αποδόμηση-ΑΝεργία- αναδόμηση

Στις 3 Ιανουαρίου 2000 έπιασα δουλειά. Για πρώτη φορά. Τη γνωστή δημοσιογραφική δουλειά: δεν ξέρεις αν θα πληρωθείς, πότε, αν θα σε βάλουν στο μισθολόγιο. Είσαι υπό δοκιμή. Καλά, υπό δοκιμή είσαι παντού και πάντα, από το πρώτο δευτερόλεπτο που εκτίθεσαι δημοσίως με το λόγο σου.
Είχα ήδη περάσει προηγουμένως την πρώτη "δοκιμή-δοκιμασία" σε ειδησεογραφικό ραδιόφωνο, ντάλα καλοκαίρι να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και μια μέρα του Οκτωβρίου να σε ευχαριστούν για τις υπηρεσίες σου, αλλά δεν έχουν σκοπό να σε πληρώσουν, φεύγεις. Τότε βρέθηκε ένας άνθρωπος, χρόνια μετά απέκτησα το δικαίωμα να λέγομαι συνάδελφός του ίσως, που μου είπε μην πάρω τα κομμάτια μου και φύγω, εννοούσε από τη δημοσιογραφία. Από την Αθήνα. Από το χώρο. Από το όνειρό μου, όπως αποκωδικοποίησα εγώ τη φράση του.
3 Ιανουαρίου λοιπόν 2000. Πριν τέσσερις ημέρες πίστευα ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου που δεν είχα βρει ακόμα δουλειά. Την Πρωτοχρονιά -ναι,δουλεύουν την Πρωτοχρονιά οι δημοσιογράφοι- της νέας χιλιετίας, χτύπησε το τηλέφωνό μου και απέκτησα το νέο μου ρόλο: εργαζόμενη. Σε ένα μήνα με είχαν πληρώσει και μάλιστα πάνω από τη συλλογική σύμβαση για να παραμείνω στη θέση μου. Το πρώτο εξάμηνο της δουλειάς μου δεν έχω μνήμη από τη ζωή μου. Έβγαζα λεφτά και αρκετά για άνθρωπο στα 22 του τότε, αλλά δεν είχα πού να πάω να τα ξοδέψω. Δούλευα από τις 9 το πρωί μέχρι τη 1 τη νύχτα. Ο διευθυντής μου με είχε ρωτήσει με περιέργεια αν σηκώνομαι από τη θέση μου για να πιω νερό και να πάω στην τουαλέτα. Δεν με είχε δει ποτέ. Με αυτόν τον τρόπο απέκτησα εγώ μια ταυτότητα, ένα πλαίσιο του τι άλλο είμαι εγώ. Ένας άνθρωπος που δουλεύει, που έχει δουλέψει πολύ για κάτι και δεν μπορεί να ακούει "όχι", "δεν μπορώ", "δεν γίνεται", "δεν ξέρω". Που έμαθε να ψάχνει και να βρίσκει. Το τι είμαι λοιπόν πια καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εργασία μου, τη δουλειά μου, το γραφείο μου, τον υπολογιστή μου, το στυλό που κρατάω στα χέρια μου, το συρραπτικό που με κοιτάζει απειλητικά ξαπλωμένο στα χαρτιά μου. Η κάρτα της ΕΣΗΕΑ στην τσάντα μου μεταφράζεται για μένα σε ανυπολόγιστο χρόνο αφιερωμένο στη δουλειά μου και μια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στον ΕΔΟΕΑΠ, προνομιακή σε σχέση με άλλους ασφαλισμένους, που μου είναι πια απαραίτητη μετά από τόση ταλαιπωρία σωματική, πνευματική και ψυχική.
Προφανώς για πολλούς ανθρώπους- αν όχι για όλους-, ιδίως για τις γυναίκες που αποφάσισαν να έχουν την κυριαρχία του εαυτού τους, η εργασία είναι όχι ένα εξωτερικό κουστούμι που φορούν, αλλά ένας τρόπος να δομήσουν την ίδια τους την προσωπικότητα. Και τη ζωή τους. Τουλάχιστον αυτό είναι για μένα. Την τελευταία διετία πολλοί φίλοι και συνάδελφοι έχουν βρεθεί χωρίς δουλειά. Έχει αποδομηθεί η ζωή τους. Κάποιων αναδομείται, κιόλας, -ίσως και με επιτυχία- από την αρχή. Παντρεύονται, χωρίζουν, φεύγουν για το εξωτερικό, φεύγουν για την ελληνική επαρχία. Αλλάζουν.
Δεν φοβάμαι να αλλάξω, άλλωστε μέσα στην τελευταία δεκαετία έχω υπάρξει πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι μαζί, που ίσως δεν είχα καν φανταστεί. Δεν φοβάμαι την αναδόμηση. Με ενοχλεί όμως η καταναγκαστική αποδόμηση, αυτή που καταργεί την προσωπικότητά σου, αυτή που θέλει να την υποβαθμίσει και να την ευτελίσει. Αυτή που δεν είναι για καλό, αυτή που δεν είναι στο χέρι σου να την γυρίσεις σε θετική εξέλιξη της ζωή σου.