |
Όταν ζήτησα αυτή τη συνέντευξη για το ιστολόγιό μου, την άνοιξη του 2012, πρόθεσή μου ήταν να μιλήσω με ένα σημαντικό συγγραφέα, έναν μεγάλο, κατά τη γνώμη μου, ιδεαλιστή του σώματος, της ανάγκης, της ανθρωπινότητας, της αναζήτησης της ελευθερίας, έναν λογοτέχνη που ακόμη κι όταν επιχειρεί να υπονομεύσει τον εαυτόν του, το ταλέντο του λάμπει άγρια αστραφτερό, αύταρκες και ικανό να κερδίζει τα δάκρυα του αναγνώστη του, την ταραχή του, την εμπλοκή και τη συνενοχή του. Όταν έλαβα τις απαντήσεις του Θανάση Τριαρίδη, τέσσερις μήνες μετά, το Σεπτέμβριο του 2012, το αρραγές ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία του είχε “μολυνθεί” με την ανάγκη της δημοσίευσης των όσων εκείνος λέει από καιρό τώρα για τη βία και είμαι σε θέση να ξέρω -από το 2007 που τον γνώρισα ελέω μιας άλλης, πρώτης συνέντευξης- έχοντας διαβάσει το σύνολο του εκδοθέντος έργου του και παρακολουθώντας τις διαλέξεις του. Στον παρόντα χρόνο που η πολιτική ορθότητα και ο φόβος απλώνουν τη σκιά τους απειλητικά πάνω από τη δημοσιογραφία, την ελευθερία του λόγου και εντέλει τη δημοκρατία, αισθάνθηκα τη δημοσίευση αυτής της συνέντευξης ως μια απέλπιδα πράξη υπεράσπισης των λέξεων που χάνονται και της ανοχής προς τον Άλλον που όλο και συρρικνώνεται επικίνδυνα. Αυτή η συνέντευξη από την πλευρά της γράφουσας δεν έχει καμία άλλη πρόθεση πλέον, παρά να σκεφτεί ο καθένας για τον εαυτόν του.
Έχει
περάσει μια ολόκληρη πενταετία από την
πρώτη συνέντευξη που κάναμε μαζί. Τι
αισθάνεσαι να έχει αλλάξει για σένα ως
προς τη λογοτεχνία; Τι έχεις πιθανόν
αναθεωρήσει, μέσα σ' αυτά τα χρόνια;
Πρώτα
απ' όλα, έχει αλλάξει ο κανόνας της
αναμεταξύ μας επικοινωνίας. Στη συνέντευξη
του 2007 μιλούσαμε στον πληθυντικό αριθμό,
τώρα μιλάμε στον ενικό. Αυτό για μένα
–και νιώθω πως το ίδιο στρέχει και για
σένα– είναι συνθήκη ενός συνειδητού
δεσμού και όχι μιας εθιμοτυπικής δήθεν
«οικειότητας των ομοτέχνων» (την οποία
απεχθάνομαι). Είμαι ένας άνθρωπος
δύσκολος στις σχέσεις μου – κι όσο
περνούν τα χρόνια, δυσκολεύω όλο και
περισσότερο: δίνω ό,τι έχω στους άλλους,
πιστεύω σε αυτούς, έχω αντίστοιχες
απαιτήσεις. Η εθιμοτυπία μιας επίπλαστης
«σχέσης» όπου δυο άνθρωποι μιλούν στον
ενικό σε δημόσια θέα (κατά το πλείστον
στο Facebook)
για να διαχειριστούν το τίποτε μού
προκαλεί δυσφορία – κάποτε και απελπισία.
Γυρεύω μια σχέση αλληλοκαθορισμού με
τους ανθρώπους που γνωρίζω – μόνον έτσι
αντιλαμβάνομαι την ανθρώπινη σχέση ή,
σε ένα επόμενο στάδιο, τη φιλία. Κι είμαι
χαρούμενος που με σένα νιώθω πως έχουμε
διεκδικήσει αυτόν τον αλληλοκαθορισμό.
Έρχομαι
τώρα σε αυτό που με ρώτησες. Μέσα σε
πέντε χρόνια αλλάζουν πάντοτε πολλά
γύρω και μέσα σου: στον τρόπο που χαίρεσαι
ή λυπάσαι, στον τρόπο που ελπίζεις, στον
τρόπο που φοβάσαι – κι όσο μεγαλώνουμε
(: γερνούμε), η αίσθηση του χαμένου χρόνου
γίνεται όλο και πιο ασφυκτική, συχνά
σαν στραγγάλη. Δεν ξέρω με ποιανής τέχνης
τα φάρμακα μπορεί να ξεγελαστεί τούτη
η αίσθηση· φαντάζομαι, με ωριμότητα,
σοφία και σύνεση – ή και με το ακριβώς
αντίθετο (που μάλλον επιδίωξα κι εγώ):
με γουλιές νεότητας – δηλαδή με όλο και
πιο επιδιωκόμενες (κι ελπίζω, όχι εν
κενώ) ρήξεις, συχνά μοιραίες και κάποτε
(ή πάντοτε) ακαταλόγιστες…
Κάνοντας,
λοιπόν, τον απολογισμό των θέσεων και
των γραψιμάτων της πενταετίας που μου
ζητάς (κι αφού υπογραμμίσω πως απηχεί
μονάχα την τωρινή οπτική μου για τα
πράγματα – απαντάω στις ερωτήσεις σου
στις αρχές του φθινοπώρου του 2012),
σκέφτομαι πως πρέπει να αναφερθώ σε
τέσσερις τομείς: στις πολιτικές
παρεμβάσεις και δράσεις, στις εκδοτικές
προσπάθειες που ξεκίνησα, καθώς και
αυτές στις οποίες συμμετέχω ενεργά, στα
σεμινάρια που διοργανώνω από το 2007 σε
Θεσσαλονίκη και Αθήνα και, τέλος, σε όσα
γράφω.
Στο
χώρο του πολιτικού ακτιβισμού, στον
οποίο βρέθηκα από το 1996 ως εθελοντής
δικτύων αλληλεγγύης, την τελευταία
πενταετία επισημοποίησα τη ρήξη μου
τόσο με το εθνικιστικό κράτος (το 2008
εξέδωσα το βιβλίο μου Το
κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται
ενώ το 2009 έγινα αρνητής στράτευσης,
παλεύοντας να μετρηθώ με τις τύψεις μου
για τη θλιβερή θητεία που υπηρέτησα ως
υποψήφιος δολοφόνος στα χρόνια 1994-1995)
όσο και με τον «αριστερό-αναρχικό» χώρο
της βίαιης πολιτικής δράσης (γράφοντας
σειρά άρθρων και εκδίδοντας βιβλία με
κύριο επιχείρημα ότι η πολιτική βία
είναι πάντοτε φασιστική, από όπου κι αν
προέρχεται). Έτσι, οι πολιτικοί χώροι
στους οποίους εναντιώθηκα ευθέως και
σαφώς (και από τους οποίους πλέον
υβρίζομαι και λοιδορούμαι σε μύριες
όσες διαδικτυακές ή άλλες γωνιές) έχουν
πλέον αυξηθεί ικανοποιητικά: οι νεοναζί
με τις λογής συμμορίες τους, οι χριστιανοί,
οι εθνικιστές, οι κομμουνιστές, ο
ελληνικός στρατός, οι δήθεν «αναρχικοί»
φασίστες του σιδερολοστού και της
μολότοφ, οι λογής μετερχόμενοι την
«επαναστατική» ρητορεία (δηλαδή τον
ευφημισμό της σφαγής όσων δεν μας
αρέσουν). Είμαι χαρούμενος για τούτη
την (αυτο)περιθωριοποίηση: οι γεμάτες
παλμό αγέλες όλων αυτών φέρνανε πάντοτε
στα ρουθούνια μου αποφορά – τώρα πια
και πτωματίλα.
Στο
χώρο του βιβλίου (που είναι, φυσικά, ένας
από τους πυρήνες της ζωής μου – μην
ξεχνάς, από το 2000 μέχρι τώρα έχω εκδώσει
25 τυπωμένα βιβλία σε 9 εκδοτικούς οίκους,
ενώ άλλα 5 έχουν εκδοθεί μόνο στο
Διαδίκτυο) επισημοποίησα την από καιρό
(πιθανώς από την πρώτη
ώρα)
κυοφορούμενη ρήξη μου με τους παραδοσιακούς
εκδότες. Ήταν το χρονικό μιας
προαναγγελθείσας φυγής: οι εκδότες, από
χρόνια και δίχως να το θέλουν ή να το
καταλαβαίνουν, με βασάνιζαν – και
πιθανώς, άθελά μου, να τους βασάνιζα κι
εγώ. Έτσι, το 2009 ξεκίνησε η προσπάθεια
των εκδόσεων δήγμα
(που είναι η αυτοχρηματοδοτούμενη
εκδοτική κολλεκτίβα μιας παρέας με
ανάλογους αισθητικούς προσανατολισμούς):
εκεί εκδίδω τα αφηγηματικά (τα
«λογοτεχνικά», αν μπορεί να στέρξει ο
όρος) βιβλία μου. Παράλληλα, το 2009 ξεκίνησα
την εμπλοκή μου με τις εκδόσεις διάπυροΝ,
έναν εκδοτικό οίκο ενάντια στην κουλτούρα
της βίας και της εκδίκησης, τον οποίο
έφτιαξε και διαχειρίζεται ο Γιάννης
Ευαγγέλου. Στο διάπυροΝ
έβγαλα τρία βιβλία και δυο συλλογές
πολιτικού και μετα-πολιτικού
προσανατολισμού· μα το ακόμη πιο
σημαντικό για μένα είναι ότι με τον
Ευαγγέλου μπορέσαμε μέσα σε αυτήν την
τετραετία να φτιάξουμε αυτό που ήταν
το εκδοτικό (και εν τέλει εκφραστικό)
μου όνειρο: ένα πεδίο πνευματικών
ομφάλιων λώρων που αλληλοτροφοδοτούνται
και βλασταίνουν μαζί. Χρωστώ ευγνωμοσύνη
στον Γιάννη για αυτό.
Βέβαια,
μπορεί κανείς να πει πως αυτά τα εκδοτικά
σχήματα είναι περιθωριακές εκδόσεις
ιδίοις αναλώμασιν που κυκλοφορούν στις
χαραμάδες της «αγοράς», τοποθετούνται
σε πολύ λίγα βιβλιοπωλεία (και εκεί
καταχωνιάζονται στις γωνιές πίσω από
άλλα βιβλία), ως εκ τούτου φτάνουν μονάχα
σε αυτούς που θα τα γυρέψουν επίμονα
και εξακολουθητικά, και δεν αποσβήνουν
ούτε καν εν μέρει το κόστος τους – άρα,
επί τοις ουσίας υπηρετούν μονάχα τη
ματαιοδοξία του συγγραφέα-εκδότη τους.
Δεν έχω καμία δυσκολία να σου πω πως
ναι, ακριβώς έτσι είναι – ωστόσο, αυτή
η (αντικειμενικά σωστή) κριτική δεν με
ενδιαφέρει διόλου. Για μένα μετράει το
γεγονός πως, μέχρι τις αρχές του 2012, στο
δήγμα
και στο
διάπυροΝ
βγάλαμε μέσα σε τρία χρόνια (τα τρία
χρόνια της οικονομικής κρίσης) είκοσι
πέντε (αριθμός: 25) βιβλία – και μέχρι το
τέλος του 2012 προγραμματίζουμε άλλα έξι.
Από αυτά τα είκοσι πέντε βιβλία, μόλις
τα έξι είναι δικά μου. Ανάμεσα στα
υπόλοιπα ήταν το βιβλίο Η
πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική
(κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό
–και, αλίμονο, όλο και πιο επίκαιρο–
πολιτικό βιβλίο του 2010), δουλειές
συγγραφέων μεγαλύτερων ή και ομηλίκων
που έχουν μακροχρόνια πορεία στον
εκδοτικό χώρο, αλλά και τα βιβλία έξι
πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των
οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από 23
μέχρι 31 χρονών (είναι η Μαρία Φυντανή
και η Χαρά Σύρου στο θέατρο, ο Νίκος
Μπόνου και ο Πάνος Μανάφης στην πεζογραφία,
ο Χρήστος Διαμαντής και ο Κωνσταντίνος
Ποζουκίδης στην ποίηση). Ο χρόνος θα
δείξει τι θα κομίσουν τα βιβλία του
πλέγματος δήγμα-διάπυροΝ
– και
τούτο κατά το μείζον θα κριθεί από το
αισθητικό βάθος που θα γυρέψουν στα
επόμενα χρόνια οι συγγραφείς τους, ιδίως
οι πρωτοεμφανιζόμενοι, στους οποίους
πιστεύω με αφάνταστη ένταση. Ίσως γιατί,
μέσα στα πλαίσια του πεδίου
που σου περιέγραψα παραπάνω, τους νιώθω
ως κομμάτι του εαυτού μου…
Μια
ανάλογα σημαντική, τουλάχιστον για
μένα, συνάντηση στον εκδοτικό χώρο ήταν
και αυτή που έγινε το 2011 ανάμεσα στο
δήγμα/διάπυροΝ
και στις εκδόσεις Ευρασία του Φαίδωνα
Κυδωνιάτη. Η Ευρασία
ανέλαβε, ουσιαστικά αφιλοκερδώς, τη
διακίνηση των βιβλίων μας – και ταυτόχρονα
ανέλαβε την έκδοση της σειράς δήγμα-θέατρο,
όπου εκδίδονται σύγχρονα ελληνόγλωσσα
θεατρικά έργα, με έμφαση στις μεικτές
και μη νόμιμες φόρμες (ήδη έχουν εκδοθεί
από πέρσι τα τρία πρώτα βιβλία και
ετοιμάζεται για φέτος η δεύτερη τριάδα).
Η συνάντηση με την
Ευρασία
ξεκίνησε ως μια εκλεκτική συγγένεια
συμπάθειας και υποστήριξης της δουλειάς
μας – αλλά νιώθω πως εξελίσσεται ως
γόνιμη συμπόρευση αισθητικής (και αυτό
με γοητεύει πάρα πολύ).
Επίσης,
σε αυτή την πενταετία, κάτι άλλαξε (ή
έστω: εξελίχτηκε) στον τομέα του
βιοπορισμού μου. Όντας αποκλεισμένος
από τη δυνατότητα να βιοπορίζομαι
γράφοντας (από το 2005, οπότε μίλησα υπέρ
του δικαιώματος να μιλιέται και να
διδάσκεται η μακεδόνικη γλώσσα),
αναγκάστηκα να γίνω, ακριβώς πριν πέντε
χρόνια, κάτι σαν ελεύθερος επαγγελματίας
(ή «πωλητής του εαυτού μου»). Έτσι, το
2007 ξεκίνησα κύκλους σεμιναρίων για τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό, πρώτα στη Θεσσαλονίκη
κι από πέρσι και στην Αθήνα. Τα σεμινάρια
αυτά αφορούν ένα ευρύτατο φάσμα της
πολιτισμικής διαμόρφωσης της Δύσης: η
αρχαία τραγωδία, η Ιταλική Αναγέννηση,
η ευρωπαϊκή ζωγραφική οχτώ αιώνων, η
ιστορία της πορνογραφίας, η ελληνική
ποίηση και πεζογραφία, ο κινηματογράφος
ως σύνολη τέχνη, η ιστορία του τρεμάμενου
σώματος ως ηθική και μετα-ηθική αξία
είναι τα θέματα που μέχρι τώρα έχουν
αναπτυχθεί. Όπως καταλαβαίνει κανείς
κι από την απλή ανάγνωση της θεματογραφίας,
η αποτυχία του εγχειρήματος μοιάζει
προοικονομημένη: ένας (στην καλύτερη
περίπτωση) ημιμαθής άνθρωπος προσπαθεί
να μιλήσει για όλα. Ωστόσο τούτη η
διαδικασία, παρ' όλη την αποτυχία της,
μου δωρίζει ανέλπιστα γόνιμες συναντήσεις
με ανθρώπους, μέσα στην αναζήτηση ενός
προσωπικού βάθους σε ό,τι ονομάζουμε
«πολιτισμική Ιστορία»
Τέλος
(απο)μένει το γράψιμο, οι αφηγήσεις (των
ιστοριών ή της μιας ιστορίας που δεν
τελειώνει) – αυτό που, κάπως γενικόλογα
(και αμήχανα), ονομάζουμε λογοτεχνία.
Οι ρήξεις, αισθητικές τούτη τη φορά,
ήταν και πάλι το προσωπικό προσδοκώμενο·
ωστόσο, στη λογοτεχνία (στην τέχνη
γενικότερα) οι ρήξεις δεν αναγγέλλονται
και δεν προσδιορίζονται: παραμένουν
αίνιγμα μάλλον μεγαλύτερο από μια
πενταετία – ή και από μια ολόκληρη ζωή.
Έτσι, συνέχισα να γράφω στα τυφλά –
προσπαθώντας να κατανοήσω τα ετεροειδή
γραπτά μου και τις εναλλασσόμενες φόρμες
ως ένα
σύνολο
που μπορεί να υποστηρίξει (: να θρέψει)
με όρους ζωτικούς τον εαυτό του.
Νιώθεις,
την εποχή που ζούμε, η αθόρυβη αφοσίωση
στη λογοτεχνία να είναι ένα είδος
«ακτιβισμού»,
ίσως πιο κραυγαλέο και από τον ίδιο τον
ακτιβισμό; Το ρωτάω σε σένα, που έχεις
υπάρξει ενεργός ακτιβιστής για τα
ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα
ήθελα να μπορώ να ενστερνιστώ τούτη τη
σκέψη, αλλά δεν την πιστεύω. Ακτιβισμός
είναι να διαθέτεις χρόνο, ψυχή, χρήματα,
δεξιότητες και ό,τι άλλο έχεις για να
υποστηρίξεις συνανθρώπους που βρίσκονται
σε απελπισία, σε ανάγκη, σε αδυναμία:
δηλαδή, να υποστηρίζεις αρρώστους, να
συμμετέχεις σε αιμοδοσίες, να φυτεύεις
δέντρα, να προστατεύεις δάση, να
υποστηρίζεις κοινωνικά μειονεκτούντες,
να αγωνίζεσαι για τα ανθρώπινα δικαιώματα
ή για τα δικαιώματα των ζώων ή για την
προστασία της φύσης – να διαθέτεις
εαυτόν, δίχως αντάλλαγμα, σε οποιαδήποτε
υπόθεση εκφράζει μέσα στο μυαλό σου το
κοινό
καλό.
Αντίθετα, η λογοτεχνία δεν μπορεί να
έχει ως σκοπό το κοινό
καλό,
αλλά τον προσωπικό σπαραγμό. Ως εκ
τούτου, δεν είναι ακτιβισμός (κάτι τέτοιο
θα μου φαινόταν από καταστροφικό έως
ολέθριο) – η τέχνη είναι, στην καλύτερη
περίπτωση, κανιβαλισμός του εαυτού,
αυτοφαγία.
Μπορεί,
βέβαια, να αντιτάξει κανείς πως ο
προσωπικός σπαραγμός (: η αυτοφαγία) του
Ντοστογιέφσκι ή του Κάφκα ή του Ευριπίδη
έκαναν τη ζωή μας βαθύτερη,
άρα ομορφότερη.
Συμφωνώ απολύτως σε αυτό – αλλά το βάθος
της Μήδειας ή του Ρασκόλνικοφ δεν
προέκυψαν ως αναζήτηση του κοινού
καλού
– ούτε γεννήθηκαν μέσα από οποιαδήποτε
κοινωνική στοχοθεσία. Η τέχνη γεννιέται
ως ανάγκη (ως πείνα)
του εαυτού για τον αυτοδιαμελισμό του
(που είναι και μια –η ύψιστη;– μορφή
αυτοεκπλήρωσης) – και στη συνέχεια
δοκιμάζει την όποια αισθητική της δύναμη
στους ανθρώπους που την προσλαμβάνουν,
λίγους ή περισσότερους. Στον ακτιβισμό
έχουμε την αντίθετη διαδικασία: ο εαυτός
τίθεται συνειδητά στην υπηρεσία ενός
άλλου (προσώπου, συνόλου, κοινωνικού
αγαθού). Η λογοτεχνία, από τη ρίζα της,
είναι εγωτική· σε αντίθεση με τον
ακτιβισμό, που εκκινεί από την ώση ενός
ψυχικού αλτρουϊσμού.
Το
τελευταίο διάστημα έχεις γράψει μια
σειρά από θεατρικά έργα – La
última
noche
ή οι καρχαρίες
(2010), Historia
de
un
amor
ή τα μυρμήγκια
(2011) και Μένγκελε
(2012). Γιατί αυτή η στροφή στο θέατρο; Ίσως
είναι μια ανάγκη να επικοινωνήσεις πιο
άμεσα με τους άλλους, με το κοινό;
Όχι,
σε καμία περίπτωση δεν συνέβη κάτι
τέτοιο. Όπως ξέρεις, αποστρέφομαι το
«κοινό»
– το θεωρώ ένα άμορφο και διόλου
γοητευτικό τέρας, μικρό ομοίωμα του
τέρατος Λαός.
Δεν με ενδιαφέρει κανένα κοινό
και κανένας Λαός.
Έγραψα τα «θεατρικά έργα» μου (τα οποία
βάζω σε εισαγωγικά) ως μια σειρά αφηγήσεων
προορισμένων για να διαβαστούν – με
τον ίδιο τρόπο που γράφω αφηγήσεις
μεταμφιεσμένες σε στιχουργήματα, σε
έπη ή επύλλια, σε σενάρια, σε λίστες, σε
προφητείες, σε περικοπές, σε παραμύθια,
σε ό,τι μεικτό και μη νόμιμο μπορεί να
οδηγήσει στο αφηγηματικό
απροσδόκητο
που μας τραβάει από τα ρουθούνια (συγγνώμη
για την υπερ-λογοτεχνική διατύπωση,
αλλά με εκφράζει έντονα).
Πιο
συγκεκριμένα: εδώ και αρκετά (ίσως και
δεκαπέντε) χρόνια είχα σκεφτεί μια σειρά
ιστοριών (: αφηγήσεων) τρόμου, όπου ο
ένας πρωταγωνιστής θα «έπλαθε» τον
άλλον – ώσπου στο τέλος τα δημιουργήματα
θα παίρνανε τη θέση των πρωτοτύπων, με
τον ίδιο τρόπο που φτιάχνεις ένα τέρας
και το τέρας αυτό σε καταπίνει. Αυτές
οι ιστορίες ξεπερνούσαν τις τριάντα –
ωστόσο, μου έλειπε η φόρμα του εγχειρήματος:
η αφηγηματική μορφή που τους έδινα
(παραδοσιακές νουβέλες-θρίλερ) δεν με
ικανοποιούσε διόλου. Έτσι έμειναν
ημιτελείς ή μισοσχεδιασμένες, μαζί με
τα άλλα ξεχασμένα αρχεία του υπολογιστή.
Κάποια στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα,
το 2010, ένιωσα ότι βρήκα έναν τρόπο να
αφηγηθώ (κατά τη γνώμη μου) επαρκώς τις
ιστορίες αυτές. Έτσι ξεκίνησα να γράφω
εκ νέου τις παλιές ιστορίες, όπου μέσα
σε μια φόρμα θεάτρου δωματίου οι άνθρωποι
πλάθανε με τους όρους του θρίλερ
(ψυχολογικού, θεολογικού, υπαρξιακού ή
όπως αλλιώς) τον άλλο, τον εαυτό τους,
το παρελθόν και το μέλλον τους, τις γύρω
συνθήκες, το τέλος τους. Αυτή η συνθήκη
(της αλληλοδιαμόρφωσης) νιώθω πως πλέον
στρέχει μέσα μου ακόμη κι αν διαβάζω
παλιές ιστορίες (τις Βάκχες
π.χ. ή τον Άμλετ):
αν την πιστέψεις πολύ, μπορεί να σε
τραβήξει βαθιά μέσα της.
Έτσι
βρέθηκα να γράφω, μαζί με άλλα συγγραφικά
σχέδια, τούτες τις αφηγήσεις σε θεατρική
μορφή, τα «θεατρικά έργα» μου, τα οποία
λογαριάζω ως ένα συνολικό αφηγηματικό
project.
Πιστεύοντας πως δεν θα ενδιαφέρουν παρά
ελάχιστους, δημοσίευσα μία από αυτές
στο Internet.
Η αντίδραση που ακολούθησε με έκανε να
την εκδώσω σε τυπωμένο βιβλίο και να
προγραμματίσω τη διαδικτυακή έκδοση
κι άλλων αντίστοιχων «έργων». Έτσι,
σήμερα κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο τα
τρία έργα που προανέφερες (La
última
noche
ή οι καρχαρίες,
http://www.triaridis.gr/noche/
2010, Historia
de
un
amor
ή τα μυρμήγκια,
http://www.triaridis.gr/amor/
2011, Μένγκελε,
http://www.triaridis.gr/mengele/
2012) και ενδέχεται, μέχρι το τέλος του
2012, να κυκλοφορήσουν άλλα τρία.
Ήταν
για μένα έκπληξη το ότι ο κόσμος του
θεάτρου έδειξε ενδιαφέρον για αυτά τα
«θεατρικά έργα». Εγώ τα έγραψα έχοντας
στο μυαλό μου μονάχα την αναγνωστική
τους πιθανότητα, δίχως να κατανοώ την
έννοια της θεατρικότητας
(δεν έχω τη θεατρική παιδεία για κάτι
τέτοιο, καθώς γνωρίζω –όσο γνωρίζω–
τα θεατρικά έργα ως κείμενα και όχι ως
βιωμένες παραστάσεις). Τα δημοσίευσα
στο Διαδίκτυο και δεν επιχείρησα να τα
προωθήσω πουθενά. Εξάλλου, δεν γνώριζα
κανέναν από τον θεατρικό χώρο για να το
κάνω· οι άνθρωποι του θεάτρου ήρθαν και
με βρήκαν, και όχι εγώ αυτούς. Έτσι
ξεκίνησε η εμπλοκή μου με το χώρο του
θεάτρου (συγκεκριμενοποιήθηκε εκδοτικά
με τη σειρά δήγμα/θέατρο που ξεκινήσαμε
με τις εκδόσεις Ευρασία)· μα εξακολουθώ
να νιώθω πως δεν είμαι «άνθρωπος του
θεάτρου», πως μονάχα αφηγούμαι ιστορίες.
Και το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που
δίνεται αυτή η συνέντευξη, ετοιμάζονται
δύο παραστάσεις «έργων» μου στην Αθήνα
–το Historia
de
un
amor
ή τα μυρμήγκια
(σκηνοθεσία: Πέμη Ζούνη-Κώστας Φιλίππογλου,
με πρωταγωνιστές τους ίδιους) και το La
última
noche
ή οι καρχαρίες
(σκηνοθεσία: Δημήτρης Γιαμλόγλου, με
πρωταγωνιστές τη Μυρτώ Αλικάκη και τον
Λεωνίδα Κακούρη), με γεμίζει συγκίνηση
και ευγνωμοσύνη προς όλους αυτούς τους
συντελεστές.
Στο
πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο σου Τα
χλωρά διαμάντια * τα δειλινά των
γκαβλωμένων ανθρώπων
(Βιβλίο
πρώτο: δειλινά 1-333,
δήγμα 2011, και Διαδίκτυο:
http://www.triaridis.gr/diamonds/bookone/)
είναι σαν να επιχειρείς μια αφήγηση
διάλυσης και επανασυγκόλλησης του
κόσμου με έναν τρόπο που δεν σημαίνει
τίποτα, που δεν κρύβει από κάτω ένα και
μόνο νόημα, μια ερμηνεία. Ποια είναι η
δική σου πρόθεση και πού εδράζεται;
Τα
χλωρά
διαμάντια
είναι (: θα ήθελα να είναι) μια προσπάθεια
αντι-νοηματοδότησης του ιστορικού
κόσμου, η ανασκευή του σε διάπυρο σάρμα
– σε δειλινό των γκαβλωμένων ανθρώπων.
Η λέξη σάρμα
παραπέμπει στον Ηράκλειτο – και σημαίνει
τον άμορφο και άχρηστο σωρό, κάτι σαν
ντούμπα με σκουπίδια: σάρμα
είκη κεχυμένων ο κάλλιστος ο
κόσμος. Στα
κεφάλαια-δειλινά
των χλωρών
διαμαντιών
ελευθερώνονται τα πλάσματα μιας (ας την
πούμε έτσι) αυτοφαγικής, μετα-ιστορικής
μυθολογίας: Επινοητές που ανασκευάζουν
τον κόσμο, παραλογισμένοι Εξωγήινοι
που μπλέκονται στο έργο τους, Επινοημένοι
που αγριεύουν και αυτονομούνται σαν το
δημιούργημα του Φρανκενστάιν, τέρατα
κάθε είδους και κάθε εποχής, χταποδάνθρωποι,
σοφοί κροκόδειλοι, δυστυχισμένοι
αθάνατοι, εμμονικοί δικέφαλοι, ενωμένοι
Ανδρόγυνοι, ζωντανά νερά, νοεροί
δολοφόνοι, Χρονομηχανές, διαστημόπλοια,
Πυραμίδες, βγαλμένα μάτια,
κοσμήματα-ρουφήχτρες, Θεοί, διάβολοι,
άγγελοι, δαίμονες, ασώματα ζωντανά
κεφάλια, ρομπότ, αρχαίοι και μέλλοντες
πόλεμοι, η Σύνδεση και ο Παγκόσμιος
Εγκέφαλος των Συνδεδεμένων,
άνθρωποι-καθρέφτες, ανθρωποφάγοι,
βασιλιάδες που εκσπερματώνουν χρυσάφι
κι άλλοι που εκσπερματώνουν φίδια,
νεκροζώντανοι, Αόμματοι, υπερόπλα,
όνειρα που βγήκαν από τον ύπνο, άνθρωποι
που ζουν μια δεύτερη ζωή στο όνειρό
τους, γοργόνες, Μέδουσες, τρικέφαλοι
σκύλοι, νεκραναστημένοι εραστές, γυναίκες
που με το μουνί τους κατακαίνε ανθρώπους,
άλλες που τραγουδάν με αυτό, βασίλισσες
που χύνουν μπλε μέλι, Αποκεφαλιστές που
αποκεφαλίζουν τους εαυτούς τους, ποιητές
που μεταμορφώθηκαν σε χέλια, Βοηθοί
Επινοητές που σπέρνουν μουνιά όπου
φιλούν, εικόνες που ζωντανεύουν κι άλλες
που καταπίνουν σπέρμα ή αφανίζουν τον
κόσμο, αρχαίες ψωλές, λαίμαργοι Μεσσίες,
λουλούδια-μουνιά, η Συντέλεια του κόσμου,
ο διαβολικός Τριάρ που απεργάζεται τον
θάνατο των άλλων Επινοητών, ο *** που το
όνομά του δεν προφέρεται αλλά είναι
εκείνος που ξέρουμε όλοι – κι άλλοι
αναρίθμητοι.
Τα
χλωρά
διαμάντια ήρθανε
(: έρχονται
είναι η σωστή λέξη) ως συνέχεια του
προηγούμενου βιβλίου
ομόκεντρων κύκλων
που έγραψα, των μελένιων
λεμονιών
(Διαδίκτυο 2005, http://www.triaridis.gr/melenia/,
έντυπη έκδοση: τυπωθήτω 2007). Στα λεμόνια
ο υπότιτλος ήταν η
διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων
– στα διαμάντια ο υπότιτλος πλέον κάνει
λόγο για το
δειλινό των γκαβλωμένων ανθρώπων.
Τα δυο κείμενα
(;) έχουν το ίδιο συκώτι που τα αιματώνει,
αλλά άλλη ανθρωπότητα,
που στήνεται γύρω από αυτό το συκώτι.
Τα λεμόνια
(νομίζω πως) είναι ό,τι πιο προσωπικό
μπορούσα να γράψω: η αποτυχημένη
προσπάθεια για μια αντιδιαθήκη, για ένα
κείμενο που στοχοθετεί στο να αναιρέσει
την κειμενικότητά του και εν τέλει τον
ίδιο του τον εαυτό. Όταν τα έγραφα,
πίστευα πως μπορούσε να γίνει αυτό:
μόλις ωστόσο ολοκληρώθηκαν (και αυτό
το λέω και στη συνέντευξή μας του 2007),
κατάλαβα πως αυτό που περιέγραφαν (μια
ανίερη ιερότητα) ήταν άτοπο – ενδεχομένως
συναρπαστικό για κάποιους, αλλά άτοπο.
Έτσι, στη συνέχεια θα έπρεπε να πάω
παρακάτω, να γυρέψω ανίερο τόπο
ανασκευάζοντας ό,τι θεωρούσα ιερό.
Συνακόλουθα, έπρεπε να στοχοθετήσω είτε
σε ένα Ιερό
Βιβλίο
είτε σε ένα μη
βιβλίο
. Φυσικά, προτίμησα το δεύτερο, λόγω της
προφανούς μεγαλομανίας μου: καλύτερα
να προσβλέπεις σε κάτι που γεννιέται
δυο χιλιάδες χρόνια μετά, παρά σε κάτι
που συνέβη δυο χιλιάδες χρόνια πριν.
Το
βιβλίο
των χλωρών διαμαντιών
γράφτηκε (: γράφεται
είναι η σωστή λέξη) για να αλλάζει
από μόνο του, να μεταλλάσσεται
μέσα στη θάλασσα του Διαδικτύου και τον
ερχόμενο κόσμο της (ασώματης;) Διασύνδεσης
των ανθρώπων. Τα Κεφάλαια-δειλινά
που
αλληλοδιαδέχονται στο
βιβλίο
αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου,
ανασκευάζονται, απάγονται, εξαφανίζονται,
ανασυστήνονται, αναγεννιούνται σαν
τέρατα – διότι είναι
τέρατα. Το βιβλίο γράφτηκε για αυτό το
Διασυνδεδεμένο Χάος – το τύπωσα σε
έντυπη έκδοση για τους λίγους φίλους
και για λόγους προσωπικής παλαιικής
ματαιοδοξίας και ευχαρίστησης. Αλλά
και η διαδικτυακή έκδοση που έφτιαξα
το 2011 (http://www.triaridis.gr/diamonds/)
απηχεί τις περιορισμένες μου δυνατότητες
ως προς τη χρήση του μέσου και πρέπει
να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και
μόνο ως μια βάση δεδομένων (μια βάση,
ελπίζω, επιμολυντική) για αυτό
που θα έρθει.
Και σε αυτό
που θα έρθει
(και θα το φτιάξουν ως διαδραστικό
διαδικτυακό σύμπαν τα παιδιά που
γεννιούνται σήμερα), φαντάζομαι τα χλωρά
διαμάντια
διάσπαρτα στο χάος με κεφάλαια-δειλινά
που θα αυτοκαταστρέφονται, θα αιμορραγούν,
θα εξαπλώνονται ως ιός, θα πολλαπλασιάζονται
ανεξέλεγκτα και δίχως καμία πιθανότητα
περιορισμού, θα τυφλώνουν τον αναγνώστη,
θα τον κουφαίνουν, θα τον παραλύουν, θα
τον εξαναγκάζουν να τους αφήσει μέλη
του σώματός του ως λύτρα, εν τέλει θα
τον τιμωρούν για την ηδονή που του
προσφέρουν – διότι ο καιρός της αδάπανης
ανάγνωσης θα έχει τελειώσει.
Ο
κόσμος των χλωρών διαμαντιών είναι ο
αντικατοπτρισμός του κόσμου – ένας
τερατικός αντικατοπτρισμός που έξαφνα
αυτονομείται και κατατρώγει τον
πρωτότυπο. Κατά κάποιο τρόπο, ένα
βιβλίο-τέρας
που κατατρώγει τον κόσμο τον οποίο
καλείται να αφηγηθεί – ένα θρίλερ. Κι
από όσα πράγματα κάνω
στο γράψιμο –και τα οποία θεωρώ ένα
ενιαίο project–
τα χλωρά
διαμάντια
είναι και θα είναι το κέντρο μου, η
κεντρική μου αρτηρία. Και δεν είναι δικό
μου
βιβλίο, δεν είναι ούτε καν βιβλίο.
Είναι η εκκίνηση ενός συλλογισμού που
θα μείνει προγραμματικά ατελείωτος.
Δικιά μου είναι η βούληση για την
απελευθέρωση του υλικού – του συλλογισμού,
αν θες καλύτερα. Εκεί έρχονται οι άλλοι
– και γι' αυτό κυκλοφορώ το βιβλίο στο
σύνολό του και το καθένα Κεφάλαιο-δειλινό
ξεχωριστά χωρίς το όνομά μου. Ελπίζω (:
θέλω
να πιστεύω, προσδοκώ, εύχομαι
– βάλε όποιο ρήμα νιώθεις λιγότερο
επηρμένο) πως οι αναγνώστες του θα
αρχίζουν να το οικειοποιούνται,
να το κατανοούν ως τέρας τους, να το
τρώνε ως σώμα τους, να το παραλλάσσουν,
να το αναγεννούν, να το αναδιατάσσουν,
να το ανασκολοπίζουν, να το ρημάζουν,
να το κάνουν κάτι άλλο, κάτι καινούριο,
κάτι αληθινά τρομερό για τις εποχές της
θανατερής φρόνησης. Ελπίζω οι αναγνώστες
του να γίνουν οι επόμενοι συγγραφείς
του, οι επερχόμενοι
άλλοι,
ενδεχομένως ακόμη και στο επίπεδο του
Δεύτερου
και του Τρίτου
Βιβλίου
(ή όποιου άλλου – και ο Γιάννης Ευαγγέλου
είναι ήδη ο πρώτος από αυτούς). Τα χλωρά
διαμάντια
αποσκοπούν στη διανοητική μόλυνση των
συγγραφέων του, των αναγνωστών του και
–κατ’ επέκταση– της ανθρωπότητας.
Χαίρομαι
που επισημαίνεις πως ο τρόπος της
επανασυγκόλλησης του κόσμου στα χλωρά
διαμάντια
«δεν σημαίνει τίποτε». Μακάρι να ισχύει
αυτό. Πιστεύω πως στην εξελικτική πορεία
του πολιτισμού οι ανθρώπινες αφηγήσεις
νοηματοδότησαν το αδιανόητο
(το ονόμασαν Θεό,
Πεπρωμένο, Δίκη, αγάπη, ηθική
ή ό,τι άλλο) και, ουσιαστικά, έκαναν τον
κόσμο κατανοητό και εφικτό – και συνάμα
κανονικοποίησαν τη φαντασία και σκλάβωσαν
τους ανθρώπους. Αν θέλουμε να πάμε
παραπέρα (και καθώς είμαστε άνθρωποι,
πάντοτε
θέλουμε
να πάμε παραπέρα), έχουμε να επανασυστήσουμε
το αδιανόητο, αυτό «που δεν σημαίνει
τίποτε», και ως εκ τούτου μπορεί να μας
δώσει τη δυνατότητα της ελευθερίας.
Αυτό το αδιανόητο
είναι το στοίχημα: είτε θα το γυρέψουμε
πεινασμένοι είτε θα πεθάνουμε χορτάτοι.
Νιώθω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη
ανθρώπινη κατάντια από αυτήν τη χόρταση
– να πάψεις να πεινάς για το αδιανόητο.
Σε τούτο το
αδιανόητο
προσβλέπουν τα χλωρά
διαμάντια.
Από
την αρχή γνωρίζοντας και στη συνέχεια
παρακολουθώντας το έργο σου και την
εξελικτική του πορεία, βρίσκω σε όλη
αυτή την αντι-θεϊστική στάση μια βαθύτατα
θεολογική θεώρηση του κόσμου, που μπορεί
να γοητεύσει το ίδιο έναν άθεο και ένα
θρησκευόμενο. Η προσήλωσή σου αυτή στον
άνθρωπο ως κέντρο –όχι μόνο των αφηγήσεών
σου, αλλά και της κοσμοθεωρίας και της
βιοθεωρίας σου– πώς οικοδομήθηκε, πώς
προέκυψε; Πώς έλαβες αυτή την απόφαση;
Ο
Θεός
(μαζί με όλα τα παράγωγά του: Υιό,
Άγιο Πνεύμα, αγγέλους, δαίμονες, διάβολο,
Κόλαση, Παράδεισο, Δευτέρα Παρουσία)
είναι ένα φριχτό όσο και μεγαλειώδες
τέρας – ο Μπόρχες γράφει πως κανένα
τέρας στον κόσμο δεν είναι τόσο ποικιλμένο
όσο ο τριαδικός Θεός. Όλα τα τέρατα με
γοητεύουν (μου
παίρνουν το μυαλό,
αυτή είναι η ακριβής έκφραση) – στα
βιβλία μου λανθάνει (ή κραυγάζει την
ύπαρξή της) μια τερατομανία – βασικό
δομικό υλικό της θεολογίας. Καταλαβαίνεις,
λοιπόν, πόσο μπορεί να με διεγείρει ένα
τέρας τέτοιων προδιαγραφών όπως ο Θεός.
Το
κακό με τον Θεό
είναι ότι υπήρξε το φονικότερο τέρας
της Ιστορίας· μπροστά του, η Λερναία
Ύδρα μοιάζει με λούτρινο αρκουδάκι.
Διότι αναγνωρίζω μεν στον Θεό
πως είναι απείρως γοητευτικότερος από
τον απλοϊκό Τζέισον και τον γκροτέσκ
Φρέντι Κρούγκερ – αλλά (ευτυχώς για
όλους) ο Φρέντι Κρούγκερ και ο Τζέισον
έχουν «σκοτώσει» μερικές δεκάδες
«ανθρώπους» στα
ψέματα,
πάνω στο κινηματογραφικό πανί, ενώ
(δυστυχώς για όλους) ο Θεός
μέσα στους αιώνες της Ιστορίας έχει
σκοτώσει εκατομμύρια αληθινών ανθρώπων,
έχει σκλαβώσει δισεκατομμύρια και έχει
σπείρει τον τρόμο, την προκατάληψη, την
άγνοια, το μίσος, την κτηνωδία σε ολόκληρη
την ανθρωπότητα. Το πρόβλημα με τον Θεό
δεν είναι ότι κάποιος τον φαντάστηκε
(πολύ καλά έκανε και τον φαντάστηκε –
το να επινοείς ποικιλμένα τέρατα είναι
στοιχείο πνευματικής ακμής), αλλά ότι
κάποιος τον λογάριασε και τον επέβαλε
ως Ιερή
Αλήθεια.
Αυτό ήταν καταστροφικό: ο Θεός
με κεφαλαίο θήτα σκοτώνει – με τον ίδιο
τρόπο που κάθε διακηρυγμένη ιερότητα
σκοτώνει. Έτσι (προσπαθώ να) αντιμάχομαι
αυτόν τον ιερό Θεό
με τον ίδιο τρόπο που (προσπαθώ να)
αντιμάχομαι κάθε φονική απανθρωπιά.
Και συνακόλουθα, λογαριάζω τις θρησκείες
ετούτου του Θεού
ή των Θεών
(όλες τις θρησκείες, μεγάλες ή και
μικρότερες) παγίδες θανάτου και μηχανές
σκλαβιάς, μίσους και φανατισμού.
Η
ιεροποίηση (: η ενθέωση) ακυρώνει το
σπαραγμό από κάθε ζωτικό θρύλο του
ανθρώπινου πολιτισμού. Κάπως έτσι έγινε
θρησκεία ο μεγαλύτερος εραστής της
ανθρώπινης μυθολογίας: είναι ο Ιησούς,
ο Χριστός,
ο Ραββουνί,
ο κουρελής που γυρνούσε στις αμμούδες
και πλάγιαζε με τους ζητιάνους και τις
πόρνες. Έχω μιλήσει αναλυτικά για αυτή
την απερίγραπτη ανηθικότητα του
Χριστιανισμού (και προτού από μένα
πολλοί άλλοι – και πρωτίστως ο
Ντοστογιέφσκι στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή
της Σεβίλλης», στο 5ο
κεφάλαιο του Δεύτερου Βιβλίου των
Αδελφών
Καραμαζόφ):
τα μελένια
λεμόνια είναι
η προσπάθεια αποθρησκειοποίησης τούτης
της παράφορης ιστορίας, μια ματαιοπονία
για την αντίχριστη
ανάσταση
τούτου του σώματος, τούτου του γκαβλωμένου
αντικατοπτρισμού. Εάν ο Χριστός
ονομάστηκε και επιβλήθηκε ως Θεός,
ο αληθινός Χριστός είναι ο αντίχριστος
– κάποιος που θα δοθεί στους άλλους όχι
ως Οδός,
αλλά ως χαμός του εαυτού του.
Κάπως
έτσι διαμορφώθηκε η αντιθεϊστική και
αντιθρησκευτική στάση μου ως περίπου
αυτονόητη προϋπόθεση για να γυρέψει
κανείς την ανθρωπινότητα
– αυτό δηλαδή που προφανώς εννοείς
μιλώντας για την «προσήλωση στον άνθρωπο»
ως κέντρο της «κοσμοθεωρίας» και της
«βιοθεωρίας» μου: δεν μπορώ να πω πως
με εκφράζουν οι λέξεις «κοσμοθεωρία»
και «βιοθεωρία» (η πρώτη μυρίζει ανθρώπινο
κρέας, ή δεύτερη παραπέμπει σε βιβλία
λαϊκής ψυχολογίας). Ούτε μπορώ να πω πως
η λέξη «απόφαση» (που επίσης χρησιμοποιείς
στην ερώτησή σου) εκφράζει την
πραγματικότητά μου. Ωστόσο, υπήρξε μια
διαδοχή προσωπικών γεγονότων, απόλυτα
συνηθισμένων για έναν άνθρωπο της
ηλικίας μου (και όχι μόνο), αλλά οριακά
κρίσιμη για μένα τον ίδιο.
Βρέθηκα
να υπηρετώ ως στρατιώτης (δηλαδή: ως
υποψήφιος δολοφόνος) στον Ελληνικό
Στρατό στα χρόνια 1994-1995 (επιλογή για την
οποία ντρέπομαι βαθύτατα και εξακολουθητικά
– γι’ αυτό, εξάλλου, 14 χρόνια αργότερα
έγινα αντιρρησίας συνείδησης στην κλήση
εφεδρικής στράτευσης). Επί δεκαπέντε
μήνες εκπαιδευόμουνα ως πολυβολητής
στα όπλα που φτιάχτηκαν για να σκοτώνουν
ανθρώπους. Στις βολές με το πολυβόλο
Browning
0,50 μάθαμε να διαμελίζουμε στόχους από
ξύλο και φελιζόλ, κραυγάζοντας σε κάθε
επιτυχημένη βολή. Θυμάμαι την κτηνώδη
αίσθηση ηδονής που με διαπερνούσε, μαζί
με ολόκληρο το συνεργείο του πολυβόλου,
καθώς κολλούσα το δάχτυλο στη σκανδάλη
λιανίζοντας τους ξύλινους στόχους που,
αλίμονο, είχαν το σχήμα ανθρώπων.
Πέντε
χρόνια αργότερα διάβασα το Εάν
αυτό είναι ο άνθρωπος,
τη σπαρακτική μαρτυρία του εγκλεισμού
του Πρίμο Λέβι στο Άουσβιτς (για μένα,
για λόγους που έχω γράψει άλλοτε, αυτό
είναι το σημαντικότερο βιβλίο του
μεταπολεμικού κόσμου). Το βιβλίο (ίσως
επειδή το διάβασα στις ειδικές
συναισθηματικές συνθήκες) μου προκάλεσε
αναγνωστικές αντιδράσεις που νόμιζα
πως είχαν παρέλθει οριστικά μαζί με την
πρώτη εφηβεία. Ιδίως στο κεφάλαιο «Το
άσμα του Οδυσσέα» έκλαιγα με λυγμούς:
μέσα στο ζόφο του τελετουργικού φόνου
και της απόλυτης ανθρώπινης εκμηδένισης
του Lager,
ο αφηγητής γυρεύει μια ανθρώπινη
εκπλήρωση, παλεύοντας με κολοβές λέξεις
να εξηγήσει σε έναν γαλλοεβραίο
συγκρατούμενο έναν αναχρονισμό του
Δάντη. Διαβάζοντας εκείνες τις σελίδες
ένιωσα πως, ακόμη και στο στομάχι της
Κόλασης,
οι άνθρωποι μπορούν να εκπληρώνονται
με ανθρώπους, άρα, ακόμη και τότε, η
υπόθεση της ζωής παραμένει ανοιχτή. Και
τότε θυμήθηκα τον εαυτό μου να λιανίζει
τους ανθρώπινους στόχους: μέχρι τότε
το σκεφτόμουν απλά ως μια φυσιολογική
του ανθρώπινου ορμέφυτου της βίας·
ωστόσο, εκείνο το βράδυ σκέφτηκα πως
αυτοί οι στόχοι ομοίωναν κάποιους
αληθινούς ανθρώπους – και πως οι άνθρωποι
αυτοί κάπου
υπήρχαν.
Δυο
εβδομάδες αργότερα βρέθηκα σε ένα
μαιευτήριο και είδα
με τα μάτια μου (: έζησα)
να γεννιέται ένας άνθρωπος – και αυτό
που είδα είναι ό,τι επαναλαμβάνεται
καθημερινά σε όλα τα μαιευτήρια του
κόσμου. Μέσα από την τρομερή ιαχή της
γέννας και από την απερίγραπτη ώση της
τελικής ωδίνης, μέσα από μια γυναίκα
που αγαπήθηκε, μέσα από ένα τρεμάμενο
σώμα που λατρεύτηκε, βγήκε ένα άλλο
τρεμάμενο σώμα, ένας καινούριος άνθρωπος
που κλαίγοντας έπαιρνε την πρώτη του
ανάσα. Και τότε, με τη συγκίνηση εκείνης
της στιγμής, σκέφτηκα πως το ανεπανάληπτο
που ζούσα είναι η διαρκώς επαναλαμβανόμενη
κοινή ανθρώπινη αφετηρία μας, πως ένα
αόρατο αλλά αχάλαστο νήμα ένωνε την
ανθρωπότητα – από το μωρό αυτό μέχρι
τους προγραμματισμένους στο χαμό ήρωες
του Πρίμο Λέβι, αλλά και μέχρι τους
ανθρώπους τους οποίους ομοίωναν οι
στόχοι που λιάνιζα με το πολυβόλο πέντε
χρόνια νωρίτερα: και
εγώ και
αυτοί και
όλοι οι άνθρωποι όλων των αιώνων έτσι
γεννηθήκαμε, έτσι γεννιόμαστε και έτσι
θα γεννιόμαστε, τρεμάμενα σώματα από
τρεμάμενα σώματα, γεμάτα ηδονή και
σπασμό δημιουργίας, και κανένας δεν
έχει το δικαίωμα, για κανέναν απολύτως
λόγο, να καταστρέφει ή να βλάπτει (ή να
εκπαιδεύεται για να λιανίσει) τούτη την
αδιαπραγμάτευτη ζωή, τούτη τη δοξαστική
λαμπρότητα των σωμάτων – εν τέλει, τούτη
την ανθρωπότητα.
Ό,τι
αποκαλείς «κοσμοθεωρία»
ή «βιοθεωρία»
μου είναι η πνευματική επεξεργασία
εκείνης της εμπειρίας. Πλέον δεν μπορούσα
να πιστέψω σε τίποτε άλλο εκτός από αυτό
που είδα
τότε: σε κανέναν Θεό φονιάδων, σε κανένα
λαό φονιάδων, σε κανένα κόμμα, γκρούπα,
ομάδα, αγέλη φονιάδων, σε καμιά πατρίδα
θανατερών συνόρων, σε καμιά θρησκεία
φόνου, σε καμιά ιδεολογία τρόμου, σε
κανέναν παπά, προφήτη, φιλόσοφο, σε καμιά
σημαία ή φλάμπουρο ή ύμνο που διδάσκει
στους ανθρώπους το μίσος. Πλέον μπορώ
να πιστεύω μόνο στο τρεμάμενο ανθρώπινο
σώμα που γεννιέται, ηδονίζεται και
γεννάει, στην απερίγραπτη ώση, στη ζωή
που περιέχει, στον τρομερό σπασμό που
κουβαλά. Και έκτοτε, ό,τι
δημιουργεί/γεννάει/λατρεύει/δοξάζει/ελευθερώνει
αυτό το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα είναι
το πολιτικό μου αίτημα (το πολιτικό
διακύβευμά
μου) – κι ό,τι χαλνάει/σκοτώνει/μισεί/ταπεινώνει/σκλαβώνει
το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα είναι η
πολιτική μου αποστροφή. Ίσως να μοιάζει
απλοϊκό, επίπεδα απλουστευτικό,
παιδαριώδες ή ό,τι άλλο, μα εδώ και δέκα
χρόνια αυτό το σχήμα καθόρισε όλες μου
τις πολιτικές επιλογές, τα γραπτά μου,
τη σκέψη μου, αυτό με οδήγησε στην ένταση
και την ακρότητα των βιβλίων και των
κειμένων μου – και, συνακόλουθα, σχημάτισε
τον ειρμό της ζωής μου.
photo: scalidi |
Είναι
λες και αντλείς από την παγκόσμια
δεξαμενή της σκέψης και της διανόησης
ένα διαρκές υλικό που μεταπλάθεις με
τον δικό σου τρόπο. Ποια αισθάνεσαι ότι
είναι εκείνα τα πνεύματα που έχουν
φωτίσει τη δική σου διανοητική διαδρομή
και δεν έχουν χάσει μέσα στο πέρασμα
των χρόνων τη λάμψη τους στα μάτια σου
και η γοητεία τους παραμένει ανέγγιχτη;
Όπως
ξέρεις, γυρεύω τη γοητεία
παντού, σε κάθε ιστορία, σε κάθε πολιτιστική
έκφραση, σε κάθε ανθρώπινη χειρονομία,
είτε είναι καλλιτεχνική είτε όχι: θα
ήθελα να διαβάζω τα πάντα, να βλέπω τα
πάντα, να ακούω τα πάντα, παλεύω να
κρυφακούσω τα πάντα. Και, φυσικά, ξέρω
πως ο κόσμος είναι απείρως μεγαλύτερος
από εμάς: και χίλιες ζωές να είχαμε οι
άνθρωποι, δεν θα τα καταφέρναμε ποτέ να
τα δούμε όλα, θα ήμασταν πάντοτε λειψοί,
κολοβοί, ανολοκλήρωτοι. Αυτό μου αρέσει
πολύ – γιατί σημαίνει πως μέχρι την
τελευταία ώρα μας υπάρχει η πιθανότητα
της μεγάλης συνάντησης, της μεγάλης
συγκίνησης, των διαμαντένιων
δακρύων,
για να θυμηθώ τον Αρμάν Χαβιέ Νταρτούιγ
(που τώρα τελευταία τον θυμάμαι συχνά).
Ωστόσο,
θα γίνω κάπως πιο συγκεκριμένος και θα
σου μιλήσω για αισθητικές (;) έλξεις μου.
Ανέκαθεν με γοήτευαν δύο πνευματικοί
άξονες της ανθρώπινης περιπέτειας: ο
τραγικός
κόσμος
(με την τραγική πείνα που ορίζει τον
πυρήνα του) και ο αφηγηματικός
αναθεωρητισμός
ως αισθητική στάση και ως μετα-ηθικός
στοχασμός. Ο τραγικός
κόσμος
(για τον οποίο έχω γράψει το βιβλίο Η
επερχόμενη πείνα * όταν οι άνθρωποι
ρίχνουμε τον κλήρο)
είναι μια κρυφή μαύρη τρύπα: μπορεί να
είναι μια κουκίδα, κάτι σαν την αιχμή
μιας βελόνας, ένα σχεδόν
τίποτε
που σε εσωτερικές πνευματικές συνθήκες
απροσδιόριστες (αυτό που ονομάζω πείνα)
μπορεί, σε μία μόνο στιγμή, να καταφάει
έναν άνθρωπο ή και όλο τον κόσμο μέσα
σε αυτόν τον άνθρωπο. Αυτή την τραγική
αιχμή/μαύρη τρύπα ο καθένας μπορεί να
τη δει σε διαφορετικά έργα: για μένα,
μια τέτοια εν δυνάμει μαύρη τρύπα είναι
φυσικά οι αρχαίες τραγωδίες (όχι όλες,
κατά τη γνώμη μου), είναι το τραγικό
τρίγωνο της Ιλιάδας
(Αχιλλέας-Πάτροκλος-Έκτορας), είναι το
υπό συνθήκη (δηλαδή: μέσα από μια
συγκεκριμένη αναγνωστική οπτική) τραγικό
τετράγωνο των Ευαγγελίων
(Ιησούς-Ιούδας-Ιωάννης-Μαγδαληνή), είναι
υπό μια (αντίστοιχη) συνθήκη αρκετοί
από τους ήρωες του Σέξπηρ, είναι το
ζωγραφισμένο τομάρι του Μιχαήλ Αγγέλου
στην Τελική
Κρίση
της Καπέλα Σιξτίνα, οι στερνοί πίνακες
του Καραβάτζιο, είναι ό,τι ζωγράφισε ο
Γκόγια στο «Σπίτι του Κουφού», είναι
φυσικά ένα μεγάλο μέρος του ρομαντισμού,
από τον Κάιν
του Μπάιρον μέχρι τη Σαλώμη
του Ουάιλντ, είναι φυσικά ολόκληρος ο
ύστερος Ντοστογιέφσκι (από το Έγκλημα
και τιμωρία
κι έπειτα), είναι το σύμπλοκο ζωής και
έργου στον Νίτσε, είναι οι τελευταίες
70 μέρες της ζωής του Βαν Γκογκ στην Οβέρ,
είναι ο Μικρός Πρίγκιπας, οι ήρωες του
Καμύ, είναι τα Παιδικά
χρόνια του Ιβάν
του Ταρκόφσκι, το Αποκάλυψη
τώρα
του Κόπολα, το Μάτια
ερμητικά κλειστά
του Κιούμπρικ, ο Αντίχριστος
του Τρίερ – και πολλά άλλα έργα. Είναι
ένας κόσμος που αντιλαμβάνεται το χαμό
ως κοιτίδα του εαυτού και διαχειρίζεται
αυτόν το χαμό δίχως κανένα προστατευτικό
(ηθικό, αισθητικό ή άλλο) φίλτρο.
Οι
αναθεωρητικές
αφηγήσεις
είναι μια άλλη επικράτεια που μπορεί
να σε ρουφήξει μέσα της – όχι ως μαύρη
τρύπα, αλλά ως αχανής αναπολλαπλασιασμός
μέσα σε ένα λαβύρινθο που δεν έχει
διέξοδο, ούτε κέντρο, αλλά κάτοπτρα που
αναπαράγουν μέσα τους κέντρα και
διεξόδους. Πυλώνες ετούτου του παιχνιδιού
των αντικατοπτρισμών είναι ο Καλλίμαχος,
ο Οβίδιος, ο Δάντης, ο Τζιότο, ο Λεονάρντο,
ο Κάφκα, ο Μπόρχες, ο Ντίσνεϊ, οι ταινίες
της επιστημονικής φαντασίας, η Κυβερνοπάνκ
– μια ακολουθία λέξεων, εικόνων, ιστοριών
που αποσκοπούν να επαναδιατάξουν τον
κόσμο εκ του μηδενός, να κάνουν μια
τρομερή επανεκκίνηση, ένα τεράστιο
Reset.
Γνωρίζω πως ο τραγικός
κόσμος
και ο αφηγηματικός
αναθεωρητισμός
είναι δυο έλξεις αντιφατικές – η δεύτερη,
λογικά, ακυρώνει την πρώτη. Ωστόσο, κατά
έναν τρόπο, στο μυαλό μπορούν να
συνυπάρχουν ως ένα αλλόκοτο υβρίδιο
που ρουφά ακαριαία και παγιδεύει αιώνια
– σαν τα υβριδικά τέρατα της αρχαίας
Ελλάδας. Πιθανώς τα βιβλία μου είναι
μια προσπάθεια έκφρασης τούτου του
τέρατος που σιγά σιγά (θα ήθελα να) μου
μοιάζει.
Αν
χρειαζόταν να επιλέξεις μία και μόνο
φράση ή έστω ένα μόνο έργο σου που να
εκφράζει αυτή τη στιγμή περισσότερο
από ποτέ εσένα τον ίδιο, ποιο θα ήταν
αυτό; Και γιατί.
Θα
διάλεγα ένα τέλος. Είμαι μελοδραματικός
άνθρωπος και έλκομαι από το τέλος των
πραγμάτων και το μπαρόκ ύψος που αυτό
κουβαλά. Έτσι, αν ήταν να διαλέξω ένα
δικό μου βιβλίο, θα διάλεγα τα μελένια
λεμόνια.
Κι αυτό γιατί τα χλωρά
διαμάντια (που
είναι η συνέχεια των λεμονιών),
όπως σου είπα και προηγουμένως, δεν
είναι βιβλίο μου,
αλλά βιβλίο:
ένα project
που δεν μπορεί να έχει τέλος (αυτή η
παραδοχή, εξάλλου, είναι και η καρδιά
του), δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν –
αενάως θα συμπληρώνεται και θα επίκειται
να συμπληρωθεί (ειδάλλως θα βυθιστεί
στην ανυπαρξία). Αντίθετα, τα μελένια
λεμόνια
τελειώνουν – και μάλιστα με μια Sinopsi
γραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες:
Zelmpa
i
thanatos
ke
anastasi
sto
Pisoderi.
Αυτή η Sinopsi
είναι μια εκδοχή του κόσμου που εκφράζει.
Αν
πάλι ήταν να διαλέξω μία μονάχα φράση
από τα γραπτά μου, θα διάλεγα την τελευταία
κουβέντα που ουρλιάζουν ξανά και ξανά
πεθαίνοντας οι δύο πρωταγωνιστές του
θεατρικού έργου Historia
de
un
amor
ή τα μυρμήγκια.
Είναι η ώρα που οι δυο πρωταγωνιστές
πεθαίνουν ουρλιάζοντας ξανά και ξανά,
ο ένας για τον άλλον: ΜΟΝΟ
ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΙΣΤΕΥΩ.
Η επανάληψη τούτης της κουβέντας, που
μπλέκεται με τα ουρλιαχτά του πόνου και
τις οιμωγές του φριχτού θανάτου τους,
είναι μια κειμενική ώρα που με συγκινεί
– που αίρει τις συνθήκες προστασίας
μου απέναντι στο κείμενο, που με αφήνει
αφύλαχτο
στη μέση του δάσους.
Η
προσωπική μου εντύπωση είναι ότι τα
έργα σου εκείνα που δεν φέρουν έντονα
τα ίχνη της διακειμενικότητας -ή
τουλάχιστον αυτά δεν είναι εύκολα
αναγνωρίσιμα ή ορατά- διαθέτουν μια
ισχυρή δυναμική και μια πηγαία, όχι
απλώς δυνατότητα, αλλά βεβαιότητα
σύνδεσης με τον αναγνώστη και τα ψυχικά
του υποστρώματα. Καταφεύγεις όμως όλο
και πιο σπάνια σ' αυτήν την ευθεία, κατά
μέτωπον επικοινωνία με τον αναγνώστη.
Γιατί; Είναι συνειδητή επιλογή; Πού
αποσκοπεί;
Αν
καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση, κάνεις
ένα διαχωρισμό: Από τη μια πλευρά βάζεις
εκείνα τα βιβλία μου των οποίων η
αναγνωστική πρόσληψη δεν προαπαιτεί
την προηγούμενη ανάγνωση άλλων έργων
ή τη γνώση πολιτισμικών παραμέτρων,
ευρύτερων ή εξειδικευμένων – δηλαδή
(φαντάζομαι πως) μιλάς για την Κουπέλα,
τον Πέτρο
Μπόλε,
το Ιch
bebe,
το Ονειρεύτηκα
τα Λευκά Χριστούγεννα,
το Αγόρι
πίσω απ’ το τζάμι,
τα θεατρικά έργα κ.ά. Κι από την άλλη
πλευρά νιώθω πως βάζεις τα μελένια
λεμόνια,
τα χλωρά
διαμάντια
(ή ακόμη και το Κόψε-κόψε
ή τα Ειδύλλια):
δηλαδή βιβλία που μοιάζουν με παλίμψηστα
αναφορών (εσωτερικών και εξωτερικών),
έχουν χαοτική δομή και παρουσιάζουν
αυτονόητες αναγνωστικές δυσκολίες –
ενδεχομένως και αξεπέραστες.
Ο
διαχωρισμός αυτός δείχνει λογικός –
και μπορώ να κατανοήσω την ανάγκη που
τον προκαλεί. Αλλά στο μυαλό μου και
στις προθέσεις μου δεν στρέχει. Κι ούτε
μπορώ να κάνω κάτι για να αναιρέσω αυτήν
την αίσθηση. Όταν γράφω, παλεύω να εκφράσω
ένα σύνολο
– και δεν έχω διόλου στο μυαλό μου αν
το συγκεκριμένο κείμενο θα απολήξει σε
μια αφήγηση πιο αναγνώσιμη ή πιο κρυπτική.
Το σύνολο
είναι που με ενδιαφέρει και όχι τα
επιμέρους βιβλία. Και αυτό δεν είναι
συνειδητή επιλογή – είμαι καμωμένος
για να γυρεύω αυτό το σύνολο,
είναι η φύση
μου.
Επιπλέον
υπάρχει μια πραγματικότητα που περιπλέκει
τα πράγματα: ο αναγνώστης που θα θελήσει
να διαθέσει χρόνο και ψυχή για να μπει
στα γραπτά μου (και χρησιμοποιώ συνειδητά
το ρήμα μπει),
μπορεί να δει μονάχα την κορυφή του
παγόβουνου αυτής της φύσης
– δηλαδή μόνο τα βιβλία που ολοκληρώνονται
και δημοσιεύονται είτε έντυπα είτε
ηλεκτρονικά. Όπως γνωρίζεις, εδώ και
είκοσι πέντε χρόνια γράφω πολλά βιβλία
ταυτόχρονα – ελάχιστα από αυτά (ούτε
το 1/30) ολοκληρώνονται. Στα αρχεία των
υπολογιστών μου συσσωρεύω εκατοντάδες
βιβλία και κείμενα κάθε είδους (συχνά
εκατοντάδων σελίδων) που απομένουν να
χάσκουν – και συχνά μελαγχολώ όταν
σκέφτομαι πως πολλά από αυτά τα αρχεία
δεν θα τα ξανανοίξω ποτέ. Για μένα, αυτό
που διυλίζεται και απολήγει στη δημοσίευση
είναι οργανικά συνδεδεμένο με αυτό που
απομένει ημιτελές – και αυτό το σύμπλοκο
είναι η αγωνία (και ο αγώνας) για το
σύνολο. Εδώ και χρόνια αντιλαμβάνομαι
ετούτο το σύνολο ως δεύτερο
σώμα
(σωστότερα: ως ένα άλλο
σώμα)
που ζει και τρέφεται επί του σώματός
μου. Κάτι σαν παράσιτο ή σαν μόσχευμα.
Κι
επειδή η παραπάνω περιγραφή είναι
ελαφρώς τρομακτική, θέλω να σου δώσω
δυο παραδείγματα για να γίνει πιο
κατανοητό αυτό. Τα μελένια
λεμόνια γράφονταν
επί δεκαεφτά χρόνια (από το 1988 μέχρι το
2005) μέχρι να ολοκληρωθεί η δημοσιευμένη
δομή: εν τω μεταξύ ενηλικιωνόμουν,
ερωτευόμουν, γεννούσα παιδιά, άλλαζα
επαγγέλματα, άρχιζα και τέλειωνα
καινούρια βιβλία, χρεοκοπούσα,
απελπιζόμουν, κατέρρεα και αναθαρρούσα
– αλλά τα λεμόνια
ήταν διαρκώς μπροστά μου, ζούσα μαζί
τους. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα
με τα χλωρά
διαμάντια:
ξεκίνησαν το 2002 και μια δεκαετία αργότερα
εκδόθηκε μόλις το Πρώτο
Βιβλίο
– που είναι το 1/3 του αρχικά εικαζόμενου
συνόλου. Οπότε γίνεται αντιληπτό πως ο
αναγνώστης διαβάζει βιβλία (ή κείμενα),
αλλά για μένα είναι κάτι σαν χρόνιες
αρρώστιες – διανοητικές πληγές που
ζουν μαζί μου, μεγαλώνουν μαζί μου,
ενδεχομένως σε βάρος μου.
Τώρα
σκέψου πως και τα δύο αυτά βιβλία (project
ίσως είναι η σωστή λέξη) είναι με τη
σειρά τους μονάχα δύο μέλη του συνόλου
– δύο, ελπίζω οργανικά, κομμάτια του.
Οπότε καταλαβαίνεις το χάος το οποίο
προσπαθώ να αποδιοργανώσω και να
ξαναστήσω. Σκέφτομαι πως είμαι (ή έστω:
έχω γίνει) ένα πλάσμα–ξενιστής που
ανέλαβε (ή: του έτυχε) να θρέψει ένα
παράσιτο-τέρας – και κάποτε διαπιστώνω
πως το εγώ
μου βρίσκεται περισσότερο στο παράσιτο
και όχι στον ξενιστή.
Εσύ
που θες να μιλάς για τον άνθρωπο, για
τις βαθύτερες αγωνίες του, που σε νοιάζει
-ενεργά και αδιάλειπτα- η προάσπιση των
δικαιωμάτων του, γιατί ρέπεις κάποτε
προς μια τάση λογοτεχνικού ελιτισμού;
Είναι επιδίωξή σου να δυσκολεύεις τη
σχέση με τον αναγνώστη; Είναι μια σχέση
που πιστεύεις ότι πρέπει να κατακτάται,
να κερδίζεται δύσκολα και από τις δυο
πλευρές;
Η
ερώτησή σου απηχεί ένα κομμάτι της
καλοπροαίρετης και ουσιαστικής κριτικής
που μου γίνεται – συχνά και από κοντινούς
αγαπημένους ανθρώπους: «Γιατί
επιλέγεις να γράψεις τόσο δύσκολα, τόσο
πολυαναφορικά, τόσο ακραία, τόσο
αινιγματικά;»
Απαντάω: γράφω (όπως, φαντάζομαι, οι
περισσότεροι) για
αυτό το κάτι
που με μαγεύει και με τυραννάει – και
προφανώς, σε ό,τι με αφορά, αυτό
το κάτι
είναι και δύσκολο
και πολυαναφορικό
και ακραίο
και αινιγματικό.
Όπως σου περιέγραψα αναλυτικά στην
προηγούμενη απάντηση, υπάρχει ένα σύνολο
που τρέφω – σε αυτό λογοδοτώ. Κατανοώ
τις δυσκολίες των ανθρώπων – μα αυτό
είμαι και αυτό
μπορώ
να δώσω. Και εν τέλει με αυτό
ερεθίζομαι, με αυτό
γκαβλώνω (και πιστεύω πολύ στην άγρια
ζωή αυτής της λέξης) – οτιδήποτε άλλο
θα μου φαινόταν πληκτικό.
Είναι
επίσης προφανές και κάτι ακόμη: διεκδικώ
μια άλλου τύπου συνάντηση με τον
αναγνώστη, πολύ πιο ολοκληρωτική – και
συνάμα, τις συντριπτικά περισσότερες
φορές, καταδικασμένη στην αποτυχία. Τα
βιβλία μου είναι ψηφίδες μιας αισθητικής
πρότασης που γυρεύει αναγνωστικό χρόνο,
μανιασμένη ενασχόληση και βαθιά επιθυμία:
η μεμονωμένη ανάγνωσή τους δεν με
καλύπτει (και γι' αυτό εδώ και μια δεκαετία
έχω δημοσιεύσει το σύνολο των βιβλίων
και των κειμένων μου στο Διαδίκτυο, όπου
βρίσκονται ελεύθερα από κάθε πνευματικό
δικαίωμα – ώστε να μπορεί κανείς, εφόσον
το θελήσει, να συγκεντρώσει τις ψηφίδες
της πρότασης). Τούτη η αναγνωστική σχέση
γίνεται μέσα μου κατανοητή ως συμπλήρωμα
του αιματωμένου
σπαράγματος,
της αιματοχυσίας
του κειμένου.
Χωρίς αυτό το σπάραγμα, η ανάγνωση μού
φαίνεται κάτι πολύ βαρετό και αδειανό
– σαν αδειανή κατσαρόλα. Κάποιος που
θα διαβάσει τα βιβλία μου «για να περάσει
καλά» ή, ακόμη χειρότερα, για να «του
κάνουν συντροφιά στον ελεύθερο χρόνο
του», μου προκαλεί απελπισία – και θα
κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μην με
ζυγώσει. Με ενδιαφέρει η συνάντηση (: η
αναγέννηση) στο σύνολο
των νέων (δηλαδή: καινούριων, πρωτόφαντων)
αισθήσεων που θα μπορούν με τη σειρά
τους να σχηματίσουν έναν καινούριο
κόσμο. Η δεδομένη (επί της ουσίας:
προγραμματισμένη)
αποτυχία του εγχειρήματος νιώθω πως
είναι οργανικό κομμάτι του συνόλου.
Φαντάσου ένα μισοτελειωμένο πορτρέτο
που εικονίζει έναν άνθρωπο να ονειρεύεται.
Κάποτε αναρωτιέσαι τι ονειρεύεται: ότι
τρώει, λόγου χάρη, ένα υπέροχο γεύμα ή
ότι ρεμβάζει βλέποντας ένα ειδυλλιακό
τοπίο ή ότι κάνει έρωτα… Και τότε σε
κυριεύει μια τρομερή υποψία: ο
μισοτελειωμένος άνθρωπος του πορτρέτου
μας ονειρεύεται πως κάπου
εκεί έξω,
πέρα από τα όρια της εικόνας, πέρα από
τα όρια του ονείρου του, υπάρχει εντελής,
ολόκληρος, έτοιμος
για τον ξύπνο…
Εφόσον
στρέχουν όλα αυτά, εύκολα καταλαβαίνεις
πως ο δυνητικός αναγνώστης των βιβλίων
μου έχει να κάνει πολλά και διόλου
εύκολα. Έχει να γυρέψει όνειρα και
εφιάλτες σε ένα ανοικονόμητο αφηγηματικό
σύνολο
χιλιάδων σελίδων, γύρω από το οποίο
απλώνονται (ως
πλέγμα)
και τα (περισσότερα από είκοσι) δοκιμιακά
βιβλία μου: αισθητικά δοκίμια και
συλλογές πολιτικών κειμένων, που στη
συντριπτική πλειοψηφία τους εκδίδονται
μόνο στο Διαδίκτυο. Και κοντά σε αυτά
προστίθενται και τα περίπου διακόσια
πενήντα άρθρα μου που έχω συγκεντρώσει
στην ιστοσελίδα μου και οι πάνω από
τριακόσιες ώρες ηχογραφημένων σεμιναρίων
δυτικού πολιτισμού που κάνω κάθε βδομάδα
από το 2007. Όλο αυτό το θεωρητικό πλέγμα
(στο οποίο, για να καταλάβεις, εντάσσω
και αυτήν τη συνέντευξη) έχει σχέση
ομφαλίου λώρου με το αφηγηματικό σύνολο.
Ας πούμε, για να αναφέρω ένα μόνο
παράδειγμα, η ακολουθία των βιβλίων Τα
ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς
μας
(δώδεκα επάλληλα αισθητικά δοκίμια για
την πορεία της ζωγραφικής στους αιώνες
της Δύσης) έσπειρε την εικονοποιία των
μελένιων
λεμονιών
που γράφονταν ταυτόχρονα – ουσιαστικά,
τα δύο κείμενα διαμόρφωσαν (ή και:
γεννούσαν)
το ένα το άλλο.
Καταλαβαίνω
πως ετούτο το σύμπλοκο αφηγηματικού
συνόλου
και θεωρητικού πλέγματος
δημιουργεί την εικόνα του χάους – ή και
ενός ξιπασμένου κειμενικού τέρατος που
τρομοκρατεί τον αναγνώστη. Δεν το βρίσκω
διόλου κακό αυτό. Ίσως να ακουστεί
παράξενο, αλλά αυτό το κειμενικό τέρας
το θέλησα και το επιδίωξα, ήταν επιθυμία
και στόχος. Όποιος θέλει οικονομημένα
κείμενα, έχει πραγματικά χιλιάδες
επιλογές που αρκούν για χίλιες αναγνωστικές
ζωές. Ας μην ασχοληθεί με μένα – ας με
προσπεράσει (δεν θα δυσκολευτεί καθόλου
για κάτι τέτοιο…)
Με
όλα τα παραπάνω σου απαντώ όσο πιο
ειλικρινά μπορώ, καταγράφοντας την
πραγματικότητά μου, έτσι όπως την
αντιλαμβάνομαι τώρα
– και, δυστυχώς, δίχως να ξεφεύγω από
την έπαρση και την αλαζονεία. Όπως είναι
φυσικό, με έχει απασχολήσει το θέμα και
αναμφίβολα πέρασα από πολλά άλλα στάδια
– και ίσως, την επόμενη φορά που θα
μιλήσουμε, να έχω αλλάξει άποψη. Μα τώρα
ο απλός αναγνώστης μού είναι απολύτως
αδιάφορος. Με ενδιαφέρει μόνον κάποιος
που μπορεί να μπει μέσα στο σύνολο
– ως συναυτουργός και συνάμα ως
νεογέννητος… Δηλαδή κάποιος που θα
ονειρευτεί τον εαυτό του ξυπνητό.
Δεν
έχω πρόβλημα να αποδεχτώ πως η οπτική
αυτή πιθανώς να κρύβει (και μάλλον
άτεχνα) την προσδοκία μιας θεολογικής
σχέσης – και αυτό είναι πολύ στενάχωρο
για έναν αντίθεο σαν και μένα… Ωστόσο,
κάποτε πρέπει να συμφιλιωθούμε με τις
συχνά ολέθριες αντιφάσεις μας (και την
ακόμη πιο ολέθρια έπαρσή μας…) Επίσης,
δεν έχω πρόβλημα να δεχτώ πως το σύνολο
που περιγράφω με τα βιβλία μου είναι
δυσνόητο, άτεχνο, ακατάληπτο ή ακαταλόγιστο.
Ή ακόμη και πως η πρότασή μου είναι
αισθητικά και καλλιτεχνικά αποτυχημένη.
Αλλά από θέση αρχής διαφωνώ με την
κριτική περί «λογοτεχνικού ελιτισμού»:
δεν υπάρχει ένα «ανθρωπινόμετρο» που
μπορεί να μετρήσει την «ανθρωπιά» ή την
«κοινωνική χρησιμότητα» της τέχνης
(μια τέτοια παραδοχή θα μύριζε Ζντάνοφ).
Νομίζω πως το είπα και νωρίτερα: πιστεύω
πως η λογοτεχνία (η τέχνη γενικότερα)
είναι αυτοσκοπός και θρέφει η ίδια τον
εαυτό της – είναι κάτι σαν τον έρωτα
και την ερωτική πράξη. Δεν υπηρετεί
καμία άλλη αξία: ούτε τον Θεό,
ούτε το Κόμμα,
ούτε το Λαό,
ούτε τον «Άνθρωπο» εν γένει…
Αυτά
για τα οποία μιλούσες πριν πέντε χρόνια
και ίσως ακούγονταν από κάποιους ως
εμπαθή, ακραία ή υπερβολικά ως προς την
εμφάνιση κρουσμάτων ρατσισμού, φασισμού
και βίας, τώρα ωχριούν μπροστά στην ίδια
την πραγματικότητα που βιώνουμε
τουλάχιστον την τελευταία τριετία. Τι
έχεις να πεις για το παρακάτω; Τι βλέπεις
να μας περιμένει ως κοινωνία; Ποια τα
περιθώρια αντίδρασης;
Αυτό
που περιγράφεις έχει μια απάντηση
ελληνοκεντρική και μια απάντηση που θα
προσπαθούσε να συμπεριλάβει μια
οικουμενικότερη οπτική (και συγχώρεσέ
με που θα πλατειάσω και δεν θα σου
απαντήσω με μια ατάκα-σύνθημα – κομμάτι
της παθογένειάς μας είναι πως προσπαθούμε
να την ερμηνεύσουμε με τους 140 χαρακτήρες
του twitter).
Η ελληνοκεντρική απάντηση λέει πως ένα
πολιτικό φάντασμα πλανιέται τα τελευταία
χρόνια πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα
της Ελλάδας. Όλοι (πολιτικό προσωπικό,
τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
παράγοντες της αγοράς, ΜΜΕ, πολίτες)
αναρωτιούνται: τι συμβαίνει στην Ελλάδα
σήμερα; – και τι μπορούμε να κάνουμε με
αυτό
που συμβαίνει; Η απάντηση νομίζω πως
είναι σκληρότερη από την ερώτηση: η
Ελλάδα, πολύ περισσότερο από φάντασμα,
είναι ένα πολιτικό τέρας, ένας αλλόκοτος
Μινώταυρος· μια ολέθρια κακομαθημένη
κοινωνία προκάλεσε την πτώχευσή της.
Το διεφθαρμένο ελληνικό πολιτικό σύστημα
προσέφερε εδώ και δεκαετίες στον απαίσιο
«Λαό» ένα δημαγωγικό σχήμα: μπορείς να
ξοδεύεις δίχως να παράγεις, να κλέβεις
δίχως να λογοδοτείς, να λες ωμά ψέματα
τζογάροντας στα αντανακλαστικά του
μίσους, να θεωρείς πως είναι υποχρέωση
των άλλων να σου δανείζουν ενώ εσύ όχι
μόνο είσαι αντιπαραγωγικός ο ίδιος αλλά
ξεριζώνεις και οποιαδήποτε προσπάθεια
παραγωγικότητας των συμπολιτών σου.
Αυτός ο παραλογισμός έγινε το εκπεφρασμένο
νεοελληνικό πολιτικό και κοινωνικό
όνειρο, κάτι σαν αλλόκοτο «Εν τούτω
νίκα» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Όλοι –κυβερνώντες και κυβερνώμενοι–
συμμετέχουν αναλογικά και όσο πιο
ανεύθυνα και καταστροφικά μπορούν σε
αυτό το παράλογο: οι φαύλοι πολιτικοί
που επιλέγουν συνειδητά τη δημαγωγία,
το κομματικό κράτος που διαχρονικά
κυοφορεί και αναπαράγει τη διαφθορά, η
εξακολουθητική ανυπαρξία θεσμών και η
αντικατάστασή τους με μια ξύλινη
μετα-γλώσσα ηλιθίων, οι συνδικαλιστικές
συντεχνίες που λεηλατούν όσο περισσότερο
μπορούν την κοινωνία και, εν τέλει, οι
διεφθαρμένοι πολίτες που ζουν με το
όνειρο να ξεγελάσουν τους συμπολίτες
τους ή να διατρανώσουν τον εμετικό
τσαμπουκά τους.
Γιατί
δημιουργήθηκε ένα τέτοιο αποκρουστικό
μόρφωμα; Έχω την αίσθηση πως συσσωρεύτηκαν
και εξερράγησαν κοινωνικές και
πολιτισμικές παθογένειες δύο αιώνων:
η απουσία ουσιαστικής ελληνικής αστικής
τάξης (η τάξη αυτή αποτελεί την καρδιά
του πολιτισμού της Δύσης), η διαχρονική
ανημποριά αφομοίωσης των αστικών θεσμών
που μεταφέρθηκαν, κατ’ ανάγκη βίαια,
τον 19ο αιώνα στην αγροτική Ελλάδα από
την Κεντροευρώπη, ο αποκρουστικός
εθνικισμός ως μηχανή τρόμου, φόνου και
ρατσισμού, οι ολέθριοι μεγαλοϊδεατισμοί
ως ακροκέραμα του εθνικισμού, η
κρατικοποιημένη Ορθοδοξία ως δύναμη
σκοταδισμού, η θρησκειοποιημένη,
εθνικιστική, αναχρονιστική εκπαίδευση
και τα αριστερά δημαγωγικά ιδεολογήματα
του λαϊκίστικου μίσους ήσαν οι γεννήτορες
του τέρατος. Ωστόσο, ο μαιευτήρας του
νομίζω πως έχει όνομα και επίθετο: είναι
ο Αντρέας Παπανδρέου της περιόδου
1981-1989. Αυτός εγκαθίδρυσε στην Ελλάδα
μια νέα μετα-ηθική τάξη όπου οι πολιτικοί
παίρναν μίζες, χόρευαν δήθεν «ζεϊμπέκικα»
(διότι αγνοούσαν το πώς χορεύεται αυτός
ο χορός), λεηλατούσαν επιδοτήσεις και
διαγκωνίζονταν στο ποιος θα πει τα
μεγαλύτερα ψέματα, ενώ οι πολίτες
επέλεγαν μονίμως την καταστροφικότερη
για την κοινωνία εκδοχή, διατρανώνοντας
την «υπερηφάνεια» τους για τούτη την
καταστροφή (βλέπε, για παράδειγμα, την
ολέθρια υπόθεση των Ολυμπιακών Αγώνων
του 2004), έκαναν την αντιπαραγωγικότητα
και την αμορφωσιά ιδεολογία και
συνωστίζονταν να συμμετάσχουν στο
αλλόκοτο γιάγμα των δανεικών χρημάτων.
Σύντομα ο πασοκισμός εκείνης της περιόδου
έγινε καθολική πολιτική ιδεολογία όλων
των κομμάτων (δείτε, λόγου χάρη, πώς
αφομοίωσαν το λόγο του οι πάντες: από
τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής μέχρι
τους δημαγωγούς του ΣΥΡΙΖΑ) και διαμόρφωσε
το εξής εφιαλτικό πολιτικό σκηνικό:
πλέον, όποιος λέει τα πιο χοντρά ψέματα
και τζογάρει στο τυφλό μίσος και στο
προφανές παράλογο, κερδίζει στις εκλογές
– αντίθετα, όποιος χρησιμοποιεί
οποιαδήποτε μορφή ορθολογισμού στην
πολιτική του ατζέντα, καταποντίζεται.
Η
επόμενη ερώτηση φαντάζει προφανής: και
τώρα, τι μπορεί να γίνει; Εδώ η απάντηση
(αναγκαστικά) φιλτράρεται από την
προσωπική (προ)οπτική ζωής που έχει ο
καθένας. Εγώ δεν θεωρώ την Ελλάδα «πατρίδα
μου» – τη θεωρώ μικρή επαρχία του κόσμου
στον οποίο ανήκω (δεν πιστεύω άλλωστε
σε καμία «πατρίδα», παρά μόνο στην
παιδική μου ηλικία). Όπως έχω γράψει και
άλλοτε, ονειρεύομαι τις Ηνωμένες
Πολιτείες του Κόσμου, την κατάργηση των
συνόρων, των στρατών, των εθνών, των
περιφραγμένων «πατρίδων». Επίσης πιστεύω
στην παγκοσμιοποίηση, στην παγκόσμια
οικονομία και στην παγκόσμια αλληλεγγύη,
στον φιλελευθερισμό, στην ανεξιθρησκία,
στη συνύπαρξη και στην άρνηση κάθε
πολιτικής βίας. Συνακόλουθα, θεωρώ πως
η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, έστω και με τις
λογής στρεβλώσεις της, το πραγματοποιημένο
προστάδιο ετούτου του ονείρου. Έτσι,
προκρίνω την (με κάθε τρόπο και κάθε
θυσία) συμμετοχή στους θεσμούς της
Ευρωπαϊκής Ένωσης ως κεντρικό πολιτικό
στοίχημα κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας –
συνακόλουθα προκρίνω την κατά το δυνατόν
πιο πιστή εφαρμογή της ελληνικής
δανειακής συνθήκης (αυτό που αποκαλείται
«Μνημόνιο»), ιδίως όσο αυτή αντιτίθεται
στην εφιαλτική πραγματικότητα που
περιγράφω παραπάνω. Κάποιος θα διερωτηθεί:
πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουν
οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πολιτική
αυτοί που με την εναλλασσόμενη κυβερνητική
τους φαυλότητα εξέθρεψαν επί δεκαετίες
τα ανορθολογικά τέρατα του εθνικισμού,
της ελληνοχριστιανικής παράνοιας, του
«υπερήφανου Λαού»; Η απορία είναι και
δική μου – ωστόσο, δεν μπορώ να σκεφτώ
οποιαδήποτε προοπτική για μια ελληνική
κοινωνία που θα θέσει τον εαυτό της έξω
από την Ευρώπη, για να ακολουθήσει το
αλλοπρόσαλλο πρότυπο της Βενεζουέλας.
Σε μια σοβαρότερη, αξιοπρεπέστερη και
ορθολογικότερη κοινωνία έπρεπε οι ίδιοι
οι πολίτες να βγούμε πολύ νωρίτερα στους
δρόμους, απαιτώντας όλες αυτές τις
μεταρρυθμίσεις που εν τέλει επέβαλε
άτεχνα το Μνημόνιο, γιατί αυτές ήταν
και είναι η ζωτική προϋπόθεση της
ευρωπαϊκής πορείας της κοινωνίας μας
– με τον ίδιο τρόπο που μαθητές και
φοιτητές θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου,
να διαδηλώνουν για περισσότερα μαθήματα,
περισσότερη ύλη, περισσότερη δυσκολία
στις εξετάσεις και στα πτυχία, και όχι
για το δικαίωμα στην τεμπελιά, στην
αγραμματοσύνη, στην κοροϊδία και στην
υπανάπτυξη. Προφανώς και αυτές οι απόψεις
μου είναι μειοψηφικές – αλλά για μένα,
και για τους λόγους που μόλις εξήγησα,
η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολιτικός
μονόδρομος.
Μαζί
με την οικονομική κρίση, και ως περίπου
μοιραίο
επαγόμενό της, τους τελευταίους μήνες
στην Ελλάδα ζούμε την πολιτική (και,
κατά την εκτίμησή μου, κοινωνική) έκρηξη
της νεοναζιστικής πολιτικοβιωτικής
πρότασης της Χρυσής Αυγής. Όπως γνωρίζεις,
σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των
Ελλήνων, εγώ γνωρίζω από παλιά τη Χρυσή
Αυγή: εδώ και χρόνια έχω ασχοληθεί μαζί
της με κείμενά μου και είμαι ποικιλότροπα
επικηρυγμένος ως «ανθέλληνας», «προδότης
διανοούμενος», «αντίχριστος πορνογράφος»
στα λογής έντυπα και στις ιστοσελίδες
που εκτρέφονται γύρω της (ο ίδιος ο
γενικός γραμματέας της, Ν. Μιχαλολιάκος,
με στοχοποιούσε επώνυμα και επί χρόνια
σε ενυπόγραφα άρθρα του). Όλα αυτά τα
χρόνια, λοιπόν, έγραφα πως η Χρυσή Αυγή
δεν ήταν γραφική «παραδοξότητα» των
καιρών, αλλά μια κοινωνική έκφανση που
σχηματοποιούνταν μέσα στο υπογάστριο
της κοινωνίας και θρεφόταν από τον
κυρίαρχο ρατσισμό, το λαϊκισμό, το
γηπεδισμό, τη δοξολογία της βίας και
τον ανορθολογισμό της «αγανάκτησης».
Και την τελευταία τριετία ήταν σαφές
πως όλοι όσοι τζόγαραν στα αντανακλαστικά
της οργής (η αριστερά, ο δήθεν «αναρχικός
χώρος», η πολιτική μισαλλοδοξία των
ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα της δημαγωγίας,
ο λαζοπουλισμός της «λαϊκής θυμοσοφίας»)
υπήρξαν ο ομφάλιος λώρος που γιγάντωσε
τη Χρυσή Αυγή· κάπως έτσι η οικονομική
κρίση έβγαλε στην επιφάνεια ένα ήδη
σχηματισμένο τέρας. Η συνέχεια έμοιαζε
αναμενόμενη: η Ιστορία (εν προκειμένω,
η Δημοκρατία της Βαϊμάρης) μας διδάσκει
πως, όταν η οικονομική απόγνωση και η
κοινωνική απελπισία αναλαμβάνουν τα
πολιτικά ηνία, τα πρόβατα διαλέγουν την
αγέλη τους. Και σε αυτόν τον εφιαλτικό
διαγωνισμό τρόμου, η Χρυσή Αυγή
αποδεικνύεται αυτή που μπορεί να
υπηρετήσει το παράλογο μίσος πιο
ολοκληρωμένα από τους άλλους, να μιλήσει
με πράξεις κάνοντας τον πολιτικό λόγο
πληκτικό παρεπόμενο, να πάει τη διαδρομή
του τρόμου μέχρι το τέλος της.
Ως
πολιτικό σχήμα, η Χρυσή Αυγή ακολουθεί
την επικοινωνιακή πρακτική του Χίτλερ:
απόλυτα απλοϊκά και εξωφρενικά μηνύματα
αυτιστικού μίσους, έμφαση στην κακία
(που είναι απείρως πιο κατανοητή από
την καλοσύνη), ιερουργία στον τρόμο και
στη βία (που είναι λυτρωτικά εύκολη σε
σχέση με τη συνύπαρξη), εν τέλει υπόσχεση
μιας «οριστικής απάλειψης των ανθρώπινων
προβλημάτων» διά του χειρουργικού φόνου
(δεν είναι τυχαίο πως αποκαλούν τους
μετανάστες «καρκίνωμα» – ακριβώς όπως
ο Χίτλερ του Εβραίους). Η πρόταση αυτή
είναι διαχρονικά κυρίαρχη σε κοινωνίες
απελπισίας και φτώχιας: οι απελπισμένοι
νέοι θα βρίσκουν ταυτότητα (επί της
ουσίας, θα ταυτοποιούν τον τρόμο τους)
εντασσόμενοι στις γραμμές τους, θα
συγκροτούν τάγματα εφόδου, θα σφάζουν
όποιον θεωρούν «εχθρό», «ξένο» και
«προδότη», θα δέρνουν όποιον εκφράζει
αντίλογο, θα ουρλιάζουν «Ελλάδα, ρε» σε
κάθε απόπειρα λογικής διερώτησης και
ο «απλός κόσμος» θα τους χειροκροτεί –
«επιτέλους», θα λένε, «κάποιος λέει τα
πράγματα με το όνομά τους» (που επί της
ουσίας είναι μη όνομα). Αυτός ο απλός
κόσμος
είναι η πολιτική στοχοθεσία των νεοναζί:
είναι ο ίδιος κόσμος
που επί χρόνια βρίζει μανάδες αντιπάλων
στα γήπεδα, θεωρεί πως η μόρφωση είναι
ξιπασιά, πως η τέχνη είναι πληγή και
χειροκροτεί περιχαρής τον Λαζόπουλο.
(Ας πούμε, δεν είναι τυχαίο πως ο γηπεδικός
κόσμος θεωρεί διαχρονικά τον on
air
ξυλοδαρμό μια «αληθινή πράξη» μέσα στην
«ξεφτίλα των ψεμάτων»: είναι χαρακτηριστικό
πως ένα μεγάλο μέρος των νέων σήμερα,
όταν βλέπουν έναν ξυλοδαρμό στο δρόμο
ή στην τηλεόραση, κραυγάζουν με ηδονή
«σούτια»,
δίχως καν να τους νοιάζει ποιοι δέρνουν
ποιους.)
Για
να προσεγγίσουν πολιτικά αυτόν τον
εφιαλτικά πλειοψηφικό απλό
κόσμο,
τα μέλη της Χρυσής Αυγής υιοθετούν με
εξαιρετική επικοινωνιακή επιτυχία έναν
ακτιβισμό διάδοσης της φρίκης, τύπου
Ταγμάτων Εφόδου του Ρομ, μπολιασμένο
με αρκετή δόση από τη Χαμάς: τον τελευταίο
μήνα βλέπουμε τους βουλευτές και τα
στελέχη της να διοργανώνουν «επιθεωρήσεις
της νομιμότητας» και να «επιβάλλουν
ποινές» διά της τρομοκρατίας, του
ξυλοδαρμού και της καταστροφής – ενώ
την ίδια ώρα μαγνητοσκοπούν τις δράσεις
τους, αποκτώντας νέους οπαδούς στο
youtube.
Πολύ γρήγορα, όταν νιώσουν ότι το μπορούν,
θα αρχίσουν και να σκοτώνουν on
air
μετανάστες αλλά και «εκπροσώπους της
πολιτικοοικονομικής σαπίλας» ή και
«βρομερούς προδότες διανοούμενους» –
και τότε ο απλός κόσμος θα είναι και
πάλι έτοιμος να τους (ξανα)χειροκροτήσει
και να πει χασκογελώντας «καλά τους
κάνανε».
Πώς
αντιμετωπίζεται ετούτη η μηχανή μίσους,
διακηρυγμένου τρόμου και εξαγγελλόμενου
φόνου; Η απάντηση είναι ανυπόφορα απλή:
δεν αντιμετωπίζεται – με τον ίδιο τρόπο
που δεν αντιμετωπίζεται ο απλός
κόσμος
όταν είναι δυστυχισμένος. Ένα μόνο
παράδειγμα: στα εξακολουθητικά ποινικά
εγκλήματα εκ μέρους των νεοναζιστικών
ταγμάτων εφόδου, η (κατά τεκμήριο)
συντεταγμένη Πολιτεία θα προσπαθήσει
να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή
χρησιμοποιώντας αστυνομική βία. Αυτό
ακριβώς επιδιώκουν και οι «επιτελείς»
της Χρυσής Αυγής: γνωρίζουν καλά πως η
βία της Πολιτείας σε βάρος τους θα τους
καταστήσει «ήρωες» στα μάτια του απλού
κόσμου
και θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά
για την εξάπλωση της πολιτικής επιρροής
της (ας θυμηθούμε την επιρροή του Χίτλερ
πριν και μετά το πραξικόπημα του Μονάχου
και τη φυλάκισή του το 1924). Πολλοί μιλούν
για νομική αντιμετώπιση του hate
speech
(που ήδη προβλέπεται στην ελληνική
νομοθεσία εδώ και δεκαετίες)· είμαι
εναντίον της απαγόρευσης του λόγου του
μίσους: ο πολιτικός φιλελευθερισμός,
στον οποίο πιστεύω, επιβάλλει την
ελευθερία κάθε άποψης, ακόμη και της
πιο αποκρουστικής – επιπλέον, για τους
λόγους που εξήγησα παραπάνω, πιστεύω
πως η κάθε απαγόρευση του λόγου
του μίσους
τον πολλαπλασιάζει και τον γιγαντώνει.
Μπορεί
να ρωτήσει κανείς: Τι απομένει; Η
ανυποχώρητη ελευθερία από τον τρόμο
που σπέρνουν ως έσχατο ανάχωμα αντίστασης.
Και η δημιουργία απέναντι στην καταστροφή,
η αγάπη απέναντι στο μίσος. Ίσως να
φαίνεται πληκτικά ρομαντικό (ή και
στείρο ευχολόγιο, αδειανό από νόημα),
αλλά νομίζω πως αυτή είναι η μόνη
ρεαλιστική πρόταση. Εξηγούμαι: η Χρυσή
Αυγή υπάρχει μέσα στον τρόμο που προκαλεί
(σαν τα τέρατα των παλαιών και σύγχρονων
μυθολογιών). Η μόνη ζωτική άμεση αντίδραση
απέναντί της είναι να μην επιτρέψουμε
σε τούτο τον τρόμο να μας βουβάνει, να
μην τους φοβηθούμε επειδή μας απειλούν,
να εκφράσουμε με κάθε τρόπο τη δημοκρατική,
νόμιμη και μη βίαιη (το τονίζω αυτό)
αντίδρασή μας, δίχως να σκεφτούμε πως
θα μας τρομοκρατήσουν, θα μας δείρουν
ή θα μας σκοτώσουν. Αυτό θα γίνεται όλο
και πιο δύσκολο με τον καιρό – καθώς ο
απλός
κόσμος
θα αποδέχεται όλο και περισσότερο τον
εφιάλτη. Έχουμε, λοιπόν, το χρέος να
επαναλαμβάνουμε στους εαυτούς μας και
στους συμπολίτες μας: Μην γίνεστε απλός
κόσμος
που χειροκροτά τα εγκλήματα των ναζιστών,
θυμηθείτε πως ο απλός
κόσμος
που χειροκρότησε τον Χίτλερ οδήγησε τη
Γερμανία (και τον κόσμο ολόκληρο) στη
μεγαλύτερη καταστροφή της Ιστορίας και
πως οι γενιές που ακολούθησαν ντρέπονται
εξακολουθητικά για τους προγόνους τους.
Ετούτη η ελευθερία από τον τρόμο είναι
προϋπόθεση – μα από μόνη της δεν αρκεί.
Η Χρυσή Αυγή (που ταυτοποιείται
προτείνοντας το μίσος και την καταστροφή)
σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αντιμετωπίζεται
μόνο με την ευτυχία και την ευημερία
της κοινωνίας: άνθρωποι που νιώθουν
ευτυχισμένοι (: που νιώθουν ασφαλείς,
δημιουργικοί, ερωτεύσιμοι – εν τέλει,
άνθρωποι που νιώθουν πως έχουν τη
δυνατότητα επιλογών για τη ζωή τους)
μπορούν να σκεφτούν πως η καλοσύνη είναι
ομορφότερη από την κακία και η αγάπη
ομορφότερη από το μίσος. Άνθρωποι που
νιώθουν ευτυχισμένοι μπορούν να
αντιληφθούν πως μέσα στη ματαιότητα
της ζωής αξίζουμε κάτι περισσότερο από
τον τρόμο, τη βία και την ιερουργία του
θανάτου – μπορούν να σκεφτούν πως οι
άνθρωποι εκπληρωνόμαστε με ανθρώπους
και όχι με μαχαίρα, σιδερολοστούς και
σφαίρες. Αντιλαμβάνομαι πόσο δυσβάσταχτα
ανεδαφικό ακούγεται ένα τέτοιο ευχολόγιο
(το να μιλάς για την ανάγκη της διαδρομής
προς κάποια μορφή κοινωνικής ευημερίας
στην Ελλάδα σήμερα μοιάζει με ανέκδοτο),
αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ
οποιονδήποτε άλλο δρόμο εκτός από μια
τέτοια στοχοθεσία.
Με όλα τα παραπάνω προσπάθησα να καταγράψω
μια ελληνοκεντρική απάντηση στο ερώτημά
σου – ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη
απάντηση, αυτή που συμπεριλαμβάνει την
οικουμενικότερη οπτική που υπαινίχτηκα
νωρίτερα (νιώθω μάλιστα πως αυτή, η
δεύτερη απάντηση, συμπληρώνει κρίσιμα
την πρώτη). Ας αφήσουμε, λοιπόν, στην
άκρη την παράλογη ελληνική πραγματικότητα
και ας σκεφτούμε τους εαυτούς μας ως
μέρος του δυτικού κόσμου – μιας
πολιτισμικής επικράτειας που αριθμεί
τα 2 από τα 7 δισεκατομμύρια του ανθρώπινου
πληθυσμού. Φαντάζομαι πως όλοι οι
άνθρωποι θέλουμε ένα κοινό μέλλον
συλλογικής προόδου, ευημερίας και
ειρήνης. Ωστόσο, μπορούμε να μιλούμε
για συλλογικό
μέλλον
για ετούτα τα 2 δισεκατομμύρια των
ανθρώπων της Δύσης δίχως να βάλουμε στο
κάδρο της σκέψης μας τα άλλα 5 του
υπόλοιπου πληθυσμού της γης, δίχως να
βάλουμε στο κάδρο τη φτώχεια τους, την
υπανάπτυξή τους, την απελπισία τους;
Μέχρι σήμερα τους βλέπουμε ως εν δυνάμει
εχθρούς, ως «λανθασμένους» πολιτισμούς
που αντίκεινται στον δικό μας, ως ιστορική
«φύρα». Τι θα γίνει αν συνεχίσουμε ετούτη
την επιλογή;
Απαντώ
(και πάλι η απάντηση είναι ανυπόφορα
απλή): θα γίνει πόλεμος. Ως δυτικός κόσμος
αδιαφορήσαμε για την πείνα των 2/3 της
γης και τώρα έρχεται η ώρα του λογαριασμού.
Οι πεινασμένοι έρχονται – και η πείνα
τους δημιουργεί το δίκαιο του κόσμου.
Η Δύση, από την ώρα που κατέρρευσε ο
κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός, είχε
ένα κρίσιμο στοίχημα. Να καλύψει το
χάσμα ανάμεσα στον Πρώτο και τον Τρίτο
Κόσμο με δημιουργία παραγωγικών δομών
και δικτύων. Αυτό ήταν μια προϋπόθεση
για τις Ηνωμένες Πολιτείες του Κόσμου
– και μόνον έτσι θα μπορούσε να νοηθεί
η ποθούμενη (για μένα τουλάχιστον)
Παγκοσμιοποίηση. Η Δύση αρκέστηκε να
καλύψει τις ανάγκες των δικών της πολιτών
για επίπλαστη ευμάρεια – συνεπικουρούμενη
από τα λαϊκιστικά αριστερά προτάγματα
περί εγκατάλειψης της παραγωγικότητας
στο κράτος (προτάγματα που έχουν
καταστήσει την αριστερά μια απόλυτα
αναχρονιστική πολιτική δύναμη). Έτσι,
ο πολίτης της Δύσης νοιάζεται να πάρει
σύνταξη στα πενήντα πέντε του χρόνια,
να έχει ασφάλιση ο ίδιος, να τοκίζονται
οι καταθέσεις του και να απομυζήσει από
το κράτος κάθε δυνατή παροχή, να έχει
διασφαλισμένη θέση πάρκινγκ για το
αυτοκίνητό του. Κι όταν ακούει πως
πεθαίνουν χίλια παιδιά κάθε λεπτό από
την πείνα, λέει «ας
πρόσεχαν οι γονιοί τους, να μην τα
γεννούσαν».
Αυτός
ο πολίτης της Δύσης είναι ήδη μια ιδιότυπη
κατηγορία νεοναζί. Μπορεί ο ίδιος να
λογαριάζει πως είναι γέννημα του
Διαφωτισμού και του Ρουσό – αλλά ο
μύχιος πόθος του είναι ο Χίτλερ. Δεν
ξυρίζει το κεφάλι του, δεν παίρνει
σιδερολοστούς στα χέρια, δεν φοράει
μπλούζες με αγκυλωτούς σταυρούς – ως
παιδί είχε διαβάσει τον Μικρό
Πρίγκιπα,
ως έφηβος έχει διδαχτεί στο σχολείο τη
Φάρμα
των Ζώων.
Κατανοεί τον κόσμο
ως αναζήτηση ειδυλλιακών ταξιδιωτικών
προορισμών με φτηνά αεροπορικά εισιτήρια
στο Internet
και, όταν φτάνει στον εξωτικό προορισμό
του, συμπονάει τους άθλιους που στέκουν
(ως ντεκόρ;) στο ρείθρο του δρόμου – αλλά
βαθιά μέσα του θεωρεί την πείνα τους
και τον θάνατό τους φυσική
μοίρα.
Δυστυχώς για αυτόν και ευτυχώς για την
ανθρωπότητα, υπάρχουν και παιδιά που,
ενώ οι γονιοί τους «κακώς τα γέννησαν»,
εκείνα δεν θα πεθάνουν και θα έρθουν να
γυρέψουν κάτι από τη χόρτασή του. Ο
οιονεί νεοναζί της Δύσης πρέπει να
σκεφτεί: θα σχεδιάσει τη ζωή του μαζί
με ετούτο τον πεινασμένο που αρνείται
τη φυσική
του μοίρα,
ή θα σηκώσει μάντρες και θα κηρύξει τον
πόλεμο;
Αυτό
το ερώτημα νιώθω πως είναι (ήταν;) το
κρισιμότερο πολιτικό διακύβευμα της
Δύσης σήμερα. Θα πρέπει να αποφασίσουμε
ποιον πόλεμο θα πολεμήσουμε: έναν
πνευματικό πόλεμο μέσα μας, που λέει
πως πρέπει να μοιραστούμε κάτι από τη
ζωή μας με τη ζωές των άλλων; – ή έναν
πραγματικό πόλεμο συνόρων και δρόμων,
όπου εμείς παρέα με στρατιώτες,
φλογοβολιστές, φονιάδες νεοναζί και
συνταξιούχους (που θα χειροκροτούν
ενθουσιασμένοι, όπως τους αρμόζει) θα
ανακηρύξουμε την πείνα αμαρτία, την
ανάγκη
όνειδος, την απελπισία αρρώστια, τον
άνθρωπο που στέκει στη γωνία φάντασμα
του πιο σκοτεινού μας εφιάλτη; Φοβάμαι
πως δεν θελήσαμε να δώσουμε τον πνευματικό
πόλεμο μέσα μας και τώρα θα αντιμετωπίσουμε
τον πραγματικό: μοιραίοι, απροπαράσκευοι
και, το χειρότερο, ένοχοι.
Νομίζω
πως ξέρω και το ποιος θα κερδίσει στον
πόλεμο αυτό. Θα κερδίσουν οι πεινασμένοι.
Πάντοτε στην Ιστορία κερδίζουν οι
πεινασμένοι. Όσους και να πετάξουν στη
θάλασσα οι δουλέμποροι, όσους και αν
επαναπροωθήσουν στο κενό οι στρατιώτες,
όσους κι αν σφάξουν το βράδυ οι νεοναζί,
όσους κι αν εξαερώσουν οι καινούριες
βόμβες που ήδη περιμένουν, οι πεινασμένοι
θα νικήσουν. Η Ιστορία, στη θέση της
οποιασδήποτε ζυγαριάς (και οποιασδήποτε
ηθικής), έχει έναν βασικό κανόνα: προχωράει
μαζί με αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη
ανάγκη.
Πολλές
φορές αναρωτιέμαι για τον εαυτό μου
μέσα σε αυτή τη μεγάλη (θαρρείς
«νομοτελειακή») διαδοχή – για το πού
θα σταθώ εγώ στον πόλεμο αυτόν. Ανήκω
στους χορτάτους, σιτίζομαι στο τραπέζι
τους – θέλω να μιλάω για τους πεινασμένους,
για το δίκιο της πείνας. Πόσο υποφερτή,
πόσο «νόμιμη» (πολιτικά, ηθικά, υπαρξιακά)
μπορεί να είναι τούτη η αντίφαση; Τι
μπορεί να γεννήσει; Σκέφτομαι πως στην
ιστορία του πολιτισμού λογής χορτάτοι
μίλησαν με πάθος για τα δίκια των
πεινασμένων – πως εν τέλει αυτό να μην
είναι μια αδειανή χειρονομία. Κι ύστερα
καταλαβαίνω πως είμαι υποκριτής: στον
πόλεμο που έχει ξεκινήσει, έχω ήδη
διαλέξει. Γράφω αυτή τη συνέντευξη σε
ένα πληκτρολόγιο που κοστίζει τρία ευρώ
– και έχει φτιαχτεί στην Κίνα. Ξέρεις
τι σημαίνει αυτό; Πως αποδέχομαι έναν
προφανή εργασιακό εφιάλτη (με παιδική
εργασία και μεροκάματα σκλαβιάς) κάπου
μακριά,
για να έχω ένα πληκτρολόγιο που κοστίζει
τρία ευρώ. Κι όταν αυτός ο Κινέζος θελήσει
να με συναντήσει και μπει σε ένα αμπάρι
πλοίου για να μοιραστούμε το κέρδος που
έβγαλα με τη δουλειά του, ξέρεις τι θα
του πω; Πως είναι ένα λάθος της Ιστορίας,
διότι δεν τον χωράει η Ελλάδα/η Ευρώπη/η
Δύση. Τα βράδια, αποφεύγω να περνάω από
δρόμους απελπισμένων – ξέρεις γιατί;
Γιατί αν τους συναντήσω, πρέπει να
απαντήσω στο ερώτημα: Γιατί δεν ζητάω
σε έναν έστω από αυτούς να με ακολουθήσει,
γιατί δεν τον βάζω στο σπίτι μου, γιατί
δεν του στρώνω το κρεβάτι μου; Και η
απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η
ανθρώπινή μου ήττα: γιατί δεν τον αγαπώ,
γιατί είμαι ανίκανος να τον αγαπήσω.
Τι
αντιπροτείνω σε όλο αυτό; Θα ήθελα να
γράψω τη φράση «τίποτε, απολύτως τίποτε».
Θα ήταν ένα κλείσιμο της συνέντευξης
εξαιρετικά εντυπωσιακό – φουσκωμένο
από τον αέρα μιας δήθεν κυνικής
απαισιοδοξίας που θεωρείται «ωμή
ειλικρίνεια». Αλλά δεν θα ήταν η αλήθεια
μου· στην πραγματικότητα, έχω κάτι να
αντιπροτείνω – ίσως γιατί δεν πολυαντέχω
τη συγκατάβαση στην απελπισία. Έχω,
λοιπόν, να αντιπροτείνω το δεσμό.
Αυτό, νομίζω, είναι μια πραγματική
ανθρώπινη πιθανότητα μέσα στον μεγάλο
πόλεμο των ανθρώπων: να καταφέρουμε να
συνδεθούμε κάπως
έστω με έναν άνθρωπο από την άλλη πλευρά,
έστω για μια στιγμή, έστω για ένα
ανοιγόκλειμα των βλεφάρων μας. Στο μικρό
αφήγημα Το
αγόρι πίσω απ’ το τζάμι
προσπαθώ να μιλήσω για ετούτο το δεσμό.
Ένα βράδυ Πρωτοχρονιάς, ένα αγόρι από
τον κόσμο των χορτάτων, ενώ τρώει με την
οικογένειά του στο γιορτινό τραπέζι,
νομίζει πως βλέπει για μερικά δευτερόλεπτα
στο παράθυρο ένα πεινασμένο κορίτσι
που έχει κολλημένο το πρόσωπό του στο
τζάμι. Εφόσον, λοιπόν, νόμισε πως την
είδε, πρέπει να κάνει κάτι – κάτι που
να ενώσει αυτούς που είναι μέσα με αυτούς
που είναι έξω. Πιστεύω σε αυτό το αγόρι
που μπορεί να δει το πεινασμένο
ετοιμοθάνατο κορίτσι έξω από το παράθυρό
του (γι’ αυτό, άλλωστε, έγραψα το βιβλίο).
Όσο οι άνθρωποι από τον κόσμο των χορτάτων
κοιτάζουν, έστω και φευγαλέα, προς το
τζάμι του παραθύρου, υπάρχει μια ακόμη
πιθανότητα· κι όσο είμαστε άνθρωποι,
έχουμε τη δυνατότητα του δεσμού.
Κι αυτό μπορεί να είναι μια πρόταση,
έτσι πιστεύω.
photo: scalidi |